Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ : Π. Μάρκαρη : " Παλιά, πολύ παλιά"

Ουδέποτε κρύψαμε ότι είμαστε λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ουδέποτε επίσης κρύψαμε τη συμπάθειά μας για τον Πέτρο Μάρκαρη.
Πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος αυτός συνιστά μιαν ιδιαίτερη περίπτωση
διανοουμένου, που καταφέρνει να διατηρεί ακέραιη την ιδεολογική του
ταυτότητα χωρίς να την εμπλέκει χυδαία στο λογοτεχνικό του έργο , με τον
γνωστό δηλαδή κηρυγματικό τρόπο που παλαιότερα
χρησιμοποιούσαν οι "στρατευμένοι" λογοτέχνες.
Αν η Ιταλία έχει τον Καμιλέρι της και το Μεξικό τόν Τάιμπο ΙΙ της,
η Ελλάδα έχει να επιδείξει τον Μάρκαρη, που σεμνά και ταπεινά διακονεί
ένα είδος λογοτεχνίας, στο οποίο οι σοβαροί εκπρόσωποί του στη χώρα μας
μετριούνται στα δάχτυλα της μίας χειρός.
Γιατί μ' αρέσει ο πασίγνωστος πλέον μυθιστορηματικός του ήρωας,
αστυνόμος Κώστας Χαρίτος;
Μ' αρέσει επειδή δε διαθέτει τίποτε το ηρωικό,
επειδή έχει πάθος με τα λεξικά,
επειδή εκτελεί ευσυνείδητα το καθήκον του
πέρα από ωράρια και συνδικαλιστικές νόρμες,
επειδή είναι απλός μέχρι μονοτονίας στην προσωπική του ζωή ,
επειδή διαθέτει την αίσθηση του χιούμορ σε υψηλό βαθμό, χωρίς να εκτρέπεται
σε εξυπνακίστικους αφορισμούς,
επειδή είναι σκεπτόμενο άτομο
με μια βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων αδυναμιών,
έστω κι αν αυτές μεταφράζονται σε απεχθείς πράξεις.
Μ' αρέσει , τελικά, ο Κώστας Χαρίτος , γιατί είναι ο ιδανικός
μπάτσος, έτσι όπως κάθε Έλληνας θα ήθελε τους δικούς του αστυνομικούς,
αποτελεσματικούς δηλαδή και ανθρώπινους συνάμα.
Στο "Παλια, πολύ παλιά" ο Μάρκαρης μάς "ξεναγεί" στη γενέθλια Πόλη του,
την Κωνσταντινούπολη, και μας βυθίζει στη νεότερη ιστορία της,
ιδιαίτερα τραγική για τους 230.000 Έλληνες, που ξεκληρίστηκαν μεθοδικά
από τους Τούρκους από το 1942 και πέρα.
Με πρόσχημα μια σειρά φόνων από την
υπερήλικα και ετοιμοθάνατη Πολίτισσα Μαρία Χάμπου, που μοιράζει
δηλητηριασμένες πίτες σε όσους την έβλαψαν στο παρελθόν
ή εκμεταλλεύτηκαν αθώους ανθρώπους και επωφελήθηκαν από
την καταστροφή τους, ο Μάρκαρης " συνομιλεί" με την Ιστορία .
Σκαλίζοντας το παρελθόν των δηλητηριασμένων ανθρώπων,
αποκαλύπτει τις τραγικές στιγμές που έζησαν οι Κωνσταντινουπολίτες
από τις διώξεις των Τούρκων αλλά και τα ποταπά κίνητρα
των Ελλήνων της Πόλης που πλούτισαν από το πογκρόμ των Τούρκων.
Παράλληλα, δε χάνει την ευκαιρία για να ζωγραφίσει
με τρυφερότητα έναν κόσμο που χάθηκε για πάντα:
τη ζωή της ανθούσας έως το 1955 Ελληνικής μειονότητας ,
η οποία σήμερα δεν ξεπερνά τις 2.500 ψυχές.
Παιδί αυτής της κοινότητας υπήρξε και ο Μάρκαρης.
Η τρυφερότητα όμως αυτή ουδέποτε επικαλύπτει
μέσα στο μυθιστόρημά του την κρίση του.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να παραμείνει νηφάλιος έως το τέλος,
χωρίς να αφήνει τα προσωπικά του αισθήματα να πνίξουν την αλήθεια.
Κλείσαμε το βιβλίο του με τη βεβαιότητα ότι διαβάσαμε
το καλύτερο από τα αστυνομικά μυθιστορήματα που έχει γράψει.
Γεροντάκος
****
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

Ασκήσεις επί χάρτου

(ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ)



Από πολλά χρόνια, ήδη από την εποχή που είχε κυκλοφορήσει το δεύτερο μυθιστόρημά μου, η «Αμυνα Ζώνης», με απασχολούσε η ιδέα να γράψω ένα μυθιστόρημα με επίκεντρο την Πόλη. Ισως το «με απασχολούσε η ιδέα» να είναι υπερβολικό και το «είχα την επιθυμία» να βρίσκεται πιο κοντά στις τότε διαθέσεις μου. Οπως και να 'ναι, πιο καθοριστική από την ιδέα ή την επιθυμία ήταν για μένα η απώθηση τους.

Αυτό ακούγεται περίπλοκο, αλλά δεν είναι. Κάθε επίσκεψη μου στην Πόλη είναι συνδεδεμένη με ατελείωτες περιπλανήσεις, συνήθως σε περιοχές, δρόμους και συνοικίες που τις έχω περπατήσει άπειρες φορές από την παιδική μου ηλικία. Αυτή η εμμονή σε εξερευνητικές επιστροφές ήταν ευθέως ανάλογη με την πρόθεσή μου να γράψω ένα μυθιστόρημα με χώρο δράσης την Πόλη. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιστροφές αυτές ζωντάνευαν μνήμες και προξενούσαν συγκινησιακές και συναισθηματικές εξάρσεις, που με τρόμαζαν και με ανάγκαζαν σε υποχώρηση. Αντιθέτως, όταν έμενα πολύν καιρό μακριά από την Πόλη, η διάθεσή μου να γράψω το μυθιστόρημα γινόταν πιο έντονη.

Με άλλα λόγια, κάθε απόπειρά μου να πλησιάσω στον χώρο όπου ήθελα να τοποθετήσω το μυθιστόρημα με απομάκρυνε απ' αυτό, ενώ, αντιθέτως, η απομάκρυνσή μου από τον επιθυμητό χώρο δράσης με έφερνε πιο κοντά στο μυθιστόρημα.

Να αποτολμήσω μια δεύτερη εξήγηση. Για τον άνθρωπο είναι καλό να θυμάται. Ακόμα και οι πικρές μνήμες κερδίζουν με τον καιρό την ανοχή, ή έστω την ανακούφιση, επειδή ανήκουν στο παρελθόν. Αντιθέτως, για τον συγγραφέα δεν είναι πάντα καλό να θυμάται. Η φόρτιση που ενεργοποιεί η μνήμη λειτουργεί ανασταλτικά για τον ίδιο κι εμποδίζει τις μεταβάσεις: τη μετάβαση από το πραγματικό στο πλασματικό, από το γεγονός στη μυθοπλαστική του εκδοχή, από τα πρόσωπα στους χαρακτήρες.

Τη συναισθηματική αποφόρτιση της μνήμης την πέτυχα με δύο ασκήσεις που είχαν σκοπό να «ξορκίσουν τον Σατανά». Η πρώτη με βοήθησε να ξεπεράσω την «τραυματική» σχέση μου με την Πόλη, και δημοσιεύτηκε στον τόμο «Ελληνικά Εγκλήματα», που κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Είναι το διήγημα «Τριημερία» και έχει, εκ πρώτης όψεως, ως θέμα του τα Σεπτεμβριανά. Η άσκηση όμως επεκτείνεται πέρα από την επώδυνη μνήμη της νεανικής μου ηλικίας και προσπαθεί να περιγράψει μέσα σε λίγες σελίδες τις σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή από την εποχή της Αντάντ έως τα Σεπτεμβριανά.

Η δεύτερη άσκηση ήταν πάλι ένα διήγημα, βασισμένο σε αυτό που θα ονομάζαμε «σύνδρομο του Οδυσσέα». Ενα γεροντοπαλίκαρο, που είχε εγκαταλείψει το 1965 μαζί με την οικογένεια του την Πόλη, ζει με το όνειρο της επιστροφής. Εχει προπληρώσει μια θέση στο γηροκομείο του Μπαλουκλή, για να πεθάνει και να θαφτεί στην Πόλη.

Και οι δύο ασκήσεις κατέληξαν στην ίδια διαπίστωση: ότι η μετάβαση από τα πραγματικά γεγονότα στη μυθοπλασία ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και για μένα που αντλώ κατά κανόνα τις ιστορίες μου από την τρέχουσα πραγματικότητα ή την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Η ανάμνηση των πραγματικών γεγονότων ήταν τόσο ζωντανή, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, ώστε είχα την αίσθηση ότι η μυθοπλασία ήταν πολύ κατώτερη από την πραγματικότητα, ότι ωχριούσε μπροστά στα πραγματικά γεγονότα, και ότι ήταν εν τέλει ασήμαντη.

Ακόμα μεγαλύτερες ήταν, ωστόσο, οι δυσκολίες κατά τη μετάβαση από τα πραγματικά πρόσωπα στους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες. Τα πρόσωπα που ανακαλεί κανείς από το παρελθόν: τους συγγενείς, τους φίλους, τους παλιούς έρωτες ή τα παλιά μίση, έχουν μια τόσο έντονη παρουσία, που ποδηγετούν τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, τους μεταδίδουν τα δικά τους χαρακτηριστικά, τους επιβάλλουν τις δικές τους ιδιότητες και τελικά τους αλλοιώνουν.

Δεν υπάρχουν ούτε σίγουρες ούτε γενικές λύσεις. Ο κάθε συγγραφέας διαλέγει αυτήν που του πάει. Εγώ διάλεξα τα πραγματικά πρόσωπα, στα οποία πρόσθεσα στοιχεία μυθοπλασίας. Μάλιστα, το κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα που σημάδεψε την παιδική και νεανική μου ηλικία. Είναι η γυναίκα που μας μεγάλωσε, κυρίως την αδελφή μου. Κράτησα ορισμένα στοιχεία από τη βιογραφία της, ενώ συγχρόνως πρόσθεσα στοιχεία μυθοπλασίας. Κάποια παραδείγματα, για να γίνω πιο σαφής: η γυναίκα αυτή δεν καταγόταν από τον Πόντο, ούτε είχε αδελφό. Από την άλλη, είχε μια πολύ κακή σχέση με τις εξαδέλφες της, και η σχέση με τον σύζυγο της ήταν ακριβώς αυτή που περιγράφω στο μυθιστόρημα.

Ισως η επεξεργασία αυτού του συγκεκριμένου προσώπου να με βοήθησε να βρω την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ εγγύτητας και απόστασης: το γεγονός ότι όταν έγραφα μεταφερόμουν συνεχώς από το οικείο πρόσωπο της μνήμης στον προς ανακάλυψη ξένο χαρακτήρα της μυθοπλασίας.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ- ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/09/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Έβδομη Ήπειρος (Der siebente Kontinent): η αποδόμηση μιας οικογένειας ως συμβολική προειδοποίηση του επερχόμενου τέλους της ανθρωπότητας

  Έβδομη Ήπειρος (Der siebente Kontinent)   Σκηνοθέτης: Michael Haneke Μίχαελ Χάνεκε(1942) Σενάριο: Michael Haneke, Johanna Teicht Ηθοποιο...