Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2015

Διήγημα μυστηρίου



ΟΨΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 
(ASPECTS OF REALITY)

Του Martin Armstrong
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
 
Ακόμη και για έναν τέτοιο έξοχο φιλόσοφο, όπως ήταν ο καθηγητής Κάντελμας, ήταν τιμή να τον προσκαλέσουν να παραδώσει μια σημαντική διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, και γι’ αυτό το λόγο έβαλε σ’ εφαρμογή όλο το έξοχο ταλέντο του κατά την προετοιμασία της. 
Ποτέ του δεν επαναπαύτηκε στο γεγονός να είναι απλά ένας φιλόσοφος, διότι το δραστήριο και ευρύ πνεύμα του καταπιανόταν και με άλλα ενδιαφέροντα – τη λογοτεχνία πολλών γλωσσών, αρχαίων και σύγχρονων, τη μουσική και τις άλλες καλές τέχνες, την επιστήμη, τα μαθηματικά, τη θεολογία, την ψυχολογία – και με διαρκείς αναφορές στα προηγούμενα εμπλούτιζε και ποίκιλε τις διαλέξεις του καθώς και τα έργα που δημοσίευε.
 Είχε άφθονο χρόνο για να προετοιμάσει τη διάλεξή του – Όψεις Πραγματικότητας ήταν το θέμα που είχε επιλέξει και το οποίο θα προκαλούσε πολλές συζητήσεις – και καταπιάστηκε μ’ αυτό εργαζόμενος με την άνεσή του, με τέτοια άνεση πράγματι που τελικά βρέθηκε να του έχουν μείνει μόνο τέσσερις μέρες, χωρίς να έχει γράψει ακόμη τον επίλογο και την ανακεφαλαίωση.
 Πράγματι, είχε γράψει τρία με τέσσερα προσχέδια, αλλά κανένα τους δεν ικανοποιούσε το απαιτητικό του γούστο, γι’ αυτό τα τσαλάκωνε και τα εκσφενδόνιζε με περιττή βία στον κάλαθο των αχρήστων. Κι όμως, κατά κάποιο τρόπο, το θέμα ήταν απλό, ήταν ζήτημα να πιάσεις μόνο όλα τα νήματα και να τα βάλεις σε τάξη ώστε να βγει ένα αποτελεσματικό συμπέρασμα. Η δυσκολία του, όντως, δεν ήταν καθόλου η έλλειψη ιδεών, αλλά ο τρόπος απόδοσής τους: δεν ήταν φιλοσοφικό ή λογικό ή καλλιτεχνικό πρόβλημα, παρά μόνο ζήτημα ύφους.
Ανέφερε πώς έχουν τα πράγματα σ’ έναν φίλο του, ο οποίος αμέσως του πρότεινε μια λύση. «Γιατί δεν πας για μία με δυο μέρες στο εξοχικό μου στο Τσίλτερνς;», του είπε. «Δε μένει κανείς εκεί τώρα. Η κυρία Μπέικερ θα σου τα ετοιμάσει όλα και κάθε πρωί θα έρχεται με το ποδήλατο να σου φτιάχνει το πρωινό και να σου φέρνει ένα κρύο γεύμα, και το βραδάκι θα ξαναέρχεται να σου μαγειρεύει το δείπνο».
Εξαιρετική ιδέα, συμφώνησε ο καθηγητής. Ήταν ολοφάνερο πως αυτό που χρειαζόταν ήταν να ξεφύγει από την πόλη, απ’ το γραφείο του, από την καθημερινότητα, και να καταφύγει σ’ ένα βουκολικό περιβάλλον, που θα τον ενέπνεε περισσότερο.
Υπάρχει μια λαϊκή δοξασία πως οι καθηγητές και οι φιλόσοφοι (πόσο μάλλον ένας καθηγητής της φιλοσοφίας) κατά κάποιο γελοίο τρόπο δεν είναι καθόλου πρακτικοί άνθρωποι. Αυτή η γενίκευση δεν αληθεύει, ιδίως για τον καθηγητή Κάντελμας. Ο καθηγητής ήταν άτομο με κοινή λογική πάνω του μετρίου, αλλά επειδή είχε εξαιρετική ικανότητα συγκέντρωσης, και όταν το μυαλό του ήταν απορροφημένο από κάποια ιδέα ή πρόβλημα, είχε την τάση να πραγματεύεται πρακτικά θέματα με κάποια αφηρημάδα. Έτσι λοιπόν, φτάνοντας στο σταθμό του Πάντινγκτον, τον άκουσαν να ζητάει από τον υπάλληλο στο γκισέ ένα εισιτήριο τρίτης θέσης για Πάντινγκτον. Όταν ο υπάλληλος του βεβαίωσε ότι ήταν ήδη στον σταθμό του Πάντινγκτον, φάνηκε να δείχνει εντελώς χαμένος. Αλλά μόνο για μια στιγμή, διότι αφού κοντοστάθηκε μόνο για λίγο, εξέφρασε αυτό που ζητούσε επακριβέστερα και εν ευθέτω χρόνω αποβιβάστηκε στον ασήμαντο σταθμό που κατά λάθος είχε ονομάσει Πάντινγκτον. 
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής είχε σκοπίμως διώξει κάθε σκέψη από το νου του σχετική με τη διάλεξη του Μπέρκλεϊ και συγκέντρωσε την προσοχή του στα τοπία που προσπερνούσε, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο η φύση βαθμιαία παρεισέφρεε στις κεραμοσκεπές και στις τουβλόκτιστες οικοδομές του Λονδίνου, πώς λίγο-λίγο δέντρα και κήποι αυξάνονταν σε αριθμό ενώ σπίτια ελαττώνονταν, έως ότου τελικά ένα αγρόκτημα ή το οξυκόρυφο καμπαναριό μιας εκκλησίας που ανυψωνόταν πάνω από συνωστισμένες στέγες δεν ήταν περισσότερο από ένα συμβάν στα καφετιά, κίτρινα και άλικα χρώματα της υπαίθρου.
 Η ιδέα του ήταν να ησυχάσει πλήρως το μυαλό του, να αδειάσει από κάθε ασαφή όψη της πραγματικότητας σε σχέση με τη διάλεξη στο Μπέρκλεϊ και να υποβληθεί σ’ αυτά που κάθε συνηθισμένος άνθρωπος θεωρεί πραγματικά, όπως τα βαγόνια της τρίτης θέσης, τα τηλεγραφόξυλα, οι αφίσες, τα δέντρα, οι θημωνιές, οι φωνές των αχθοφόρων, ο βρυχηθμός ενός τρένου που σε προσπερνάει και άλλα τέτοια. Μόνο όταν θα έφτανε στον προορισμό του και ξανάνιωνε μ’ ένα ελαφρύ γεύμα, θα εφορμούσε πάνω στο θέμα του απροειδοποίητα και θα το καθήλωνε.
Περπατώντας τα έξι χιλιόμετρα από το σταθμό προς το εξοχικό σπιτάκι, ακολούθησε το ίδιο σοφό σχέδιο, δηλαδή παραδόθηκε στην παρατήρηση των φαντασμαγορικών παιχνιδιών της φύσης στα τέλη του Σεπτέμβρη και του λεπτομερειακού χάρτη που του είχε προσεκτικά σχεδιάσει ο φίλος του.
 Ο χάρτης τον κατεύθυνε αλάνθαστα μέσα από μακρά δρομάκια, κατά μήκος μονοπατιών μέσα από χωράφια, πάνω από περάσματα αγροτικών φρακτών και τον οδήγησε τελικά χωρίς κανένα πρόβλημα στην αυλόθυρα του εξοχικού σπιτιού του φίλου του. Και με την πρώτη ματιά στην ανεμοδαρμένη τούβλινη πρόσοψη του σπιτιού και στον μικρό τετράγωνο κηπάκο μπροστά του, ένιωσε βέβαιος πως αυτό ήταν το ιδανικό μέρος για να δουλέψει.

 Είναι αλήθεια πως ένιωσε μια ψύχρα καθώς έσπρωξε την πόρτα για να μπει και να βρεθεί μπροστά σ’ έναν νοτισμένο, πλακόστρωτο διάδρομο, αλλά αμέσως εμφανίστηκε η κυρία Μπέικερ που τον οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο δεξιά, ένα ευχάριστο, χαμηλό δωμάτιο μ’ ένα τραπέζι στρωμένο με το γεύμα του κι ένα άλλο, εντελώς άδειο, προφανώς για να απλώσει τα χαρτιά του και να εργαστεί. Η κυρία Μπέικερ ήταν εξίσου προσηνής. Ήταν μια γυναίκα ευχάριστη, αξιοπρεπής, εντελώς ευτυχώς απαλλαγμένη από κάθε τάση να χαραμίζει το χρόνο σε άσκοπες συζητήσεις.
Μετά το γεύμα ο καθηγητής στρώθηκε στη δουλειά και εργάστηκε επιτυχώς για ένα δίωρο. Μετά έκανε μια βόλτα μέσα στο δάσος και επέστρεψε για την καθορισμένη ώρα του δείπνου. Μετά το δείπνο όταν η κυρία Μπέικερ έφερε την αναμμένη λάμπα κι έφυγε με το ποδήλατό της, στρώθηκε ξανά στη δουλειά κάνοντας μια σύντομη παύση κάθε ώρα περίπου για να διαβάσει αυτά που έγραψε και να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Ήταν ήδη αργά όταν άκουσε ή μάλλον είχε την εντύπωση ότι άκουσε έναν ελαφρό, έναν γρήγορο διπλό χτύπο στην πόρτα του δωματίου. Αναρωτήθηκε αν πράγματι τον άκουσε. Θα το άφηνε λοιπόν να το αποδείξουν οι περιστάσεις. Εάν πράγματι είχε ακουστεί ο χτύπος, εάν στ’ αλήθεια ήταν κάποιος εκεί, χωρίς αμφιβολία ο χτύπος θα επαναλαμβανόταν. Τίποτε όμως δε συνέβη και ο καθηγητής Κάντελμας απορροφήθηκε εκ νέου στο έργο του όταν ξανακούστηκε ο χτύπος, ο ίδιος ακριβώς διπλός χτύπος που νόμισε πως είχε ακούσει προηγουμένως. Δεν απάντησε «εμπρός!» για τον επαρκή λόγο που δεν ήθελε να μπει μέσα ο παρείσακτος. Είναι πολύ πιο εύκολο να ξεφορτωθείς έναν επισκέπτη εάν του μιλήσεις σε μια μισάνοιχτη πόρτα, κι έτσι πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα.
Αν είχε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι κάποιος είχε χτυπήσει την πόρτα, θα ήταν διαφορετικό θέμα, αλλά ν’ ανοίξεις μια πόρτα με πλήρη βεβαιότητα ότι θα συναντούσες κάποιον να στέκεται εκεί σε μισό μέτρο απόσταση από σένα και να μη βρεις κανέναν, ε τότε αυτό λέγεται έκπληξη. Ένα απρόσμενο κενό γίνεται αισθητά κενό. Και τότε ο καθηγητής έκανε κάτι που λίγο αργότερα θεώρησε ανόητο. Φώναξε δυνατά στο κενό. «Ποιος είναι; Ποιος είναι εκεί;» Τώρα ν’ ακούς τον εαυτό σου να απευθύνει ερώτηση στον κανέναν είναι αλλόκοτα ανησυχητικό. Τούτο με εκπληκτικό τρόπο τονίζει τη μοναξιά σου. Και όχι μόνον αυτό: η απουσία απόκρισης υπονοεί, με αρκετά παράλογο τρόπο, όχι ότι δεν είναι κανείς εκεί, αλλά κάποιος βρίσκεται εκεί, κάποιος που δεν τον βλέπεις και, για δικούς του ανεξήγητους λόγους, παραμένει σιωπηλός. Η κοινή λογική του καθηγητή τον διαβεβαίωνε ότι αντιδράσεις τέτοιου είδους προερχόμενες από κάποιο πρωτόγονο μέρος του νου του είναι καθαρές ανοησίες. Και βέβαια είναι, όμως η διαβεβαίωση λίγο συμβάλλει στην υποβάθμιση της πραγματικότητάς τους. Εκείνο που γρήγορα συνέβαλε στην υποβάθμιση της πραγματικότητας αυτών των αντιδράσεων – αυτό που πράγματι την έδιωξε – ήταν η μισοτελειωμένη πρόταση πάνω στο γραπτό του που οχληρά τον παρακινούσε να την τελειώσει, και με μια χειρονομία ανυπομονησίας ξαναγύρισε στη θέση του και σύντομα εκ νέου τον απορρόφησε η εργασία του.
 Φέρνοντας στο νου του το προηγούμενο συμβάν, ενώ κάπνιζε το επόμενο τσιγάρο του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε δώσει υπερβολική σημασία σε κάποιον από εκείνους φυσικούς ήχους με τους οποίους τα παλιά σπίτια ‘καταγράφουν’ μια αλλαγή θερμοκρασίας, μια πνοή ανέμου, ή τις αργές χρονικές διαδικασίες αποσύνθεσης.
Μετά από μισή ή ίσως μια ώρα αργότερα – η λογοτεχνική δημιουργία εκμηδενίζει την έννοια του χρόνου – επαναλήφτηκε ο χτύπος, και τη φορά αυτή δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το αντίθετο. Ο χτύπος ήταν χτύπος ανθρώπου. Κάποιος ήταν εκεί. 
Σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήρε τη λάμπα και στις άκρες των ποδιών του διέσχισε το δωμάτιο μέχρι την πόρτα για να αιφνιδιάσει τον φαρσέρ. Ανοίγοντας με βία την πόρτα ορθάνοιχτη, αντίκρισε το … απίστευτο. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής στο διάδρομο. Φώτισε με τη λάμπα τον διάδρομο από άκρη σε άκρη και τον βρήκε εντελώς άδειο. Στάθηκε εκεί με τη λάμπα στο χέρι του, έχοντάς τα εντελώς χαμένα και διχασμένος με τον εαυτό του. Ο πρωτόγονος εαυτός του τον παρότρυνε να κλείσει γρήγορα την πόρτα και να την κλειδώσει. Ο λογικός του πάλι εαυτός τον παρακινούσε να βεβαιωθεί αμέσως αν η κυρία Μπέικερ φεύγοντας είχε κλειδώσει, και κατόπιν να προβεί σ’ έναν ενδελεχή έλεγχο του σπιτιού. Συγχρόνως δε, ένα τρίτο μέρος του εαυτού του, το λογοτεχνικό , του έλεγε, για όνομα του Θεού, να πάψει να ασχολείται με ασήμαντα πράγματα και να ξαναγυρίσει στην εργασία του που προχωρούσε με μεγάλη επιτυχία.
Ακινητοποιημένος απ’ αυτή την εσωτερική του διαμάχη στάθηκε για λίγο και αφουγκράστηκε. Κατόπιν φώναξε πάλι. «Ποιος είναι; Τι θέλεις;» Θεέ και Κύριε! Τι φωνή ήταν αυτή! Αηδίασε με τον πανικό που διέκρινε στον τόνο της φωνής του. Όχι μόνον αηδίασε αλλά και εξοργίστηκε – στην πραγματικότητα ανησύχησε που έπιασε τον εαυτό του να πανικοβάλλεται τόσο πολύ. Και για να αποκαταστήσει περισσότερο τον αυτοσεβασμό του παρά για όποιον άλλο λόγο, ανέκτησε την ψυχραιμία του και ξαναφώναξε, τη φορά αυτή, με σταθερή και απαιτητική φωνή. «Ποιος είναι; Ποιος είναι εκεί;»
Υπήρξε μια στιγμή άκρας σιωπής. Κατόπιν από τη μέση του άδειου διαδρόμου, του απάντησε μια μπάσα και νωχελική φωνή. «Κανείς!» είπε η φωνή. «Απολύτως κανείς!»
Ο καθηγητής Κάντελμας έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης. «Τότε γιατί στην ευχή δεν το λες από πριν;» αναφώνησε, και πολύ ησυχασμένος ξαναγύρισε στο γραφείο του, ακούμπησε πάνω του τη λάμπα και συνέχισε το γράψιμο.
Και λίγο μετά τα μεσάνυχτα η διάλεξη του Μπέρκλεϊ ήταν τελειωμένη.

ArmstrongMartin Donisthorpe Armstrong. (2 Οκτωβρίου 1882 - 24 Φεβρουαρίου 1974). Άγγλος συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στο Newcastle-upon-Tyne, και φοίτησε στα Charterhouse και Pembroke College, Cambridge. Από το 1922 μέχρι το 1924 ήταν ο λογοτεχνικός συντάκτης του περιοδικού Spectator. Έγραψε και εξέδωσε πολλά διηγήματα.

*Martin Armstrong (writer) - Wikipedia




Δεν υπάρχουν σχόλια: