Ο σάκος, ο μπάτσος και ο Βλάχος
Διαβάζεται σε 5'Ούτε ο ίδιος ο Πάνος Βλάχος θα μπορούσε ενδεχομένως να φανταστεί πως το τραγούδι του θα προκαλούσε τέτοιες αντιδράσεις. Η ιστορία πίσω από το “δίστιχο”.
-
12 Φεβρουαρίου 2024
- Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας κρύβεται στα “αλώνια” και όχι μόνο στα σαλόνια, στις κουβέντες δηλαδή των απλών ανθρώπων και στις φράσεις που καθιερώθηκαν εννοιολογικά μέσα από τη διαχρονικότητά τους. Τα ανώνυμα δημοτικά, και τα επώνυμα λαϊκά τραγούδια, το έχουν αποδείξει περίτρανα αυτό.
Τη δεκαετία του ’30 η λέξη “μπάτσος” ήταν μια σπάνια διατύπωση στα ρεμπέτικα της εποχής. Πρώτη φορά η λέξη καταγράφεται επισήμως στο “τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα” του Γιαννάκη Ιωαννίδη (μπουζούκι Μανώλης Καραπιπέρης) που ηχογραφήθηκε εκτός Ελλάδας, το 1928 στη Νέα Υόρκη, όπως σημειώνει ο εκδότης Γιώργος Δαμιανός (24 Γράμματα).
Η λέξη θα απαντηθεί και στους “μάγκες” του Μπάτη αργότερα, καθώς και σε μικρά δίστιχα που ακούγονταν χωρίς ευρεία κυκλοφορία. Στην αργκό πάντως της εποχής, οι αστυνομικοί αναφέρονταν ως “καρακόλια” ή ως “μαύροι” κατά τον Βαμβακάρη, ενώ το μπάτσος ήταν περισσότερο αναφορά για τον τούρκο φοροεισπράκτορα.
Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Ρεμπέτικα Τραγούδια, Κέδρος), οι “Μπάτσοι” είναι γοργό ζεμπέκικο που ακουγόταν στους τεκέδες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και δεν είχε ηχογραφηθεί.
Εκεί υπάρχει και ο στίχος “μάγκες πιάστε τα γεφύρια”.
Η ηχογράφηση του Ιωαννίδη έγινε αφού ο ίδιος έπαιζε τη δική του εκδοχή αρχικά με τον μπουζουξή Μάλιο στο πλευρό του, κάπου το 1920. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Πετρόπουλος, “βέβαια πρόκειται για παλιό μουρμούρικο, τραγουδημένο με κλασικό τρόπο (1-1-1-2-2).
Σχετικά με την αναφορά στους “μπάτσους” και εν γένει τους αστυνομικούς, γράφει ο Πετρόπουλος:
“Στα χρόνια που άνθισε το ρεμπέτικο τραγούδι το κράτος-εξουσία απέκτισε μια πιο απρόσωπη όψη. Τα αφεντικά κρύφτηκαν πίσω από μια σειρά δημοσίων υπαλλήλων. Οι φόρεοι δεν απασχολούν το λαό, γιατί επιβάλλονται εμμέσως. Εκείνο που ξεχωρίζει είναι το όργανο αμέσου δράσεως: Ο χωροφύλακας. Αυτούς οι ρεμπέτες του στόλισαν με τα παρατσούκλια μπασκίνες (οι νησιώτες μοπασκίνια έλεγαν τους κουρσάρους), οι ρούνες, σταυρωτήδες, σαραντακοράδες, μπάτσοι. Στα ρεμπέτικα ο αστυνόμος είναι ένας βαθμός πολύ γνωστός (Κυρ-αστυνόμε, μη βαράς), ο δε λοχαγός μάλλον μια συμπαθής μορφή (θέλει να πάει στον λοχαγό του/και συλλογιέται τι να του πει). Μάλλον σε λόγιες επιδράσεις οφείλεται ο σατράπης, ή η σατράπισσα που συχνά-πυκνά ξεφυτρώνει στα ρεμπέτικα τραγούδια”.
Το ρεμπέτικο μίλησε για τη φτώχεια, την καθημερινή ζωή και την εξουσία, και τελικά λογοκρίθηκε αρχής γενομένης το 1936 από τη δικτατορία Μεταξά που τα έβαλε με τα “χασικλίδικα”.
Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία,
με βάλαν και υπόγραψα με στείλαν εξορία
σ’ ένα ξερόνησο στη Νιο που ‘χει εκκλησιές και μύλοι
και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι.
Εκεί είδα τους εξόριστους γδυτούς και πεινασμένους
και ράισε η καρδούλα μου και έκλαψα ο καημένος,
αν είχα θα τους έδινα τάλιρα για να φάνε
να με θυμούνται αιώνια και να με συγχωρνάνε.
Προφανώς και δεν μπορεί να κάνει κανείς σύγκριση του 1936 ή του 1939 – όταν και περάσαμε στην ολική λογοκρισία του ρεμπέτικου – με το σήμερα του 2024. Ωστόσο, το σατιρικό (και όχι σατυρικό) τραγούδι του Γιαννάκη Ιωαννίδη που εντάχθηκε και αυτό στα “λογοκριμένα”, ήρθε εκ νέου στο προσκήνιο από την εξ ίσου σατιρική προσθήκη του Πάνου Βλάχου, αναστατώντας τους γνωστούς συντηρητικούς κύκλους οι οποίοι κάποτε θα τάσσονταν στο πλευρό της λογοκρισίας.
Το κομμάτι είχε γνωρίσει επίσης μεγάλες δόξες και στις αρχές του 2010 κατά την ακραία αστυνομική καταστολή στις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις, διασκευάστηκε εν συνεχεία από τους VIC, έγινε συναυλιακό highlight για τις πιο νέες γενιές, και συνεχίζει απρόσκοπτα το ταξίδι του στο αντικαθεστωτικό του σύμπαν.
Το μακρινό 1920 μιλούσε για τη δίωξη της παράνομης χαρτοπαιξίας και τον ζαριών, τώρα στοχεύει πρόσωπα της εξουσίας και της διαπλοκής της, καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα σε μια άλλη μορφή. Κάποιοι που θίχτηκαν είδαν δε και απειλές κατά ζωής, την ώρα που ο “σάκος” της εξουσίας, μάλλον αλλού παραπέμπει, σε αποκομιδή απορριμάτων δηλαδή ή σε ανίερες αντιλαικές συμμαχίες.
Ο Πάνος Βλάχος λοιπόν που ανέβασε με απόλυτη επιτυχία τον “τυχαίο θάνατος ενός αναρχικού”, έργο που πραγματεύεται ατυχείς μπατσο-ιστορίες, μπήκε στο επίκεντρο του “ενδιαφερόντος” για λόγους διαχρονικούς, κάτι που εκ του αποτελέσματος καθιστά την απόπειρα διακωμώδησης που έπραξε ως καλλιτεχνικά εύστοχη και δικαιωμένη.
Ο κ. Γεωργιάδης βέβαια που κατάλαβε το γλωσσολογικό νόημα πίσω από τα όσα τραγουδήθηκαν, αποφάσισε να μην προβεί σε μηνύσεις, και ορθώς έπραξε. Γιατί αν προχωρούσε στη νομική οδό, θα έδινε το “σήμα” για ανάλογες δράσεις από πολιτικούς και παραπολιτικούς φορείς, γυρίζοντας τον αστικό μας χρόνο πολλές δεκαετίες πίσω (όχι βέβαια πως είμαστε και αρκούντως μπροστά).
Η δε επίθεση στον Π. Βλάχο από τα δεξιόστροφα υποκινούμενα τρολ του διαδικτύου, δεν μπορεί να προκαλέσει καμία έκπληξη , καθώς πρόκειται για έναν εκ των καλλιτεχνών που έχει λάβει καθαρή πολιτική θέση τα τελευταία χρόνια προς όφελος των δικαιωμάτων του πολίτη.
Μέρος της καλλιτεχνικής φύσης πρέπει να είναι άλλωστε και αυτό, να
τοποθετείται για τα πεπραγμένα της εποχής, με τα μέσα που μπορεί να
αξιοποιήσει. Κρίνοντας ελευθεριακά και κρινόμενη ελεύθερα για το περιεχόμενό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου