Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: αποδομώντας τους κλασικούς,
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ
Πηγαίνεις στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις
κάτι που υποδύεται ότι είναι παράσταση του «Οθέλλου» ή του «Μάκβεθ»
(φωτ. από τον... αιρετικό «Aμλετ» του Τόμας Οστερμάγιερ, το 2008).
Η αναγκαστική λόγω επιδημίας παύση από τη ζωή του
θεάτρου και η αδυναμία να προβλεφθεί η διάρκειά της είναι λογικό να
προκαλούν ανησυχία στους καλλιτέχνες και στους παθιασμένους φίλους της
σκηνικής τέχνης. Ωστόσο, ο αυτοπεριορισμός στο σπίτι μπορεί να
λειτουργήσει θετικά: αποτελεί καλή ευκαιρία να ξεκουραστούμε από το
πλήθος των εντυπώσεων, που υπό κανονικές συνθήκες αποσπούν συχνά την
προσοχή μας στα ελάσσονα, να ησυχάσουμε και να συγκεντρωθούμε. Να
εξετάσουμε εκ νέου και να συζητήσουμε καίρια ζητήματα που απασχολούν το
θέατρο, τους καλλιτέχνες και το κοινό του.
Για ένα από αυτά, τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας, κατέθεσε πρόσφατα μια σειρά σκέψεων ο Δημήτρης Δημητριάδης (lifo.gr, 3.3.2020). O προβληματισμός του αφορά όλες αυτές τις παραστάσεις στις οποίες οι σκηνοθέτες δεν λειτουργούν ως δημιουργικοί διαχειριστές των κλασικών έργων, αλλά ως αυτόνομοι δημιουργοί με φιλοδοξίες ανώτερες των δυνατοτήτων τους. Ο καλός συγγραφέας επισημαίνει την αντίφαση να επιλέγονται τα κλασικά έργα ως εκ προοιμίου σημαντικά, αλλά να παρουσιάζονται στη σκηνή αφού πρώτα «εκσυγχρονιστούν» μέσω της σκηνοθετικής προσέγγισης! Αλλά, αν η παραδοχή ότι πρέπει πρώτα να «μεταφραστούν» για να μπορέσουν να «μιλήσουν» στο σημερινό κοινό, δεν αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της αξίας τους, τι είναι; Μήπως τελικά η αξία των έργων του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, ακόμη και του Σαίξπηρ, έχει αμβλυνθεί/καταλυθεί από τον χρόνο και δεν τολμάμε να το παραδεχθούμε;
Σε κάθε περίπτωση, αν ένα έργο Σαίξπηρ ανεβαίνει για «να πει ο σκηνοθέτης αυτά που δεν λέει το έργο, αυτά που σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε ο συγγραφέας», γράφει ο Δημητριάδης, επείγει να ορίσουμε πότε η σκηνοθετική ελευθερία καθίσταται κατακριτέα αυθαιρεσία.
Πηγαίνεις, με άλλα λόγια, στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που υποδύεται ότι είναι παράσταση του «Οθέλλου» ή του «Μάκβεθ», στο τέλος της οποίας όσοι δεν έχουν διαβάσει το έργο, αναρωτιούνται τι ακριβώς συνέβη και γιατί ο Σαίξπηρ είναι τόσο σημαντικός όσο έχουν ακούσει/διαβάσει ότι είναι. Η δομή του πρωτοτύπου έχει αλλοιωθεί, η μετακίνηση ή η αφαίρεση σκηνών κλονίζει τη δραματουργική ισορροπία, συχνά το φίλτρο της παρωδίας και η αλλοίωση του ήθους των προσώπων μεταμορφώνουν το έργο σε κάτι άλλο, ξένο προς το πρωτότυπο. Και το χειρότερο, σε κάτι ασήμαντο.
«Μα γιατί να σεβόμαστε τους κλασικούς; Γιατί η ανοησία που μόλις είδαμε έχει αξία;» αναρωτιούνται πολλοί νεότεροι θεατές έπειτα από παραστάσεις στις οποίες η σκηνοθετική άποψη επιβλήθηκε βίαια στο έργο, στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Κι έχουν δίκιο. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν έχει σχέση με τις ανθρωπιστικές σπουδές και το νεότερο ηλικιακά κοινό ούτε το έργο έχει διαβάσει ούτε έχει άλλο μέτρο σύγκρισης για να κρίνει την ποιότητα της ερμηνευτικής/σκηνοθετικής πρότασης. De facto, λοιπόν, αίρεται το αξίωμα που λέει ότι τα κλασικά έργα δεν χάνουν την αξία τους από την κατάχρηση της ερμηνευτικής ελευθερίας. Υπό το βάρος των νέων δεδομένων, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε: και βέβαια οι κλασικοί χάνουν την αξία τους, όταν τα έργα τους γίνονται κατ’ εξακολούθησιν υλικό κακών παραστάσεων...
Πρόσφατα, έγραψα για το «σύνδρομο της παρωδίας» με αφορμή τους «Στρατιώτες» (1776) του Λεντς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης απάντησε με ένα απόσπασμα από το «Γέλιο» του Μπερξόν:
«Θα χρειαζόταν να φανταστούμε ότι η φαινομενική ελευθερία καλύπτει ένα παιχνίδι με σπάγκους και ότι, όπως λέει ο ποιητής είμαστε εδώ κάτω “απλές μαριονέτες που ο σπάγκος τους βρίσκεται στα χέρια της Αναγκαιότητας”. Δεν υπάρχει λοιπόν σκηνή πραγματική, σοβαρή, δραματική, που να μην μπορεί η φαντασία να την ωθήσει στο κωμικό με την επίκληση της απλής αυτής εικόνας».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με μιαν άποψη που συμμερίζονται πολλοί σκηνοθέτες, το γραμμένο ως δράμα μπορεί να παρασταθεί ως κωμωδία. Και σαφώς μπορεί. Το ζήτημα είναι τι κατορθώνει μία τέτοια προσέγγιση; Καινοτόμα δεν είναι, τίποτα δεν αλλάζει ή μετακινεί. Και δεν επιτίθεται στη σοβαροφάνεια, αλλά δοξάζει την ανοησία (τα γελάκια με τα οποία οι θεατές ανταποκρίνονται στην έξυπνη ειρωνεία και στον σαρκασμό της σκηνοθεσίας...), εμποδίζοντας τελικά την επί της ουσίας πρόσληψη του έργου.
Οπωσδήποτε υπάρχουν εξωγενείς όροι που περιπλέκουν τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας. Ενας εξ αυτών είναι η αναγκαιότητα της προβολής της παράστασης σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά όπως είναι η θεατρική. Συνειδητά ή ασυναίσθητα, κάποιοι σκηνοθέτες λειτουργούν σαν marketeer του ύστερου καπιταλισμού: όταν θέλεις να πουλήσεις ένα ακόμη προϊόν που πιθανότατα κανείς δεν χρειάζεται, πρέπει να προκαλέσεις συζήτηση γι’ αυτό. Στον κόσμο του θεάματος, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβεις μια προκλητική ιδέα και πάνω της να στηρίξεις την προβολή της παράστασης. Τα αδηφάγα για προκλήσεις MΜΕ θα αναλάβουν την υπόλοιπη δουλειά. Με τη βοήθειά τους, η αιρετική ή «πρωτοποριακή» παράσταση θα περιβληθεί με τη γοητεία του event, που οφείλουν να δουν όλοι όσοι θέλουν να είναι «ενημερωμένοι».
Το πρόβλημα ενισχύεται, καθώς μέρος της κριτικής έχει πειστεί ότι οι εν λόγω στρεβλώσεις δεν αποτελούν πρόβλημα αλλά ίδιον, ποιοτικό χαρακτηριστικό του θεάτρου της επόμενης ημέρας. Η αμηχανία εμπεδώνεται καθώς νέες τεχνολογίες και νέοι όροι (intermediality και διασημειωτική μετάφραση: οι τρόποι που ο κώδικας του ενός μέσου επηρεάζει τον κώδικα του άλλου στο τελικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διαρκούς «μετάφρασης») μεταβάλλουν την παραστατική γλώσσα, μαζί και τις προσληπτικές δυνατότητες του κοινού. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαίο να πάψουμε να θεωρούμε φυσική και αναγκαία κάθε ερμηνευτική πρόταση μόνο και μόνο επειδή «τολμάει» να διαφοροποιηθεί ως προς το σημαντικό πρωτότυπο. Χωρίς ανασκαφή, κόπο, επιμονή στην επανασύνδεση των μερών που μοιάζουν χαμένα, το Νόημα δεν μεταβάλλεται απλώς – εξαφανίζεται.
Για ένα από αυτά, τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας, κατέθεσε πρόσφατα μια σειρά σκέψεων ο Δημήτρης Δημητριάδης (lifo.gr, 3.3.2020). O προβληματισμός του αφορά όλες αυτές τις παραστάσεις στις οποίες οι σκηνοθέτες δεν λειτουργούν ως δημιουργικοί διαχειριστές των κλασικών έργων, αλλά ως αυτόνομοι δημιουργοί με φιλοδοξίες ανώτερες των δυνατοτήτων τους. Ο καλός συγγραφέας επισημαίνει την αντίφαση να επιλέγονται τα κλασικά έργα ως εκ προοιμίου σημαντικά, αλλά να παρουσιάζονται στη σκηνή αφού πρώτα «εκσυγχρονιστούν» μέσω της σκηνοθετικής προσέγγισης! Αλλά, αν η παραδοχή ότι πρέπει πρώτα να «μεταφραστούν» για να μπορέσουν να «μιλήσουν» στο σημερινό κοινό, δεν αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της αξίας τους, τι είναι; Μήπως τελικά η αξία των έργων του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, ακόμη και του Σαίξπηρ, έχει αμβλυνθεί/καταλυθεί από τον χρόνο και δεν τολμάμε να το παραδεχθούμε;
Σε κάθε περίπτωση, αν ένα έργο Σαίξπηρ ανεβαίνει για «να πει ο σκηνοθέτης αυτά που δεν λέει το έργο, αυτά που σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε ο συγγραφέας», γράφει ο Δημητριάδης, επείγει να ορίσουμε πότε η σκηνοθετική ελευθερία καθίσταται κατακριτέα αυθαιρεσία.
Πηγαίνεις, με άλλα λόγια, στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που υποδύεται ότι είναι παράσταση του «Οθέλλου» ή του «Μάκβεθ», στο τέλος της οποίας όσοι δεν έχουν διαβάσει το έργο, αναρωτιούνται τι ακριβώς συνέβη και γιατί ο Σαίξπηρ είναι τόσο σημαντικός όσο έχουν ακούσει/διαβάσει ότι είναι. Η δομή του πρωτοτύπου έχει αλλοιωθεί, η μετακίνηση ή η αφαίρεση σκηνών κλονίζει τη δραματουργική ισορροπία, συχνά το φίλτρο της παρωδίας και η αλλοίωση του ήθους των προσώπων μεταμορφώνουν το έργο σε κάτι άλλο, ξένο προς το πρωτότυπο. Και το χειρότερο, σε κάτι ασήμαντο.
«Μα γιατί να σεβόμαστε τους κλασικούς; Γιατί η ανοησία που μόλις είδαμε έχει αξία;» αναρωτιούνται πολλοί νεότεροι θεατές έπειτα από παραστάσεις στις οποίες η σκηνοθετική άποψη επιβλήθηκε βίαια στο έργο, στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Κι έχουν δίκιο. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν έχει σχέση με τις ανθρωπιστικές σπουδές και το νεότερο ηλικιακά κοινό ούτε το έργο έχει διαβάσει ούτε έχει άλλο μέτρο σύγκρισης για να κρίνει την ποιότητα της ερμηνευτικής/σκηνοθετικής πρότασης. De facto, λοιπόν, αίρεται το αξίωμα που λέει ότι τα κλασικά έργα δεν χάνουν την αξία τους από την κατάχρηση της ερμηνευτικής ελευθερίας. Υπό το βάρος των νέων δεδομένων, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε: και βέβαια οι κλασικοί χάνουν την αξία τους, όταν τα έργα τους γίνονται κατ’ εξακολούθησιν υλικό κακών παραστάσεων...
Πρόσφατα, έγραψα για το «σύνδρομο της παρωδίας» με αφορμή τους «Στρατιώτες» (1776) του Λεντς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης απάντησε με ένα απόσπασμα από το «Γέλιο» του Μπερξόν:
«Θα χρειαζόταν να φανταστούμε ότι η φαινομενική ελευθερία καλύπτει ένα παιχνίδι με σπάγκους και ότι, όπως λέει ο ποιητής είμαστε εδώ κάτω “απλές μαριονέτες που ο σπάγκος τους βρίσκεται στα χέρια της Αναγκαιότητας”. Δεν υπάρχει λοιπόν σκηνή πραγματική, σοβαρή, δραματική, που να μην μπορεί η φαντασία να την ωθήσει στο κωμικό με την επίκληση της απλής αυτής εικόνας».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με μιαν άποψη που συμμερίζονται πολλοί σκηνοθέτες, το γραμμένο ως δράμα μπορεί να παρασταθεί ως κωμωδία. Και σαφώς μπορεί. Το ζήτημα είναι τι κατορθώνει μία τέτοια προσέγγιση; Καινοτόμα δεν είναι, τίποτα δεν αλλάζει ή μετακινεί. Και δεν επιτίθεται στη σοβαροφάνεια, αλλά δοξάζει την ανοησία (τα γελάκια με τα οποία οι θεατές ανταποκρίνονται στην έξυπνη ειρωνεία και στον σαρκασμό της σκηνοθεσίας...), εμποδίζοντας τελικά την επί της ουσίας πρόσληψη του έργου.
Οπωσδήποτε υπάρχουν εξωγενείς όροι που περιπλέκουν τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας. Ενας εξ αυτών είναι η αναγκαιότητα της προβολής της παράστασης σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά όπως είναι η θεατρική. Συνειδητά ή ασυναίσθητα, κάποιοι σκηνοθέτες λειτουργούν σαν marketeer του ύστερου καπιταλισμού: όταν θέλεις να πουλήσεις ένα ακόμη προϊόν που πιθανότατα κανείς δεν χρειάζεται, πρέπει να προκαλέσεις συζήτηση γι’ αυτό. Στον κόσμο του θεάματος, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβεις μια προκλητική ιδέα και πάνω της να στηρίξεις την προβολή της παράστασης. Τα αδηφάγα για προκλήσεις MΜΕ θα αναλάβουν την υπόλοιπη δουλειά. Με τη βοήθειά τους, η αιρετική ή «πρωτοποριακή» παράσταση θα περιβληθεί με τη γοητεία του event, που οφείλουν να δουν όλοι όσοι θέλουν να είναι «ενημερωμένοι».
Το πρόβλημα ενισχύεται, καθώς μέρος της κριτικής έχει πειστεί ότι οι εν λόγω στρεβλώσεις δεν αποτελούν πρόβλημα αλλά ίδιον, ποιοτικό χαρακτηριστικό του θεάτρου της επόμενης ημέρας. Η αμηχανία εμπεδώνεται καθώς νέες τεχνολογίες και νέοι όροι (intermediality και διασημειωτική μετάφραση: οι τρόποι που ο κώδικας του ενός μέσου επηρεάζει τον κώδικα του άλλου στο τελικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διαρκούς «μετάφρασης») μεταβάλλουν την παραστατική γλώσσα, μαζί και τις προσληπτικές δυνατότητες του κοινού. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαίο να πάψουμε να θεωρούμε φυσική και αναγκαία κάθε ερμηνευτική πρόταση μόνο και μόνο επειδή «τολμάει» να διαφοροποιηθεί ως προς το σημαντικό πρωτότυπο. Χωρίς ανασκαφή, κόπο, επιμονή στην επανασύνδεση των μερών που μοιάζουν χαμένα, το Νόημα δεν μεταβάλλεται απλώς – εξαφανίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου