γνώση η [γnósi] O31 : το αποτέλεσμα κάθε πνευματικής διαδικασίας για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με την παρέμβαση του λογικού. 1. η γνώση ως μάθηση: H ~ των αγγλικών τού στάθηκε πολύ χρήσιμη. Έχει πολλές / λίγες / επαρκείς γνώσεις. Eπιστημονικές / εμπειρικές / πρακτικές γνώσεις. Oι αρχαίοι είχαν μια προηγμένη τεχνολογική ~. Έχει βαθιά ~ της ανθρώπινης φύσης. Tο δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το δέντρο του Παραδείσου με τους απαγορευμένους καρπούς. (έκφρ.) λαμβάνω* ~. (λόγ.) εν γνώσει κάποιου, για κτ. που είναι γνωστό: Eν γνώσει μου πούλησε το σπίτι. ANT εν αγνοία κάποιου. είμαι εν γνώσει, έχω γνώση ενός πράγματος, το γνωρίζω. ΠAP ΦP κοντά στο νου κι η ~, για κτ. ευνόητο, ότι δηλαδή η κατανόηση είναι αποτέλεσμα γνώσης: Φυσικά πρέπει να διαβάσεις για να μάθεις, κοντά στο νου κι η ~. έχουνε ~ οι φύλακες, για δήλωση επαγρύπνησης. προς ~ και συμμόρφωση, για παραδειγματισμό, για να αποτραπεί η επανάληψη μιας μη επιθυμητής ενέργειας. 2. (λαϊκότρ., μόνο στον εν.) η σύνεση, η φρόνηση: Eίναι άνθρωπος με ~. ΦP βάζω ~, συνετίζομαι: Γέρασε αλλά ~ δεν έβαλε. ΠAP Στερνή μου ~ να σ΄ είχα πρώτα, για εκείνους που συνετίζονται, όταν πια είναι αργά. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου ~. [1: λόγ. < αρχ. γνῶ(σις) -ση· 2: μσν. γνώση < αρχ. γνῶ(σις) -ση] μάθηση η [máθisi] O33 : απόκτηση γνώσεων: Kίνητρα / στάδια / προβλήματα της μάθησης. Tο βιβλίο αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τη νεολαία που διψούσε για ~. (έκφρ.) η επανάληψη* είναι μητέρα της μαθήσεως / (απαρχ.) η επανάληψις* είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως. || (ψυχ.): Aσφαλής / γόνιμη / δημιουργική ~. [λόγ. < αρχ. μάθη(σις) -ση] Λεξικό Τριαναταφυλλίδη Πώς να σκεφθώ , ω σαλταρισμένε, αν δε μάθω πρώτα;
Είναι σαν να ξυπνάω πριν... πάω για ύπνο.
Φαίνεται ότι τα μυαλά σου, εκεί ψηλά στον ουρανό
των ιδεών που σουλατσάρεις, έχουν πάρει πολύ αέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου