ΕΝΥΠΝΙΟ
Το φως της σελήνης μπαίνει από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα .Το ξύλινο πάτωμα στίλβει κατά τόπους . Ένα δροσερό αεράκι ανεμίζει ελαφρά τις δαντελένιες κουρτίνες που κρέμονται από τα μεγάλα παράθυρα . Ίσως η αίθουσα χορού κάποιου παλατιού . Δεν υπάρχουν έπιπλα , μόνο καρέκλες τοποθετημένες ολόγυρα στους τοίχους. Στο κέντρο της αίθουσας ένα ακαθόριστο αντικείμενο, κάτω ακριβώς από έναν σβηστό πολυέλαιο. Πλησιάζω με τα χέρια προτεταμένα. Στέκομαι μπροστά του και τον ψηλαφίζω. Έχω την εντύπωση ότι πιάνω κάτι ζωικό. Αίφνης μία δέσμη φωτός λούζει το αντικείμενο που ψηλαφώ. Οπισθοχωρώ έκπληκτος. Εν πρώτοις βρίσκομαι μπροστά σε κάτι που μοιάζει μεποδήλατο . Παρατηρώ καλύτερα και φρίττω. Ένα… σώμα που έχει πάρει το σχήμα του ποδηλάτου ! Ο κορμός, αφύσικα επιμήκης, σε οριζόντια στάση. Τα πόδια και τα χέρια πατάνε αντεστραμμένα στο πάτωμα. Μέσα από τα ορθάνοιχτα σκέλια προβάλλει η πισινή ρόδα του ποδηλάτου, αλλά , άλλη φρίκη, στη θέση των ακτίνων μία πλάκα από ένα πελώριο μισολιωμένο ρολόι, σαν αυτά του Νταλί! Η ώρα δείχνει 12.06΄. Από την άκρη του λεπτοδείκτη στάζει πηχτό αίμα.. Κοιτάζω το μπροστινό μέρος και συγκλονίζομαι περισσότερο. Ανάμεσα στα αντεστραμμένα χέρια ένα αντίστοιχο ρολόι χρησιμεύει ως μπροστινός τροχός και από πάνω του , στη θέση του φαναριού, ξεπροβάλλει ένα ανθρώπινο κεφάλι. «Θεέ μου , αυτός είμαι εγώ !», αναφωνώ με αποτροπιασμό. «Μα τι , στο διάβολο, συμβαίνει εδώ πέρα; Πρέπει να φωνάξω τον Hausmeister …», κραυγάζω . Κάνω να φύγω αλλά δεν μπορώ . Τα πόδια δεν υπακούνε. Τότε ως διά μαγείας σβήνει το φως. Ο βαθύς ήχος ενός βιολοντσέλου πλημμυρίζει το χώρο. Μια ανατριχίλα κυριεύει βαθμιαία το κορμί μου και οι φωσφορίζοντες λεπτοδείκτες αρχίζουν να περιστρέφονται αργά . Στη θέση της σέλας διακρίνω ένα παλώριο φερμουάρ , από το άνοιγμα του οποίου αρχίζει να προβάλλει ένας φαλλός . Βγάζω το καπέλο μου για να σκεπάσω το επαίσχυντο όργανο, αλλά ακούω μια γυναικεία φωνή να με προτρέπει . «Άφησέ το , αγάπη μου, να ανθίσει!». Μια αγγελική μορφή περνάει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κατευθύνεται προς το ποδήλατο-κορμί μου. Σηκώνει το αριστερό πόδι , κάθεται απαλά επάνω του και πατάει τα πεντάλ . Οι τροχοί-ρολόγια τώρα κινούνται γύρω από τον άξονά τους, χωρίς όμως το ποδήλατο να προχωρεί. Σκύβω και προσπαθώ να δω το πρόσωπό της . «Μη μου το κάνεις αυτό , αγάπη μου! Άφησέ με στην ησυχία μου!” , αγκομαχεί . Απλώνει το χέρι της και μου δείχνει προς τη γωνία της σάλας . Παγώνω από τον τρόμο . Βλέπω την Αρετή λουσμένη από μια δέσμη φωτός. Κάθεται οκλαδόν σε στάση διαλογισμού . Είναι γυμνή . Χαμογελάει αινιγματικά.Δεν αντιδρά. Τη βρίζω , τη φτύνω, αλλά δεν αντιδρά. Πνίγομαι . Έξαλλος ορμώ προς την ανοιχτή πόρτα. Βγαίνω στο μπαλκόνι , που βλέπει σ’ ένα μεγάλο κήπο. Πατώ στο στηθαίο και απογειώνομαι Πετώ τώρα στον αέρα . Κάτω ο κήπος και δίπλα του λαμπυρίζουν τα ασημένια νερά ενός φιδίσιου ποταμού . Προσγειώνομαι ανάλαφρα στην όχθη του και χώνομαι στο παρακείμενο δάσος. Παραμερίζω τα πυκνά κλαδιά . Προχωρώ με δυσκολία . Φτάνω σ’ ένα ξέφωτο και βλέπω, λουσμένο στο φως της σελήνης, το αυτοκίνητό μου. Κάθομαι στο τιμόνι και γυρίζω το κλειδί. Η μίζα όμως δεν αντιδρά. Ανησυχώ. Ακούω το θόρυβο μοτοσικλέτας που πλησιάζει . Με πιάνει τρόμος και στρίβω με όση δύναμη διαθέτω το κλειδί της μίζας. Το αυτοκίνητο ευτυχώς παίρνει μπρος και χυμάει μπροστά σαν βολίδα . Βγαίνω από το δάσος κάνοντας εκπληκτικά ζιγκ - ζαγκ ανάμεσα στα δέντρα . Τώρα τρέχω στην εξοχή με κατεύθυνση τα βουνά . Ανηφορίζω σε στενούς δρόμους με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τοπίο αλπικό, όλο βουνά χιονισμένα και γκρεμοί . Τα λάστιχα περνούν ξυστά από το κράσπεδο του δρόμου, πέτρες κατρακυλούν στα χάη. Πατώ συνεχώς την κόρνα, αλλά ο ήχος που βγάζει μοιάζει με κουδούνισμα ποδηλάτου. Βλέπω μια επιγραφή : Ευτυχισμένοι όσοι ήρθατε στον Παράδεισο! Μπροστά μου προβάλλει ο χιονισμένος αυχένας ενός βουνού, που ολοένα και πλησιάζει. Πατώ αποφασιστικά το γκάζι. Το αυτοκίνητο απογειώνεται σαν αεροπλάνο , περνά πάνω από την κορυφή, προσγειώνεται σε ένα δρόμο που τον γνωρίζω πολύ καλά. Δεν έχω κάνει λάθος. Βρίσκομαι σε ελληνικό έδαφος. Κατεβαίνω την Κατάρα προς τη μεριά της Καλαμπάκας! Ανασαίνω . Τώρα παίζω στο δικό μου γήπεδο. Ένας περίεργος όμως θόρυβος πίσω μου με κάνει να γυρίσω το κεφάλι. Ριγώ. Στο πίσω κάθισμα αναπαύεται μια νεκρόκασα χωρίς καπάκι ! Μέσα σε λουλούδια , πολλά κόκκινα λουλούδια, η... Αρετούλα μου! Ο ιδρώτας μουσκεύει το μέτωπό μου. Το χειρότερο , από το καθρεφτάκι του αμαξιού βλέπω ότι με καταδιώκει μια μοτοσικλέτα . Ο αναβάτης της διακρίνεται πολύ καθαρά. Φορά κόκκινο κράνος και οδηγεί με το αριστερό χέρι. Κερδίζει ολοένα έδαφος . Τρέχει τώρα παράλληλα με μένα . Σηκώνει το δεξί του χέρι και με πυροβολεί στο πρόσωπο. «Μάνα μου!», προλαβαίνω να πω πριν εκτιναχτώ στον γκρεμό. Αρχίζω να πέφτω. Κάτω ο θεσσαλικός κάμπος και οι βράχοι των Μετεώρων πλησιάζουν γοργά.. .
1 σχόλιο:
Aπαπαπαααα ... κάτσε να σε σταυρώσω 3 φορές και να πω καμιά προσευχούλα να σε προσέχει.
Τι άγχος ήταν αυτό! Και μόνο που το διάβασα ένιωσα ένα λαχάνιασμα, μία κούραση, αλλά και μια αγωνία αν για το αν θα τα καταφέρεις να ξυπνήσεις σώος ή υπνοβατείς και θα ξυπνήσεις αιωρούμενος στο κάγκελο του μπαλκονιού!
Βρε, μήπως έφαγες πολλούς κεφτέδες το βράδυ που απ ότι κατάλαβα τους συμπαθείς ιδιαίτερα?
Ουφφφφφ....ελπίζω να μην επηρεάστηκα και γω τώρα που τα διάβασα και τα δω στον δικό μου ύπνο μου...
Δημοσίευση σχολίου