Μέρες Κορονοϊού
efsyn.grΕπικίνδυνη αποστολή
Διήγημα
ΕΡΙΦΥΛΗ ΔΑΦΕΡΜΟΥ
Ένα τεράστιο ΑΨΟΥ ήχησε εκκωφαντικά από τα τυριά! Οι γριούλες ξεσηκώθηκαν.
«Απαράδεκτο!» Ο κόσμος έτρεξε πανικόβλητος προς την έξοδο, ποδοπατώντας
τα απορρυπαντικά σε προσφορά. Ενώ οι ταμίες ψέκαζαν με dettol
αντισηπτικό εναέριου χώρου, κατέφθασε αλαφιασμένος ο διευθυντής. «Το
κατάστημα κλείνει για δύο ώρες για απολύμανση!». Αλλά η Δέσπω είχε ήδη
βρει καταφύγιο στο αυτοκίνητό της [...] και από το σπίτι επικοινώνησε με
Ιταλία: «Θα νικήσουμε, Κλαούντιο». «Θα νικήσουμε, Δέσπω, Venceremos!»
Ξύπνησε με μια αίσθηση μουδιάσματος. Όχι στο σώμα της, αλλά στη διάθεσή της. Η σπίθα του πρωινού ξυπνήματος, της καινούργιας αρχής, μέρα με τη μέρα γινόταν πιο αχνή, πιο ξέπνοη. Κοιτάζοντας έξω συνειδητοποίησε ότι όντως αυτή η μέρα ήταν διαφορετική. Είχε συννεφιά. «Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου», σκέφτηκε, αν και δεν ήταν Κυριακή, ήταν Δευτέρα. Μια Δευτέρα χωρίς το νόημα της Δευτέρας, χωρίς πρωινό υποχρεωτικό ξύπνημα, χωρίς το γλυκόπικρο «σιχτίρι» που τελείωσε το Σαββατοκύριακο, χωρίς να έχει προηγηθεί Σαββατοκύριακο. Ηταν ακόμη μια μέρα. Και δεν ήταν διακοπές. Ηταν καραντίνα.
Σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται. Σήμερα έπρεπε να γίνει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, φόρεσε αδιάβροχο και μποτάκια, έβαλε πλαστικά γάντια και χειρουργική μάσκα και ξεκίνησε για την πιο επικίνδυνη αποστολή της εβδομάδας. Τα δύσκολα είναι καλό να γίνονται στην αρχή, να μην τα αναβάλλεις για αύριο, σκέφτηκε καθώς οδηγούσε. Μετά από πέντε λεπτά οδήγησης έφτασε στον προορισμό της. Μπήκε μέσα ενώ η πόρτα άνοιξε αυτόματα. Κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς τις πατάτες. Απέφυγε μια κυρία χωρίς μάσκα που... αφού έξυσε τη μύτη της (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!) έπιασε τα κρεμμύδια! Και μάλιστα δεν πήρε ό,τι έπιασε αλλά τα ζούλαγε και τα διάλεγε κιόλας! «Πού ζείτε, κυρία μου!» Στον διάδρομο με τα κωλόχαρτα, ερχόταν ένας κύριος από το αντίθετο ρεύμα. Υποψιασμένος. Κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν στα δύο μέτρα απόσταση. «Ξέρετε, έβηχα χθες» της είπε χαμηλόφωνα κι ενοχικά... Αντάλλαξαν βλέμματα αλληλεγγύης κι έφυγαν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Η εμπόλεμη ζώνη, το σούπερ μάρκετ, δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη τη μέρα. Η αόρατη απειλή, ο αόρατος εχθρός, μπορούσε να είναι παντού. Στις συσκευασίες, στα μπρόκολα, στις σφουγγαρίστρες, ακόμη και στον αέρα!
Οι άνθρωποι συναντιόνταν στους διαδρόμους ανάμεσα σε κονσέρβες, ζαρζαβατικά και κωλόχαρτα, κοιτάζονταν με επιφύλαξη, άλλες φορές συνωμοτικά. Άλλοτε απέφευγαν ο ένας το βλέμμα του άλλου, θες από ψευδαίσθηση ότι , αν δεν κάνεις οπτική επαφή , αποφεύγεις τη μετάδοση του ιού, θες από ντροπή που κυριαρχούσε τόσος φόβος και αποξένωση μεταξύ τους λόγω ενός αόρατου τεράστιου εχθρού, θες η σκέψη ότι ο κάθε περαστικός ήταν εν δυνάμει φορέας. Ο αόρατος εχθρός τα έκανε όλα ύποπτα, και ήταν ύπουλος και πανούργος, έψαχνε επιφάνειες να εξαπλωθεί και ανθρώπινους οργανισμούς για να χωθεί, πρώτα στον λαιμό, κι αν είναι τυχερός να τρυπώσει στους πνεύμονες να κάνει φωλιά!
Έφτασε στις μουστάρδες. Εδώ, προ καραντίνας, τον παλιό καιρό, μέχρι πριν από πέντε μέρες δηλαδή, η Δέσπω συνήθιζε να περνάει πολύ χρόνο. Τη χαλάρωνε να χαζεύει τις συσκευασίες, να διαβάζει τις διαφορετικές ποικιλίες, ήταν μια συνήθεια που είχε αποκτήσει από παιδί, τότε που πήγαινε στην αγορά με τον παππού της. Το 'χε μεράκι με τις μουστάρδες ο μακαρίτης. «Ποτέ δυνατή μουστάρδα με το ψάρι, Δεσπούλα», της έλεγε, «το κάθε φαγητό θέλει και τη μουστάρδα του». Α, ρε παππού, σκέφτηκε η Δέσπω, στον πόλεμο άραγε να είχατε μουστάρδες;... Με τους παλμούς ανεβασμένους, την ανάσα λίγο κομμένη και τα αντανακλαστικά της σε εγρήγορση, άρπαξε 2-3 μουστάρδες, όποιες να 'ναι, τις πέταξε στο καλάθι και τράβηξε για τα κατεψυγμένα, ύστερα στις κονσέρβες, στους ξηρούς καρπούς, στα απορρυπαντικά, έως ότου το καρότσι τίγκαρε μέχρι απάνω, να 'ναι βέβαιη πως για μέρες δεν θα χρειαστεί να ξαναεκθέσει τον εαυτό της στην πλατφόρμα του αόρατου εχθρού.
Η ταμίας ήταν προσεκτική. «Να σας βοηθήσω να τα βάλουμε στις σακούλες;» ρώτησε τη Δέσπω, «όχι, ευχαριστώ» είπε εκείνη, παρόλο που την είδε, φορούσε και μάσκα και γάντια, ποτέ δεν ξέρεις.
Λίγο πριν βγει όμως από την πόρτα, το άκουσε. Ένα τεράστιο ΑΨΟΥ ήχησε εκκωφαντικά από τα τυριά! Ευθύς αμέσως τα καρότσια ακινητοποιήθηκαν, οι ψίθυροι, όσοι υπήρχαν, βουβάθηκαν, τα σώματα πάγωσαν, μια νεκρική σιωπή και ακαμψία τρόμου κατέκλυσε όλο το μαγαζί για λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι που ακούστηκε μια φωνή, από τα τυριά πάντα: «Φοράω μάσκα και έβαλα και τον αγκώνα μου μπροστά!» Οι γριούλες ξεσηκώθηκαν. «Απαράδεκτο!», φώναξαν, «θα αιτηθώ στη διεύθυνση, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό εντός του καταστήματος!». Οι υπάλληλοι προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον παρευρισκόμενο κόσμο που έτρεξε πανικόβλητος προς την έξοδο, ποδοπατώντας τα απορρυπαντικά σε προσφορά στην αρχή του διαδρόμου.
Κατόπιν κατέφτασε ο διευθυντής αλαφιασμένος, ενώ οι ταμίες ψέκαζαν με dettol αντισηπτικό εναέριου χώρου. «Το κατάστημα κλείνει για δύο ώρες για απολύμανση!» ανήγγειλε.
Η Δέσπω εν τω μεταξύ είχε βρει καταφύγιο στο αυτοκίνητό της από την πρώτη στιγμή. Έφτασε σπίτι, απολύμανε τις συσκευασίες και τις άφησε στην αυλή να αερίζονται. Έβγαλε ρούχα και παπούτσια και μπήκε στο ντους. Ηταν εξουθενωμένη. Χτύπησε το κινητό της, μήνυμα από έναν Ιταλό φίλο της. «Ηow is the situation in Greece? Me, trying not to get crazy at home» (μετ.: Πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα; Προσπαθώ να μην τρελαθώ στο σπίτι...)
«I just came back from the super market, the most dangerous area these days... While shopping there is an increasing rate of stress for the invisible enemy. Θα Νικήσουμε Claudio!» (μετ: Μόλις γύρισα από το σούπερ μάρκετ, την πιο επικίνδυνη περιοχή αυτές τις μέρες. Καθώς ψωνίζεις υπάρχει αύξηση του άγχους για τον αόρατο εχθρό. Θα νικήσουμε, Κλαούντιο). «Θα νικήσουμε, Δέσπω, Venceremos!»
Μέρες Κορονοϊού
Ξύπνησε με μια αίσθηση μουδιάσματος. Όχι στο σώμα της, αλλά στη διάθεσή της. Η σπίθα του πρωινού ξυπνήματος, της καινούργιας αρχής, μέρα με τη μέρα γινόταν πιο αχνή, πιο ξέπνοη. Κοιτάζοντας έξω συνειδητοποίησε ότι όντως αυτή η μέρα ήταν διαφορετική. Είχε συννεφιά. «Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου», σκέφτηκε, αν και δεν ήταν Κυριακή, ήταν Δευτέρα. Μια Δευτέρα χωρίς το νόημα της Δευτέρας, χωρίς πρωινό υποχρεωτικό ξύπνημα, χωρίς το γλυκόπικρο «σιχτίρι» που τελείωσε το Σαββατοκύριακο, χωρίς να έχει προηγηθεί Σαββατοκύριακο. Ηταν ακόμη μια μέρα. Και δεν ήταν διακοπές. Ηταν καραντίνα.
Σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται. Σήμερα έπρεπε να γίνει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, φόρεσε αδιάβροχο και μποτάκια, έβαλε πλαστικά γάντια και χειρουργική μάσκα και ξεκίνησε για την πιο επικίνδυνη αποστολή της εβδομάδας. Τα δύσκολα είναι καλό να γίνονται στην αρχή, να μην τα αναβάλλεις για αύριο, σκέφτηκε καθώς οδηγούσε. Μετά από πέντε λεπτά οδήγησης έφτασε στον προορισμό της. Μπήκε μέσα ενώ η πόρτα άνοιξε αυτόματα. Κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς τις πατάτες. Απέφυγε μια κυρία χωρίς μάσκα που... αφού έξυσε τη μύτη της (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!) έπιασε τα κρεμμύδια! Και μάλιστα δεν πήρε ό,τι έπιασε αλλά τα ζούλαγε και τα διάλεγε κιόλας! «Πού ζείτε, κυρία μου!» Στον διάδρομο με τα κωλόχαρτα, ερχόταν ένας κύριος από το αντίθετο ρεύμα. Υποψιασμένος. Κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν στα δύο μέτρα απόσταση. «Ξέρετε, έβηχα χθες» της είπε χαμηλόφωνα κι ενοχικά... Αντάλλαξαν βλέμματα αλληλεγγύης κι έφυγαν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Η εμπόλεμη ζώνη, το σούπερ μάρκετ, δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη τη μέρα. Η αόρατη απειλή, ο αόρατος εχθρός, μπορούσε να είναι παντού. Στις συσκευασίες, στα μπρόκολα, στις σφουγγαρίστρες, ακόμη και στον αέρα!
Οι άνθρωποι συναντιόνταν στους διαδρόμους ανάμεσα σε κονσέρβες, ζαρζαβατικά και κωλόχαρτα, κοιτάζονταν με επιφύλαξη, άλλες φορές συνωμοτικά. Άλλοτε απέφευγαν ο ένας το βλέμμα του άλλου, θες από ψευδαίσθηση ότι , αν δεν κάνεις οπτική επαφή , αποφεύγεις τη μετάδοση του ιού, θες από ντροπή που κυριαρχούσε τόσος φόβος και αποξένωση μεταξύ τους λόγω ενός αόρατου τεράστιου εχθρού, θες η σκέψη ότι ο κάθε περαστικός ήταν εν δυνάμει φορέας. Ο αόρατος εχθρός τα έκανε όλα ύποπτα, και ήταν ύπουλος και πανούργος, έψαχνε επιφάνειες να εξαπλωθεί και ανθρώπινους οργανισμούς για να χωθεί, πρώτα στον λαιμό, κι αν είναι τυχερός να τρυπώσει στους πνεύμονες να κάνει φωλιά!
Έφτασε στις μουστάρδες. Εδώ, προ καραντίνας, τον παλιό καιρό, μέχρι πριν από πέντε μέρες δηλαδή, η Δέσπω συνήθιζε να περνάει πολύ χρόνο. Τη χαλάρωνε να χαζεύει τις συσκευασίες, να διαβάζει τις διαφορετικές ποικιλίες, ήταν μια συνήθεια που είχε αποκτήσει από παιδί, τότε που πήγαινε στην αγορά με τον παππού της. Το 'χε μεράκι με τις μουστάρδες ο μακαρίτης. «Ποτέ δυνατή μουστάρδα με το ψάρι, Δεσπούλα», της έλεγε, «το κάθε φαγητό θέλει και τη μουστάρδα του». Α, ρε παππού, σκέφτηκε η Δέσπω, στον πόλεμο άραγε να είχατε μουστάρδες;... Με τους παλμούς ανεβασμένους, την ανάσα λίγο κομμένη και τα αντανακλαστικά της σε εγρήγορση, άρπαξε 2-3 μουστάρδες, όποιες να 'ναι, τις πέταξε στο καλάθι και τράβηξε για τα κατεψυγμένα, ύστερα στις κονσέρβες, στους ξηρούς καρπούς, στα απορρυπαντικά, έως ότου το καρότσι τίγκαρε μέχρι απάνω, να 'ναι βέβαιη πως για μέρες δεν θα χρειαστεί να ξαναεκθέσει τον εαυτό της στην πλατφόρμα του αόρατου εχθρού.
Η ταμίας ήταν προσεκτική. «Να σας βοηθήσω να τα βάλουμε στις σακούλες;» ρώτησε τη Δέσπω, «όχι, ευχαριστώ» είπε εκείνη, παρόλο που την είδε, φορούσε και μάσκα και γάντια, ποτέ δεν ξέρεις.
Λίγο πριν βγει όμως από την πόρτα, το άκουσε. Ένα τεράστιο ΑΨΟΥ ήχησε εκκωφαντικά από τα τυριά! Ευθύς αμέσως τα καρότσια ακινητοποιήθηκαν, οι ψίθυροι, όσοι υπήρχαν, βουβάθηκαν, τα σώματα πάγωσαν, μια νεκρική σιωπή και ακαμψία τρόμου κατέκλυσε όλο το μαγαζί για λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι που ακούστηκε μια φωνή, από τα τυριά πάντα: «Φοράω μάσκα και έβαλα και τον αγκώνα μου μπροστά!» Οι γριούλες ξεσηκώθηκαν. «Απαράδεκτο!», φώναξαν, «θα αιτηθώ στη διεύθυνση, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό εντός του καταστήματος!». Οι υπάλληλοι προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον παρευρισκόμενο κόσμο που έτρεξε πανικόβλητος προς την έξοδο, ποδοπατώντας τα απορρυπαντικά σε προσφορά στην αρχή του διαδρόμου.
Κατόπιν κατέφτασε ο διευθυντής αλαφιασμένος, ενώ οι ταμίες ψέκαζαν με dettol αντισηπτικό εναέριου χώρου. «Το κατάστημα κλείνει για δύο ώρες για απολύμανση!» ανήγγειλε.
Η Δέσπω εν τω μεταξύ είχε βρει καταφύγιο στο αυτοκίνητό της από την πρώτη στιγμή. Έφτασε σπίτι, απολύμανε τις συσκευασίες και τις άφησε στην αυλή να αερίζονται. Έβγαλε ρούχα και παπούτσια και μπήκε στο ντους. Ηταν εξουθενωμένη. Χτύπησε το κινητό της, μήνυμα από έναν Ιταλό φίλο της. «Ηow is the situation in Greece? Me, trying not to get crazy at home» (μετ.: Πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα; Προσπαθώ να μην τρελαθώ στο σπίτι...)
«I just came back from the super market, the most dangerous area these days... While shopping there is an increasing rate of stress for the invisible enemy. Θα Νικήσουμε Claudio!» (μετ: Μόλις γύρισα από το σούπερ μάρκετ, την πιο επικίνδυνη περιοχή αυτές τις μέρες. Καθώς ψωνίζεις υπάρχει αύξηση του άγχους για τον αόρατο εχθρό. Θα νικήσουμε, Κλαούντιο). «Θα νικήσουμε, Δέσπω, Venceremos!»
Μέρες Κορονοϊού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου