Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2024

Οι «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης» υπό το φως του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ - Εν ου παικτοίς -

https://sknews.gr/images/stories/ellada/dikastirio-1.jpgΜελέτες

Οι «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και
τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση
και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης»
υπό το φως του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ
- Εν ου παικτοίς -

Μοροζίνης Ιωάννης - Syntagma WatchΙωάννης Κ. Μοροζίνης
Δικηγόρος, ΔΝ, LL.M.
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Ι. Εισαγωγή

Το νομοσχέδιο με τίτλο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας»[1] που δημοσιεύτηκε προς διαβούλευση αποτελεί μια μάλλον μοναδική περίπτωση, καθώς πρέπει να είναι η πρώτη φορά στα ελληνικά νομοθετικά χρονικά που μια εκτεταμένη τροποποίηση των κεντρικών ποινικών νομοθετημάτων (ΠΚ και ΚΠΔ) εγείρει τόσο πολλές επιφυλάξεις υπό το πρίσμα των υπερνομοθετικής ισχύος κανόνων που ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη (Σύνταγμα, Ενωσιακό Δίκαιο, ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ). Στη συνέχεια θα γίνει προσπάθεια να σταχυολογηθούν οι κυριότερες από αυτές που απορρέουν από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

Προηγουμένως, προσήκουν κάποιες γενικές παρατηρήσεις, διότι τα ζητήματα που θίγονται στη συνέχεια οπωσδήποτε σχετίζονται με τη μη τήρηση των κανόνων καλής νομοθέτησης, στους οποίους ο ίδιος ο νομοθέτης «αυτοδεσμεύθηκε» στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Το άρθ. 58 § 1 του Ν. 4622/2019 που φέρει τον τίτλο «Αρχές Καλής Νομοθέτησης» διακηρύσσει ότι μόνο με την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης διασφαλίζεται η ποιότητα των ρυθμίσεων. Σε αυτές κατατάσσεται μεταξύ άλλων «(ε) η διαφάνεια μέσω της προσβασιμότητας στις ρυθμίσεις και της δυνατότητας υποβολής προτάσεων σχετικών με αυτές, κατά το στάδιο της κατάρτισης και της αξιολόγησης της εφαρμογής τους (ανοιχτή διαδικασία)…». Η διαφάνεια αφορά πρωτίστως τα πρόσωπα που νομοθετούν. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συγκροτήθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή και μέχρι το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης οι νομικοί εμπνευστές του νομοθετήματος παρέμειναν άδηλοι.[2]

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθ. 63 §§ 3 και 4 του Ν. 4622/2019 η διαδικασία της καλής νομοθέτησης περιλαμβάνει τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Κατά το γράμμα και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4622/2019 (σ. 44), «η νομοπαρασκευαστική επιτροπή αναλαμβάνει να συντάξει το τελικό σχέδιο νόμου, σύμφωνα με τις αρχές της Καλής Νομοθέτησης και τις κατευθυντήριες οδηγίες του αρμοδίου Υπουργείου, να αξιολογήσει το προσχέδιο νόμου και την Προκαταρκτική Ανάλυση, κυρίως σε σχέση με τη συμφωνία τους, την ευρύτερη κυβερνητική πολιτική και τους τιθέμενους από την Κυβέρνηση στόχους, την τήρηση της συνταγματικότητας, νομιμότητας και την τήρηση των νομοτεχνικών κανόνων καθώς και την ορθή και πλήρη συμπλήρωση της προκαταρκτικής ανάλυσης». Η ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης θα έπρεπε να πρωτοστατεί στην τήρηση του νόμου αυτού και όχι να τον θέτει εκποδών, και μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο, βάλλοντας (κάποιες φορές και με ανοίκειο τρόπο) κατά των μελών προηγούμενων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Η δυνατότητα της να το πράττει οφείλεται, μάλιστα, στην τήρηση των αρχών της ανοικτής διαδικασίας, τις οποίες η ίδια παραβιάζει.

Το υπό κρίση νομοσχέδιο ευαγγελίζεται στον τίτλο του «την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης», η οποία κατά το άρθ. 2 που περιγράφει το αντικείμενο του νόμου θα επιτευχθεί με «τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας». Λόγω της αδιαφάνειας κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, το ερώτημα είναι, όπως προσφυώς διατυπώθηκε σε κάποια από τις συζητήσεις που έχουν ήδη διεξάγει οι διάφοροι επιστημονικοί φορείς: αν οι ρυθμίσεις αποτύχουν και επέλθει υποβάθμιση της ποινικής δίκης χωρίς επιτάχυνση, πράγμα για το οποίο κρατεί μάλλον ομοθυμία στην επιστημονική κοινότητα, σε ποιον θα ριχθεί ο λίθος του αναθέματος;

ΙΙ. Ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νομοσχεδίου που εγείρουν συνταγματικούς προβληματισμούς ή/και αντιβαίνουν στην ΕΣΔΑ

1. Η δυνητική επιβολή της ποινής του ολοκληρωμένου εγκλήματος στην απόπειρα και την (απλή) συνέργεια [άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου]

Με τις διατάξεις των άρθ. 4[3] και 5[4] του νομοσχεδίου, προτείνεται η τροποποίηση των άρθρων 42 και 47 του ΠΚ 2019, αντίστοιχα, προκειμένου να θεσπιστεί η δυνατότητα επιβολής της πλήρους ποινής επί απόπειρας και (απλής) συνέργειας, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή της απόπειρας δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων ή, αντίστοιχα, αν κρίνει ότι η συνδρομή που προσφέρθηκε είναι ιδιαίτερα σημαντική για την τέλεση της πράξης και η μειωμένη ποινή της συνέργειας δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η δυνητική επιβολή πλήρους ποινής για λόγους ειδικής πρόληψης προβλεπόταν στις περιπτώσεις αυτές και στον προϊσχύσαντα ΠΚ 1950, αλλά απαλείφθηκε στον ισχύοντα ΠΚ 2019.

Οι ειδικές μορφές εμφάνισης του εγκλήματος, στις οποίες συγκαταλέγονται η απόπειρα και η συμμετοχή, διευρύνουν το πεδίο του ποινικού κολασμού, αφού χωρίς αυτές τις ειδικές νομοθετικές προβλέψεις το μη ολοκληρωμένο έγκλημα και η απλή παροχή συνδρομής πριν ή κατά την τέλεση του δεν θα μπορούσαν να τιμωρηθούν λόγω της θεμελιώδους αρχής nullum crimen nulla poena sine lege.[5] Οι νομοτυπικές υποστάσεις του Ειδικού Μέρους δεν περιγράφουν κατά κανόνα ούτε ημιτελείς πράξεις (εκτός από την κατ’ εξαίρεση πρόβλεψη εγκλημάτων επιχειρήσεως) ούτε πράξεις υποστήριξης της αξιόποινης δράσης άλλου (εκτός από την κατ’ εξαίρεση τυποποίηση τους ως αυτοτελών εγκλημάτων). Συνεπώς, η μεν απόπειρα συνιστά χρονική επέκταση των ορίων του ποινικού κολασμού που θέτει η νομοτυπική υπόσταση, η δε συμμετοχή επέκταση των προσωπικών ορίων του ποινικού κολασμού που θέτει η έννοια του αυτουργού (δηλαδή και πάλι η νομοτυπική υπόσταση).[6] Η πρόβλεψη μειωμένης ποινής για την πράξη που δεν συνιστά ολοκληρωμένο έγκλημα, καθώς και για εκείνη που δεν αποτελεί αυτοτελώς έγκλημα, αλλά απλή παροχή συνδρομής στο έγκλημα, είναι αυτόθροη, λογική συνέπεια της αδυναμίας απαξιολογικής και πραγματολογικής εξίσωσής τους με την ολοκληρωμένη πράξη του αυτουργού που τυποποιείται στον νόμο. Η δυνητική πρόβλεψη επιβολής πλήρους ποινής για την απόπειρα και την απλή συνέργεια, με επίκληση των αναγκών της ειδικής πρόληψης, είχε ορθώς επικριθεί στον προϊσχύσαντα ΠΚ 1950 ως αντισυνταγματική, καθώς η επιβολή της πλήρους ποινής στις περιπτώσεις αυτές δεν θεμελιώνεται στο καλυπτόμενο από την ενοχή άδικο (το οποίο ουδέποτε ισούται με εκείνο του ολοκληρωμένου εγκλήματος του αυτουργού) και, επομένως, αντιβαίνει στην αρχή (του ποινικού δικαίου) της πράξης (nulla poena sine actu) που κατοχυρώνει το άρθ. 7 § 1 Συντ. και την αρχή της ενοχής (nulla poena sine culpa), η οποία απορρέει από τη συνταγματική κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου στο άρθ. 2 § 1 Συντ.[7]

Η κριτική κατά της δυνητικής επιβολής της πλήρους ποινής για λόγους ειδικής πρόληψης σε αυτές τις δύο περιπτώσεις ειδικών μορφών εμφάνισης του εγκλήματος είναι ήδη αποτυπωμένη στην αιτιολογική έκθεση επί του τελικού σχεδίου του νέου ΠΚ 2019. Για την απάλειψη της δυνητικής επιβολής της πλήρους ποινής στην απόπειρα, αναφέρει (σ. 14): «Η ισχύουσα διάταξη παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να επιβάλει για την απόπειρα πλήρη την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος. Η διάταξη αυτή έχει επικριθεί από τη θεωρία για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η απόπειρα έχει σε κάθε περίπτωση μειωμένο άδικο σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα και για τον λόγο αυτό παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας όταν προσφέρεται στον δικαστή η δυνατότητα να την αντιμετωπίσει με πλήρη ποινή. Ο δεύτερος και ουσιωδέστερος λόγος είναι ότι η ποινή, με βάση το άρθρο 7 του Συντάγματος, συνδέεται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με προγνωστικές κρίσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του δράστη στο μέλλον. Για τους λόγους αυτούς, η σχετική ευχέρεια του δικαστηρίου καταργείται στο παρόν Σχέδιο». Ο άδηλος νομοθέτης αντέτεινε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, αιτιολογώντας την προτεινόμενη επαναφορά της ρυθμίσεως του ΠΚ 1950, ότι «κρίθηκε επιβεβλημένη προκειμένου αφενός μεν, να αμβλυνθούν αδιέξοδα που η δικαστηριακή πρακτική έχει αναδείξει τόσο με την ποινική αντιμετώπιση περιπτώσεων εν αποπείρα εγκλημάτων σκληρής εγκληματικότητας με ποινική και κοινωνική απαξία εφάμιλλη του τετελεσμένου εγκλήματος, αφετέρου δε, να αντιμετωπιστεί οριζόντια και αποτελεσματικά η αμφιλεγόμενη νομολογιακή αντιμετώπιση περιπτώσεων που συμπαρασύρει η παγιωμένη και άκαμπτη στην ισχύουσα διάταξη ποινική αντιμετώπιση της απόπειρας αποκλειστικά με μειωμένη ποινή (λ.χ. περιπτώσεις εξακολούθησης ή παράτασης προσωρινής κράτησης)». Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις, ο άδηλος νομοθέτης φέρεται κατά τα δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου να έκανε, τουλάχιστον στο σημείο αυτό, ένα βήμα πίσω και η συγκεκριμένη πρόβλεψη να απαλείφθηκε από την τελική μορφή του νομοσχεδίου που θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Αρκεί, για την ιστορία, να υπομνήσει κανείς ότι η γενική εξίσωση της απόπειρας με το τετελεσμένο έγκλημα (και όχι μόνον κατ’ εξαίρεση με την τυποποίηση εγκλημάτων επιχειρήσεως) μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ένα σύστημα που αντιλαμβάνεται το άδικο ως αμιγώς υποκειμενικό-φρονηματικό, όπου τιμωρείται, δηλαδή, αποκλειστικά και μόνον ο δόλος και όχι η πράξη. Τέτοια περίπτωση ήταν το εθνικοσοσιαλιστικό ποινικό δίκαιο.[8]

Περαιτέρω, η επιβολή υποχρεωτικά μειωμένης ποινής στην (απλή) συνέργεια αιτιολογήθηκε από τους συντάκτες του νέου ΠΚ 2019 ως εξής (σ. 15): «Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να καταγραφεί ως κανόνας ότι το άδικο και η ενοχή του συνεργού είναι μικρότερης έντασης έναντι εκείνων του φυσικού αυτουργού». Τα ειδικοπροληπτικά και δικονομικά (!) επιχειρήματα που επικαλείται η αιτιολογική έκθεση η οποία συνοδεύει το νομοσχέδιο υπό το άρθρο 5 πιστοποιούν την αδυναμία του άδηλου νομοθέτη να αρθρώσει επιστημονικό λόγο. Για την επιβολή πλήρους ποινής στην απλή συνέργεια, μνημονεύεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο ότι «… κρίθηκε επίσης επιβεβλημένη προκειμένου αφενός μεν, να αμβλυνθούν αδιέξοδα που η δικαστηριακή πρακτική έχει αναδείξει σε σχέση με την ποινική αντιμετώπιση περιπτώσεων συνέργειας επί εγκλημάτων βαριάς εγκληματικότητας με ποινική και κοινωνική απαξία εφάμιλλη της πράξης του φυσικού αυτουργού, όπως λόγου χάρη ο συνεργός που φωτίζει το χρηματοκιβώτιο επικουρώντας τον διαρρήκτη κατά την εκτέλεση της πράξης, χωρίς ωστόσο να θέτει το κλοπιμαίο στη διάθεση του αυτουργού, προκειμένου να δύναται να τιμωρηθεί με την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη, ως διακεκριμένος (άμεσος) συνεργός. Αυτό το κενό επιδιώκει να καλύψει η προτεινόμενη διάταξη και παράλληλα να αντιμετωπιστεί οριζόντια και αποτελεσματικά η αμφιλεγόμενη νομολογιακή αντιμετώπιση περιπτώσεων που συμπαρασύρει η παγιωμένη στην ισχύουσα διάταξη ποινική αντιμετώπιση της συνέργειας αποκλειστικά με μειωμένη ποινή (λ.χ. περιπτώσεις εξακολούθησης ή παράτασης προσωρινής κράτησης)». Τέτοια «αδιέξοδα» δεν έχουν πάντως επισημανθεί στη θεωρία, ούτε για την απόπειρα ούτε για την απλή συνέργεια, συνεπώς θα πρέπει να τα αναζητήσει κανείς στη σκαλέτα των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών που σχολιάζουν, ενίοτε και «εξιχνιάζουν» εγκλήματα, και τις οποίες, καθώς φαίνεται, παρακολουθεί μετά μεγίστης προσηλώσεως ο άδηλος νομοθέτης.

Ειδικότερα, όσον αφορά τους μεν λόγους ειδικής πρόληψης που επικαλείται η αιτιολογική έκθεση, αρκεί να σημειωθεί ότι υπό τον ΠΚ 1950 οι διατάξεις περί επιβολής πλήρους ποινής στην απόπειρα και την απλή συνέργειας δεν φαίνεται να είχαν τύχει ποτέ εφαρμογής.[9] Περαιτέρω, το γεγονός ότι δεν μπορεί στις περιπτώσεις αυτές να παραταθεί η προσωρινή κράτηση μέχρι το ανώτατο συνταγματικό όριο των 18 μηνών λόγω της υποχρεωτικά μειωμένης ποινής (βλ. άρθ. 292 ΚΠΔ), πράγμα που ο άδηλος νομοθέτης υπαινίσσεται –αλλά δεν λέγει και σαφώς για να μην «προδοθεί» ότι νομοθετεί κατά το δοκούν των διαφόρων «θαμώνων» τηλεοπτικών εκπομπών–, είναι οπωσδήποτε αδιάφορο για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Η ταχεία διεκπεραίωση των σχετικών υποθέσεων, ώστε να τηρούνται τα όρια του άρθ. 292 ΚΠΔ, δεν είναι ζήτημα που αφορά το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, αλλά την οργάνωση της δικαιοσύνης και τη μέριμνα για επαρκείς υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή το κατεξοχήν αντικείμενο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το δικονομικό ποινικό δίκαιο είναι το εργαλείο για την πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όχι το αντίστροφο. Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να εργαλειοποιείται για την πραγμάτωση δικονομικών σκοπών ή τη διόρθωση δικονομικών αστοχιών. Εφόσον ο νομοθέτης θέλει να υπηρετήσει δικονομικούς σκοπούς, μπορεί κάλλιστα να παρέμβει αμέσως στο πεδίο του δικονομικού ποινικού δικαίου, πράγμα που εν προκειμένω μπορούσε ευχερώς να πράξει, αφού ταυτόχρονα επιχειρεί εκτεταμένες παρεμβάσεις και στον ΚΠΔ. Εξάλλου, αν οι αλλαγές στον ΚΠΔ επιφέρουν την πολυπόθητη επιτάχυνση κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, όπως ευαγγελίζεται το νομοσχέδιο, ποια είναι, άραγε, η χρησιμότητα της συγκεκριμένης παρέμβασης στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο; Η λογική αντίφαση που εμφιλοχωρεί είναι προφανής.

Ειδικώς για τις περιπτώσεις παροχής συνδρομής κατά την εκτέλεση και εν τη εκτελέσει της κύριας πράξης, οι οποίες κατά τη σχετική αιτιολογία δεν καλύπτονται από την ισχύουσα ρύθμιση για την άμεση συνέργεια, πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα. Αν η νέα διάταξη για την «άμεση» συνέργεια ως διακεκριμένη μορφή της απλής υπήρξε ατυχής (και πράγματι, κατά την άποψη του γράφοντος, υπήρξε[10]), τότε είτε πάσχει αυτή η ρύθμιση, οπότε πρέπει να τροποποιηθεί, είτε πάσχει το κριτήριο διάκρισης της αυτουργίας από την εν στενή εννοία συμμετοχή εν γένει, δηλαδή το κριτήριο της συναυτουργίας, και εναπόκειται στην επιστήμη του ποινικού δικαίου να το διαμορφώσει κατάλληλα. Ο νομοθέτης μπορεί από την πλευρά του να επιλέξει ρητά, αντί της ισχύουσας στενής έννοιας του αυτουργού, το σύστημα του ενιαίου αυτουργού, κατά το οποίο όλοι οι εν ευρεία εννοία συμμέτοχοι που αιτιωδώς συνέβαλαν στο έγκλημα είναι αυτουργοί και τιμωρούνται με την ποινή του αυτουργού, ανεξαρτήτως της βαρύτητας ή σημασίας της συμβολής τους για την πραγμάτωσή του (όπως λ.χ. ισχύει στην Αυστρία).[11] Ο νομοθέτης δεν αποτολμά μεν τέτοια ριζική αναδιάρθρωση των διατάξεων περί συμμετοχής, δυστυχώς όμως διά της συγκεκριμένης ρυθμίσεως ανοίγει μια κερκόπορτα προς το σύστημα του ενιαίου αυτουργού, το οποίο ούτε σύμφωνο με το γράμμα του νόμου είναι ούτε ερείσματα στην ελληνική θεωρία έχει. Η ελληνική επιστήμη τάσσεται σύσσωμη εναντίον του de lege lata et ferenda, διότι διευρύνει αφόρητα το πεδίο του ποινικού κολασμού και δεν μπορεί να συλλάβει τα ιδιαίτερα και ιδιόχειρα εγκλήματα.[12] Πέραν δε τούτου, το συγκεκριμένο παράδειγμα που επικαλείται ο άδηλος νομοθέτης μάλλον καλύπτεται ικανοποιητικά από το ισχύον κριτήριο για την άμεση συνέργεια, καθώς, αν χωρίς φως ο κλέφτης δεν μπορεί να εντοπίσει και να αφαιρέσει το κλοπιμαίο, τότε εκείνος «που φωτίζει το χρηματοκιβώτιο επικουρώντας τον διαρρήκτη κατά την εκτέλεση της πράξης» το θέτει στη διάθεση του. Αν, πάλι, αυτός που αφαιρεί το κόσμημα ούτως ή άλλως έχει επαρκή ορατότητα και ο συνεργός απλώς τον διευκολύνει με περισσότερο φως, όπως εκείνος που κατά το κλασικό σχολικό παράδειγμα δίδει κατά την επίμοχθη προσπάθεια της διάρρηξης ένα κουτάκι αναψυκτικό στον αυτουργό για να ξεδιψάσει, τότε είναι πρόδηλο ότι η πράξη του συνεργού δεν εξομοιώνεται κατ’ απαξία μ’ εκείνη του αυτουργού.[13] Εξάλλου, και στο άρθ. 45 ΠΚ μπορεί κάλλιστα να υπαχθεί η πρώτη περίπτωση, αν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για λειτουργικό καταμερισμό εργασιών που προσδίδει σε αμφότερους τη (λειτουργική) συγκυριαρχία επί της πράξεως, σύμφωνα με την ορθότερη, κατά τον γράφοντα, ουσιαστική αντικειμενική αντίληψη για το κριτήριο της συναυτουργίας.[14] Συνεπώς, κανένα κενό ή έλλειμμα στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο δεν υφίσταται με βάση τις ισχύουσες περί συμμετοχής διατάξεις.[..............................................]

 

Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Bird Inspirations in Classical Music/Συνθέσεις στην Κλασική Μουσική εμπνευσμένες από πουλιά

00:00 Beethoven - "Pastoral Symphony", Movement II. (Wilhelm Mengelberg, 1940) 01:12 Mozart - "Pa-pa-pa" from The M...