Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν*: "Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού" (εκδ. Νήσος)
Συνεχίζοντας το έργο που ξεκίνησε, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, στην Επιστροφή στη Ρενς (Νήσος, 2020), ο Ντιντιέ Εριμπόν* στο νέο του βιβλίο, με τίτλο Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού, καταπιάνεται με τη μητέρα του, μια γυναίκα από εκείνες που «σπάνια κάποιος αφηγείται την ατομική τους ιστορία». Στο βιβλίο του, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Νήσος, σε μετάφραση Γιάννη Στεφάνου, ο Γάλλος συγγραφέας αναλύει την εμπειρία του γήρατος, διατυπώνοντας μια σειρά ερωτημάτων με γνήσια πολιτικούς όρους: Μπορούν οι ηλικιωμένοι να «μιλήσουν»; Να γίνουν υποκείμενα ενός πολιτικού λόγου που εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ως ένα «εμείς»; Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε τι πρέπει να κάνουμε για ν’ ακουστεί η φωνή τους; Από το έργο του Ντιντιέ Εριμπόν δημοσιεύσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα.
Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού
«Και γιατί δεν χωρίσατε, αφού σιχαινόσασταν τόσο πολύ τους άντρες σας;», ρώτησα τη μητέρα μου. Η απάντηση ήταν η ίδια με αυτή που μου είχε δώσει πριν από μερικά χρόνια: «Παλιά, ξέρεις, δεν ήταν όπως τώρα. Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για μια γυναίκα. Οι άντρες έκαναν ό,τι ήθελαν, οι γυναίκες όχι». Ήταν σίγουρο ότι θέλησε να πάρει διαζύγιο κάμποσες φορές. Είχε κινήσει τη διαδικασία όταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου κι εγώ ήμασταν ακόμα μικρά. Θυμάμαι ότι μας είχε πάρει μαζί της στο αστυνομικό τμήμα (δεν ξέρω ακριβώς πότε, ούτε κάτω από ποιες συνθήκες, πάντως όταν «ξανασμίξαμε» και της είχα κάνει ερωτήσεις για να γράψω την Επιστροφή στη Ρενς, μου είχε πει ότι ο αστυνομικός την είχε διώξει με τρόπο διόλου αβρό, εκδηλώνοντας έτσι την αλληλεγγύη των αντρών μεταξύ τους, ακόμα και την αυθόρμητη συνενοχή του με τους άντρες που είχαν πιθανότατα ανάλογη συμπεριφορά).
Θυμάμαι επίσης ότι είχαμε πάει μαζί της στα δικαστήρια για να δει τον εισαγγελέα. Γιατί είχε αλλάξει γνώμη; «Θα μου είχε κάνει τη ζωή κόλαση, δεν θα με άφηνε ποτέ ήσυχη. Θα ερχόταν κάθε βράδυ σπίτι μου να κάνει φασαρία», μου είπε. Ξέρω ότι δεν υπερέβαλλε. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό ακριβώς θα είχε συμβεί. Ήταν σαν να έβλεπα τη σκηνή (πανομοιότυπη με τους βίαιους καβγάδες που ξεσπούσαν τακτικά μεταξύ τους στα διάφορα διαμερίσματα που είχαμε αλλάξει, όταν ο πατέρας μου κυριολεκτικά τρελαινόταν, τσάκιζε έπιπλα και ξήλωνε πόρτες, ενώ η μητέρα μου κλεινόταν σ’ ένα δωμάτιο για να γλιτώσει), σκηνή διανθισμένη με το γνωστό μείγμα από παρακάλια, υποσχέσεις και απειλές που συνηθίζεται σε παρόμοιες καταστάσεις... Μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει; Δεν έχω ιδέα και προτιμώ να μην κάνω υποθέσεις για το τι θα είχε ή δεν θα είχε συμβεί.
Το χειρότερο δεν είναι πάντα προδιαγεγραμμένο, αλλά πάντα διαφαίνεται στον ορίζοντα. Πόσες γυναίκες δεν παρακολουθούνται, παρενοχλούνται, κακοποιούνται από τον σύζυγο ή τον σύντροφό τους όταν αποφασίζουν να τον εγκαταλείψουν -και πολύ περισσότερο όταν βρίσκουν τη δύναμη να το κάνουν, και ακόμα περισσότερο όταν πάνε να μείνουν με κάποιον άλλον; Και πόσες γυναίκες δεν πεθαίνουν κάθε χρόνο από τα χτυπήματα ενός άντρα που δεν θέλουν πια;
Η έννοια της «γυναικοκτονίας» ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο για να υπογραμμίσει ότι αυτή η φριχτή πραγματικότητα δεν είναι το άθροισμα μεμονωμένων περιπτώσεων, αλλά το έσχατο αποτέλεσμα ενός παγκόσμιου και καθημερινού συστήματος κυριαρχίας. Δεν λέω προφανώς ότι αυτό θα είχε συμβεί αν η μητέρα μου έφευγε. Δεν μπορώ να φανταστώ τον πατέρα μου, ακόμα και όταν ήταν εκτός εαυτού, να σκοτώνει τη μητέρα μου. Όταν ήμουν παιδί, όμως, θεωρούσα πάντα ότι ο λόγος που η μητέρα μου έμενε με αυτόν τον άντρα που δεν αγαπούσε -τον πατέρα μου- ήταν, σε μεγάλο βαθμό, επειδή φοβόταν. Φοβόταν εκείνον και το μέλλον. Η ουσία είναι ότι δεν έφυγε. Πώς είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό της να μην προσπαθήσει ν’ αλλάξει ζωή; Ή μάλλον, πώς τελικά τα κάθε λογής εμπόδια που θα έπρεπε να ξεπεράσει για να μπορέσει να σταθεί μόνη της, την είχαν κάνει να παραιτηθεί μπροστά σε αυτό που έμοιαζε να είναι το θλιβερό της πεπρωμένο; Πώς είχαν καταφέρει να την πείσουν να μην αποτολμήσει να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση; [...]
«Η κατάστασή της δεν απαιτεί
νοσηλεία. Θα γυρίσει απόψε στο γηροκομείο». «Πάλι καλά. Δεν μπορεί όμως
να μείνει μέχρι αύριο το πρωί;»
«Όχι, αδύνατον».
Αντέτεινα ότι
δεν είναι δυνατόν ν’ αναγκάζουν κάποιον στην ηλικία της και την
κατάστασή της να μεταφερθεί τέτοια ώρα τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Δεν
υπήρχε όμως άλλη λύση: «Δεν υπάρχει κρεβάτι».
Έμεινα άναυδος: «Δεν υπάρχει κρεβάτι στο νοσοκομείο μιας τόσο μεγάλης πόλης;»
«Όχι, δυστυχώς».
«Είναι 87 χρονών, άρρωστη και ταλαιπωρημένη».
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
«Ούτε για ένα βράδυ;»
«Όχι».
Μου
είπε βέβαια τουλάχιστον δεκαπέντε φορές ότι λυπάται, αλλά δεν μπορούσε
να την «κρατήσει». Κατάλαβα ότι δεν ωφελούσε σε τίποτα να επιμείνω. Δεν
μιλούσαμε την ίδια γλώσσα.
Εγώ απευθυνόμουν στη συμπόνια και την
ανθρωπιά κι εκείνος, με ψυχρό και διοικητικό ύφος, μου αντιπαρέθετε τη
θλιβερή πραγματικότητα του δημόσιου νοσοκομείου σήμερα. Δεν ευθυνόταν
αυτός, ούτε μπορούσε ν’ αλλάξει κάτι. Όπως συμβαίνει πάντα όταν έχουμε
γιατρούς από τη μία και ασθενείς -ή τους συγγενείς τους- από την άλλη,
αυτό που για τους τελευταίους είναι μια δύσκολη κι επώδυνη στιγμή της
ζωής τους, για τους πρώτους είναι απλώς ένα περιστατικό προς διαχείριση
και διεκπεραίωση ανάμεσα σε τόσα άλλα, στο πλαίσιο μιας καθημερινής
επαγγελματικής δραστηριότητας. Δεν μπορούσε να κάνει θαύματα έτσι κι
αλλιώς! Δεν μπορούσε να εφεύρει τις κλίνες που δεν υπήρχαν, γιατί τις
είχαν καταργήσει η μία μετά την άλλη οι δεξιές και οι αριστερές
κυβερνήσεις, ούτε ν’ αυξήσει το νοσηλευτικό προσωπικό που, ως γνωστόν,
μειώθηκε στα γαλλικά νοσοκομεία λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι
οποίες οδήγησαν, και οδηγούν ακόμα, σε δραστικές περικοπές, όπως και σε
ολόκληρο τον δημόσιο.
Το νοσοκομειακό προσωπικό όλων των κατηγοριών καταγγέλλει τόσο συχνά και με τόση δριμύτητα τη διάλυση της δημόσιας υγείας στη Γαλλία (η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλύτερη στις άλλες χώρες), χωρίς ν’ αλλάζει τίποτα, ώστε σχεδόν μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τη θεωρεί πλέον φυσιολογική. (Η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη, και μάλιστα η γαλλική κυβέρνηση συνέχισε τη φονική πολιτική της μείωσης κλινών ακόμα και στην κρίση του Κόβιντ-19.) Σίγουρα δεν πρέπει να υποκύψουμε σε αυτόν τον πειρασμό. Πρέπει να συνεχίσουμε ν’ αγανακτούμε και να εκφράζουμε ηχηρά την αγανάκτησή μας.
____________________
*Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon): γεννήθηκε στη Ρενς
(Reims) το 1953. Σπούδασε φιλοσοφία στη Ρενς και στο Παρίσι, δίδαξε επί
χρόνια σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και διετέλεσε καθηγητής κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης στη Γαλλία. Εργάστηκε επίσης ως
δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίων, και συνδέθηκε φιλικά με τον Μισέλ
Φουκώ και τον Πιερ Μπουρντιέ, με τον οποίο ανέπτυξε επιπλέον στενή
συνεργασία.
Το πρώτο του βιβλίο ήταν η βιογραφία του Μισέλ Φουκώ
(1989), που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ άλλων και στα
ελληνικά (Μισέλ Φουκώ: Φιλόσοφος, δανδής και ταραξίας, μτφρ. Νίκος
Σταμπάκης, εκδ. Lector, 2009). Άλλα σημαντικά βιβλία του: Réflexions sur
la question gay (1999), Une morale du minoritaire (2001), Échapper à la
psychanalyse (2005), και La société comme verdict (2013).
To 2008
τιμήθηκε με το βραβείο Brudner, που απονέμεται από το Πανεπιστήμιο του
Γέιλ για σημαντικά επιτεύγματα στο πεδίο των ΛΟΑΤΚΙ σπουδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου