Πριν από μερικά χρόνια, πάνω από πέντε και λιγότερο από 10, σε μια συζήτηση, γνωστός δημοσιογράφος-αναλυτής, εξαιρετικός γραφιάς και συγγραφέας με ιδιαίτερη ευαισθησία στα εθνικά θέματα που χαίρεσαι να συνομιλείς και να διαφωνείς μαζί του, με ρώτησε αν η θέλω η Ελλάδα να παραμείνει χώρα ή να γίνει χώρος. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είναι αυτός που εισήγαγε το ερώτημα-δίλημμα στην αρθρογραφία και τον δημόσιο διάλογο. Στην απάντησή μου τότε, πολύ πριν από την προσφυγική κρίση του 2015, προσπάθησα με απλοϊκά επιχειρήματα να εξηγήσω το αυτονόητο: ότι και να διώξουμε, απελάσουμε, αποτρέψουμε, αυτούς που έρχονται, θα ξαναγυρίσουν. Ο λόγος απλός: όταν θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους θα πουν στην οικογένειά τους και στους φίλους τους όταν τους ρωτήσουν πώς ήταν εκεί, ότι ήπιαν καθαρό νερό, έφαγαν ένα πιάτο φαΐ και πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να έβγαλαν και ένα καλό μεροκάματο, πράγματα σπάνια και δυσεύρετα στους τόπους προέλευσής τους. Δηλαδή, είναι ζήτημα επιβίωσης και αυτοσυντήρησης.
Στις εικόνες από το πανέμορφο νησί της Σαπφούς που έκαναν το γύρο του κόσμου, με τους πρόσφυγες να βρίσκουν καταφύγιο στα νεκροταφεία και να κοιμούνται ανάμεσα στα μνήματα λόγω της φωτιάς στη Μόρια, οι αντιδράσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ποικίλλαν, επαναφέροντας με τον πιο σκληρό τρόπο το ερώτημα που περιέγραψα παραπάνω. Εξαιρώντας τους φασίστες που δεν σέβονται την αξία της ανθρώπινης ζωής, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για το μέλλον αυτού του τόπου οι θέσεις που καταγράφηκαν και ακούστηκαν συμπεριλαμβανόμενων των εκπροσώπων της Πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο επίπεδο των πολιτών υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτών που θεωρούν τους πρόσφυγες-μετανάστες, και όχι το προσφυγικό-μεταναστευτικό ως παγκόσμιο φαινόμενο, πρόβλημα και οι δεύτεροι που στέκονται αλληλέγγυοι –παρεμπιπτόντως η λέξη έχει επιτηδευμένα δαιμονοποιηθεί- προβάλλοντας την ανάγκη πρωτίστως για υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, αυτών που σιωπούν ή πετούν την μπάλα στην εξέδρα.
Η πρώτη και η τρίτη κατηγορία συμπλέουν στο γεγονός, πέραν της συναφούς ιδεολογικής αφετηρίας, ότι χρησιμοποιούν ή αφήνουν να εννοηθεί ότι οι πρόσφυγες-μετανάστες στην παρούσα συγκυρία με τη κρίση στα ελληνοτουρκικά αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, επιχείρημα που με διαφορετική πιο προσεκτική διατύπωση ακούστηκε από τα πιο επίσημα χείλη της πολιτικής ηγεσίας. Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι η τουρκική κυβέρνηση στον πρώτο διωγμό των Ελλήνων του 1914 με συμβουλή των Γερμανών συμμάχων της είχε χρησιμοποιήσει αυτό το επιχείρημα για να απομακρύνει τους ελληνικούς πληθυσμούς από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Το πιο στενόχωρο βέβαια είναι ότι opinion makers της συντηρητικής και φιλελεύθερης διανόησης, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, έχουν επιλέξει τη σιωπή ή εκφράζουν μαξιμαλιστικά οράματα για να αποφύγουν να πάρουν θέση, ενώ την ίδια στιγμή μιλούν για ορθολογισμό και διαφωτισμό στο ζήτημα των μασκών.
Η δεύτερη κατηγορία παρεμβαινόντων και δημοσιολογούντων επιμένει στην ανάγκη για ανθρωπιστική διαχείριση της κρίσης και κατανομή των ανθρώπων σε όλη τη χώρα με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Η πρόταση αυτή, που με βρίσκει κατ’ αρχήν σύμφωνο, στις τωρινές συνθήκες μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο, να εφαρμοστεί άμεσα, γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα μιας μετεγκατάστασης που θα πληροί βασικές προϋποθέσεις. Εκτός από τα πρακτικά ζητήματα, τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ο φόβος της κυβέρνησης –επιβράδυνε τις αποφάσεις και της προηγούμενης- για τις αντιδράσεις των τοπικών αρχών και κοινωνιών, καθώς και οι ίδιες οι διαφαινόμενες αντιδράσεις.
Στις παραπάνω κατηγορίες θα προσθέσω και μια τέταρτη, αυτών που θεωρούν ότι ελληνοτουρκικά, υγειονομική κρίση και προσφυγικό, είναι η ευκαιρία να συναντηθούμε και να συμπήξουμε ένα εθνικό ή κοινωνικό μέτωπο για την αντιμετώπιση και των τριών κρίσεων, διαβλέποντας τον διχασμό που μπορεί να προκύψει από ψευτοδιλήμματα του τύπου «βούτυρο ή κανόνια», «αυτόχθονες ή ετερόχθονες», που και τα δύο έχουν αρχίσει να μολύνουν όχι μόνον το διάλογο στη δημόσια σφαίρα αλλά και την ίδια την κοινωνία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Λέσβο που είναι και ακριτικό νησί και αντιμετωπίζει ετεροβαρώς το προσφυγικό ζήτημα.
Άρα ποια μπορεί να είναι η λύση; Κατά τη γνώμη μου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της τουρκικής προκλητικότητας και της υγειονομικής κρίσης, η απαίτηση από τους ευρωπαίους εταίρους μας για μερική τουλάχιστον, αν όχι αναλογική, κατανομή, σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Η οικονομική υποστήριξη δείχνει πλέον αδύναμο, ως το μόνο, μέσο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Επιπλέον, χρειάζεται μια αναθεώρηση της συμφωνίας με την Τουρκία, με όρους ευνοϊκούς για την ΕΕ και την Ελλάδα ως χώρα πρώτης υποδοχής και όχι μόνο για τη γείτονα. Στο δια ταύτα των επόμενων ημερών, είναι αδήριτη ανάγκη για άμεση εξεύρεση χώρων στέγασης για τους ανθρώπους.
Και για να ξαναγυρίσω στην αφετηρία αυτού του άρθρου, αν αυτή η συζήτηση ξαναγινόταν σήμερα, θα απαντούσα με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι το μόνο που δεν θέλω να γίνει η χώρα μου είναι χώρος αποθήκευσης ψυχών…
ΥΓ.
Για μια ακόμη φορά, ευτυχώς με θετικές προεκτάσεις, χρησιμοποιείται η
ιστορία και η λογοτεχνία για την επίκληση του ηθικά σωστού σχετικά με
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η παράθεση αποσπασμάτων από τα «Ματωμένα
Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, που περιγράφει τι ς συνθήκες που
αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, λειτουργεί
διαφωτιστικά για όσους δεν έχουν σε επαφή με την ιστορία, αφού το
εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει φροντίσει επαρκώς γι’ αυτό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου