Saki (H. H. Munro)*
The Byzantine Omelette
Η Βυζαντινή Ομελέτα
Το κείμενο στα αγγλικά ΕΔΩ=>Short Stories: The Byzantine Omelette by Saki
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Η Σόφι Τσάτελ-Μόνκχαϊμ ήταν εκ πεποιθήσεως σοσιαλίστρια, μια Τσάτελ
Μόνκχαϊμ από γάμο. Το συγκεκριμένο μέλος εκείνης της εύπορης οικογένειας που
είχε παντρευτεί ήταν πλούσιο, με τον τρόπο τουλάχιστον που οι συγγενείς του
μετρούσαν τα πλούτη. Η Σόφι είχε πολύ προχωρημένες και σταθερές απόψεις σχετικά
με τη διανομή του χρήματος: ήταν ευχάριστη και τυχερή περίσταση που κι αυτή
είχε τα χρήματα. Όταν καταφερόταν με ευγλωττία εναντίον των κακών συνεπειών του
καπιταλισμού σε συγκεντρώσεις σαλονιών και συσκέψεις της Φαβιανής Εταιρείας*
είχε την επίγνωση ενός άνετου συναισθήματος ότι το σύστημα, παρ’ όλες τις
ανισότητες και αδικίες του, θα διαρκούσε όσο η ίδια ζούσε. Είναι μια παρηγοριά
των μεσήλικων μεταρρυθμιστών ότι το καλό που θα ενσταλάξουν στην κοινωνία θα
υπάρξει μετά απ’ αυτούς , εάν πρόκειται να υπάρξει καθόλου.
Μια ανοιξιάτικη βραδιά, κοντά στην ώρα του δείπνου, η Σόφι καθόταν
ήρεμα ανάμεσα στον καθρέφτη και στην υπηρέτριά της, υφιστάμενη τη διαδικασία
του χτενίσματος των μαλλιών της σε μια περίτεχνη κόμμωση που αντανακλούσε την
επικρατούσα μόδα. Περιβαλλόταν από έναν φωτοστέφανο μακαριότητας, που ήταν η
μακαριότητα κάποιου που έχει φτάσει στον επιδιωκόμενο σκοπό με μεγάλη
προσπάθεια και επιμονή, και που τον έχει βρει ακόμη πιο έξοχα επιθυμητό στην
επίτευξή του. Ο Δούκας της Συρίας είχε καταδεχθεί να εισέλθει κάτω από τη στέγη
της ως καλεσμένος, ήταν ήδη εγκατεστημένος κάτω από τη στέγη της και σύντομα θα
καθόταν στο τραπέζι του δείπνου. Σαν καλή σοσιαλίστρια, η Σόφι αποδοκίμαζε τις
κοινωνικές διακρίσεις, και λοιδορούσε
την ιδέα ύπαρξης μιας πριγκιπικής κάστας, αλλά εφόσον, θέλοντας και μη, υπήρχαν
τέτοιες τεχνητές διαβαθμίσεις κοινωνικής θέσης και αξιώματος, ένιωθε
ευχαριστημένη και πρόθυμη να υποδεχτεί ένα υψηλό δείγμα μιας υψηλής τάξης στη
δεξίωση του οίκου της. Είχε αρκετά ευρύ πνεύμα να αγαπάει τον αμαρτωλό ενώ
μισεί την αμαρτία – όχι πως έτρεφε κάποια προσωπική συμπάθεια προς τον Δούκα
της Συρίας, ο οποίος της ήταν εντελώς άγνωστος, αλλά εν τούτοις, σαν Δούκας της
Συρίας, ήταν πολύ, μα πολύ, ευπρόσδεκτος στο σπίτι της. Δεν ήταν σε θέση να
εξηγήσει γιατί, αλλά κανείς, κατά πάσα πιθανότητα, δεν επρόκειτο να ζητήσει μια
εξήγηση, και οι περισσότερες οικοδέσποινες την φθονούσαν.
«Πρέπει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου απόψε, Ρίτσαρντσον», είπε με
αυταρέσκεια στη υπηρέτριά της. «Πρέπει να δείχνω στα καλύτερά μου. Πρέπει να
ξεπεράσουμε τον εαυτό μας».
Η υπηρέτρια δεν είπε τίποτε, αλλά από το έντονο βλέμμα στα μάτια
της και τη σβελτάδα των δαχτύλων της ήταν φανερό ότι και η ίδια ήταν κυριευμένη
από τη φιλοδοξία να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα, ένας απαλός αλλά ανένδοτος ήχος,
σαν από κάποιον που δεν επιδεχόταν άρνηση.
«Για πήγαινε να δεις ποιος είναι», είπε η Σόφι. «Μπορεί να
πρόκειται για το κρασί».
Η Ρίτσαρντσον είχε μια βιαστική συζήτηση με κάποιον άδηλο
αγγελιοφόρο στην πόρτα. Όταν επέστρεψε η μέχρι τότε ενεργητικότητά της είχε
αλλάξει και αντικαταστάθηκε από μια περίεργη νωθρότητα.
«Τι τρέχει;» ρώτησε η Σόφι.
«Το υπηρετικό προσωπικό ‘έχει κατεβάσει τα ρολά’, κυρία», είπε η
Ρίτσαρντσον.
«’Κατεβάσει τα ρολά’;» αναφώνησε η Σόφι. «Θες να πεις πως έχουν
κατεβεί σε απεργία;»
«Μάλιστα, κυρία», απάντησε η Ρίτσαρντσον, προσθέτοντας: «Το
πρόβλημα είναι ο Γκασπάρ».
«Ο Γκασπάρ;» έκανε η Σόφι με απορία. «Ο έκτακτος σεφ! Ο
σπεσιαλίστας για τις ομελέτες!»
«Μάλιστα, κυρία. Πριν γίνει σπεσιαλίστας για ομελέτες, ήταν ένας
λακές, καθώς κι ένας απεργοσπάστης στη μεγάλη απεργία στου Λόρδου Γκρίμφορντ
πριν από δυο χρόνια. Μόλις λοιπόν το προσωπικό σας έμαθε ότι τον προσλάβατε,
‘κατέβασαν ρολά’ διαμαρτυρόμενοι. Εναντίον σας δεν έχουν κανένα παράπονο προσωπικά,
πλην όμως απαιτούν την άμεση απόλυση του Γκασπάρ».
«Μα», διαμαρτυρήθηκε η Σόφι, «είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην
Αγγλία που ξέρει να κάνει Βυζαντινή ομελέτα. Τον προσέλαβα ειδικά για την
επίσκεψη του Δούκα της Συρίας, και είναι αδύνατο να τον αντικαταστήσω την
τελευταία στιγμή. Θα πρέπει να προσλάβω άλλον από το Παρίσι, και ο Δούκας
τρελαίνεται για Βυζαντινές ομελέτες. Ήταν το μόνο πράγμα που μιλούσαμε από το
σταθμό μέχρις εδώ».
«Ήταν ένας από τους απεργοσπάστες στου Λόρδου Γκρίμφορντ»,
επανέλαβε η Ρίτσαρντσον.
«Τούτο εδώ παραείναι τρομερό», είπε η Σόφι. «Μια απεργία του
υπηρετικού προσωπικού σε μια τέτοια στιγμή, με τον Δούκα της Συρίας να μένει
στο σπίτι μου. Πρέπει να γίνει κάτι αμέσως. Γρήγορα, τελείωνε τα μαλλιά μου και
θα πάω η ίδια να δω τι μπορώ να κάνω να τους μεταπείσω».
«Δεν μπορώ να σας τελειώσω τα μαλλιά, κυρία», είπε η Ρίτσαρντσον
ήρεμα, αλλά με ασυνήθιστη αποφασιστικότητα. «Ανήκω κι εγώ στο σωματείο και δεν
μπορώ να κάνω ούτε μισού λεπτού δουλειάς μέχρι να διευθετηθεί το θέμα της απεργίας».
«Μα τούτο είναι απάνθρωπο!» αναφώνησε με δραματικό τόνο η Σόφι.
«Πάντοτε υπήρξα μια υποδειγματική εργοδότρια και αρνήθηκα να προσλάβω άλλους
παρά μόνο υπηρετικό προσωπικό από το σωματείο, και να το αποτέλεσμα. Τι θα
κάνω; Τούτο είναι πρόστυχο!»
«Πράγματι αυτή είναι η σωστή λέξη», απάντησε η Ρίτσαρντσον. «Εγώ
είμαι μια καθώς πρέπει Συντηρητική και δεν ανέχομαι όλες αυτές τις
σοσιαλιστικές ανοησίες, με το συμπάθιο κιόλας. Όμως είναι τυραννία, αυτό
ακριβώς είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά πρέπει να κερδίσω το ψωμί μου,
όπως όλος ο κόσμος, γι’ αυτό είμαι αναγκασμένη να ανήκω στο σωματείο. Δε θα
μπορούσα ν’ αγγίξω ούτε μια φουρκέτα χωρίς άδεια από την επιτροπή απεργίας,
ακόμη κι αν μου διπλασιάζατε τις απολαβές μου».
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα με πάταγο και όρμησε στο δωμάτιο οργισμένη η
Κάθριν Μόλσομ.
«Καλό και τούτο!», ούρλιαξε, «απεργία των οικιακών υπηρετών την
τελευταία στιγμή, κι εγώ σ’ αυτό το χάλι! Πώς μπορώ να εμφανιστώ σ’ αυτή την
κατάσταση;»
Μετά από μια σύντομη εξέταση η Σόφι τη διαβεβαίωσε πως όντως δεν
μπορούσε.
«Όλοι έχουν απεργήσει;» ρώτησε την υπηρέτριά της.
«Εκτός από το προσωπικό των μαγειρείων», απάντησε η Ρίτσαρντσον.
«Αυτοί ανήκουν σε διαφορετικό σωματείο.
«Τουλάχιστον, θα εξασφαλιστεί το δείπνο», είπε η Σόφι, «να κάτι για
το οποίο πρέπει να είμαστε ευγνώμονες».
«Δείπνο!» ρουθούνισε με περιφρόνηση η Κάθριν, «τι στην ευχή ωφελεί
το δείπνο όταν κανείς μας δεν μπορεί να παρευρεθεί; Κοίτα τα μαλλιά σου – και
κοίτα κι εμένα! Ή καλύτερα μη με κοιτάς».
«Ξέρω πως είναι δύσκολο να τα καταφέρεις χωρίς υπηρέτρια, αλλά δεν
μπορεί να σε βοηθήσει ο άντρας σου;» ρώτησε η Σόφι απελπισμένα.
«Ο Χένρι; Αυτός είναι σε χειρότερη θέση από εμάς. Ο θαλαμηπόλος του
είναι το μοναδικό άτομο που πραγματικά γνωρίζει το χειρισμό εκείνου του γελοίου
νεότευκτου φορητού χαμάμ που επιμένει να παίρνει μαζί του παντού».
«Θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει και χωρίς χαμάμ για μια βραδιά»,
είπε η Σόφι. «Με τέτοια μαλλιά δεν μπορώ να εμφανιστώ, ενώ το χαμάμ είναι
πολυτέλεια».
Καλή μου γυναίκα», είπε η Κάθριν μ’ έντονο φόβο. «Ο Χένρι ήταν στο
χαμάμ όταν ξεκίνησε η απεργία. Μέσα στο χαμάμ, καταλαβαίνεις; Και είναι ακόμη
μέσα τώρα»
«Ε, γιατί δε βγαίνει;»
«Δεν ξέρει πώς να βγει. Κάθε φορά που τραβάει τον λεβιέ με την
ένδειξη αποδέσμευση το μόνο που αποδεσμεύει είναι καυτός ατμός. Υπάρχουν
δυο ειδών ατμών στο χαμάμ με την ένδειξη υποφερτός και μόλις υποφερτός, κι αυτός αποδεσμεύει και τα δυο. Μέχρι τη
στιγμή αυτή που μιλάμε, μπορεί να έγινα χήρα».
«Μα είναι αδύνατο να διώξω τον Γκασπάρ», κλαψούρισε η Σόφι. «Ποτέ
δε θα μπορέσω να εξασφαλίσω άλλον ειδικό για ομελέτες».
«Κάθε δυσκολία που θ’ αντιμετωπίσω να εξασφαλίσω άλλον άντρα είναι
φυσικά ασήμαντο γεγονός που δεν αξίζει την προσοχή κανενός», είπε η Κάθριν με
πικρία.
Η Σόφι τελικά συνθηκολόγησε. «Πήγαινε», είπε στη Ρίτσαρντσον, «και
πες στην επιτροπή απεργίας, ή σ’ όποιον χειρίζεται την υπόθεση, ότι ο Γκασπάρ
απολύεται πάραυτα. Και πες στον Γκασπάρ να με συναντήσει αμέσως στη βιβλιοθήκη
να τον πληρώσω τι του οφείλω και να δικαιολογηθώ όπως μπορώ, και μετά να σπεύσω
πίσω και να τελειώσω τα μαλλιά μου».
«Περίπου μισή ώρα αργότερα η Σόφι συγκέντρωσε τους καλεσμένους της
στη μεγάλη σάλα πριν την εθιμοτυπική είσοδο στην τραπεζαρία. Εκτός από τον
Χένρι Μόλσομ, που το δέρμα του προσώπου του είχε την απόχρωση του ώριμου βατόμουρου
που βλέπει κανείς ενίοτε σε ιδιωτικές θεατρικές παραστάσεις να παριστάνει την
ανθρώπινη επιδερμίδα, υπήρχαν πολύ λίγα εξωτερικά σημάδια μεταξύ των
συγκεντρωμένων μετά την κρίση που μόλις είχε αντιμετωπιστεί και ξεπεραστεί.
Όμως η ένταση υπήρξε τόσο υπερβολικά επιβαρυντική ενόσω διαρκούσε ώστε να
αφήσει ορισμένες νοητικές επιδράσεις πίσω της. Η Σόφι μιλούσε ‘περί ανέμων και
υδάτων’ στον επιφανή καλεσμένο της, ενώ τα μάτια της ξεστράτιζαν με αυξανόμενη
συχνότητα προς τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα απ’ όπου σύντομα θα ερχόταν η ευλογημένη
ανακοίνωση ότι το δείπνο θα σερβιριζόταν. Κάθε λίγο και λιγάκι έριχνε μια
κλεφτή ματιά στους καθρέφτες του τοίχου για να βλέπει το είδωλο της υπέροχα
χτενισμένης κόμης της, όπως ένας ασφαλιστής θα ατένιζε με ανακούφιση ένα καθυστερημένο
καράβι να μπαίνει στο λιμάνι μετά έναν καταστροφικό τυφώνα. Και τότε άνοιξαν οι
πόρτες και μπήκε στη σάλα η ευπρόσδεκτη μορφή του θαλαμηπόλου. Όμως, δεν έκανε
καμιά γενική ανακοίνωση ότι η συνεστίαση είναι έτοιμη, και η πόρτα έκλεισε πίσω
του. Το μήνυμά του ήταν μόνο για τη Σόφι.
«Δεν θα σερβιριστεί το δείπνο, κυρία», είπε με σοβαρότητα. «Το
προσωπικό του μαγειρείου ‘έχουν κατεβάσει τα ρολά’. Ο Γκασπάρ ανήκει στο
Σωματείο των Μαγείρων και του Προσωπικού Μαγειρείων. Μόλις άκουσαν για την
άμεση απόλυσή του την τελευταία στιγμή, σταμάτησαν τη δουλειά. Απαιτούν την
άμεση αποκατάστασή του και μια συγγνώμη προς το σωματείο. Και να προσθέσω,
κυρία, είναι αμετάπειστοι. Με ανάγκασαν ακόμη να επιστρέψω τα ψωμάκια που ήδη
βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι».
Μετά από πάροδο δεκαοχτώ μηνών η Σόφι Τσάτελ-Μόνκχαϊμ αρχίζει να
βγαίνει στα παλιά της στέκια και να βρίσκεται ανάμεσα στους συντρόφους της,
αλλά πρέπει ακόμη να είναι πολύ προσεκτική. Οι γιατροί δεν της επιτρέπουν
καθόλου να παρακολουθεί οτιδήποτε συναρπαστικό, όπως συναθροίσεις σαλονιών ή
συνεδριάσεις της Φαβιανής Εταιρείας, και είναι βέβαια αμφίβολο αν το θέλει
πράγματι.
*Φαβιανή
Εταιρεία (Fabian Society). Αγγλική πολιτική οργάνωση σοσιαλιστικού χαρακτήρα.
Ιδρύθηκε το 1883 στο Λονδίνο και είχε σκοπό της εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που
θα προωθούσε τα συμφέροντα της αγγλικής εργατική τάξης της βικτοριανής εποχής,
η οποία ζούσε υπό άθλιες συνθήκες.
*Σάκι (ο οινοχόος στο ποίημα του Ομάρ Χαγιάμ Ρουμπαγιάτ) είναι το ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα H. H. Munro (1870 - 1916). Ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Βιρμανία. Έλαβε την εκπαίδευσή του στην Αγγλία και στην Ευρώπη. Μετά επέστρεψε στη Βιρμανία και υπηρέτησε ένα χρόνο στην Βρετανική Στρατιωτική Αστυνομία. Επέστρεψε ξανά στο Λονδίνο το 1908, όπου άρχισε να γράφει τα ονομαστά του διηγήματα. Μεταξύ των ετών 1902 και 1908 ήταν ανταποκριτής ξένου τύπου στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Κατατάχτηκε στον βρετανικό στρατό κατά την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και σκοτώθηκε σε μάχη στη Γαλλία το 1916.
Το ύφος του διακρίνεται για τον κάπως ωμό και λίγο ευτράπελο κυνισμό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου