Να ΄τος!
την ίδια ώρα πάντα,
ένας υγρός πελώριος ίσκιος
σύρριζα στους τοίχους,
ο άνεργος περνά.
Δεν έχει πρόσωπο
του το ΄φαγε η αρμύρα,
τα ρούχα του τα ξέσκισαν οι γύπες
τα πόδια του
λιώσαν τα σιδερένια.
Μόνο δυο χέρια,
δυο μακριά, πελώρια χέρια ακατόρθωτα
που όσο πάνε μεγαλώνουν
ψυχρά ωσάν του φεγγαριού
όταν τα τελευταία χιόνια ανασκαλεύει.
Δεν τον γνωρίζει πια κανείς,
σκοντάφτει στα δυο μακριά χέρια του,
πέφτει
κι ωστόσο όρθιος βρίσκεται πάλι.
Στο πάρκο δεν τον θέλουν τα πουλιά,
δεν τον ζυγώνουν τα λουλούδια,
φοβούνται τα τεράστια χέρια του,
δυο φίδια που δαγκώνουν τις ουρές τους.
Παιδεύεται,
πώς θα ΄θελε να ΄δενε τα χέρια του θηλειά
να τα περάσει γύρω στο λαιμό,
να αιωρείται αιώνια
πάνω απ΄τα εφήμερα
εξαίσια έργα των ανθρώπων.
Βασίλης Λιάσκας (1913-1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου