Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2021

Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας


Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου


Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας

Ο Παύλος Νιρβάνας και οι απαρχές της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας

250X250

Από την πο­λυ­σχι­δή πα­ρα­γω­γή του Παύ­λου Νιρ­βά­να (1866-1937), που εξα­πλώ­νε­ται σε ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, με­λέ­τες, κρι­τι­κά δο­κί­μια, θε­α­τρι­κά έρ­γα, με­τα­φρά­σεις, αλ­λά και δη­μο­σιο­γρα­φι­κά κεί­με­να, ο νους μας έχει κά­θε λό­γο να πά­ει σή­με­ρα σε ένα μυ­θι­στό­ρη­μά του της δε­κα­ε­τί­ας του 1920, το οποίο έχει τί­τλο Το έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού. Σε μια επο­χή που η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία αν­θεί σε διε­θνές επί­πε­δο, ο Νιρ­βά­νας έρ­χε­ται να μας υπεν­θυ­μί­σει πως ο ίδιος συ­νέ­βα­λε από πο­λύ νω­ρίς στη θε­με­λί­ω­σή της στα κα­θ’ ημάς, ανοί­γο­ντας από τους πρώ­τους έναν πα­ρά­δρο­μο ο οποί­ος έχει με­τα­τρα­πεί σή­με­ρα σε κε­ντρι­κή, πο­λυ­σύ­χνα­στη λε­ω­φό­ρο. Ποιοι αρι­βώς, όμως, εί­ναι οι σταθ­μοί που προ­ε­τοι­μά­ζουν την εμ­φά­νι­ση του Εγκλή­μα­τος του Ψυ­χι­κού, ποια εί­ναι τα στά­δια από τα οποία περ­νούν οι Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς αστυ­νο­μι­κών ιστο­ριών μέ­χρι να φτά­σου­με στον Νιρ­βά­να;
Δο­κι­μά­ζο­ντας μια σύ­ντο­μη ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή, θα πρέ­πει προ­κα­ταρ­κτι­κά να πω ότι η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία απο­τε­λεί σχε­τι­κά και­νούρ­γιο αφη­γη­μα­τι­κό εί­δος, που εντάσ­σε­ται ορ­γα­νι­κά στη σφαί­ρα της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Θα μπο­ρού­σα­με να χω­ρί­σου­με την πα­ρα­γω­γή της πα­γκο­σμί­ως σε τρεις ευ­διά­κρι­τες πε­ριό­δους: η πρώ­τη πε­ρί­ο­δος κα­λύ­πτει την ιστο­ρία αι­νίγ­μα­τος ή μυ­στη­ρί­ου, η δεύ­τε­ρη ανα­φέ­ρε­ται στην ανά­δει­ξη του θρί­λερ και του νουάρ και η τρί­τη συν­δυά­ζει το θρί­λερ και το νουάρ με την ανά­πτυ­ξη ενός συ­στη­μα­τι­κού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, που γρή­γο­ρα απο­κτά εντό­νως κρι­τι­κά (έως και ρι­ζο­σπα­στι­κά) χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τα πρώ­τα δείγ­μα­τα αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα θα τα εντο­πί­σου­με στον 19ο αιώ­να, με τη νου­βέ­λα Ο συμ­βο­λαιο­γρά­φος (1850) του Αλέ­ξαν­δρου-Ρί­ζου Ρα­γκα­βή, που δη­μο­σιεύ­ε­ται στο πε­ριο­δι­κό Παν­δώ­ρα, τον Απρί­λιο του 1850, και το μυ­θι­στό­ρη­μα Οι άθλιοι των Αθη­νών του Ιω­άν­νου Κον­δυ­λά­κη, που δη­μο­σιεύ­ε­ται σε συ­νέ­χειες στη εφη­με­ρί­δα Εστία, το 1894. Αν ο Ρα­γκα­βής πα­ρα­μέ­νει εντός του πλαι­σί­ου της ιστο­ρί­ας μυ­στη­ρί­ου, [1] ο Κον­δυ­λά­κης προ­λα­βαί­νει να φω­τί­σει με την ίντρι­γκά του τις τα­ξι­κές αντι­θέ­σεις, την οι­κο­νο­μι­κή ανέ­χεια και την τά­ση προς την πα­ρα­νο­μία μιας κοι­νω­νί­ας η οποία προ­σπα­θεί να με­τα­κι­νη­θεί από την αδρά­νεια και την κα­θυ­στέ­ρη­ση προς τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό. Να ένας πρό­ω­ρος ίσως δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα στην ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου και το νουάρ, τον οποίο θα ξα­να­συ­να­ντή­σου­με στις αρ­χές του 20ού αιώ­να, όταν τη σκυ­τά­λη πα­ρα­λαμ­βά­νουν ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης με τη νου­βέ­λα του Η φό­νισ­σα (1902) και ο Δη­μο­σθέ­νης Βου­τυ­ράς με πλή­θος δι­η­γή­μα­τά του. Κι εδώ, πά­λι, αν ο Πα­πα­δια­μά­ντης μέ­νει στο επί­πε­δο μιας θε­ο­λο­γί­ας που ανα­ρω­τιέ­ται για το χά­ος της συ­νεί­δη­σης και το υπαρ­ξια­κό της κε­νό, ο Βου­τυ­ράς τεί­νει να προ­σα­να­το­λι­στεί σ’ έναν προ­χω­ρη­μέ­νο κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό, ο οποί­ος θα επι­κε­ντρω­θεί στη μοί­ρα των φτω­χών και των στε­ρη­μέ­νων.
Δεν θα ήταν σφάλ­μα να ισχυ­ρι­στού­με, με βά­ση ένα πρό­σφα­το ερευ­νη­τι­κό εύ­ρη­μα, πως την επί­ση­μη εμ­φά­νι­σή της εν Ελ­λά­δι η αστυ­νο­μι­κή λο­γο­τε­χνία την εγκαι­νιά­ζει με ένα ανώ­νυ­μο επι­φυλ­λι­δο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα (roman feuilleton), που ανα­πα­ρά­γει τη γραμ­μή την οποία χά­ρα­ξαν ο Ρα­γκα­βής και ο Κον­δυ­λά­κης με τη δη­μο­σί­ευ­ση των έρ­γων τους σε έντυ­πα τα­κτι­κής κυ­κλο­φο­ρί­ας – έντυ­πα τα οποία ως εξ ορι­σμού απευ­θύ­νο­νταν στο με­γά­λο κοι­νό. Το ανώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα θα δη­μο­σιευ­τεί από τον Δε­κέμ­βριο του 1913 μέ­χρι και τον Μάρ­τιο του 1914 στο εβδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό ποι­κί­λης ύλης Ελ­λάς, υπό τον τί­τλο Ο Σέρ­λοκ Χολμς σώ­ζων τον κ. Βε­νι­ζέ­λον. Το κεί­με­νο εμ­φα­νί­ζε­ται ως με­τά­φρα­ση ομό­τι­τλου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Άρ­θουρ Κό­ναν Ντόιλ. Πρό­κει­ται για μιαν ελ­λη­νι­κή αφε­τη­ρία με βρε­τα­νι­κή αμ­φί­ε­ση. Εφαρ­μό­ζο­ντας μια πρα­κτι­κή που θα εξα­κο­λου­θή­σει μέ­χρι και τα μέ­σα πε­ρί­που της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, τα λαϊ­κά ή και τα ευ­ρεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας έντυ­πα των αρ­χών του 20ού αιώ­να συ­νή­θι­ζαν να δη­μο­σιεύ­ουν με­τα­φρά­σεις γνω­στών ξέ­νων συγ­γρα­φέ­ων από βι­βλία τα οποία οι ίδιοι δεν εί­χαν γρά­ψει πο­τέ. Οι με­τα­φρά­σεις ήταν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα γραμ­μέ­να από ελ­λη­νι­κό χέ­ρι, που εξα­σφά­λι­ζαν έτσι το κύ­ρος του ξέ­νου ονό­μα­τος χω­ρίς να πλη­ρω­θεί ού­τε δραχ­μή για πνευ­μα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα. Αυ­τή εί­ναι και η πε­ρί­πτω­ση του Ο Σέρ­λοκ Χολμς σώ­ζων τον κ. Βε­νι­ζέ­λον το οποίο κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα έγρα­ψε ο διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού Σπύ­ρος Πο­τα­μιά­νος.[2] Επνευ­σμέ­νος από το κλί­μα των πα­ρα­μο­νών του Α’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, και δί­νο­ντας στην ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου του μια πο­λι­τι­κή και συ­νά­μα κα­τα­σκο­πι­κή χροιά, ο Πο­τα­μιά­νος θα ανα­θέ­σει στον Σέρ­λοκ Χολμς να σώ­σει τον Έλ­λη­να πρω­θυ­πουρ­γό από τα χέ­ρια μιας βουλ­γα­ρι­κής συ­νω­μο­τι­κής ορ­γά­νω­σης που ετοι­μά­ζε­ται να τον δο­λο­φο­νή­σει. Ας μην ξε­χνά­με πως το 1920 ορ­γα­νώ­νε­ται στο Πα­ρί­σι μια πραγ­μα­τι­κή από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του Βε­νι­ζέ­λου, την οποία ακο­λου­θεί ακό­μα μία στην Αθή­να, το 1933 (η πρώ­τη από­πει­ρα ενα­ντί­ον του, πά­ντο­τε σε επί­πε­δο πραγ­μα­τι­κών γε­γο­νό­των, θα εκ­δη­λω­θεί το 1897 στην Κρή­τη). Ο Πο­τα­μιά­νος απει­κο­νί­ζει με ζω­η­ρά χρώ­μα­τα το τα­ραγ­μέ­νο κλί­μα της Ευ­ρώ­πης, κα­θώς ετοι­μά­ζε­ται να βα­δί­σει στον δρό­μο του μαρ­τυ­ρί­ου του Με­γά­λου Πο­λέ­μου, φι­λο­τε­χνώ­ντας πα­ράλ­λη­λα ένα πο­λύ πι­στό αντί­γρα­φο του Σέρ­λοκ Χολμς.
Βρι­σκό­μα­στε, όμως, ήδη κο­ντά στον Νιρ­βά­να και το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού, δη­μο­σιευ­μέ­νο με­τα­ξύ 1928 και 1929 στο πε­ριο­δι­κό Θε­α­τής. Η δια­φο­ρά του Νιρ­βά­να από την Ελέ­νη Βλά­χου, που έπε­ται δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα με δι­κό της αστυ­νο­μι­κό, ανα­κα­λεί τη δια­φο­ρά η οποία χω­ρί­ζει τον Κον­δυ­λά­κη από τον Ρα­γκα­βή και τον Βου­τυ­ρά από τον Πα­πα­δια­μά­ντη.
Ο Νιρ­βά­νας κα­τορ­θώ­νει με το «Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού» να ξε­τυ­λί­ξει το χρο­νι­κό ενός ιδιαι­τέ­ρως πε­ρί­ερ­γου φό­νου, για να τον συν­δέ­σει, πη­γαί­νο­ντας δε­κα­ε­τί­ες μπρο­στά από τα χρο­νι­κά του δε­δο­μέ­να, με το σύν­δρο­μο της δη­μο­σιό­τη­τας και την κοι­νω­νία του θε­ά­μα­τος.

Αν συνυπολογίσουμε τον πλούτο των λεπτομερειών, αλλά και τη σπάνια ζωντάνια με την οποία εικονογραφεί ο Νιρβάνας στο Έγκλημα του Ψυχικού τούς τροφίμους των φυλακών (τη γλώσσα, τις αντιδράσεις ή την κοινωνική τους ταυτότητα), τότε το μυθιστόρημά του είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν έχει χάσει τίποτε από την πρώτη του φρεσκάδα και δύναμη.

Με το Μυ­στή­ριο της ζω­ής του Πέ­τρου Βε­ρί­νη, ένα ακό­μα επι­φυλ­λι­δο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συ­νέ­χειες το 1938 στην εφη­με­ρί­δα Η Κα­θη­με­ρι­νή, χω­ρίς να κυ­κλο­φο­ρή­σει πο­τέ σε βι­βλίο, η Βλά­χου γρά­φει ένα αστυ­νο­μι­κό το οποίο δεν ξε­φεύ­γει από τα όρια της αι­νιγ­μα­τι­κής ιστο­ρί­ας.[3] Κι αυ­τό μό­νο για να έχου­με μια κο­ντι­νή προ­βο­λή του μέλ­λο­ντος που ακο­λου­θεί τον Νιρ­βά­να.
Όπως προ­σφυώς πα­ρα­τη­ρεί ο Γιάν­νης Ρά­γκος στον πυ­κνό και πο­λύ κα­τα­το­πι­στι­κό του πρό­λο­γο για την έκ­δο­ση του Εγκλή­μα­τος του Ψυ­χι­κού το 2006,[4] ο Νιρ­βά­νας ξε­κι­νά­ει και ολο­κλη­ρώ­νει το βι­βλίο του δί­χως να έχει την πρό­θε­ση να γρά­ψει αστυ­νο­μι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, σε αντί­θε­ση με τον Γιάν­νη Μα­ρή, ο οποί­ος κα­τά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 1950 θα προ­σέλ­θει στο εί­δος με πλή­ρη συ­νεί­δη­ση. Και χω­ρίς την ομό­λο­γη συγ­γρα­φι­κή πρό­θε­ση, όμως, το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού τη­ρεί ευ­λα­βι­κά τους πε­ρισ­σό­τε­ρους όρους της αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, αλ­λο­τι­νής και τρέ­χου­σας. Ο μύ­θος του αρ­θρώ­νε­ται γύ­ρω από έναν ανε­ξι­χνί­α­στο φό­νο, κι ένας αθώ­ος μπαί­νει στη φυ­λα­κή ως δρά­στης, ενώ στο τέ­λος απο­κα­λύ­πτε­ται ο πραγ­μα­τι­κός υπαί­τιος του εγκλή­μα­τος και η τά­ξη απο­κα­θί­στα­ται κα­θ’ ολο­κλη­ρί­αν. Κι αν απου­σιά­ζουν δύο πο­λύ τυ­πι­κές πα­ρά­με­τροι της αστυ­νο­μι­κής αφή­γη­σης, το πρό­σω­πο του ντε­τέ­κτιβ και οι συ­νε­χείς λο­γι­κές συ­νε­πα­γω­γές του μέ­χρι να οδη­γη­θεί στην απο­κά­λυ­ψη του ενό­χου (τα πά­ντα στον Νιρ­βά­να οφεί­λο­νται σε συ­γκυ­ρί­ες, συμ­πτώ­σεις και πε­ρι­στά­σεις), όπως εύ­στο­χα και πά­λι ση­μειώ­νει ο Ρά­γκος, η αστυ­νο­μι­κή ατμό­σφαι­ρα πα­ρα­μέ­νει αναλ­λοί­ω­τη μέ­χρι και τον τερ­μα­τι­σμό της δρά­σης, μα­ζί με όλα τα ερε­θι­στι­κά ερω­τή­μα­τα που μας δη­μιουρ­γεί κα­τά τη διάρ­κεια της ανέ­λι­ξής της. Από αυ­τή την άπο­ψη δεν εί­ναι ίσως διό­λου τυ­χαίο το γε­γο­νός (μο­λο­νό­τι απο­τε­λεί σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση εξω­τε­ρι­κό τεκ­μή­ριο) πως το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού με­τα­φέρ­θη­κε ως αστυ­νο­μι­κή ιστο­ρία το 1981 στην κρα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση, σε σκη­νο­θε­σία Κώ­στα Φέρ­ρη και σε­νά­ριο Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη, με τον Γιώρ­γο Κων­στα­ντί­νου στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο.
Κά­τι το οποίο ανή­κει, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία, στις προ­θέ­σεις του Νιρ­βά­να εί­ναι ο ει­ρω­νι­κός σχο­λια­σμός της αθη­ναϊ­κής κοι­νω­νί­ας του δε­κα­ε­τιών του 1910 και του 1920, μιας κοι­νω­νί­ας η οποία έχει προ­σχω­ρή­σει, όσο κι αν φαί­νε­ται απί­στευ­το για τα δι­κά μας μά­τια, με το σύ­νο­λο των δυ­νά­με­ών της στην κοι­νω­νία του θε­ά­μα­τος. Ο Νί­κος Μο­λο­χάν­θης (αυ­τό ακρι­βώς εί­ναι το όνο­μά του), ο κε­ντρι­κός ήρω­ας, ει­κο­σά­χρο­νος φοι­τη­τής της Ια­τρι­κής, παίρ­νει επά­νω του έναν φό­νο του οποί­ου δεν έχει εντο­πι­στεί ο υπεύ­θυ­νος. Βα­θύς πό­θος και ανο­μο­λό­γη­τη-ομο­λο­γη­μέ­νη επι­θυ­μία του, να φι­γου­ρά­ρει σαν πρω­το­σέ­λι­δο στις εφη­με­ρί­δες και να εξα­σφα­λί­σει την ολι­γο­ή­με­ρη φή­μη μιας πα­τα­γώ­δους δη­μο­σιό­τη­τας. Ο Μο­λο­χάν­θης μπαί­νει στη φυ­λα­κή και από αυ­τό το ση­μείο και πέ­ρα αρ­χί­ζουν με­ρι­κά σπαρ­τα­ρι­στά επει­σό­δια, τα οποία απο­κα­λύ­πτουν έναν εντε­λώς κού­φιο και μα­ταιό­δο­ξο (στα όρια του γε­λοί­ου) κό­σμο: νε­α­ρές κυ­ρί­ες σπεύ­δουν στη φυ­λα­κή για να δο­ξά­σουν το ίν­δαλ­μά τους, γυ­ναί­κες της αρι­στο­κρα­τί­ας και του χρή­μα­τος ανα­λαμ­βά­νουν να το κα­να­κέ­ψουν και να το προ­φυ­λά­ξουν (για να το ξε­φορ­τω­θούν λί­γο αρ­γό­τε­ρα σαν στυμ­μέ­νη λε­μο­νό­κου­πα), αφο­σιω­μέ­νοι φί­λοι εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται το ψώ­νιο του για να εξα­φα­νι­στούν εν ρι­πή οφθαλ­μού με την πε­ριου­σία του πα­ρα­μά­σχα­λα, ενώ οι θα­μώ­νες των κο­σμι­κών σα­λο­νιών πλέ­κουν τις πλέ­ον έξαλ­λες φα­ντα­σμα­γο­ρί­ες για όσα τρο­μα­κτι­κά κρύ­βο­νται πί­σω από τον φό­νο τον οποίο έχει φρο­ντί­σει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά να δη­λώ­σει ότι διέ­πρα­ξε.
Η γρα­φή του Νιρ­βά­να εί­ναι αμεί­λι­κτη και βά­ζει στο στό­χα­στρό της αν­θρώ­πους όλων των ηλι­κιών και τά­ξε­ων, στιγ­μα­τί­ζο­ντας με τις χει­ρό­τε­ρες και τα πιο απο­θαρ­ρυ­ντι­κές νό­τες την αγε­λαία συ­μπε­ρι­φο­ρά και στά­ση τους. Πα­γι­δεύ­ο­ντας τους πρω­τα­γω­νι­στές του σε ένα θέ­α­τρο ασύ­στα­των αξιών, όπου το μό­νο το οποίο κυ­ριαρ­χεί εί­ναι το σα­χλό λού­στρο ενός διά­τρη­του κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος, χω­ρίς κα­νέ­να βα­θύ­τε­ρο επί­πε­δο ανα­φο­ράς, ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δει­κνύ­ε­ται δει­νός κρι­τής του και­ρού και του τό­που του, ένας κρι­τής, ωστό­σο, από το βλέμ­μα του οποί­ου ου­δό­λως λεί­πουν η κα­τα­νό­η­ση και η αν­θρω­πιά, αν του­λά­χι­στον πά­ρου­με ως βά­ση τον Νί­κο Μο­λο­χάν­θη, το αθώο θύ­μα των αδυ­σώ­πη­των μη­χα­νι­σμών του θε­ά­μα­τος, που μπο­ρούν να με­τα­βά­λουν τον οποιον­δή­πο­τε και για το οτι­δή­πο­τε (ας εί­ναι και για ψύλ­λου πή­δη­μα) σε βο­ρά της αχρεί­ας πλην πα­νί­σχυ­ρης λει­τουρ­γί­ας τους.
Αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τον πλού­το των λε­πτο­με­ρειών, αλ­λά και τη σπά­νια ζω­ντά­νια με την οποία ει­κο­νο­γρα­φεί ο Νιρ­βά­νας στο Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού τούς τρο­φί­μους των φυ­λα­κών (τη γλώσ­σα, τις αντι­δρά­σεις ή την κοι­νω­νι­κή τους ταυ­τό­τη­τα), τό­τε το μυ­θι­στό­ρη­μά του εί­ναι σί­γου­ρα ένα μυ­θι­στό­ρη­μα το οποίο δεν έχει χά­σει τί­πο­τε από την πρώ­τη του φρε­σκά­δα και δύ­να­μη. Βε­βαί­ως, το βι­βλίο δεν εί­ναι ού­τε θρί­λερ ού­τε νουάρ – δεν μέ­νει, όμως, από την άλ­λη με­ριά, κλει­σμέ­νο ού­τε στους τέσ­σε­ρις τοί­χους της ιστο­ρί­ας μυ­στη­ρί­ου την οποία και σο­φά πα­ρα­κάμ­πτει προ­κει­μέ­νου να ρι­ζώ­σει το βλέμ­μα του στη συλ­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, απο­κτώ­ντας πά­ραυ­τα μια πο­λύ απτή και κα­θο­ρι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή βά­ση. Εξ ου και το Έγκλη­μα του Ψυ­χι­κού εντάσ­σε­ται με πά­σα άνε­ση στη ση­με­ρι­νή, ιστο­ρι­κή μας συ­ζή­τη­ση για τις απαρ­χές της αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα. Εί­ναι ένα μυ­θι­στό­ρη­μα το οποίο οφεί­λου­με εφε­ξής να σκε­φτό­μα­στε ως μία από τις πιο κρί­σι­μες αφε­τη­ρί­ες της, ως έναν από τους πλέ­ον σο­βα­ρούς και αξιό­πι­στους προ­ε­ξαγ­γέ­λους της. Πολ­λώ δε μάλ­λον όταν η ιστο­ρία μυ­στη­ρί­ου δεν έχει εγκα­τα­λεί­ψει το προ­σκή­νιο, ακό­μα και τώ­ρα που αγ­γί­ζου­με το τέ­λος της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τί­ας του 21ου αιώ­να.

Image 26

  1. Θραύσματα αστυνομικού μυστηρίου μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε άλλα διηγήματα του Ραγκαβή. Αστυνομικό μερίδιο μπορούν να διεκδικήσουν και διηγήματα του Δημητρίου Βικέλα ή του Γεωργίου Βιζυηνού. Για τα διηγήματα αυτά, όπως και για την επιρροή που δέχτηκαν από τον Πόε, βλ. Στράτος Μυρογιάννης, Από τις ιστορίες μυστηρίου στην αστυνομική πλοκή. Αναζητώντας την εμφάνιση ενός αινιγματικού είδους στον ελληνικό 19ο αιώνα, Αλεξάνδρεια, 2012.
  2. Για την ταυτοποίηση του συγγραφέα, όπως και για την ανακάλυψη του κειμένου από τον Φίλιππο Φιλίππου, βλ. την εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη στην έκδοση του βιβλίου από την Άγρα το 2014.
  3. Για το πώς το αστυνομικά επιφυλλιδογραφικά μυθιστορήματα του Ποταμιάνου, του Νιρβάνα και της Βλάχου συνδέονται με τις δημοσιογραφικές ανθρώπινες ιστορίες στις οποίες κυριαρχούν όχι η πολιτική ανάλυση και η τρέχουσα ειδησεογραφία, αλλά η πλοκή και οι χαρακτήρες μιας πραγματικής αφήγησης, βλ. Νίκος Μπακουνάκης, Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας, Πόλις, 2014. Για μια τοποθέτηση των μυθιστορημάτων του Νιρβάνα και της Βλάχου στις απαρχές της ιστορίας της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, βλ. Ανδρ. Αποστολίδης, «Δυο-τρία πράγματα για το αστυνομικό μυθιστόρημα», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 24 Ιουλίου 2010, όπ.π., όπως και το επίμετρο του Φ. Φιλίππου στη νουβέλα του Η κόρη του εφοπλιστή. Μια ιστορία του Τηλέμαχου Λεντάρη, Αιγαίον, 2013. Για τον Νιρβάνα ως αστυνομικό μυθιστοριογράφο, βλ. επίσης Φ. Φιλίππου Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι, εκδόσεις Πατάκη, 2018, και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομα και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, «Το αστυνομικό μυθιστόρημα: από τις ιδιωτικές σχέσεις στην κοινωνία», Πόλις, 2018.
  4. Παύλος Νιρβάνας, Το έγκλημα του Ψυχικού, Ίνδικτος, 2006.
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

Παύλος Νιρβάνας (1866-1937) - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: