Η ύπαρξη είναι μια παρανόηση
Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ βαδίζουν -ακατάπαυστα, πάνω σε ένα όριο. Από τη μία η ζωή που τους δόθηκε και από την άλλη ο θάνατος που μπορούν να επιλέξουν
Βιβλιοπαρουσίαση /
Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ βαδίζουν -ακατάπαυστα, πάνω σε ένα όριο. Από τη μία η ζωή που τους δόθηκε και από την άλλη ο θάνατος που μπορούν να επιλέξουν
«Η ύπαρξη είναι μια παρανόηση, λέει ο Όλερ. Αυτό πρέπει να το πάρουμε απόφαση από νωρίς, για να έχουμε ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορέσουμε να υπάρξουμε, λέει ο Όλερ. Η παρανόηση είναι λοιπόν το μοναδικό πραγματικό θεμέλιο». Και κάπως έτσι βυθιζόμαστε στον αινιγματικό, περίκλειστο, ανεξιχνίαστο, απειλητικό, παράφορο, παιγνιώδη κόσμο του Τόμας Μπέρνχαρντ, του κορυφαίου Αυστριακού που σφράγισε με την πένα του τη γερμανόφωνη λογοτεχνία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και που συνεχίζει να ρίχνει τη σκιά του και στον 21ο, καθώς η πρόζα του εξακολουθεί να διεγείρει, να εκπλήσσει, να συγκινεί.
Το «Βαδίζοντας» είναι μια εξαιρετικά πυκνή -τόσο σε μορφή όσο και σε επίπεδο στοχασμού, εννοιών- νουβέλα, εμπνευσμένη από τους περιπατητικούς διαλόγους των αρχαίων φιλοσόφων, με καθαρά θεατρική μορφή, όπου παρακολουθούμε δύο φίλους να περπατάνε, εντελώς αποκομμένοι από τον περιβάλλοντα χώρο, συζητώντας μεταξύ τους για όλα και συγχρόνως για τίποτα. Ο Μπέρνχαρντ ξέρει πολύ καλά να δημιουργεί ατμόσφαιρα παραλόγου, όπου δεν είναι σαφές αν όλο αυτό που διαμείβεται, αν αυτός ο αγωνιώδης περίπατος, με άλλα λόγια, συμβαίνει πραγματικά ή είναι απλώς μια καλοπαιγμένη φάρσα που σκοπό έχει να περιπαίξει τον αναγνώστη. Υπάρχει μια διφορούμενη αοριστία και συγχρόνως μια παράφορη εσωτερική αναζήτηση -της αλήθειας, του νοήματος;- σε αυτό τον μονόλογο ουσιαστικά, τον αποτελούμενο από τρεις φωνές. Σκέψεις και άλλες σκέψεις. Διαρκώς. Ακατάπαυστα. Σκέψεις που γεννιούνται εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που γράφονται, σπειροειδείς προτάσεις, επαναλήψεις, καταστάσεις γκροτέσκες οι οποίες οδηγούν στην παράνοια, στο ακατανόητο, στο απεχθές. «Διότι όλα όσα γίνονται αντικείμενο σκέψης είναι περιττά».
Οι τρεις φωνές
Οι τρεις φωνές, την εσωτερική πάλη των οποίων παρακολουθούμε, είναι οι εξής: η φωνή του ανώνυμου πρωτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος δεν «φαίνεται» σχεδόν καθόλου, είναι ήσυχος, απαθής, στην ουσία ένας ακούραστος ακροατής, αυτός που μας μεταφέρει τα λόγια και τις σκέψεις του Όλερ με τον οποίο κάνει μεγάλους περιπάτους κάθε Δευτέρα και Τετάρτη. Η δεύτερη φωνή είναι αυτή του Όλερ, τις σκέψεις του οποίου μας μεταφέρει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος μιλάει ακατάπαυστα, κάνει τη μία σκέψη μετά την άλλη, μεταφέροντας, μεταξύ άλλων, τις σκέψεις και τις κινήσεις του Κάρερ, ο οποίος κατέρρευσε ψυχολογικά μέσα σε μια στιγμή και βρίσκεται έγκλειστος -διά βίου όπως πιστεύει ο Όλερ- στο Στάινχοφ. Η τρίτη φωνή είναι αυτή του αινιγματικού, εύθραυστου, δύστροπου, ευφυή Κάρερ. Μαθαίνουμε για εκείνον, για τη ζωή, τις σκέψεις, τις ιδιαιτερότητές του μέσα από την καταιγιστική αφήγηση του Όλερ γι’ αυτόν. Πολύ συχνά επαναλαμβάνονται στο κείμενο φράσεις όπως «της ίδιας άποψης ήταν και ο Κάρερ, λέει ο Όλερ» ή, αλλού, «έλεγε ο Κάρερ, λέει ο Όλερ». Απανωτοί μονόλογοι, σαν μπάμπουσκες, όπου ο ένας περικλείει τον άλλο, αφήνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν και μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος συνομιλεί με τον εαυτό του, διχασμένος, απελπισμένος, μόνος, έγκλειστος σε ένα ίδρυμα για ψυχικά διαταραγμένους, βαθύτατα διαταραγμένος και ο ίδιος, σε συνεχή αδιάλειπτη κόντρα με την κοινωνία, αδυνατώντας να αποδεχτεί αναντίρρητα όλα όσα τον περιβάλλουν.
Η κατάρρευση του Κάρερ
Στην ουσία όλο το έργο περιστρέφεται γύρω από την πνευματική κατάρρευση του Κάρερ. Αυτή προσπαθεί να εξηγήσει και να κατανοήσει ο Όλερ. Στην κατάρρευση του Κάρερ συνετέλεσε η αυτοκτονία του Χολενστάινερ, ενός ιδιοφυούς ανθρώπου που η ίδια η χώρα του τον εγκατέλειψε. «Ενώ στη Γερμανία το όνομα Χολενστάινερ ήταν ένα από τα πιο αξιοσέβαστα στους κύκλους των χημικών και εξακολουθεί και σήμερα να είναι, εδώ στην Αυστρία ο Χολενστάινερ αποσιωπήθηκε εντελώς, σε αυτή τη χώρα, λέει ο Όλερ, το ιδιοφυές, πάντα και σε όλες τις εποχές, αποσιωπάται, αποσιωπάται ώσπου να φτάσει στην αυτοκτονία». Μια ολόκληρη χώρα αυτοκτονεί γιατί δεν σέβεται το ιδιοφυές, το διαφορετικό, το ρηξικέλευθο, γιατί δεν έχει συμφιλιωθεί, εξηγήσει, κατανοήσει το παρελθόν της.
Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ βαδίζουν -ακατάπαυστα, απελπισμένα- πάνω σε ένα όριο. Από τη μία η ζωή που τους δόθηκε και από την άλλη ο θάνατος που μπορούν να επιλέξουν. Στον κόσμο τους δεν υπάρχει η έννοια της ελπίδας, η έννοια της λύτρωσης. «Ό,τι κι αν κάνουμε είναι ένα τίποτα. Ό,τι αναπνέουμε είναι ένα τίποτα. Όταν βαδίζουμε, πηγαίνουμε από το ένα αδιέξοδο στο άλλο».
Ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνά τις λέξεις του Μπέρνχαρντ. Μια γραφή ιδιόμορφη, ανησυχαστική. Μια γραφή που περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τον εαυτό της και καταφέρνει να μιλήσει για τη ματαιότητα της ύπαρξης, για το ανέφικτο της ευτυχίας, για τη μοίρα του ανθρώπου να κουβαλά εσαεί, μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, την επίγνωση της ασημαντότητάς του.
INFO
Thomas Bernhard, «Βαδίζοντας»
Εκδ. Κριτική
Thomas Bernhard (1931-1989) - Wikipedia
112 σελ. Τιμή: 10 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου