Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2012

ΛΑΜΠΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

 
Η εκκλησία του Χριστού στο μεσαιωνικό Κάστρο της Σκιάθου.
  Photo:http://www.panoramio.com/photo/82740303
**************  
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

ΔΙΗΓΗΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ

― Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾽ στὸ Κάστρο, τ᾽μ πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο· τ᾽ ἀκούσατε;
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ᾽ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δύο ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πίῃ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντοῦτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
― Τ᾽ ἀκούσαμε κ᾽ ἡμεῖς, παπά, ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος· ἔτσ᾽ εἴπανε.
― Τί, εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾽ ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!
― Μυαλὸ δὲν ἔχουν, αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ*, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. Τώρα οἱ ἀθρῶποι γινῆκαν ἀπόκοτοι.
― Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ᾽μπάνια μαζί τς; εἶπεν ἡ παπαδιά.
― Ποιὸς τοὺ ξέρ᾽; εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ.
― Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια*, ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀλλιῶς δὲ γένεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμᾶτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ᾽ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα.
― Τώρα Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν᾽ στὸ Στοιβωτὸ τάχα; εἶπε μετ᾽ οἴκτου ἡ παπαδιά.
― Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια; ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.
Ἦτον ἕως πενηνταπέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπόλιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κ᾽ ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.
― Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀπ᾽ τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅις Θανάσης ἔγιν᾽ ἕνα μὲ τὰ Καμπιά. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη.
Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τέσσαρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:
― Κι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;
― Ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ*. Ὅλο καὶ φρεσκάρει*. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσῃς ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾽ Ἀσπρόνησο!
― Ἀπὸ Σοφρὰν* τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ Σταβέτ*;
Ὁ ἱερεὺς ἐπρόφερεν οὕτω τοὺς ὅρους Sopra vento καὶ Sotto vento, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.
― Ἀπὸ Σταβέτ, παπὰ… μὰ εἶναι φόβος μήν τονε γυρίσῃ στὸ μαΐστρο.
― Μὰ… τότε πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε, εἶπεν ὡς ἐν συμπεράσματι ὁ ἱερεύς. Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο.
―Ἔ! παπά μ᾽, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμό τ᾽. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβά, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ᾽ ἐσένα.
Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστέναξεν, ὡς νὰ ᾤκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.
― Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω; ἐπανέλαβεν, ὡς διὰ ν᾽ ἀναπαύσῃ τὴν συνείδησίν του ὁ μαραγκός. Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμιὰ σπηλιά, τσακμάκι θά ᾽χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ᾽χε κ᾽ ἐμὲ ἡ Πανάγαινα ἀπόψε στὴν παραστιά μου τὴ φωτιὰ ποὺ θέν᾽ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μιὰ βδομάδα, πάντα* θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμώνας.
― Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήσῃ τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσι ποὺ ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμώνας, δὲν πήγαμε… Φέτος ποὺ εἶναι βαρὺς…
Καὶ διεκόπη, ὡς νὰ εἶπε πολλά. Ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς εἶχεν ἦθος ἀνθρώπου λέγοντος οἱονεὶ κατὰ δόσεις ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ. Ἐκ τῶν ὑστέρων θὰ φανῇ ὅτι εἶχε τὴν ἀπόφασίν του καὶ ὅτι ὅλα τὰ προοίμια ταῦτα ἦσαν μεμελετημένα.
― Καὶ γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του; εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα, καὶ εἶτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
―Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά!… Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο… Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλό, καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγείαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε… Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ᾽ ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια… Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο;… Ἔπειτα, πῶς θέλεις νὰ κάμῃ ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;
Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπᾶ. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:
― Ἀλήθεια, παπά μ᾽, δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμα αὐτοδά, θὰ πῶ, ν᾽ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ Χριστὸ ἀλειτούργητο, τὴν ἡμέρα τῆς Γέννας του… Γιὰ ταῦτο θὰ μᾶς χαλάσ᾽ κι οὑ Θεός!
― Κ᾽ εἴχαμε κάμει κ᾽ ἕνα τάξιμο πέρυσι τὸ Δωδεκάμερο, ἀλήθεια, παπαδιά; εἶπεν αἴφνης στραφεὶς πρὸς τὴν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.
Ἡ παπαδιὰ τὸν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει.
―Ὁποὺ ἦταν ἄρρωστος αὐτὸς ὁ Λαμπράκης, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεὺς δεικνύων τὸν δωδεκαετῆ υἱόν του. Θυμᾶσαι τὸ τάμα ποὺ κάμαμε;
Ἡ παπαδιὰ ἐσιώπα.
―Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νὰ πᾶμε, σὰ-μπροστά*, νὰ λειτουργήσουμε τὸ Χριστό, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του.
― Τὸ θυμοῦμαι, εἶπε σείουσα τὴν κεφαλὴν ἡ παπαδιά.
Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετὴς Σπύρος, ὃν αὐτὸς ἀπεκάλει εἰρωνικῶς καὶ θωπευτικῶς Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καὶ ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἔφεγγεν οἱονεὶ τὸ προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν᾽ ἀποθάνῃ πέρυσι τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τὸ πεντηκοστόν, καὶ τὸν εἶχε μόνον καὶ ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασίων, ὧν αἱ δύο πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καὶ μετὰ ὀκτὼ γέννας, ὧν αἱ δύο διδύμων, καὶ πέντε θανάτους, ἡ παπαδιὰ εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τὸ ἀγόρι της, νὰ ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νὰ λειτουργήσῃ τὸν Χριστόν.
Τὸ ἐνθυμεῖτο καὶ τὸ ἐσυλλογίζετο πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας τοῦ παπᾶ αὐτὸ μόνον ἐσκέπτετο. Ἀλλ᾽ ἔβλεπεν ὅτι ἐφέτος θὰ ἦτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος, καὶ ἐφρόνει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦτο συγγνώμων καὶ θὰ παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.
Ἐν τούτοις, γνωρίζουσα τὴν συνήθη τακτικὴν τοῦ παπᾶ, ὡς καὶ τὴν ἰσχυρογνωμοσύνην του, ἀπεφάσισεν ἐνδομύχως νὰ μὴ ἀντιλέξῃ. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄλλο τι ἡρωικώτερον καὶ εἰς πολλοὺς ἀπίστευτον· ὅπου ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ ὁ παπάς, νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ μαζί του.
Ἦτο γυνὴ δειλοτάτη, ἀλλὰ μόνον ἐνόσῳ εὑρίσκετο μακρὰν τοῦ παπᾶ. Ὅταν ἦτο πλησίον τοῦ παπᾶ της, ἐλάμβανε θάρρος, ἡ καρδία της ἐζεσταίνετο, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τοὺς κινδύνους. Ἐὰν τυχὸν ἀνεχώρει ὁ παπάς, χωρὶς αὐτῆς, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κάστρον, ἡ καρδούλα της θὰ ἔτρεμεν ὡς τὸ πουλάκι τὸ κυνηγημένον. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὴν ἔπαιρνε μαζί του, θὰ ἦτο ἡσυχωτάτη.
Ἡ μεγάλη κόρη, ἡ εἰκοσαέτις τὸ Μυγδαλιώ, ἐνόησεν ἀμέσως τὰ τρέχοντα, καὶ ἤρχισε, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς μητρός της καθημένη, πλησίον τῆς ἑστίας, νὰ ὀλολύζῃ ταπεινῇ τῇ φωνῆ εἰς τὸ οὖς τῆς μητρός της:
― Ποῦ θὰ πᾶτε, θὰ πῶ*; Παλαβώσατε, θὰ πῶ;… Μὲ τέτοιον καιρό!… Νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο! Ὤχ! καημένη… Τί νὰ γίνω;
Ἡ νεωτέρα κόρη, ἡ δεκαεξαέτις τὸ Βασώ, ἀρχίσασα καὶ αὐτὴ νὰ ἐννοῇ ὑπεψιθύρισε:
― Τί λέει;… Θὰ πᾶνε στὸ Κάστρο;… Κι ἄρχισες τὰ κλάματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θὰ μὲ πάρουν κ᾽ ἐμὲ μαζί… Θὰ μὲ πάρετε, μᾶ*;
― Σούτ! Λ᾽φάξτε! εἶπεν αὐστηρῶς ἡ παπαδιά.
― Τί τρέχει; εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀκούσασα τοὺς ψιθυρισμοὺς ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας.
― Τίποτε, Μαλαμώ, εἶπε μὲ αὐστηρὸν βλέμμα ὁ παπάς· ἡσύχασε. Πανάγο, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὸν γείτονα τὸν μαραγκόν, εὑρὼν εὔσχημον τρόπον νὰ τὸν ἀποπέμψῃ, δὲν πᾷς, νά ᾽χῃς τὴν εὐχή, νὰ πῇς τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ τοῦ Μπέρκα νὰ ᾽ρθῇ ἀπὸ δῶ, τόνε θέλω νὰ τ᾽ πῶ;…
Ὁ Πανάγος ὁ μαραγκὸς ἠγέρθη ὑψηλός, μεγαλόσωμος, ὀλίγον κυρτός, τινάξας τὰ σκέλη του.
― Πηγαίνω, παπά, εἶπε. Θέλω κ᾽ ἐγὼ νὰ πάω νὰ ἰδῶ μὴ μὄχῃ τίποτα ἡ Πανάγαινα γιὰ νὰ φᾶμ᾽ ἀπόψε.
― Πήγαινε νὰ τοῦ πῇς πρῶτα κ᾽ ὕστερα γυρίζεις καὶ τρῶτε.
―Ἡ εὐχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά.
Κ᾽ ἐξῆλθε.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο=>Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο (1892)

Δεν υπάρχουν σχόλια: