Σάββατο, Οκτωβρίου 31, 2015

«Ακαδημαϊκό πρεκαριάτο» και προλεταριοποίηση

η κινητικότητα του «ακαδημαϊκού πρεκαριάτου» προς την προλεταριοποίηση



Υπάρχει σοβαρό έλλειμμα προσανατολισμού προς μια δημιουργική
και δυναμική πολιτική που θα αξιοποιεί τους νέους επιστήμονες και ερευνητές

Κατερίνα Πάπαρη*

Τον Ιούνιο του 1871, στον επικήδειο λόγο του για τον γερμανό φιλόσοφο Friedrich Ueberweg, ο Dilthey έθιγε το επίμαχο για την εποχή ζήτημα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των νέων διδακτόρων, αναφερόμενος στα τμήματα φιλοσοφίας. Κατά τα λεγόμενά του: 
Θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε κάποια στιγμή πόσοι επιδίωξαν φιλοσοφική καριέρα στα γερμανικά πανεπιστήμια τα τελευταία πενήντα χρόνια και ποια απέβη τελικά η μοίρα τους. Θα διαπιστώναμε τότε ότι η απόφασή τους απαιτούσε πολύ θάρρος.1
Σε αντίθεση με την εξιδανικευμένη έως και στεροτυπική εικόνα που έχουμε για τους γερμανούς ακαδημαϊκούς του 19ου αιώνα, η πραγματικότητα ήταν ότι, τη δεκαετία του 1850, για την πλειονότητα των νέων διδακτόρων και άμισθων λεκτόρων που επιθυμούσε ακαδημαϊκή καριέρα το εγχείρημα ήταν σχεδόν αδύνατο: απαιτούνταν αρκετό κουράγιο, αυταπάρνηση και θυσίες από μέρους τους, αφού συνήθως χρειάζονταν έως και 14 χρόνια από την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου, και συνήθως υπερέβαιναν τα 40 έτη τους για να διοριστούν ως λέκτορες.2 Ασφαλώς, η δυσκολία αυτή για την εποχή δεν οφειλόταν μόνο στις περικοπές της κρατικής επιχορήγησης στα πανεπιστήμια λόγω της οικονομικής δυσπραγίας αλλά και στη μεγάλη για την εποχή απήχηση και ζήτηση των φυσικών και θετικών επιστημών. Το εντυπωσιακό είναι ότι σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά, η πραγματικότητα αυτή φαίνεται εξίσου οικεία και γνώριμη στους σημερινούς νέους διδάκτορες. 
Όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2010, το σύνολο των μεταπτυχιακών φοιτητών ήταν 35.570 και των υποψηφίων διδακτόρων 23.853. Όπως προκύπτει από το Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, μόνο τα έτη 2014/2015 υποβλήθηκαν στο ελληνικό πανεπιστήμιο σχεδόν 950 διδακτορικά. Πρέπει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία (2000-2010) έχει καταγραφεί μαζική αύξηση του αριθμού διδακτορικών τίτλων στις χώρες του ΟΟΣΑ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά μέσο όρο 5% το χρόνο.3 Όμως ποιες είναι οι προοπτικές για το μέλλον και οι εργασιακές συνθήκες για τους νέους διδάκτορες που επιθυμούν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα; Ειδικότερα σήμερα, που η εμβληματική τάση σε διεθνές επίπεδο υποδηλώνει ότι η ανώτατη εκπαίδευση έχει πάψει να αποτελεί ικανό εφόδιο για εξασφάλιση εργασιακής σταθερότητας και κοινωνικής ευημερίας. 
Οι απαρχές του σημερινού προβλήματος ξεκινούν τη δεκαετία του 1970, όπου μια βασική παράμετρος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου έμελλε να σηματοδοτήσει και να καθορίσει τελεσίδικα τις επαγγελματικές δυνατότητες και των νέων διδακτόρων. Η παράμετρος αυτή αφορούσε την ολοένα αυξανόμενη ευελιξία της αγοράς εργασίας που άνοιγε την ατζέντα για τη μεταφορά του ρίσκου και της ανασφάλειας στους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παγκόσμιου «πρεκαριάτου», της «νέας επικίνδυνης τάξης», σύμφωνα με τον Standing.4 Το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι ένας κοινωνικός εργασιακός χώρος στον οποίο έχουν δρομολογηθεί και αποτυπώνονται οι ραγδαίες αλλαγές του νεοφιλελεύθερου εργασιακού καθεστώτος. Τα τελευταία χρόνια, ολοένα περισσότερο θεματοποιείται τόσο βιβλιογραφικά όσο και σε άρθρα, σε μακροσκελείς συζητήσεις σε blog διδακτόρων ή φοιτητικών συλλόγων, η προοπτική, το μέλλον και κυρίως τα αδιέξοδα της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας: η συζήτηση θεματοποιεί το εργασιακό καθεστώς του «ακαδημαϊκού πρεκαριάτου» ανακινώντας τα ζητήματα της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, του εθελοντισμού και των απαράδεκτων εργασιακών συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι βοηθοί καθηγητών και οι ωρομίσθιοι διδάσκοντες. Πρόκειται για ένα ζήτημα με διεθνείς διαστάσεις, συγκαταλέγοντας ασφαλώς σε αυτές και την ελληνική περίπτωση. 
Ποιες είναι, λοιπόν, οι εργασιακές συνθήκες και τα εργασιακά δικαιώματα των νέων διδακτόρων σήμερα; Οι νέοι ερευνητές, κατά την πρώιμη περίοδο της σταδιοδρομίας τους (early career researchers) ως εργαζόμενοι σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, σύμφωνα με τον Saunders υπόκεινται σε αρκετά επισφαλείς εργασιακές συνθήκες που ενδέχεται να διαρκέσουν αρκετά χρόνια.5 Παρά το γεγονός ότι κύριο γνώρισμα αυτών των συνθηκών είναι η «προσωρινότητα» (casualization) της απασχόλησης, το νέο επιστημονικό δυναμικό επιλέγει αυτήν τη συνθήκη έναντι του φόβου να δικαιολογήσει μελλοντικά στο βιογραφικό του σημείωμα ένα «κενό» εργασίας στην καριέρα του (early career gap). Ως εκ τούτου, οι νέοι διδάκτορες καλούνται να ανταποκριθούν σε πρακτικές απασχόλησης που συνάδουν με τις απαιτήσεις της αγοράς· υπογράφουν μονοετή συμβόλαια μεταδιδακτορικής έρευνας, στη διάρκεια των οποίων προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως βοηθοί διδασκαλίας με εξαιρετικά χαμηλή αμοιβή, και στοιχειώδη ή/και ανύπαρκτη ασφάλιση (συνήθως αποκλεισμένοι από συνταξιοδοτικές εισφορές και κοινωνικές παροχές), ενώ συγχρόνως αναλαμβάνουν έναν ογκώδη φόρτο εργασίας με οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα μέσα σε ένα ανταγωνιστικό ακαδημαϊκό/εργασιακό περιβάλλον. 
Ειδικότερα, όσον αφορά τους έλληνες διδάκτορες, μετά την εκπόνηση της διατριβής, σε πολλές περιπτώσεις ξεκινά ένας αγώνας αιτήσεων για χρηματοδότηση μεταδιδακτορικής έρευνας κατά κύριο λόγο σε πανεπιστήμια της Ευρώπης ή της Αμερικής, ώστε να εξασφαλιστεί τόσο ο βιοπορισμός –που συχνά δεν καλύπτεται επαρκώς– όσο και η ερευνητική εμπειρία και εργασία. Ωστόσο, το ίδιο το εργασιακό αυτό καθεστώς υπονομεύει συχνά και την ίδια την έρευνα· ο υποψήφιος, μόλις γίνει δεκτός, αντί να εμβαθύνει στην έρευνα που έχει αναλάβει, ξεκινά τις περισσότερες φορές να επεξεργάζεται τη νέα ερευνητική πρόταση, όπως και τα υπόλοιπα αναγκαία προαπαιτούμενα –π.χ. δημοσιεύσεις– που θα υποβάλλει στο επόμενο πρόγραμμα για να εξασφαλίσει την επόμενη χρηματοδότηση σε διαφορετικό πανεπιστήμιο και πιθανότατα σε διαφορετική χώρα ή/και ήπειρο. Προς επίρρωση αυτής της πραγματικότητας, η Oili-Helena Ylijoki υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια νέα κατηγορία ακαδημαϊκού προσωπικού, μια μάζα «ερευνητών προγραμμάτων» (project researchers). Αυτοί είναι «ευέλικτοι εργάτες» της γνώσης που μετακινούνται, ανάλογα με το εκάστοτε συμβόλαιο, από το ένα πρόγραμμα στο επόμενο, χωρίς να εξασφαλίζεται απαραίτητα μια συνέχεια μεταξύ τους. Όπως υπογραμμίζει, αντίθετα, με την αναμενόμενη, λογική γραμμικότητα στην εξέλιξη, η απασχόλησή τους περιλαμβάνει μια κυκλική επαναληψιμότητα, καθώς μεταβαίνουν από το ένα πρόγραμμα στο άλλο, κατά έναν κυκλικό τρόπο, χαρακτηριστικό όχι μόνο της βραχυπρόθεσμης απασχόλησης αλλά και ενδεικτικό μιας επαγγελματικής απασχόλησης που κινείται οριζόντια, χωρίς να ανέρχεται στη σκάλα της επαγγελματικής ή/και κοινωνικής ανέλιξης.6
Ο Alexandre Afonso, σε σχετικό άρθρο του για τη σημερινή ακαδημαϊκή ζωή των νέων διδακτόρων, υποστηρίζει ότι η ακαδημαϊκή αγορά εργασίας είναι δομημένη από πολλές απόψεις σαν μια συμμορία ναρκωτικών·7 κατ’ αναλογία με τα χαμηλόβαθμα και χαμηλόμισθα βαποράκια που διακινδυνεύουν τη ζωή τους και ανταλλάσσουν το τρέχον εισόδημά τους για έναν αβέβαιο μελλοντικό πλουτισμό, όμοια οι νέοι διδάκτορες δέχονται να εργαστούν με επισφαλείς όρους ως «εξωτερικοί» συνεργάτες πανεπιστημιακών τμημάτων, αναλαμβάνοντας ένα μέρος των καθηκόντων του «πυρήνα των μυημένων», ειδικά το κομμάτι της διδασκαλίας και κάτω από εντεινόμενη πίεση για έρευνα και δημοσιεύσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν μελλοντικά μια μόνιμη θέση. Από αυτό το σύστημα «κινήτρων» επωφελούνται τα πανεπιστήμια σε διεθνές επίπεδο, καθώς βασίζουν τη λειτουργία τους σε ένα βαθμό στον ολοένα αυξανόμενο «εφεδρικό στρατό» ακαδημαϊκών που εργάζεται με περιστασιακές συμβάσεις. 
Ο νέος ερευνητής, έτσι, παγιδεύεται και εγκλωβίζεται για αρκετά χρόνια σε μια συνεχή αναζήτηση συμβολαίων μεταδιδακτορικών προγραμμάτων, μέσα σε ένα εργασιακό καθεστώς που ανοίγει το δρόμο προς μια διαρκή επαγγελματική και ψυχολογική εξουθένωση (burnout) και ένα αβέβαιο και αδιέξοδο μέλλον. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προβληματική αυτή κατάσταση, ενώ είναι γενικευμένη σε όλους τους κλάδους των επιστημών, σημειώνεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών λόγω της διεθνούς απαξίωσης και υποβάθμισής τους. Πολλώ δε μάλλον στα καθ’ ημάς, όταν γίνεται λόγος για τις νεοελληνικές σπουδές, στο πλαίσιο των οποίων η δυνατότητα ακαδημαϊκής εργασίας και έρευνας είναι εξαιρετικά περιορισμένη. 
Οι επισφαλείς αυτές συνθήκες δεν είναι απλώς ένα ζήτημα επαγγελματικής αποκατάστασης ή ακαδημαϊκής καριέρας, αλλά ένα οξύτατο κοινωνικό ζήτημα, καθώς αποτυπώνει στην πραγματικότητα ένα καθεστώς ανεργίας που καλύπτεται με προσωρινή απασχόληση, εντός της οποίας ο εργαζόμενος κινείται παντελώς εξατομικευμένα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα σχηματισμού μιας εργασιακής κοινότητας. Ασφαλώς, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ακόμη και με αυτούς τους όρους φαντάζει ή/και παραμένει προνομιούχα σε σχέση με άλλους εργασιακούς χώρους. Ωστόσο, η ταξική διαστρωμάτωση στους κόλπους της κοινωνικής ομάδας των νέων διδακτόρων είναι καθοριστικός παράγοντας για να καταστεί δυνατό να επιδιώξει κάποιος ακόμη και τις παραπάνω προσφερόμενες εργασιακές δυνατότητες. Ένας εύλογος αριθμός διδακτόρων που αδυνατεί να αντεπεξέλθει στους όρους της κινητικότητας, και αποφασίζει να μην μεταναστεύσει στο εξωτερικό, πολύ δύσκολα επιτυγχάνει να αξιοποιήσει το ακαδημαϊκό του κεφάλαιο, ενώ εργασιακά απορροφάται σε άλλους κλάδους, όπως στη δευτεροβάθμια δημόσια ή ιδιωτική εκπαίδευση, σε ιδιωτικά κολλέγια ή ΙΕΚ, στο χώρο των εκδόσεων, και αλλού, με εξίσου επισφαλείς εργασιακούς όρους, υπογράφοντας ανανεώσιμες ή/και παράνομες συμβάσεις με πολύ χαμηλές αμοιβές (συνήθως ωρομισθία), ανασφάλιστος ή τρόπον τινά αυτοαπασχολούμενος. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ετεροαπασχόληση πολλών νέων διδακτόρων οφείλεται επιπλέον και στον αποκλεισμό τους από θέσεις που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), καθώς κοινή πρακτική σε αυτό είναι να γίνονται δεκτοί σε καθηγητικές θέσεις άνθρωποι που κατέχουν ήδη ακαδημαϊκές έδρες. Το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη όποια διαδικασία πρόσληψης κατόχων νεοαποκτηθέντων διδακτορικών τίτλων, εφόσον εκ προοιμίου αποκλείονται από το συναγωνισμό με τους ήδη διορισμένους καθηγητές. 
