Απόλαυσις στη Γειτονιά
Αθηναϊκό διήγημα λεπτής κοινωνικής σάτιρας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα «Το Άστυ»
Χρόνος δημοσίευσης: 15 και 16 Αυγούστου 1900.
Είδος : διήγημα με δραματικό αλλά και σατιρικό χαρακτήρα .
Χώρος : λαϊκή γειτονιά της Αθήνας , στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Θέμα: η αυτοκτονία από έρωτα ενός νεαρού άντρα.
Συγγραφική τεχνική : περιγραφή του γεγονότος
χωρίς σχεδόν την παρέμβαση του αφηγητή-συγγραφέα,
αφού όλη η τραγική ιστορία φωτίζεται μέσα από
τους κουτσομπολίστικους διαλόγους των γυναικών της γειτονιάς.
―Ἐτελείωσε;… ἀλήθεια;
― Τώρα ξεψύχησε.
― Καὶ τὸν ἐμεταλάβανε;
― Θὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες;
―Ἔζησε ὣς δεκαπέντε ὧρες.
Ἀπὸ παράθυρον εἰς αὐλόπορταν, ἀπὸ ἐξώστην εἰς δῶμα, ἀπὸ χαμόγειον εἰς ἀνώγειον, ἐπετοῦσαν τὸ πρωὶ οἱ πτερόεντες αὐτοὶ διάλογοι μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν. Καὶ μεγάλη περιέργεια ἐφέρετο ἐλαφρὰ εἰς τὸν ἀέρα.
―Ἡ ἄμοιρη ἡ μάννα! κλαίει καὶ δέρνεται.
―Ὁ πατέρας, ὁ ἔρμος, λείπει.
― Καὶ δὲν τοῦ ντελεγραφοῦνε νά ᾽ρθῃ;
― Εἶπαν πὼς τοῦ ντελεγραφήσανε.
― Ποῦ βρίσκεται;
― Στὴ Λειβαδιά, μοῦ ᾽παν, ἢ στὸ Λιδωρίκι.
― Στὰ Σάλωνα, ὄχι στὴ Λειβαδιά!
― Στὴ Σαντορίνη, ὄχι στὰ Σάλωνα!
―Ἡ δόλια ἡ μαννούλα τὰ τραβᾷ ὅλα.
― Καὶ δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του;… Δεκαοχτὼ χρονῶν παιδί, ἀκοῦς ἐσύ!
― Καὶ τί μορφόπαιδο! τί σεμνὸ καὶ συλλογισμένο περπατοῦσε!
― Ἀκόμα δὲν ἵδρωνε τὸ μουστάκι του! Κ᾽ ἔκαμε τὴ ζωή του χαλάλι!
― Στὴν κοιλιὰ εἶχε χτυπηθῆ;
― Στὸ στομάχι, παραπάνω, στὸ στῆθος, κοντὰ στὸ βυζί.
― Στὸ ὑπογάστριο, ὄχι στὸ στῆθος!
― Μὲ μαχαίρι;
― Μὲ μαχαίρι!
― Δὲν ἤξευρε νὰ χτυπηθῇ, τὸ ἐλάχιστο, στὸ πόδι! εἶπε μία.
― Στὸ σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
― Ἀπάνω, στὸ Ἀστεροσκοπεῖο.
― Στὸ Θησεῖο, καλέ, ὄχι στὸ Ἀστεροσκοπεῖο!
― Κ᾽ ἔζησε δεκαπέντε ὧρες;
― Μάλιστα· ἀπὸ ἐψὲς τὸ δειλινὸ ὣς τὰ σήμερα τὸ πρωί.
― Καὶ τί εἶχε λιμπιστῆ; Τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα, ὣς τόσο.
― Κεῖνο τὸ κορίτσι τὸ μελαχροινό!
― Εἶδες μαύρη ποὺ ἦταν· μὰ νόστιμη, ἀλήθεια.
― Τί εἶναι; τί εἶναι; ἠρώτησε μία ἄνιφτη, ἀχτένιστη, ἡ ὁποία τώρα ἀκόμη ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑπόγειον δωμάτιον ὅπου ἐκατοικοῦσε.
― Νά, ὁ Μιχαλάκης ποὺ σκοτώθηκε.
― Ποιὸς Μιχαλάκης;
― Κεῖνο τὸ παιδὶ τῆς κυρίας Βασιλειάδους, ποὺ περνοῦσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ.
― Ἄ; ὁ Μιχαλάκης, τῆς κυρίας Βασιλειάδους; καὶ γιατί σκοτώθηκε;
―Ἐσὺ μονάχα δὲν εἶσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ; Δὲν ἄκουσες τίποτα;
―Ὄχι· γιατί σκοτώθηκε;
― Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί; Νά, ἀπὸ ἔρωτα, τὸ καημένο.
― Καὶ ποιὰν ἀγαποῦσε;
― Θὰ τὸν θάψουν, λέει, μὲ παπάδες; Ἔδωκε ὁ Μητροπολίτης τὴν ἄδεια;
― Νά, ὁ παπα-Γρηγόρης τοῦ εἶπε: δὲ σὲ μεταλαβαίνω ἂν δὲν ξαγορευθῇς..
― Κ᾽ ἐκεῖνο τί εἶπε; Μπόρεσε καὶ μίλησε;
― Κ᾽ ἐκεῖνο τοῦ εἶπε: Κανένας δὲ φταίγει, παπά μου· ἐγὼ μονάχος μου τὸ ἔκανα. Ἐφταξούσιος δὲν ἤμουν; Ἐφταξούσιος βέβαια.
― Καὶ τό ᾽χε πάρει κατάκαρδα; Λένε πὼς τὴν ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρή.
― Ἀπὸ δώδεκα χρονῶν τὴν ἀγαποῦσε. Δώδεκα χρονῶν ἐκεῖνος, ἕνδεκα αὐτή.
― Καὶ τὸ φώναζε, τὸ εἶχε μεγάλο μεράκι. Ἢ θὰ τὴν πάρω, μητέρα μου, ἢ θὰ σκοτωθῶ.
― Τὸ εἶπε καὶ τό ᾽κανε.
― Τί αἴστημα!
― Μὰ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγαποῦσε; ἔλαβε καιρὸν νὰ ἐρωτήσῃ ἡ ἄνιφτη, ἡ τελευταία ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὸ ἰσόγειον, πρὸς τὴν αὐλόπορταν, ὅπου ἵσταντο δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, ἐνῷ ἄλλαι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀνταπεκρίνοντο πρὸς ταύτας ὑψηλὰ ἀπὸ μπαλκόνια ἢ παράθυρα, ὡς χελιδόνες εἰς τὰς φωλεάς των, ὑπὸ τὰ γεῖσα τῶν στεγῶν.
― Τί μορφόπαιδο! κρῖμα!
― Τώρα, ἔχει φύγει ἀπ᾽ τὴ γειτονιὰ ἡ μικρὴ ἐκείνη;
― Νανία τὴν ἔλεγαν, θαρρῶ, ἢ πῶς τὴν ἔλεγαν; Ἀνιψιὰ τῆς κυρία-Παναγιώτους, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ψυχοπαίδα, ἐπειδὴς εἶναι ἄκληρη.
― Ἄ! τῆς κυρία-Παναγιώτους;
― Μαύρη, χλωμή, μὲ μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά· μάτια ποὺ ἔσφαζαν.
― Νά ποὺ ἔσφαξαν ἕνανε.
―Ἔχει φύγει ἀπὸ ᾽δῶ ἀπ᾽ τὸ μαχαλὰ μὲ τὴ μητέρα της· εἶναι πέντ᾽ ἕξι μῆνες.
― Μὲ ποιὰ μητέρα της; μὲ τὴ θειά της, τὴν ψυχομάννα της.
― Καὶ ποῦ κοντὰ κάθισαν τώρα;
― Ποιὸς ξέρει; Στὴ Νεάπολη, ψηλὰ ἐπάνω.
― Στὸ Κολωνάκι, ὄχι στὴ Νεάπολη!
― Κ᾽ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγάπαε; ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀκτένιστη.
―Ἐκείνη ἐκοίταζε πολλούς· εἶχε ἀργολάβους*. Ἔκανε ἀργολαβίες* μὲ τὸ μεροκάματο.
― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ δεκάξι χρονῶν κορίτσι.
―Ὣς δεκαεφτὰ θὰ εἶναι.
― Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο…
― Θὰ πάῃ τάχα νὰ κλάψῃ στὴν κάσα του; Θὰ πάῃ στὸν τάφο του νὰ κλάψῃ;
― Καὶ πότε θὰ τὸν θάψουν;
― Θὰ τὸν ξενυχτίσουν τάχα; ἢ σήμερα τὸ δειλινὸ θὰ τὸν πᾶν;
― Μὰ ἐτελείωσε γιὰ καλά; Εἶπαν πὼς ψυχομαχοῦσε.
― Ξεψύχησε, καλέ, τὸν ἀλλάζουν· θέλετε νὰ τὸν ζωντανέψετε πίσω;
― Ἄχ! ἡ μάννα ἡ ἄμοιρη!
Ἡ οἰκογένεια κατῴκει εἰς τὸ ἰσόγειον.
Ὁ θάλαμος, ὅπου εἶχαν ἐξαπλωμένον τὸν νεκρόν, εἶχε δύο παράθυρα ἡμιανοικτὰ πρὸς τὸν δρόμον.
Ἔξω, ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, γύρω εἰς τὸ παράθυρον, ἐσχηματίζετο πυκνὸν ἡμικύκλιον ἀπὸ γυναῖκας, παιδία τοῦ δρόμου, γείτονας καὶ διαβάτας. Ὁ νεκρὸς ἡπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης εἰς τὸ μέσον, δύο λαμπάδες ἔκαιον, ἡ μήτηρ ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ σπαρακτικῶς. Ὀκτὼ ἢ δέκα πρόσωπα, οἰκεῖοι ἢ συγγενεῖς, ἵσταντο ὄρθιοι περὶ τὴν κλίνην. Τέσσαρες ἢ πέντε γυναῖκες ἐκάθηντο ὁλόγυρα.
Πᾶς διαβάτης ἵστατο ἔξω διὰ νὰ ἴδῃ. Αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, μὴ χορταίνουσαι νὰ βλέπουν, ἐσπόγγιζον διαρκῶς τὰ τόσον εὔκολα δάκρυα. Ἠκούοντο ψιθυρισμοί:
―Ὤχ! κρῖμα στὸ νέο!
― Δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!
― Πῶς ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του!
― Σὰν νὰ κοιμᾶται εἶναι!
― Νά, τώρα θὰ μᾶς μιλήσῃ!
― Νὰ μίλαε τῆς μητέρας του, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!
― Δὲν τὸν ἔπαιρνε ξώψυχα!
― Δὲν ἤξερε νὰ μὴ χτυπήσῃ δυνατά!
― Δὲν τὸ ἔκανε καλύτερα μὲ ρεβόλβερο, μποροῦσε νὰ μὴν τὸν ἔπαιρνε καλὰ ἡ σφαῖρα.
― Δὲν ἔπαιρνε τίποτις ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο νὰ πιῇ, νὰ τοῦ δώσουνε ἀντιφάρμακο! εἶπε μία.
― Δὲν κατάπινε τίποτε σπίρτα, νὰ τοῦ δίνανε γιατρικὸ νὰ τὰ ξέρναε! εἶπεν ἄλλη.
―Ὤχ! κρῖμας!
― Ἄχ! ἡ δόλια ἡ μαννούλα!
― Νά, τὸν φέρνουνε!
― Εἶναι κόσμος κάμποσος!
― Νά τὸ καπάκι· νά τὰ φανάρια· νά κι ὁ Σταυρός!
― Νά κ᾽ οἱ παπάδες!
― Ποῦ εἶναι ἡ κάσα;
―Ὤ, λουλούδια καὶ κακό· νά τος, νά τος!
― Ποῦ ᾽ναί τος, μαμά; ποῦ ᾽ναί τος;
Καὶ ἡ μικρὰ κορασὶς ἀνερριχᾶτο προσκολλωμένη εἰς τὸν θριγκόν, κύπτουσα ἀπλήστως, μὲ κίνδυνον νὰ πέσῃ.
― Δὲ φαίνεται καλά· εἶναι κόσμος μπροστά… ὤχ! δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν παράμερα!
― Σταθῆτε, καλέ, στὴν ἄκρη!…
― Νά, τὸν πᾶνε μὲς στὴν ἐκκλησιά!…
― Καλὰ-καλὰ δὲν τὸν εἴδαμε.
―Ἐγὼ δὲν εἶδα, μαμά!…
― Θὰ τὸν ἰδοῦμε τώρα ποὺ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω! θὰ πάρουν τὸν κάτω δρόμο.
― Στὸ κάτω νεκροταφεῖο δὲ θὰ τὸν πᾶν;
― Μπορεῖ νὰ τὸν πᾶν καὶ στὸ ἀπάνω· μὰ ἀλλάζουν πάντα τὸ δρόμο…
― Κόσμος ποὺ μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά!
― Νά ὁ ἀδερφός του, μὲ δύο φίλους ποὺ τὸν κρατοῦν μπράτσο.
― Ποῦ ᾽ναι, μαμά, ποῦ ᾽ναι;
― Νά, τώρα πάει μέσα…
― Πᾶνε μέσα ὅλοι· καὶ δὲν εἴδαμε τὴ μάννα του.
― Ποῦ νὰ ἰδῇς, τόσος κόσμος!
― Ἄχ! ἡ δόλια του ἡ μαννούλα!… πῶς δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!…
―Ὁ πατέρας λείπει, λένε, δὲν εἶν᾽ ἐδῶ.
―Ἡ ἔρμ᾽ ἡ μάννα τὰ τραβᾷ ὅλα!
Ἠκούσθη κλάψιμον παιδίου ἀνερχόμενον ἀπὸ τὸν θάλαμον διὰ τῆς θύρας πρὸς τὴν ταράτσαν.
―Ὁ γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
― Τί νὰ τὸ κάμω; ζαλίζεται νὰ τὸ σκύβω στὴν ταράτσα· δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε· ἂς κλάψῃ!
Ἐφάνη κίνησίς τις ἀνθρώπων περὶ τὰς δύο θύρας τοῦ ναοῦ, τὴν δυτικὴν καὶ τὴν πλαγίαν· ἄνθρωποι εἰσήρχοντο δρομαίως ἢ ἐξήρχοντο.
― Τί εἶναι, καλέ; τ᾽ εἶναι;
― Κάτι τρέχει· τί νὰ εἶναι;
― Μὴν ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ σκοτωμένου καὶ τρέχουν ἔτσι;
― Μὰ τοῦ ντελεγραφήσανε τάχα; Καὶ πρόφταινε νά ᾽ρθῃ;
― Μὴν ἐλιγοθύμησε ἡ μάννα του;
― Γιατί τρέχει ἔτσι ὁ κόσμος;
― Μὴν ἔπεσε κανένα παιδὶ ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη; σὰ φωνὲς ἀκούω, κλάηματα.
― Ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;
―Ἡ κουμπάρα ἡ Θοδώρα, ποὺ πῆγε τώρα στὴν ἐκκλησιά· δὲ βαστοῦσε· ἤθελε νὰ ἰδῇ· ἔγκυος μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.
― Μὴν τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ ἀπ᾽ τὰ χέρια, καθὼς θὰ ἔσκυβε ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;
― Τί λές, καλέ; Πῶς σοῦ φάνηκε αὐτό;
― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγὼ τί νὰ πῶ. Ἄλλες καμπόσες πηγαίνουν καὶ καβαλικεύουν στὰ στασίδια, ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπ᾽ τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ἰδοῦνε… Μὰ ἡ κουμπάρα θ᾽ ἀνέβηκε στὸ γυναικίτη.
― Ἀκόμα τρέχουν!… Ἡ μάννα τοῦ νεκροῦ θὰ λιγοθύμησε… Αὐτὸ θὰ εἶναι!
― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ!… μὴν ἦρθε ᾽κείνη ἡ ἀραπίτσα ἡ Νανία, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ σκοτωμένος;… Εἶπαν πὼς γι᾽ αὐτὴν σκοτώθηκε.
― Καὶ μὴν ἔπεσε ἀπάνω στὸ νεκρό, ἀβάσταχτα, τραβώντας τὰ μαλλιά της!…
― Ποιὸς ξέρει!… Νά ᾽ξερα, θὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησιά!…
― Ἀπὸ ποῦ νὰ μάθῃ κανείς!
― Νά, ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης!… Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη!
Ἡ μικρὰ κορασὶς εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους ἔξω τοῦ ναοῦ ἕνα συγγενῆ τῆς μητρός της ἱστάμενον καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀκράτητα:
― Μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἵστατο ὁ καλούμενος φυσικὰ ὑπῆρχον πλειότεροι θόρυβοι καὶ ἡ φωνὴ τῆς παιδίσκης δὲν θὰ ἔφθανε ν᾽ ἀκουσθῇ.
― Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ἔ, Λιμπέρη! δὲν ἀκοῦς;… Θεῖε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τὸν ἔκραζε διὰ νὰ ἔλθῃ, νὰ τὰς εἰπῇ τί εἶχε συμβῆ ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ πόθεν ἡ κίνησις ἐκείνη, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφάνη ὅτι παρετήρησαν. Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε καὶ βέβαιον ὅτι ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τὰς εἴπῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς μικρᾶς ἀνεψιᾶς του.
― Μὰ γιατί δὲν ἀκούει, καλέ; κουφὸς εἶναι;
― Νά, τώρα τὸν ἀνησπάζονται, εἶπεν ἡ γραῖα· ἡσυχάσατε· τώρα θὰ βγοῦν· ἄρχισαν κι ἀνησπάζονται.
― Πῶς τὸ ξέρεις;
― Βγαίνουν ἕνας-ἕνας ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιά· ἀνησπάζονται καὶ βγαίνουν… Τώρα θὰ τὸν βγάλουν.
― Θὰ τὸν βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
― Τώρα, σὲ λιγάκι.
Ἠκούσθησαν καὶ πάλιν οἱ κλαυθμοὶ τοῦ παιδίου, ὑποκάτωθεν ἀκριβῶς τῆς ταράτσας.
― Σταματούλα, δὲν ἀκοῦς; τὸ παιδὶ ἔσκασε νὰ κλαίῃ!
― Ἂς κλάψῃ· ζαλίζεται νὰ τὸν σκύβω στὴν ταράτσα, καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε.
― Νά, τώρα θὰ βγοῦν ἔξω.
― Μὰ γιατί ἄργησαν ;
― Ἀργοῦν πολύ.
― Ἄχ! πότε θὰ βγοῦν;
― Θὰ τὸν ἰδοῦμε, μαμά; θὰ τὸν ἰδῶ κ᾽ ἐγώ;
― Τώρα θὰ βγοῦν.
― Μὰ πῶς ἀργοῦν ἀκόμα;
― Νά τώρα πῆραν στὰ χέρια τὸ Σταυρό, τὰ φανάρια.
― Νά, βγαίνουν.
― Νά οἱ παπάδες!
― Νά, τώρα θὰ βγῇ τὸ λείψανο!
― Ποῦ ᾽ναί το, μαμά; ποῦ ᾽ναί το;
― Νά!
―Ὤχ! μαῦρος, μαῦρος, ποὺ ἔγινε! ἀπ᾽ τὴ μαχαιριὰ τάχα; χύθηκε τὸ αἷμα· πῶς μαύρισε!
―Ἐγὼ δὲ βλέπω, μαμά!… μαμά!
― Νά, ἐκεῖ· βαστάξου καλά, μὴ σκύβῃς.
― Ἄχ! καημένα νιᾶτα! κρῖμας! κρῖμας!
―Ἡ ἄχαρη ἡ μαννούλα του!
― Νά την! κείνη ἡ ντελικάτη, ἡ μαυροφόρα· μπαίνει μὲς στὸ ἁμάξι, μαζὶ μὲ ἄλλες δύο…
― Ποῦ εἶναί την, μαμά;..
― Τώρα μπῆκε μὲς στὴν καρότσα· πᾶνε!
― Ἄχ! μαύρη μαννούλα!
― Κρῖμα στὰ νιᾶτά του!
― Θεὸς σχωρέσ᾽ τονε!
― Θεὸς σχωρέσ᾽ τον!
Ἀπῆλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς ἄλλον κόσμον ὀλιγωτέραν περιέργειαν.
(1900)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911)
Αυτοβιογραφικόν σημείωμα :
«Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851.
Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α’ καὶ Β’ τάξιν.
Τὴν Γ’ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ’ τοῦ Βαρβακείου.
Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα.
Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη «ἡ Μετανάστις» ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτήρα».
Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι».
Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.»
― Τώρα ξεψύχησε.
― Καὶ τὸν ἐμεταλάβανε;
― Θὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες;
―Ἔζησε ὣς δεκαπέντε ὧρες.
Ἀπὸ παράθυρον εἰς αὐλόπορταν, ἀπὸ ἐξώστην εἰς δῶμα, ἀπὸ χαμόγειον εἰς ἀνώγειον, ἐπετοῦσαν τὸ πρωὶ οἱ πτερόεντες αὐτοὶ διάλογοι μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν. Καὶ μεγάλη περιέργεια ἐφέρετο ἐλαφρὰ εἰς τὸν ἀέρα.
―Ἡ ἄμοιρη ἡ μάννα! κλαίει καὶ δέρνεται.
―Ὁ πατέρας, ὁ ἔρμος, λείπει.
― Καὶ δὲν τοῦ ντελεγραφοῦνε νά ᾽ρθῃ;
― Εἶπαν πὼς τοῦ ντελεγραφήσανε.
― Ποῦ βρίσκεται;
― Στὴ Λειβαδιά, μοῦ ᾽παν, ἢ στὸ Λιδωρίκι.
― Στὰ Σάλωνα, ὄχι στὴ Λειβαδιά!
― Στὴ Σαντορίνη, ὄχι στὰ Σάλωνα!
―Ἡ δόλια ἡ μαννούλα τὰ τραβᾷ ὅλα.
― Καὶ δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του;… Δεκαοχτὼ χρονῶν παιδί, ἀκοῦς ἐσύ!
― Καὶ τί μορφόπαιδο! τί σεμνὸ καὶ συλλογισμένο περπατοῦσε!
― Ἀκόμα δὲν ἵδρωνε τὸ μουστάκι του! Κ᾽ ἔκαμε τὴ ζωή του χαλάλι!
― Στὴν κοιλιὰ εἶχε χτυπηθῆ;
― Στὸ στομάχι, παραπάνω, στὸ στῆθος, κοντὰ στὸ βυζί.
― Στὸ ὑπογάστριο, ὄχι στὸ στῆθος!
― Μὲ μαχαίρι;
― Μὲ μαχαίρι!
― Δὲν ἤξευρε νὰ χτυπηθῇ, τὸ ἐλάχιστο, στὸ πόδι! εἶπε μία.
― Στὸ σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
― Ἀπάνω, στὸ Ἀστεροσκοπεῖο.
― Στὸ Θησεῖο, καλέ, ὄχι στὸ Ἀστεροσκοπεῖο!
― Κ᾽ ἔζησε δεκαπέντε ὧρες;
― Μάλιστα· ἀπὸ ἐψὲς τὸ δειλινὸ ὣς τὰ σήμερα τὸ πρωί.
― Καὶ τί εἶχε λιμπιστῆ; Τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα, ὣς τόσο.
― Κεῖνο τὸ κορίτσι τὸ μελαχροινό!
― Εἶδες μαύρη ποὺ ἦταν· μὰ νόστιμη, ἀλήθεια.
― Τί εἶναι; τί εἶναι; ἠρώτησε μία ἄνιφτη, ἀχτένιστη, ἡ ὁποία τώρα ἀκόμη ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑπόγειον δωμάτιον ὅπου ἐκατοικοῦσε.
― Νά, ὁ Μιχαλάκης ποὺ σκοτώθηκε.
― Ποιὸς Μιχαλάκης;
― Κεῖνο τὸ παιδὶ τῆς κυρίας Βασιλειάδους, ποὺ περνοῦσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ.
― Ἄ; ὁ Μιχαλάκης, τῆς κυρίας Βασιλειάδους; καὶ γιατί σκοτώθηκε;
―Ἐσὺ μονάχα δὲν εἶσ᾽ ἀπὸ ᾽δῶ; Δὲν ἄκουσες τίποτα;
―Ὄχι· γιατί σκοτώθηκε;
― Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί; Νά, ἀπὸ ἔρωτα, τὸ καημένο.
― Καὶ ποιὰν ἀγαποῦσε;
― Θὰ τὸν θάψουν, λέει, μὲ παπάδες; Ἔδωκε ὁ Μητροπολίτης τὴν ἄδεια;
― Νά, ὁ παπα-Γρηγόρης τοῦ εἶπε: δὲ σὲ μεταλαβαίνω ἂν δὲν ξαγορευθῇς..
― Κ᾽ ἐκεῖνο τί εἶπε; Μπόρεσε καὶ μίλησε;
― Κ᾽ ἐκεῖνο τοῦ εἶπε: Κανένας δὲ φταίγει, παπά μου· ἐγὼ μονάχος μου τὸ ἔκανα. Ἐφταξούσιος δὲν ἤμουν; Ἐφταξούσιος βέβαια.
― Καὶ τό ᾽χε πάρει κατάκαρδα; Λένε πὼς τὴν ἀγαποῦσε ἀπὸ μικρή.
― Ἀπὸ δώδεκα χρονῶν τὴν ἀγαποῦσε. Δώδεκα χρονῶν ἐκεῖνος, ἕνδεκα αὐτή.
― Καὶ τὸ φώναζε, τὸ εἶχε μεγάλο μεράκι. Ἢ θὰ τὴν πάρω, μητέρα μου, ἢ θὰ σκοτωθῶ.
― Τὸ εἶπε καὶ τό ᾽κανε.
― Τί αἴστημα!
― Μὰ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγαποῦσε; ἔλαβε καιρὸν νὰ ἐρωτήσῃ ἡ ἄνιφτη, ἡ τελευταία ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὸ ἰσόγειον, πρὸς τὴν αὐλόπορταν, ὅπου ἵσταντο δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, ἐνῷ ἄλλαι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀνταπεκρίνοντο πρὸς ταύτας ὑψηλὰ ἀπὸ μπαλκόνια ἢ παράθυρα, ὡς χελιδόνες εἰς τὰς φωλεάς των, ὑπὸ τὰ γεῖσα τῶν στεγῶν.
― Τί μορφόπαιδο! κρῖμα!
― Τώρα, ἔχει φύγει ἀπ᾽ τὴ γειτονιὰ ἡ μικρὴ ἐκείνη;
― Νανία τὴν ἔλεγαν, θαρρῶ, ἢ πῶς τὴν ἔλεγαν; Ἀνιψιὰ τῆς κυρία-Παναγιώτους, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ψυχοπαίδα, ἐπειδὴς εἶναι ἄκληρη.
― Ἄ! τῆς κυρία-Παναγιώτους;
― Μαύρη, χλωμή, μὲ μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά· μάτια ποὺ ἔσφαζαν.
― Νά ποὺ ἔσφαξαν ἕνανε.
―Ἔχει φύγει ἀπὸ ᾽δῶ ἀπ᾽ τὸ μαχαλὰ μὲ τὴ μητέρα της· εἶναι πέντ᾽ ἕξι μῆνες.
― Μὲ ποιὰ μητέρα της; μὲ τὴ θειά της, τὴν ψυχομάννα της.
― Καὶ ποῦ κοντὰ κάθισαν τώρα;
― Ποιὸς ξέρει; Στὴ Νεάπολη, ψηλὰ ἐπάνω.
― Στὸ Κολωνάκι, ὄχι στὴ Νεάπολη!
― Κ᾽ ἐκείνη δὲν τὸν ἀγάπαε; ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀκτένιστη.
―Ἐκείνη ἐκοίταζε πολλούς· εἶχε ἀργολάβους*. Ἔκανε ἀργολαβίες* μὲ τὸ μεροκάματο.
― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ δεκάξι χρονῶν κορίτσι.
―Ὣς δεκαεφτὰ θὰ εἶναι.
― Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο…
― Θὰ πάῃ τάχα νὰ κλάψῃ στὴν κάσα του; Θὰ πάῃ στὸν τάφο του νὰ κλάψῃ;
― Καὶ πότε θὰ τὸν θάψουν;
― Θὰ τὸν ξενυχτίσουν τάχα; ἢ σήμερα τὸ δειλινὸ θὰ τὸν πᾶν;
― Μὰ ἐτελείωσε γιὰ καλά; Εἶπαν πὼς ψυχομαχοῦσε.
― Ξεψύχησε, καλέ, τὸν ἀλλάζουν· θέλετε νὰ τὸν ζωντανέψετε πίσω;
― Ἄχ! ἡ μάννα ἡ ἄμοιρη!
*
* *
Ἀριστερά, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, εἰς στενὸν δρομίσκον,
ὑπῆρχε μικρὰ κομψὴ οἰκία, ἀνήκουσα εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ νέου τοῦ
αὐτοκτονήσαντος.* *
Ἡ οἰκογένεια κατῴκει εἰς τὸ ἰσόγειον.
Ὁ θάλαμος, ὅπου εἶχαν ἐξαπλωμένον τὸν νεκρόν, εἶχε δύο παράθυρα ἡμιανοικτὰ πρὸς τὸν δρόμον.
Ἔξω, ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου, γύρω εἰς τὸ παράθυρον, ἐσχηματίζετο πυκνὸν ἡμικύκλιον ἀπὸ γυναῖκας, παιδία τοῦ δρόμου, γείτονας καὶ διαβάτας. Ὁ νεκρὸς ἡπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης εἰς τὸ μέσον, δύο λαμπάδες ἔκαιον, ἡ μήτηρ ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ σπαρακτικῶς. Ὀκτὼ ἢ δέκα πρόσωπα, οἰκεῖοι ἢ συγγενεῖς, ἵσταντο ὄρθιοι περὶ τὴν κλίνην. Τέσσαρες ἢ πέντε γυναῖκες ἐκάθηντο ὁλόγυρα.
Πᾶς διαβάτης ἵστατο ἔξω διὰ νὰ ἴδῃ. Αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, μὴ χορταίνουσαι νὰ βλέπουν, ἐσπόγγιζον διαρκῶς τὰ τόσον εὔκολα δάκρυα. Ἠκούοντο ψιθυρισμοί:
―Ὤχ! κρῖμα στὸ νέο!
― Δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!
― Πῶς ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του!
― Σὰν νὰ κοιμᾶται εἶναι!
― Νά, τώρα θὰ μᾶς μιλήσῃ!
― Νὰ μίλαε τῆς μητέρας του, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!
― Δὲν τὸν ἔπαιρνε ξώψυχα!
― Δὲν ἤξερε νὰ μὴ χτυπήσῃ δυνατά!
― Δὲν τὸ ἔκανε καλύτερα μὲ ρεβόλβερο, μποροῦσε νὰ μὴν τὸν ἔπαιρνε καλὰ ἡ σφαῖρα.
― Δὲν ἔπαιρνε τίποτις ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο νὰ πιῇ, νὰ τοῦ δώσουνε ἀντιφάρμακο! εἶπε μία.
― Δὲν κατάπινε τίποτε σπίρτα, νὰ τοῦ δίνανε γιατρικὸ νὰ τὰ ξέρναε! εἶπεν ἄλλη.
―Ὤχ! κρῖμας!
― Ἄχ! ἡ δόλια ἡ μαννούλα!
*
* *
Ἐπάνω εἰς μίαν ταράτσαν ἵσταντο τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας τρεῖς νεαραὶ
γυναῖκες, τέσσαρα ἢ πέντε κοράσια, ἡλικίας μεταξὺ πέντε καὶ δέκα ἐτῶν
καὶ μία γεροντοτέρα. Ἡ ταράτσα ἔβλεπεν εἴς τινα γειτονικὴν αὐλήν,
ἀντίκρυζε δὲ πλαγιώτερον ὀλίγον πρὸς τὴν δυτικὴν θύραν, τὴν νοτιοδυτικὴν
γωνίαν καὶ τὸ μικρὸν κωδωνοστάσιον τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς συνοικίας.* *
― Νά, τὸν φέρνουνε!
― Εἶναι κόσμος κάμποσος!
― Νά τὸ καπάκι· νά τὰ φανάρια· νά κι ὁ Σταυρός!
― Νά κ᾽ οἱ παπάδες!
― Ποῦ εἶναι ἡ κάσα;
―Ὤ, λουλούδια καὶ κακό· νά τος, νά τος!
― Ποῦ ᾽ναί τος, μαμά; ποῦ ᾽ναί τος;
Καὶ ἡ μικρὰ κορασὶς ἀνερριχᾶτο προσκολλωμένη εἰς τὸν θριγκόν, κύπτουσα ἀπλήστως, μὲ κίνδυνον νὰ πέσῃ.
― Δὲ φαίνεται καλά· εἶναι κόσμος μπροστά… ὤχ! δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν παράμερα!
― Σταθῆτε, καλέ, στὴν ἄκρη!…
― Νά, τὸν πᾶνε μὲς στὴν ἐκκλησιά!…
― Καλὰ-καλὰ δὲν τὸν εἴδαμε.
―Ἐγὼ δὲν εἶδα, μαμά!…
― Θὰ τὸν ἰδοῦμε τώρα ποὺ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω! θὰ πάρουν τὸν κάτω δρόμο.
― Στὸ κάτω νεκροταφεῖο δὲ θὰ τὸν πᾶν;
― Μπορεῖ νὰ τὸν πᾶν καὶ στὸ ἀπάνω· μὰ ἀλλάζουν πάντα τὸ δρόμο…
― Κόσμος ποὺ μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά!
― Νά ὁ ἀδερφός του, μὲ δύο φίλους ποὺ τὸν κρατοῦν μπράτσο.
― Ποῦ ᾽ναι, μαμά, ποῦ ᾽ναι;
― Νά, τώρα πάει μέσα…
― Πᾶνε μέσα ὅλοι· καὶ δὲν εἴδαμε τὴ μάννα του.
― Ποῦ νὰ ἰδῇς, τόσος κόσμος!
― Ἄχ! ἡ δόλια του ἡ μαννούλα!… πῶς δὲ λυπήθηκε τὰ νιᾶτά του!…
―Ὁ πατέρας λείπει, λένε, δὲν εἶν᾽ ἐδῶ.
―Ἡ ἔρμ᾽ ἡ μάννα τὰ τραβᾷ ὅλα!
Ἠκούσθη κλάψιμον παιδίου ἀνερχόμενον ἀπὸ τὸν θάλαμον διὰ τῆς θύρας πρὸς τὴν ταράτσαν.
―Ὁ γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
― Τί νὰ τὸ κάμω; ζαλίζεται νὰ τὸ σκύβω στὴν ταράτσα· δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε· ἂς κλάψῃ!
Ἐφάνη κίνησίς τις ἀνθρώπων περὶ τὰς δύο θύρας τοῦ ναοῦ, τὴν δυτικὴν καὶ τὴν πλαγίαν· ἄνθρωποι εἰσήρχοντο δρομαίως ἢ ἐξήρχοντο.
― Τί εἶναι, καλέ; τ᾽ εἶναι;
― Κάτι τρέχει· τί νὰ εἶναι;
― Μὴν ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ σκοτωμένου καὶ τρέχουν ἔτσι;
― Μὰ τοῦ ντελεγραφήσανε τάχα; Καὶ πρόφταινε νά ᾽ρθῃ;
― Μὴν ἐλιγοθύμησε ἡ μάννα του;
― Γιατί τρέχει ἔτσι ὁ κόσμος;
― Μὴν ἔπεσε κανένα παιδὶ ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη; σὰ φωνὲς ἀκούω, κλάηματα.
― Ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;
―Ἡ κουμπάρα ἡ Θοδώρα, ποὺ πῆγε τώρα στὴν ἐκκλησιά· δὲ βαστοῦσε· ἤθελε νὰ ἰδῇ· ἔγκυος μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.
― Μὴν τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ ἀπ᾽ τὰ χέρια, καθὼς θὰ ἔσκυβε ἀπ᾽ τὸ γυναικίτη;
― Τί λές, καλέ; Πῶς σοῦ φάνηκε αὐτό;
― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγὼ τί νὰ πῶ. Ἄλλες καμπόσες πηγαίνουν καὶ καβαλικεύουν στὰ στασίδια, ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπ᾽ τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ἰδοῦνε… Μὰ ἡ κουμπάρα θ᾽ ἀνέβηκε στὸ γυναικίτη.
― Ἀκόμα τρέχουν!… Ἡ μάννα τοῦ νεκροῦ θὰ λιγοθύμησε… Αὐτὸ θὰ εἶναι!
― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ!… μὴν ἦρθε ᾽κείνη ἡ ἀραπίτσα ἡ Νανία, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ σκοτωμένος;… Εἶπαν πὼς γι᾽ αὐτὴν σκοτώθηκε.
― Καὶ μὴν ἔπεσε ἀπάνω στὸ νεκρό, ἀβάσταχτα, τραβώντας τὰ μαλλιά της!…
― Ποιὸς ξέρει!… Νά ᾽ξερα, θὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησιά!…
― Ἀπὸ ποῦ νὰ μάθῃ κανείς!
― Νά, ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης!… Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη!
Ἡ μικρὰ κορασὶς εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους ἔξω τοῦ ναοῦ ἕνα συγγενῆ τῆς μητρός της ἱστάμενον καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀκράτητα:
― Μπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἵστατο ὁ καλούμενος φυσικὰ ὑπῆρχον πλειότεροι θόρυβοι καὶ ἡ φωνὴ τῆς παιδίσκης δὲν θὰ ἔφθανε ν᾽ ἀκουσθῇ.
― Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ἔ, Λιμπέρη! δὲν ἀκοῦς;… Θεῖε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ἔ, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τὸν ἔκραζε διὰ νὰ ἔλθῃ, νὰ τὰς εἰπῇ τί εἶχε συμβῆ ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ πόθεν ἡ κίνησις ἐκείνη, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐφάνη ὅτι παρετήρησαν. Ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε καὶ βέβαιον ὅτι ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τὰς εἴπῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς μικρᾶς ἀνεψιᾶς του.
― Μὰ γιατί δὲν ἀκούει, καλέ; κουφὸς εἶναι;
― Νά, τώρα τὸν ἀνησπάζονται, εἶπεν ἡ γραῖα· ἡσυχάσατε· τώρα θὰ βγοῦν· ἄρχισαν κι ἀνησπάζονται.
― Πῶς τὸ ξέρεις;
― Βγαίνουν ἕνας-ἕνας ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιά· ἀνησπάζονται καὶ βγαίνουν… Τώρα θὰ τὸν βγάλουν.
― Θὰ τὸν βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
― Τώρα, σὲ λιγάκι.
Ἠκούσθησαν καὶ πάλιν οἱ κλαυθμοὶ τοῦ παιδίου, ὑποκάτωθεν ἀκριβῶς τῆς ταράτσας.
― Σταματούλα, δὲν ἀκοῦς; τὸ παιδὶ ἔσκασε νὰ κλαίῃ!
― Ἂς κλάψῃ· ζαλίζεται νὰ τὸν σκύβω στὴν ταράτσα, καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τίποτε.
― Νά, τώρα θὰ βγοῦν ἔξω.
― Μὰ γιατί ἄργησαν ;
― Ἀργοῦν πολύ.
― Ἄχ! πότε θὰ βγοῦν;
― Θὰ τὸν ἰδοῦμε, μαμά; θὰ τὸν ἰδῶ κ᾽ ἐγώ;
― Τώρα θὰ βγοῦν.
― Μὰ πῶς ἀργοῦν ἀκόμα;
― Νά τώρα πῆραν στὰ χέρια τὸ Σταυρό, τὰ φανάρια.
― Νά, βγαίνουν.
― Νά οἱ παπάδες!
― Νά, τώρα θὰ βγῇ τὸ λείψανο!
― Ποῦ ᾽ναί το, μαμά; ποῦ ᾽ναί το;
― Νά!
―Ὤχ! μαῦρος, μαῦρος, ποὺ ἔγινε! ἀπ᾽ τὴ μαχαιριὰ τάχα; χύθηκε τὸ αἷμα· πῶς μαύρισε!
―Ἐγὼ δὲ βλέπω, μαμά!… μαμά!
― Νά, ἐκεῖ· βαστάξου καλά, μὴ σκύβῃς.
― Ἄχ! καημένα νιᾶτα! κρῖμας! κρῖμας!
―Ἡ ἄχαρη ἡ μαννούλα του!
― Νά την! κείνη ἡ ντελικάτη, ἡ μαυροφόρα· μπαίνει μὲς στὸ ἁμάξι, μαζὶ μὲ ἄλλες δύο…
― Ποῦ εἶναί την, μαμά;..
― Τώρα μπῆκε μὲς στὴν καρότσα· πᾶνε!
― Ἄχ! μαύρη μαννούλα!
― Κρῖμα στὰ νιᾶτά του!
― Θεὸς σχωρέσ᾽ τονε!
― Θεὸς σχωρέσ᾽ τον!
*
* *
Καὶ τὸ βάσανον τοῦ ἀτυχοῦς νεκροῦ ἔμελλεν ὁσονούπω νὰ τελειώσῃ.* *
Ἀπῆλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς ἄλλον κόσμον ὀλιγωτέραν περιέργειαν.
(1900)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911)
Αυτοβιογραφικόν σημείωμα :
«Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851.
Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α’ καὶ Β’ τάξιν.
Τὴν Γ’ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ’ τοῦ Βαρβακείου.
Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα.
Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη «ἡ Μετανάστις» ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτήρα».
Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι».
Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου