Η ιστορία του ερχομού του Πάουντ στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1965 είναι σχετικά άγνωστη στο ελληνικό κοινό μα πέρα ως πέρα πραγματική. Η αφήγηση που δημοσιεύουμε, ανατριχιαστική κατά τόπους, φέρει μάλιστα την εγκυρότητα του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Άλλωστε, είναι αυτός που συναντά και ξεναγεί στην Ελλάδα τον Αμερικανό ποιητή, ο οποίος βρίσκεται σε μια συνθήκη μαρτυρικής παραζάλης.
♦
Μια Πέμπτη, 4 Νοεμβρίου 1965, νωρίς το πρωί, μου τηλεφωνούν από το ξενοδοχείο «Πλάκα», Καπνικαρέας 7 και Μητροπόλεως 47 στην Αθήνα, πως με ζητάει «ο κύριος Πάουντ»! Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν ήξερα τίποτα. (Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να εξηγήσω πως προϋπήρχε, από μακριά, κάποια επαφή μεταξύ μας από αφορμή την Cathay, 1915, που την είχα μεταφράσει ελληνικά με τον τίτλο Κατάη στα 1950∙ δεύτερη έκδοση 1979. Ο Πάουντ είχε τότε εκφράσει τον ενθουσιασμό του, τόσο για την τυπογραφική όσο και για τη μεταφραστική δουλειά, πλην όμως οι γνώσεις που είχε της γλώσσας μας, καθώς είδαμε, δεν μπορούσαν να με βεβαιώσουν σχετικά με το δεύτερο, τη μετάφραση – το σπουδαιότερο – για του λόγου το ασφαλές.) Μιλάω με την Olga Rudge στο τηλέφωνο και κατεβαίνω στην πόλη από την Κηφισιά, πριν από το μεσημέρι, για να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο τους. Ανεβαίνω στο δωμάτιο, όπου η Olga Rudge με κατατοπίζει σύντομα για τη γενική κατάσταση του ποιητή, και πλησιάζω τον ίδιο που με κοιτάζει όρθιος, μπροστά από το ανοιγμένο παράθυρο, με την Ακρόπολη πίσω του κρεμασμένη στη μέση στον ουρανό. (Όσοι φαντάζονται «ποιητικά» την Ακρόπολη πάντα, δεν έχουν παρά να συλλογιστούν τη φράση του Πάουντ από μια μελέτη για τον ποιητή Καμόενς: «Κανένα ποίημα δεν μπορεί να έχει τόση δύναμη όση αυτός που αφηγιέται με τον πιο απλό τρόπο τα γεγονότα ξερά.» – «No poem can have as much force as the simplest narration of the events themselves», The Spirit of Romance, 1910).
Πλησιάζω λοιπόν, και αρχίζει να παίζεται η σκηνή που θα περιγράψει δυο χρόνια αργότερα, στο άρθρο που αναφέραμε, ο Cyril Connoly. Του πιάνω συγκινημένος τα χέρια, κρατάει και αυτός τα δικά μου σφιχτά, και κοιταζόμαστε κατάματα ώρα πολλή, δεν μπορώ να προσδιορίσω πόση. Με σταματούν η λυγερή αχάμνια του μαζί και η σβελτάδα του. Για την Olga Rudge, στο αναμεταξύ, μοιάζει να τέλειωσαν οι υποχρεώσεις και μας αφήνει μοναχούς εκεί στο παράθυρο ξαναγυρίζοντας στις ασχολίες της. Έχω μπροστά μου ένα λαβωμένο ζώο που το έπιασε η τσάγρα της κοινωνίας και, επειδή δεν μπόρεσε να το μερέψει, το αχρήστεψε. Ωστόσο η ψυχή σηκώνει ακόμα κεφάλι. Καθώς μου κρατάει τα χέρια πάντα σφιχτά και με κόβει με τα θαμπογάλαζα διαπεραστικά μάτια του, αθέλητα ο νους αναθυμάται το γέρο θαλασσόλυκο της φημισμένης ριμάτας του Κόλεριτζ:
He holds him with his skinny hand
…………………………………………………
He holds him with his glittering eye –
……………………………………………….
The Mariner hath his will.
Αναμφισβήτητα ο πελαγίσιος αυτός αετός της νεότερης ποίησης κάνει ακόμα εκείνο που θέλει – «hath his will». Του έχουν τσακίσει όμως τα κόκαλα ή, για να κυριολεχτήσω, τον έχουν κάνει σμπαράλια. Τώρα βηματίζει, θαρρείς, στο μουράγιο προσμένοντας πότε θα σαλπάρει το καράβι για το στερνό μεγάλο ταξίδι.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Πάουντ μυχτήρισε έναν πολιτισμό που συντηρόταν με τα αποφάγια πολιτισμών παλαιότερων, φυλαγμένα μέσα στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες, δολοφονώντας στα χαρακώματα μυριάδες από τους καλύτερους («There died a myriad»), την αθώα νιότη, και θυσιάζοντας με τον τρόπο αυτόν απερίσκεφτα τη ζωή, «μέγα καλό και πρώτο» (Σολωμός):
Για τέσσερις δωδεκάδες κομματιασμένα αγάλματα
Για μερικές ψωροχιλιάδες στραπατσαρισμένα βιβλία.
(Hugh Selwyn Mauberley, 1920)
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προσηλωμένος αρχικά στο ιστορικοπολιτικό ή οικονομικοπολιτικό αποκλειστικά πεδίο, καθώς είπαμε, δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με τη σχιζοφρένεια του ανθρώπου: να θέλει την ειρήνη (το καλό) κάνοντας πόλεμο (το κακό):
And a man seeking god,
doing evil.
(CXV)
Διχασμένος ανάμεσα σε φοβερές αντιθέσεις, δίχως οριστική πίστη θεμελιωμένη αδαπάνητα (μοναχά λάμψεις προορατικές) και με αβεβαιότητα για τα μέγιστα του Πλάτωνα, είχε απομείνει ένας άνθρωπος στο μεταίχμιο, στο όριο φτασμένος ή στο μέρος εκείνο, όπου ο Βιργίλιος – όπως το δηλώνει του Δάντη – δεν μπορούσε να ξανοίξει από μοναχός του παραπέρα:
in parte
dov` io per me più oltre non discerno.
(Purg. XXVII, 128 – 129)
Εκεί που κοιταζόμαστε και δεν είχαμε ως τότε πει τίποτα
σημαντικό, έξω από μερικές φιλοφρονήσεις ή ένα δυο προσωπικές
παρατηρήσεις, μου μιλάει ξαφνικά. Φοβισμένα και πονεμένα μαζί.
Αρμολογάει δυσκολοπρόφερτα τη φράση του:
– I try to break out of the cosmos (δε μου πάει να τις μεταφράσω τις λιγοστές αυτές κουβέντες).
Ύστερα λίγο αναταραγμένη σιωπή, όμως σιωπή. Υστερότερα ακόμα νέα φράση με ασκόνταφτη άρθρωση:
– There must be a light… somewhere… Διακοπή. The light in the rose-garden, said Eliot.
(Έχει στο νου του το Burnt Norton, 1935). Του θυμίζω την
«καρδιά του φωτός» («heart of light»), με «τη θύρα που δεν ανοίξαμε
ποτέ» («the door we never opened») και που φέρνει στον παράδεισο ή στον
υπερβατικό ροδόκηπο (« into the rose-garden»), από το πρώτο κουαρτέτο.
Τον ρωτάω: – Βλέπετε το δρόμο; Απάντηση:
– No.
Σιωπή ξανά, τη φορά τούτη μεγαλύτερη, αποθαρρυντικά μεγάλη. Αφήνομε τα χέρια μας.
– It`s a strange thing…, άρχισε τρίτη φορά.
Και σταμάτησε απότομα. – Ποιο είναι παράξενο; τον ρώτησα. Μια
στιγμή δισταγμός, σάμπως να παραπατούσε μέσα στα αποσιωπητικά της
αρχινισμένης φράσης του, και, ύστερα, με έμφαση δραματική στο κυμάτισμα
της φωνής του και με λαμπηδόνα στα μάτια:
– … the power of Evil!
Αυτή «η δύναμη του Κακού» («the power of Evil») που τον τρόμαζε
και που έτσι απελπισμένα την ανανοήθηκε, φανερώνει καθαρά, νομίζω, πως ο
Πάουντ αγνοούσε αυτό που ο Ευριπίδης κιόλας στις Φοίνισσες (στ. 637) αποκαλεί θεία πρόνοια
και παράδερνε πελαγωμένος μέσα στον τυφλό κόσμο της τύχης. Είχα την
ανωφέλευτη πεθυμιά να μπορούσα να του δώσω είδηση πως από τα χρόνια του
Ηρόδοτου η ελληνική γλώσσα – δεύτερη στον κόσμο από τα σανσκριτικά
πνευματική προφήτισσα – ξεχώριζε τα πράματα ανάμεσα στο εκ προνοίας και
στο κατά τύχην. Δεν απάντησα. Μεσολάβησε πάλι μια ακόμα προτελευταία
διακοπή∙ αρκετά μεγάλη, μου φάνηκε, διακοπή. Και δίχως να έχει τίποτα
προηγηθεί σχετικά, με ρώτησε τότε με απορία παιδιού – και με την ανάλογη
αθωότητα στην έκφρασή του – θαρρείς και γνώριζα εγώ το μυστικό της
απάντησης που αυτός δε γνώριζε:
– Can we find the right state we reached for a moment?
Από το ξεκαθαρισμένο ρώτημα πιστοποιούσα, για άλλη μια φορά, ή
μάλλον έβλεπα με τρόπο ζωντανό εκεί μπροστά μου, πως ο απόκοσμος
συνομιλητής μου ταλαντευόταν – όπως ταλαντεύεται ένα κλωνάρι πέρα δώθε
στα δυο κατάνακρα σημεία της διαδρομής του – ανάμεσα σε μια κατάσταση
πραγματική, που ωστόσο του ξέφευγε, και σε μια μη πραγματική, φρούδη.
Κοιτάζοντάς τον πάντα κατάματα – απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού μαζί
του – θυμάμαι πως έκανα μια γυριστή αναποφάσιστη κίνηση με τα χέρια μου,
σα να ήθελα να του αποκριθώ στο ρώτημα, για το αν μπορούμε ή δεν
μπορούμε να ξαναβρούμε την κατάσταση εκείνη που μας απολύτρωσε για μια
στιγμή, και να του πω: – Αυτό από μας εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος – ή
κάτι τέτοιο. Τελευταία διακοπή, μικρότερη. Πιάστηκε με το δεξί χέρι του
από τον ώμο μου με τρυφερότητα, πλησίασε το πρόσωπό του πολύ κοντά και
μου ψιθύρισε βραχνιασμένα και σχηματίζοντας μια μια τις λέξεις, με
διαδοχικές διακοπές, σα να μετρούσε νομίσματα:
– Shrivelling, diminuendo… I am going down, down below…
Άκουσμα και λάλημα λυπητερό. Ένας τέτοιος άνθρωπος,
Θεέ μου! Εκεί μπροστά στα μάτια μου παρακολουθούσα μια ακόμα σκηνή, μια
ακόμα μικρή λεπτομέρεια, από το συνεχιζόμενο αυτό μακροχρόνιο δράμα.
Στερνά από τη φράση φοβήθηκα μήπως κουραζόταν με την κουβέντα που έκανε,
ή με την παρουσία μου, αν και η Olga Rudge δε με είχε προετοιμάσει
νωρίτερα μπαίνοντας για κανένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μήτε που είχα μήτε και
που ήθελα να ρωτήσω άλλα τον άνθρωπο. Δε με φώναξε – μηδέ πήγα – να του
πάρω συνέντευξη. Αντάμωση προσωπική καταγράφω. Και δεν ξέρω αν έχω το
δικαίωμα να μιλήσω και για τα λιγοστά ακόμα τούτα που αναθιβάνω εδώ
τώρα. Το κάνω μόνο και μόνο επειδή πιστεύω πως ο Πάουντ πέτυχε το
σπάνιο: να σταθεί στη ζωή του άνθρωπος που θα μπορούσε να επαναλάβει
σοβαρά, για λογαριασμό του, και όχι σαρκαστικά ή – έστω – αυτοσαρκαστικά
τους στίχους του Καρυωτάκη:
Τα λόγια μου θα `χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.
(«Σταδιοδρομία»)
Αυτός είναι ο λόγος που καταθέτω τη σύντομη μαρτυρία μου.
Όπως ο άνθρωπος μπορεί να βαστάξει μόνο σποραδικά τη θεοτική πληρότητα, καθώς λέει ο Χαίλντερλιν:
Nur zu Zeiten ertr ägt göttliche Fülle der Mensch –
(«Brot und Wein» VII)
όπως το ανθρώπινο γένος μπορεί να αντέξει μόνο ένα μικρό ποσοστό από την πραγματικότητα ολόκληρη, καθώς λέει ο T. S. Eliot:
human kind
Cannot bear very much reality –
(«Burnt Norton», Ι)
έτσι και ο κόσμος μπορεί να σηκώσει ορισμένο ποσοστό ατιμία και άμα το ξεπεράσει θα τιναχτεί στον αέρα. – «Μην τον φορτώνετε άλλο τον κόσμο», έμοιαζε να συλλογίζεται από μέσα του ο Έζρα Πάουντ, καθώς με ατένιζε το πρωινό εκείνο, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, ξανασωπαίνοντας.
Η ώρα ήταν περασμένη. Κανονίσαμε να φύγουν το Σαββατοκύριακο για τους Δελφούς και στο γυρισμό να πάμε μαζί στο Σούνιο. Μοναχά το απόγευμα κατάλαβα πόσα πολλά είχε πει εκείνο το πρωί.
Τη μέρα που τους ξαναείδα, δε θυμάμαι πότε – δεν κράτησα άλλη
ημερομηνία έξω από τις δύο Πέμπτες, την πρώτη Πέμπτη που μου
τηλεφώνησαν, 4 Νοεμβρίου, και τη δεύτερη Πέμπτη, που έφυγαν για την
Ιταλία, 11 Νοεμβρίου 1965, σημειώνοντας μοναχά όσα μου φάνηκαν σημαντικά
– ο Πάουντ είχε μια μεγάλη μελανιά (σκοτωμένο αίμα) στο μάγουλό του από
δυνατό χτύπημα, κάποια στιγμή, φαίνεται, που δε θα τον πρόσεχε η Olga
Rudge. Χρειαζόταν ακοίμητη παρακολούθηση, όπως τα μικρά παιδιά. Στο
δωμάτιο τον βοηθήσαμε να φορέσει τα ρούχα του. Ένας καλοντυμένος και
ανάλαφρος γέροντας. Σε μια στιγμή το πρόσωπό του μαζεύει σύννεφα,
αγριεύτηκε παράξενα, τα μάγουλά του τραβήχτηκαν μέσα. Τι σας απασχολεί;
του κάνω καθησυχαστικά. Εκείνος με ύφος ατρόμητο, αλλά φοβερά
κουρασμένο:
– Il pensier…
Σιωπή οριστική. Ετοιμάσαμε προσεχτικά όλα τα πράματα και ύστερα
τον ρώτησα πώς του φάνηκαν οι Δελφοί, που τους ανακαλούσε προγνωστικά
στα Κάντο πριν ακόμα βρεθεί στην Ελλάδα:
Κασταλία τ` όνομά της εκείν` η πηγή στη βουνίσια σκισμάδα,
κάτω η θάλασσα,
στενό περιγιάλι.
(XC)
Για απάντηση πρόφερε μοναχά μια λέξη όλη κι όλη (και τα μάτια του φωτίστηκαν), τη λέξη:
– Marvellous!
Ξεκινήσαμε περασμένες έντεκα το πρωί και πήραμε τον παραλιακό δρόμο σταματώντας για κολατσιό στο Μαύρο Λιθάρι κάμποση ώρα, παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης, που τη στιγμή εκείνη δεν ήταν καθόλου πολυτάραχη ή πολυθόρυβη, και που ο Πάουντ την είχε άλλοτες ακουσμένη νοερά στα Κάντο της Πίζας να σβήνει, σιγά σιγά, τον τάραχό της και να σωπαίνει μέσα στην τελειωτική γαλήνη που θα ακολουθήσει, μια υποθετική μέρα, όλους τους πολέμους:
in diminutive poluphloisboios
in the stillness outlasting all wars.
(LXXIV)
Κάναμε λίγο ακόμα χάζι εκεί στη λιακάδα∙ ύστερα μαζέψαμε τα
συμπράγκαλα και προχωρήσαμε. Φτάσαμε στο Σούνιο και ανεβήκαμε πεζή στον
κάτασπρο ναό, πότε μονάχος με το μπαστούνι ο Πάουντ, πότε να τον κρατάμε
από το χέρι διαδοχικά, σε σκαλοπάτια ή σε μάρμαρα. Μικρό καλοκαιράκι
του Άι- Δημητριού. Το γαλάζιο να μαντεύεται μόλις, σαν από καλοπλυμένο
σεντόνι απλωμένο στον ουρανό. Χαρμονή της αττικής μέρας που δεν τη
θυμάμαι, όπως είπα, και που δεν ήταν στην πραγματικότητα μέρα καμιά –
ονοματισμένη Τρίτη ή Παρασκευή – αλλά η απόλυτη μέρα, όπως η του αγαθού ιδέα στο Σωκράτη – μέγιστον μάθημα
– ή το άνθος εκείνο το πρότυπο: – «Je dis: une fleur!» που ο Mallarmé
αποκαλούσε «l` absente de tous bouquets» («Divagation première –
Relativement au vers»). Σα βρεθήκαμε απάνω και μας δρόσισε η μυρωμένη
πνοή του πελάγου, ο Πάουντ έβγαλε το καπέλο που φορούσε και, την ώρα που
μια μικρή σπιλιάδα έπαιξε με τα μαλλιά του, στράφηκε κατά μένα και μου
είπε κουνώντας το μπαστούνι του:
– I would give millions and millions for that fresh air!
Τριγυρίσαμε αρκετή ώρα ανάμεσα στις κολόνες και ολόγυρα στο ναό – από όπου και οι φωτογραφίες (με τη μελανιά στο ένα μάγουλο) – και το απογεματάκι πήραμε το δρόμο του γυρισμού από τα Μεσόγεια. Ήθελα να τον περάσω από τα χωριά, με τα τρυγημένα αμπέλια τους αυτή την εποχή, και να του δείξω έτσι την καρδιά της Αττικής, τους τρισεύγενους λόφους της και τη γραμμή του Υμηττού από την καθαρή (ακόμα) μεριά, δίχως το πολεοδομικό ανεμοπύρωμα της τωρινής Αθήνας. Καθώς κοιταζόμαστε πότε πότε – καθόταν μαζί μου στην μπροστινή θέση – και τον έβλεπα να βιγλίζει από το παράθυρο τίποτα μοναχικά κυπαρίσσια ή κανένα ξωκλήσι, θαρρούσα πως μάζευα από μια παράδοση ζωντανή εκεί μπροστά μου και από την απροσκύνητη φλόγα τού ματιού του δύναμη για οποιαδήποτε αναποδιά, όπως είχε μαζέψει εκείνος από τον Wilfrid Scawen Blunt (1840 – 1922), το γεραλέο βλάμη που παντρεύτηκε την εγγόνα του Λόρδου Βύρωνα και που τον τιμάει στα Κάντο της Πίζας με τους ακροτελεύτιους στίχους του κλασικού libretto:
To have gathered from the air a live tradition or from a fine old eye the unconquered flame
This is not vanity.
(LXXXI)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου