"Μέρες κρασιού και λουλουδιών"
Κριτικό σημείωμα από την προβολή της ταινίας από την Κινηματογραφική Λέσχη Εργαζομένων ΕΡΤ3
«Μέρες κρασιού και λουλουδιών» (Days of wine and roses, Ασπρόμαυρη, ΗΠΑ 1962, διάρκεια: 117´) σε σκηνοθεσία Μπλέικ Έντουαρντς και σενάριο Τζ. Π. Μίλερ
Παίζουν: Τζακ Λέμον, Λι Ρέμικ, Τσαρλς Μπίκφορντ.Βραβεία: Όσκαρ τραγουδιού. Υποψηφιότητες για Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, α’ γυναικείου, ντεκόρ και κουστουμιών..
Δυο άγνωστοι,ο Κλές και η Κίρστεν,γνωρίζονται,ερωτεύονται,παντρεύονται και αποχτούν ένα κοριτσάκι.Ωστόσο η φθορά του καθημερινού συζυγικού βίου τους μετατρέπει σε αλκοολικούς.
Ο Μπλεικ ΄Εντουαρντς μας προσφερει μια από τις πιο διεισδυτικές ταινίες του με μπεργκμανική λογική αλλά και στοιχεία οικογενειακού συναισθηματισμού.
΄Ολη η σκηνοθεσία βασίζεται στη λειτουργική τεφρή φωτογραφία,στα ντεκόρ και στους φωτισμούς,στον τρόπο κινηματογράφησης των σωμάτων του ζεύγους.
Το φίλμ κατατάσσεται στα μελοδράματα κοινωνικού τύπου και ανάλυσης και μετεξελίσσεται παράξενα σε ταινία τρεμάμενου φόβου.
_____________________
Η κριτική ανάλυση της Γκέλυ Μεδεμλή:
«Οι Mέρες κρασιού και λουλουδιών»
δεν είναι ο μήνας του μέλιτος ενός ερωτευμένου ζευγαριού, αλλά η
περίοδος χάριτος ενός ισόπλευρου ερωτικού τριγώνου. Ο Τζο Κλέι (Τζακ Λέμον) είναι υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας, στην οποία δουλεύει ως γραμματέας η Κίρστεν Άρνεσεν (Λι
Ρέμικ). Παρά την κεραυνοβόλα αντιπάθειά τους, θα γνωριστούν, θα
ερωτευτούν, θα παντρευτούν και θα τεκνοποιήσουν. Στο πλαίσιο της λογικής
των ζευγαριών που αφομοιώνονται με το χρόνο (σαν αυτό που λένε για τα
σκυλιά και τους ιδιοκτήτες τους), η Κίρστεν θα υιοθετήσει τη συνήθεια
του συζύγου της να ξεκινά από το γεύμα των «δύο μαρτίνι», για να
ολισθήσει στα βράδια που ζέχνουν φτηνό οινόπνευμα.
Αν ο Μπλέικ Έντουαρντς δούλευε για την καμπάνια των
Aνώνυμων Aλκοολικών, θα κινηματογραφούσε τον τρόπο με τον οποίο το
αλκοόλ έχει γίνει η βιταμίνη του δυτικού πολιτισμού, το αντίδοτο στο
βασικό σύμπτωμα της ennui του εικοστού αιώνα, υποκατάστατο των
ανθρώπινων σχέσεων και νομιμοποιημένο ναρκωτικό. Κι όμως, όσες νύξεις
και αν περνάει σε αυτό το πρότυπο δράμα του για τα αδιέξοδα της εργασίας
, ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται για ενός τέτοιου είδους καταγγελτικό
λόγο. Κύριο θέμα είναι ο έρωτας και η απουσία του που πυροδοτεί μια
σειρά εφευρέσεων που επινοούν οι άνθρωποι για να βουλώνουν τις τρύπες.
Καθώς ήταν μία από εκείνες τις περιπτώσεις των σκηνοθετών που αγαπούσε
τους συμβολισμούς, ο Έντουαρντς αφοσιώνεται στο μεταφορικό λόγο, τόσο στο κείμενο όσο και στο οπτικό μέρος.
Κάπως έτσι, κινηματογραφεί παθιασμένα αλλά χωρίς εξάρσεις, οργασμικά,
αλλά χωρίς κορύφωση. Ο βασικός πρωταγωνιστής του, εύπλαστος σαν πηλός (=
clay), βασικός μοχλός της αφήγησης, θα προσπαθήσει να πάρει πάνω του
όλο το βάρος της ύπαρξης. Στην κορύφωση της απελπισίας του, ο Τζο
ταυτολογεί «Δεν είναι ο έρωτας, έρωτας;». Για να καταλήξει στην κορώνα
της Κίρστι, που ομολογεί πως «θέλει να βλέπει τα πράγματα ομορφότερα απ’
ό,τι είναι».
Κάθε πλάνο της ταινίας δένει άρρηκτα τις φιγούρες των ηρώων
με τις προεκτάσεις τους στον περιβάλλοντα χώρο. Ακόμη και τα πιο
κλειστά close-ups περικλείουν μπουκάλια αλκοόλ, λευκούς μανδύες,
κάγκελα, ακατάστατα κρεβάτια, λουλούδια μαραμένα ή χλωρά, αντανακλάσεις
του φωτός στο νερό ή φωτεινές πινακίδες (προσέξτε το φωτεινό συναγερμό
που σημαίνει η πινακίδα από νέον στο τελευταίο πλάνο). Τα φωτογενή
πρόσωπα δεν εμφανίζονται ποτέ απομονωμένα, παρά δεμένα με τις εξαρτήσεις
τους. Και ο έρωτας, ως η μεγαλύτερη υπαρξιακή εξάρτηση και η πιο ισχυρή
τοξίνη δεν μπορεί παρά να στέκεται πέρα και πάνω από κάθε αποτοξίνωση.
Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Χένρι Μίλερ στον «Τροπικό
του Καρκίνου» του, το πρόβλημα δεν είναι πως οι άνθρωποι φυτεύουν
τριαντάφυλλα ακόμη και σε σκατά. Το πρόβλημα είναι πως ακόμη χρειάζονται
τριαντάφυλλα.
Ταινίες που πλησιάζουν το στιλ και την προβληματική του «Μέρες κρασιού και λουλουδιών» είναι: «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» (1995) του Μάικ Φίτζις , «Ξαναγύρισε μικρή μου Σέμπα» (1952) του Ντάνιελ Μάν , «Το χαμένο Σαββατοκύριακο»(1945) του Μπίλι Γουάιλντερ, «Όταν ένας άνδρας αγαπάει μια γυναίκα»(1994) του Λούις Μαντόκι, «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφς» (1966) του Μάικλ Νίκολς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου