ΤΟ ΣΠΑΘΙ
Σερνόμουν βαθιά στη γη σε κάτι μαυρομουχλιασμένα λα-
γούμια. Το σπαθί αυλάκωσε τα σκοτάδια και προχωρούσε κατά
πάνω μου απειλητικά. Έκλεισα τα μάτια κι είπα μια μικρή προσ-
ευχή, όλη όλη δυο λόγια. Πού περίσσευε τόπος να κάνω το
σταυρό μου, έτσι που ήμουν σφηνωμένος σαν την ψίχα μέσα
στο ξύλο του κλώνου.
Περάσανε λίγες στιγμές θανάσιμης αγωνίας' το λαγούμι αντη-
χούσε ως πέρας τους χτύπους της καρδιάς μου. Δειλά δειλά
ξανάνοιξα τα βλεφαρα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου. Μια στραφτερή δέσμη
φως, ολόιδια με το σπαθί που είδα, χυνόταν από την τρύπα
στο βάθος. Γύρω στο άνοιγμα θροΐζανε λουλούδια.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω βγάζοντας άναρθρες κραυγές
όπως τ΄αγρίμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου