Photo:efimerida-sporades.blogspot.gr
******************************
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΤΑ ΣΥΧΑΡΙΚΙΑ
ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ
Τρεῖς χαρὲς εἶχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τοῦ Κασσανδριανοῦ, χήρα τοῦ μακαρίτου ὁμωνύμου πλοιάρχου, ἀποθανόντος πρό τινων ἐτῶν πτωχοῦ μετὰ πολλὰς ἐπιχειρήσεις. Ἡ πρώτη ἦτο ὅτι εἶχε ἀρραβωνίσει πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν κόρην της, τὴν Μυρσούδα, μὲ καλὸν γαμβρόν, τὸν Βασίλην τὸν Μπόνον. Ἡ δευτέρα ἦτο ὅτι, σήμερον πρωτοχρονιάν, ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός του ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός της. Ἡ τρίτη ἦτο ὅτι ἔμελλον νὰ τελεσθῶσι τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τὰ «ἐμβατίκια»* τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν της.Ἡ ἰδέα τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἦτον νὰ εἶχον τελεσθῆ τὰ «μβατίκια» ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὴν νύκτα τοῦ παλαιοῦ χρόνου πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ νέου, ὅπως θὰ ἦτο πρέπον. Ἀλλὰ τὰ συμπεθερικὰ ἐπέμειναν ν᾽ ἀναβληθῶσι τὰ μβατίκια διὰ τὴν νύκτα τῆς ἑορτῆς πρὸς τὴν 2 Ἰανουαρίου. Οἱ λογαριασμοί, βλέπετε, τῶν συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ δὲν συμφωνοῦν καθ᾽ ὅλα τὰ μέρη πάντοτε μὲ τοὺς λογαριασμοὺς τῆς μητρὸς τῆς νύμφης. Ὁ λογαριασμὸς τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἔλεγεν ὅτι, ἂν ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ γαμβρὸς θὰ ἦτο, κατὰ τὸ ἔθος, ἐλεύθερος νὰ ἐπισκέπτηται δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας τὴν ἀρραβωνιστικήν του εἰς τὴν οἰκίαν της (ἠμποροῦσε, μάλιστα, ἂν ἦτον ἀδιάκριτος, καὶ νὰ τὸ στρώσῃ «κόττα πίττα» εἰς τὸ σπίτι τῆς νύμφης), ἡ μήτηρ τῆς νύμφης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ κάμποσα γλυκύσματα καὶ δῶρα, τὰ ὁποῖα ἦτον ὑπόχρεως νὰ κουβαλήσῃ εἰς τὰς οἰκίας τῶν συμπεθερικῶν. Ἐν πρώτοις, αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ γαμβροῦ θὰ ἤγετο εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Δὲν θὰ ἦτο τότε ἡ κυρα-Γαλάτσαινα ὑποχρεωμένη νὰ κουβαλήσῃ ὁλόκληρον μέγα σινίον μπακλαβᾶ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς συμπεθέρας της, ἄλλα μεγάλα ταψία ἀπὸ ζαχαροχαμαλιὰ* καὶ ἄλλα τραγήματα εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν θείων τοῦ γαμβροῦ, καὶ συγχρόνως νὰ κερνᾷ αὐτὴ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὴν οἰκίαν της, διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματος, καὶ πάλιν τὴν ἑσπέραν νὰ ἔχῃ ἄλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια καὶ ἀκροσφαλῆ, εἰς τὴν οἰκίαν της, ὅπου θὰ ἐτελοῦντο τὰ μβατίκια.
Ἀλλ᾽ ὁ λογαριασμὸς τῶν συμπεθερικῶν ἔλεγεν ὅτι δὲν ἦτον πρέπον νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν μητέρα του ὁ γαμβρός, νὰ ἑορτάσῃ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς του, πρὶν στεφανωθῇ ἀκόμη, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Τοῦ χρόνου, ὅτε θὰ ἐστεφανώνετο, ἂς ἑορτάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης, τὴν ὁποίαν θὰ ἔπαιρνεν αὕτη προῖκα, μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της. Ἀλλ᾽ ἐφέτος διὰ τελευταίαν φοράν, ἂς μείνῃ ἀκόμη πλησίον τῆς μητρός του. Θὰ ἦτο σκάνδαλον νὰ ἔφευγε.
Τὰ χαμαλιὰ* «τὰ κρυφὰ» τὰ εἶχαν φάγει ἤδη οἱ συμπέθεροι ὅλοι ― ὅσον τοὺς ἐπέτρεψε νὰ φάγουν ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός. Διότι αὐτὸς ὁ γαμβρός, ὁ Βασίλης ὁ Μπόνος, ἅμα εἶδε τὸ ὡραῖον γανωμένον καὶ στίλβον σινίον γεμᾶτον ἀπὸ εὐώδη καὶ προκλητικά, λευκὰ καὶ ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν ζώνην τὸν λάζον του, μακρὰν μάχαιραν τὴν ὁποίαν ἔφερε πάντοτε εἰς τὴν μέσην, καὶ καρφώσας διὰ μιᾶς τέσσαρα ἢ πέντε χαμαλιά, ἤρχισε νὰ τὰ καταβροχθίζῃ, κόπτων αὐτὰ μὲ τοὺς προσθίους ὀδόντας, ἁλωνίζων μὲ τὴν γλῶσσαν, καὶ παραπέμπων ἀμέσως εἰς τὸν οὐρανίσκον, χωρὶς νὰ τὰ μασᾷ μὲ τοὺς τραπεζίτας του.
Αἱ ἀδελφαί του καὶ οἱ γαμβροί του τὸν ἐπέπληξαν δι᾽ αὐτό, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἐνόει τὰς παρατηρήσεις των. Αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ γαμβρός; Δική του δὲν ἦτον ἡ νύμφη; Δικά του καὶ τὰ προικιά. Δικά του καὶ τὰ χαμαλιά, καὶ ὅλοι οἱ μπακλαβάδες καὶ ὅλα. Τὰ χαμαλιὰ μάλιστα τοιαύτην εἶχον συμβολικὴν ἔννοιαν. Διατί τὰ ἔλεγαν χαμαλιά; Ἐσήμαιναν τὰ ἄλλα χαϊμαλιά, τὰ περίαπτα. Ἦσαν φυλαχτικά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἔστελνεν ἡ πενθερά του, διὰ νὰ μὴν τὸν ἰδῇ κακὸ μάτι, μὴν τύχῃ καὶ τὸν ἀβασκάνῃ κανείς.
Ἀλλὰ τὰ κρυφὰ χαμαλιὰ δὲν θὰ ἤρκουν, καὶ ἂν ἐπέτρεπεν ὁ γαμβρὸς νὰ τὰ φάγωσιν ὅλα οἱ συγγενεῖς. Τώρα, μὲ τὰ μβατίκια, ἦτον καιρὸς διὰ τὰ ἄλλα δῶρα τὰ ἐπίσημα. Καὶ τὰ συμπεθερικὰ δὲν θὰ ἐταιριάζοντο ποτέ, ἐὰν ἡ συμπεθέρα ἤθελε νὰ τοὺς τὸ «πάῃ καπότο»*, οἰκονομοῦσα μὲ τρόπον νὰ ἐγίνοντο τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ ὅτι δὲν θὰ ἐκουβαλοῦσε νέα πράγματα εἰς τὰς πέντε ἢ ἓξ οἰκίας τῶν στενωτέρων συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ της, τοῦ Βασίλη.
Ἄλλως, τὰ φανερά, τὰ ἐπίσημα, ἐπήγαιναν μαζὶ μὲ τὰ μβατίκια, τὰ ὁποῖα ἦσαν, αὐτὸ τοῦτο, φανέρωσις καὶ ἐπισημοποίησις τοῦ ἀρραβῶνος, καὶ τὰ κρυφὰ οὐδὲν ἄλλο ἦσαν, εἰμὴ ἀναγκαῖον ἐφόδιον καὶ συμπλήρωμα τῆς τελετῆς τοῦ ἀρραβῶνος, τῆς νυκτὸς ἐκείνης, καθ᾽ ἣν εἶχε κατορθωθῆ τέλος, μετὰ πολλὰ βάσανα, «νὰ δέσουν πανδρειές»*.
*
* *
Ὤ! αὐτὲς οἱ πανδρειές! Πόσα φαρμάκια τὴν εἶχαν ποτίσει τὴν
κυρα-Γαλάτσαινα, καὶ πῶς τῆς εἶχαν «ψήσει τὸ ψάρι στὰ χείλη». Κατόπιν
ἀπὸ τὴν πρώτην προξενιάν, μετὰ πολλὰ λόγια καὶ «μαναφούκια»* καὶ
σκάνδαλα, ὕστερον ἀπὸ πολλὰ ψὶ-ψὶ καὶ πολλὲς ἀβανιὲς καὶ κατηγορίες,
ἀφοῦ ραδιοῦργα γύναια ἔβαζαν στὰ λόγια τὸν γαμβρὸν καὶ τὲς συμπεθέρες
καὶ ἔψαλλαν πολλὰ ἀνάποδα ἐγκώμια ἐναντίον τῆς πενθερᾶς καὶ τῆς νύμφης,
κατωρθώθη τέλος νὰ ὁρισθῇ ἡ ἑσπέρα τοῦ Σαββάτου, τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν
Χριστουγέννων, διὰ νὰ «δέσουν πανδρειές». Ἡ κυρα-Γαλάτσαινα ἐφύλαττεν
ἄκραν μυστικότητα, ἀλλ᾽ ὅλη ἡ γειτονιὰ τὸ ἤξευρε, σχεδὸν σίγουρα. Εἰς
τοὺς μαχαλάδες, καταλάβατε, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, ἡ μία γειτόνισσα
εἶναι κατάσκοπος τῆς ἄλλης γειτόνισσας. Οἱ τοῖχοι ἀκροῶνται, τὰ παράθυρα
βλέπουν, αἱ θύραι μυρίζονται, οἱ «πετεινοὶ» τῶν καπνοδόχων σείουν τὰς
λοφιὰς μὲ τοιοῦτον τρόπον ὡς νὰ κατανεύουν τάχα ὅτι ἐνόησαν.* *
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Σαββάτου, ἤναψεν ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τὸ μέγα ὀκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ εἶχε καράβι ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της. Εἶχον συνέλθει εἰς τὴν οἰκίαν της ὁ ἀδελφός της ὁ γερο-Λάζος, καὶ ἡ κυρα-Λάζαινα ἡ νύμφη της, καὶ ἡ Μπόζαινα ἡ ἀδελφή της, καὶ ὁ Μπόζας ὁ γαμβρός της. Οἱ τέσσαρες, καὶ αὐτή, ὅλοι πέντε, ἔκαμαν τρεῖς σταυρούς, κ᾽ ἐξεκίνησαν εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτός.
Ἐὰν δὲν ἦσαν πέντε θὰ ἦσαν τρεῖς ἢ ἑπτὰ ἢ ἐννέα. Μονὸς ἀριθμὸς πρέπει νὰ εἶναι οἱ συγγενεῖς τῆς νύμφης, ὅσοι θὰ ὑπάγουν ν᾽ ἀνταλλάξουν ἀρραβῶνα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γαμβροῦ, ὄχι ποτὲ ζυγὸς ἀριθμός. Ἀγνοῶ τὸν λόγον, καὶ πολλοὶ τὸν ἀγνοοῦσι, κατὰ τὸν στίχον τοῦ ἀειμνήστου Παπαρρηγοπούλου.
Ἔκαμνε ψῦχος καὶ ἦτο ἐλαφρὰ χιονιά. Ἐπροπορεύετο ὁ Μπόζας κρατῶν τὸ φανάρι, δευτέρα ἤρχετο ἡ κυρα-Γαλάτσαινα φέρουσα τὸν δίσκον μὲ τὰ γλυκά, πέντε κοῦπες τὸ ὅλον, ἀπὸ κυδώνιον καὶ μύγδαλον καὶ μαστίχαν. Τρίτος ἤρχετο ὁ γερο-Λάζος, κατόπιν ἡ Λαζίτσα ἡ σύζυγός του, καὶ τελευταία ἡ Μπόζαινα.
Ἦτο δεκάτη ὥρα, καὶ ἦτο ἐλπὶς ὅτι εἶχον ἀποκοιμηθῆ ὅλοι οἱ γείτονες. Ἀλλὰ μόλις κατέβησαν εἰς τὸ σοκάκι, καὶ πάραυτα ἠκούσθη ἐλαφρὸς τριγμὸς παραθύρου ὑπανοιγομένου. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μαριὼ ἡ Μπαλωματοὺ ὑπώπτευε δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας ὅτι ἔμελλε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ γίνῃ ὁ ἀρραβὼν τῆς Μυρσούδας τῆς κυρα-Γαλάτσαινας. Αἱ ὑποψίαι της ἐκρατύνθησαν πολὺ ὅταν, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἤκουσε καὶ ᾐσθάνθη τὸν γερο-Λάζον μὲ τὴν συμβίαν του, καὶ τὸν Μπόζαν μὲ τὴν φαμίλιαν* του, ἀνερχομένους εἰς τὴν οἰκίαν τῆς χήρας τοῦ Κασσανδριανοῦ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βεβαιωθῇ, δὲν ἐπλάγιασε, μόνον ἔμεινεν ἕως τὰς δέκα παραμονεύουσα, ἑωσοῦ εἶδε τὰ πέντε ἄτομα μὲ τὸ φανάρι ἐξερχόμενα εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομήν. Τότε δὲν τῆς ἔμεινε πλέον ἀμφιβολία, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν, ἐνῷ ὁ γαμβρὸς θὰ ἐτραγάνιζε, καρφώνων μὲ τὴν μακρὰν μάχαιράν του, τὰ κρυφὰ τὰ χαμαλιά, αὐτὴ θὰ διηγεῖτο τὸ πρᾶγμα εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν. [...........]
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ=>Τὰ Συχαρίκια (1894)
ΠΗΓΗ:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 29-38
2 σχόλια:
Καλη Χρονια!!!!
Τασούλα, ευχαριστώ για την ανυπόκριτη Ευχή σου.
Σου εύχομαι, απ΄την πλευρά μου, τα καλύτερα με πρωταρχική την Υγεία σου!
Δημοσίευση σχολίου