Οι νέοι διδάκτορες είναι μια κοινωνική ομάδα σε διαρκή κινητικότητα και επισφάλεια και μια κοινωνική ομάδα που ασφαλώς δεν μπορεί να εξισωθεί με τον εργατικό κόσμο, αλλά ολοένα και περισσότερο έρχεται αντιμέτωπη με το φάσμα της προλεταριοποίησης. Απέναντι σε αυτόν το μονόδρομο επαγγελματικής πραγματικότητας, εύλογα προκύπτει το αίσθημα της προσωπικής ματαίωσης· αξίζει κάποιος να καταβάλλει πλέον τόσες θυσίες για ένα τόσο αμφισβητούμενο, αν όχι αμφιλεγόμενο, μέλλον; Ωστόσο, η απάντηση απέναντι στον κυνισμό της αγοράς που ρυθμίζει πλέον την ανώτατη εκπαίδευση είναι ότι περισσότερο επιτακτική ίσως από ποτέ είναι η ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο συζήτησης για την αναμόρφωση του πανεπιστημίου συνολικά, για τον αναπροσδιορισμό του κοινωνικού ρόλου του και την αναδιαπραγμάτευση της σχέσης του τόσο με την κοινωνία όσο και με το κράτος. Το δημόσιο πανεπιστήμιο ως όραμα αλλά και ως κοινωνικό αγαθό αποτελεί αναμφίλεκτα ανάγκη, ειδικότερα σε μνημονιακές συνθήκες διαρκείας κατά τις οποίες έχει υποτιμηθεί και απαξιωθεί από την κρατική χρηματοδότηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον περίπου το 2% του κρατικού προϋπολογισμού διατίθεται συνολικά για την παιδεία. Ασφαλώς, το έλλειμμα δεν είναι αποκλειστικά οικονομικό, αλλά κυρίως ένα έλλειμμα προσανατολισμού σε μια δημιουργική και δυναμική πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση· όπου το πανεπιστήμιο θα αφουγκράζεται και θα παρακολουθεί τις εξελίξεις και τα νέα επιστημονικά ρεύματα σε τοπικό και διεθνές επίπεδο θα συνδέεται και θα διαχέεται στην κοινωνία, αξιοποιώντας τους νέους επιστήμονες και ερευνητές όχι στη βάση του εθελοντισμού ή της επισφαλούς εργασίας, αλλά διοχετεύοντάς τους με αξιοπρεπείς εργασιακούς όρους είτε στη διδασκαλία είτε σε δημόσια ερευνητικά κέντρα που θα διευρύνουν τη λειτουργία του, ενώ παράλληλα οι τελευταίοι με την προσφορά τους θα διεκδικούν την ισότιμη συμμετοχή του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. 
files/chronosmag/content-images/contentVOL30/phdcomic.png
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Köhnke,K. C. (1991), The Rise of Neokantianism: German Academic Philosophy Between Idealism and Positivism, Cambridge University Press, σ. 95.
2. Κöhnke, K. C., ό.π., σ. 202.
3. A. Afonso, «Πώς η ακαδημαϊκή ζωή προσομοιάζει με συμμορίες ναρκωτικών», μτφρ. Λένα Εξάρχου, Η Λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας, βλ. ιστότοπο https://ilesxi.wordpress.com/2014/02/05.
4. Standing, G., (2011), The Precariat. The New Dangerous Class, Bloomsbury Academic, New York.
5. Saunders, J., “The debate in History over early careers”, Βλ. http://fightingcasualisation.org/2015/09/03/the-debate-in-history-over-early-careers/.
6. Oili-Helena Ylijoki (2015), “Conquered by Project Time? Conflicting temporalities in university research” στο Paul Gibbs, Oili-Helena Ylijoki, Carolina Guzmán-Valenzuela and Roland Barnett, (επιμ.), Univerisities in the Flux of Time. An exploration of time and temporality in university life, Routledge, New York, σ. 102.
7. A. Afonso, «Πώς η ακαδημαϊκή ζωή προσομοιάζει με συμμορίες ναρκωτικών», μτφρ. Λένα Εξάρχου, Η Λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας, βλ. ιστότοπο https://ilesxi.wordpress.com/2014/02/05.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png

ΧΡΟΝΟΣ 30 (10.2015)*

Δεν υπάρχουν σχόλια: