Δευτέρα, Μαρτίου 08, 2021

"Νύχτες πυρετού": ένα μυθιστόρημα-πανηγύρι της γραφής, που καταγράφει τον ορατό και αόρατο φασισμό


Απόπειρες ύπαρξης

Νίκος Χρυσός*

Απόπειρες ύπαρξης
Μαρία Κουγιουμτζή, ΦΩΤ.: ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΒΑΝΙΔΗΣ

Στο έργο της «Νύχτες πυρετού» παρά τον αργό και υπαινικτικό τρόπο με τον οποίο προχωρά η αφήγηση, η Κουγιουμτζή συνθέτει έναν πυκνό αφηγηματικό ιστό που διατηρεί αμείωτη την ένταση της ανάγνωσης.

«Στην κλινική ανιάτων νόσων πέθανε χτες η Ε.Β., αφού έζησε με απώλεια συνειδήσεως και παραλυσία εννέα χρόνια». Μια κατάκοιτη γυναίκα, ο εμπύρετος λήθαργός της, η αυτοαναγνωστική ανία, ο εγκλωβισμός και η απεγνωσμένη προσμονή της βρίσκονται στον πυρήνα του νέου μυθιστορήματος «Νύχτες πυρετού» της Μαρίας Κουγιουμτζή (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020). Τον χάρτη ανάγνωσης του βιβλίου μάς δίνει η ίδια η συγγραφέας ήδη από το πρώτο μότο που παραθέτει:

«Το ασυνείδητο εκδηλώνεται ως “επιφάνεια”, φανερώνει κάτι. Αποκαλύπτεται μέσα από θραύσματα […] που έχουν αξία αποκάλυψης».

Και πράγματι, κατά την ανασύνθεση της ζωής της ανώνυμης πρωταγωνίστριας, παρεμβάλλονται διαρκώς όνειρα, θραύσματα εικόνων, φράσεις και παραπραξίες που αποτελούν τα κύρια συστατικά μιας αφήγησης κατά τα φαινόμενα γραμμικής, χωρίς ωστόσο ευδιάκριτη αρχή και τέλος, χωρίς σαφείς χωροχρονικές ενδείξεις.

«Ο αιφνιδιασμός της πραγματικότητας από τη φαντασία φαίνεται να εγκαθιστά το παρόν σε μια διάρκεια άνευ χρόνου», παρατηρεί η ίδια η συγγραφέας στις πρώτες κιόλας σελίδες. Τα ελάχιστα τοπωνύμια λειτουργούν εδώ σαν πινελιές του οικείου μέσα σε έναν ανοίκειο κόσμο που παλινδρομεί μεταξύ εμπύρετης φαντασίωσης και εφιαλτικής πραγματικότητας. Σύντομα ιντερμέδια συχνά εξαρθρώνουν την αφηγηματική ροή της ιστορίας, υποβάλλοντας μια αργή προσεκτική ανάγνωση.

Ο αναγνώστης διεγείρεται από το πανηγύρι της γραφής, η οποία εναλλάσσοντας στον μυθιστορηματικό καμβά εικόνες ερωτισμού και απανθρωπιάς συλλαμβάνει και αναπαριστά τον πυρετικό κόσμο της ηρωίδας, αποκαλύπτοντας την οδυνηρή αλήθεια: μια κοινωνία δέσμια της βαρβαρότητας.

Στο άχρονο παρόν του βιβλίου ο θρήνος των ξεριζωμένων της Μικρασίας συντονίζεται με τις οιμωγές των Αφγανών και Σύρων προσφύγων εντείνοντας ένα αίσθημα τρόμου, το οποίο προκαλείται από την άλογη παρόρμηση των ανθρώπων να επιστρέφουν διαρκώς στη βία. Τα ανθρώπινα επιτεύγματα (ακόμα και τα πιο προηγμένα επιστημοτεχνολογικά) αντανακλούν τη συνάφειά τους με τη βαρβαρότητα, υπενθυμίζοντας την εγγύτητά μας με τη φθορά και τον θάνατο.

Η Κουγιουμτζή παρατηρεί και καταγράφει τον ορατό και αόρατο φασισμό ακόμα κι όταν αυτός ενδύεται τον μανδύα της φιλήσυχης νοικοκυροσύνης ή του καθωσπρεπισμού. Η Μικρασιατική καταστροφή, το Ολοκαύτωμα και τα προσφυγικά κύματα των Σύρων δεν είναι εδώ χρονικές ενδείξεις αλλά οδυνηρές μεταμορφώσεις του εξωτερικού και εσωτερικού τοπίου των ηρώων, οι οποίοι κουβαλούν στις αποσκευές τους σπαράγματα κόλασης και παράδεισου, εικόνες μιας ξοδεμένης ουτοπίας που τροφοδοτούν το παραλήρημά τους.

Η «κοιμωμένη» στέκει αμήχανη μπροστά στον πόθο της ανθρωπότητας για χάος, ο πυρετός της μοιάζει με σωματική αντίδραση σε αυτό το δηλητήριο, μια απόπειρα αυτοΐασης.

Κάθε στιγμή καραδοκεί το φάσμα της επικείμενης καταστροφής κι ενώ όλα τα σημάδια την προαναγγέλλουν και την προοικονομούν, ο αναγνώστης, μολονότι γνωρίζει ότι αυτή έχει ήδη συντελεστεί, αφήνεται να ξεγελαστεί από το απείκασμα της καθημερινής ζωής, έτσι όπως προβάλλεται στις σελίδες του βιβλίου.

Οι απουσίες που βασανίζουν την ηρωίδα (η απουσία της μάνας, της γιαγιάς, της παιδικής ηλικίας) ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Γεδεών, του ιδανικού εραστή· παύουν έτσι να είναι αφηρημένες και μετατρέπονται σε μια πανταχού παρουσία, την οποία η «κοιμωμένη» επικαλείται με θρησκευτικό σχεδόν πάθος.

Μια χιμαιρική υπόσχεση βασανίζει όλους σχεδόν τους χαρακτήρες του βιβλίου. Η σεξουαλική πείνα της Συλβί είναι κι αυτή, στην ουσία, μια αναζήτηση ταυτότητας, μια απόπειρα ύπαρξης σε μια πραγματικότητα που υπονομεύει κάθε συλλογικότητα – κι όμως η ατομική συγκρότηση αποδεικνύεται προϋπόθεση για το συλλογικό.

Αντίστοιχα λειτουργούν οι αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις και των άλλων ηρώων, του φωτογράφου που συλλέγει τις θλιβερές εικόνες του κόσμου, του Ηρακλή, στυγνού θύτη και βασανισμένου θύματος, του αγοριού που εισέπνεε τη βενζίνη και ζαλιζόταν. Ο τρόπος που η «κοιμωμένη» συμπάσχει με τα πάθη των άλλων φέρνει στον νου, όχι τυχαία, τον καφκικό αφορισμό: «Ολα τα βάσανα γύρω μας πρέπει κι εμείς οι ίδιοι να τα υποφέρουμε». Ο Κάφκα διαπερνά το έργο, σαν αναφορά, σαν υπόμνηση, σαν αντικατοπτρισμός.

Παρά τον αργό και υπαινικτικό τρόπο με τον οποίο προχωρά η αφήγηση, η Κουγιουμτζή συνθέτει έναν πυκνό αφηγηματικό ιστό που διατηρεί αμείωτη την ένταση της ανάγνωσης· στήνει με την πένα της έναν κόσμο που θυμίζει στις πυρετικές εντάσεις του τη συλλογή διηγημάτων της «Αγριο βελούδο» και τις επόμενες συλλογές της. Υπογραμμίζει την εξοικείωσή μας με την καταπίεση και την κτηνωδία· καταγράφει με τα πιο μελανά χρώματα την επιστροφή στην πολιτική των διωγμών, των εξευτελισμών και των βασανιστηρίων και τη δική μας στωική απάθεια.

Η ηρωίδα, σε κατάσταση ληθαργικής προσμονής, παραμένει ηθικά και πνευματικά αλώβητη από τις απηνείς όψεις της πραγματικότητας και αρνείται να γίνει ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα της αποανθρωποποίησης.

Κάθε στιγμή η γραμμικότητα της αφήγησης και η χρονική συνέχεια υπονομεύονται. Κατά τη διήγηση κάποιου περιστατικού η «κοιμωμένη» εξομολογείται: «εγώ είχα πλέον πεθάνει». Το γεγονός ότι η αφήγησή της συνεχίζεται ακόμα και μετά θάνατον δεν αποτελεί συγγραφική αμέλεια ή μυθιστορηματικό παράδοξο.

Καταδικασμένη στη σιωπή και στη λήθη επιστρέφει στις λέξεις ανακτώντας τη χαμένη της φύση. Το σώμα της διαστέλλεται και μεταμορφώνεται σε χώρο, αυτόν του μυθιστορήματος, μέσα στον οποίο συντελούνται πλήθος διεργασιών οι οποίες αποσκοπούν στην επανασωματοποίηση του αδρανούς σώματος, επιδίωξη καθαυτή χιμαιρική. Η αφήγηση και η γραφή γίνονται υποκατάστατα ζωής.

Ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης δύσκολα κατατείνει κάποιος αν όσα διάβασε ήταν οι βιωμένες μνήμες μιας γυναίκας ώς τη στιγμή του εγκλωβισμού της εντός ή τα άπειρα ενδεχόμενα μιας ζωής. Η αφηγηματική μορφή άλλωστε δεν επιτρέπει οριστικές απαντήσεις αφού, υπηρετώντας την εννοιολογική δομή του βιβλίου, εκτρέπει σε μετεωρισμούς και υποβάλει ονειροφαντασίες.

Ενα τέτοιο σημείωμα ελάχιστα μπορεί να αποδώσει τον πλούτο, την ένταση και τη σημασία του βιβλίου. Οπως ακριβώς λέει και ο Γεδεών δια χειρός Κουγιουμτζή: «Θέ’ μου, τι παπάρες λέω; Λες και οι θεωρίες, οι ιδέες, είναι σημαντικότερες από την απλή καθημερινή ζωή. Είναι όπως οι κριτικές αναλύσεις σ’ ένα μυθιστόρημα. Καλές, ουσιαστικές, απαραίτητες μερικές φορές, αλλά προέχει το μυθιστόρημα. Η ζωή».

*Συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

______________________

 

H Μαρία Κουγιουμτζή μιλά στη Μαρκέλλα Μικέλη , στο "Ράδιο Ε" για το βιβλίο της  "Νύχτες πυρετού"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Top 10 Young Ultra-Contemporary Painters You Need To Know

Table of contents: 00:00 — Introduction 01:22 — 10. Tschabalala Self 01:57 — 9. Njideka Akunyili Crosby 02:29 — 8. Simon Fujiwara 03:14 ...