«Το πουλί του Παττακού το ’χεσε η αλεπού»!
- Ήμουν μαθητής Δημοτικού Δημοτικού στη χούντα, όταν μ’ έπεισαν φίλοι να πάμε στην κατασκήνωση στη Λακωνία, στις παρυφές του Ταΰγετου.
- Στο προαύλιο δέσποζε ένα μεγάλο πουλί της χούντας, φτιαγμένο από ασπρισμένες πέτρες, μου φάνταζε κολοβό φίδι με ράμφος.
- Ο δάσκαλος, που ήταν υπεύθυνος στον έναν από τους 4 θαλάμους, είχε τη συμπεριφορά αγριάνθρωπου, μας έδερνε, συνθήκες τρομοκρατίας. Οι εργαζόμενοι τον φοβόντουσαν. Η δασκάλα μας χτύπησε και έφυγε, εμείς στον θάλαμο κάναμε φασαρία.
- Μια βραδιά όρθιος πάνω στο σιδερένιο ράντσο απήγγελλα τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου. Ξαφνικά εισβάλλει μέσα ο δάσκαλος απ’ τον απέναντι θάλαμο και όλοι πέφτουν κάτω από τα σεντόνια, εγώ συνέχιζα την απαγγελία. «Κρυφτήκατε εεεε, ένας θα την πληρώσει για όλους», ούρλιαξε. Μου δίνει δυο χαστούκια.
- Πηδώ οργισμένος από το ράντσο, το κλοτσάω και διπλώνει. «Θα πάρω τη βαλίτσα μου και θα φύγω τώρα, βάρβαρε, εγώ σε φυλακές δεν ζω», του λέω.
Έξω από την υψηλή περίφραξη με σύρμα ούρλιαζαν τα τσακάλια και οι λύκοι, τα μάτια τους γυαλίζανε στο σκοτάδι. Τρομοκρατήθηκε με τη σκέψη πως, αν δραπετεύσω, θα με φάνε οι λύκοι και θα βρει τον μπελά του, άρχισε να με καλοπιάνει.
Κάποια στιγμή ειδοποίησαν πως ο Παττακός, που βρισκόταν στο Γύθειο, θα μας επισκεφθεί με ελικόπτερο. Άρχισαν τις προετοιμασίες.
Μια μέρα πριν έρθει ο Παττακός, το βράδυ έφαγα μπόλικη σαλάτα και πήγα νωρίς στο κρεβάτι μου. Μεσάνυχτα σηκώθηκα, κατευθύνθηκα στο καταραμένο πουλί της χούντας. Κατέβασα το παντελόνι μου και… άδειασα στο κεφάλι του. Πήρα μια πέτρα και το πασάλειψα. Έφυγα σφαίρα για τις βρύσες, πλύθηκα, έφτασα στον θάλαμο, πλάγιασα. Ούρλιαζαν οι λύκοι και τα τσακάλια και εγώ τ’ άκουγα σαν εμβατήρια απελευθέρωσης.
Στο εστιατόριο το πρωί οι σερβιτόρες ήταν κατάχλομες. «Τι έγινε;» τις ρώτησε ο δάσκαλος. «Χέσανε το πουλί, θα γίνουν ανακρίσεις», απάντησαν και αυτός κατέρρευσε. Έγινε σούσουρο, μαθεύτηκε. «Θα σκαρφάλωσε μέσα από τον πλάτανο κανένα βρομοκούναβο κι έχεσε», είπα κοροϊδευτικά. Ένα παιδί που είχε ποιητικό οίστρο φώναξε αυθόρμητα:
«Το πουλί του Παττακού
το ’χεσε η αλεπού.
Το ’χεσε κι ένα κουνάβι
κι έγινε σαν μαϊμού».
Και άρχισαν να το επαναλαμβάνουν χορωδιακά όλα τα παιδιά. Έγινε ο χαμός, ο δάσκαλος τραβούσε τα μαλλιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου