Τρίτη, Μαρτίου 17, 2020

befunky-collage_12.jpg

Εράν, Βυζαντινά Αμαρτήματα: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου

Άγγελος Γεραιουδάκης

Οι πρωταγωνιστές φτάνουν στα άκρα, δίνονται στη ζωή και τους δίνεται, αφιερώνονται στον Θεό ή Τον απαρνούνται, γίνονται θύματα της εικόνας τους ή οδηγούνται στο εράν διά του οράν της ψυχής
Την ερχόμενη Πέμπτη (19/3) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το νέο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου με τίτλο «Ἐρᾶν, Βυζαντινά Αμαρτήματα». Η ιστορία μας μεταφέρει στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 766 μ.Χ. Η Λυγινή και ο Υάκινθος σύρονται μαζί με πλειάδα μοναχών στον Ιππόδρομο, διαπομπεύονται και τους παντρεύουν με τη βία. Κρύβουν και οι δύο επτασφράγιστα μυστικά, τα οποία θα σημαδέψουν τις ζωές τους κι εν πολλοίς θα τις καθορίσουν κατά την οδύσσειά τους. Ο Ροδανός, αγγελοπρόσωπος, ριψοκίνδυνος, θηρευτής των ηδονών, μα και με φοβερά μυστικά να τον σφιχτοδένουν, είναι συνάμα προσηλωμένος σε ό,τι θεωρεί χρέος.
Γύρω από αυτούς τους τρεις ήρωες και το μυστήριο του Ιερού Στιχαρίου, το οποίο θα μπορούσε ν’ ανατρέψει αυτοκράτορες και πολιτικές δεκαετιών, κινείται η μυθοπλασία κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα με φόντο την Εικονομαχία και την καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Θράκη. Σε μια μοναδική εποχή, άγνωστη και μυθώδη. Τους πλαισιώνουν αρκετοί δευτεραγωνιστές, όπως ο μοχθηρός Ερμάς, ο καλλιεργημένος δούλος Κιτίν, ο Αρκάδιος που τον μεγάλωσε στο δάσος μια αρκούδα, η θεατρίνα Γοργονία, ο πατρίκιος Φωκάς με την ομάδα των Λεόντων του, ο μαύρος ευνούχος Αράν και άλλοι.
Οι πρωταγωνιστές φτάνουν στα άκρα, ερωτεύονται παράφορα, ζουν ανέμελα, δίνονται στη ζωή και τους δίνεται, ταπεινώνονται, συνθλίβονται, ανακάμπτουν, ξαναπέφτουν στον βούρκο, καταρρέουν, αφιερώνονται στον Θεό ή Τον απαρνούνται, γίνονται θύματα της εικόνας τους ή οδηγούνται στο εράν διά του οράν της ψυχής. Έχουν να αντιμετωπίσουν συκοφαντίες, πολέμους, ραδιουργίες, θανάσιμους εχθρούς, έναν έρωτα-σφαγή, εφιάλτη και όνειρο και, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Μυρουδιά κοπριάς, καπνού και απορριμμάτων πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ένα σμήνος πουλιών πετούσε κατά τον Κεράτιο Κόλπο, έκρυβε αχνό πούσι τη Χρυσούπολη και τη Χαλκηδόνα κι ερχόταν ακαθόριστο βουητό ιαχών απ’ τον Ιππόδρομο. 
Με άγρια παραγγέλματα, μαστιγώματα και σπρωξίματα οι φρουροί ανάγκαζαν τους καλογέρους να βγουν απ’ τους στάβλους των Βένετων, όπου τους κρατούσαν φυλακισμένους επί δύο και τρία μερόνυχτα. Ακούγονταν πονεμένες κραυγές, βογκητά, αναθέματα, κατάρες, μα και βλαστήμιες, ενώ σύννεφο σκόνης χρύσωνε με τη βοήθεια του πρωινού ήλιου τους ιερωμένους. Θαρρείς ασχημάτιστο κι αναποφάσιστο φωτοστέφανο, προτού διαμοιραστεί και κυκλώσει τα κεφάλια των εκλεκτών να ανακηρυχθούν σε αγίους και οσίους.
Το ίδιο βάναυσα ωθούσαν κι από τους στάβλους των Πρασίνων, προς τη χωμάτινη αυλή με τη λίθινη ποτίστρα στη μέση και τον πετρόκτιστο περίβολο, έτερη φουρνιά, θηλυκού γένους. Καλογριές με βλέμματα φοβισμένα, δίχως μαφόρια να καλύπτουν τα κεφάλια τους και κοντοκουρεμένες, με βαθιές ψαλιδιές ως το λευκό του δέρματος κι όλες ανισομεγέθεις.
Όπως συμπτύσσονταν οι δυο ομάδες στις γειτονικές αψιδωτές εξόδους των στάβλων, άρπαζαν οι φρουροί στην τύχη μια μοναχή κι έναν μοναχό, τους ανάγκαζαν να πιαστούν χέρι με χέρι και να προχωρήσουν αντάμα. Τολμούσαν μερικοί ν’ αποτραβηχτούν, με άμεση συνέπεια να δέχονται απανωτά χτυπήματα στις πλάτες ή και κατά πρόσωπο με τις λαβές των ξιφών και τα μαστίγια. Έσπαζαν δόντια και μύτες κι έτρεχαν αυλακιές αίματος στα κατάλευκα μάγουλα, καθώς τους είχαν ξυρίσει τις προηγούμενες ημέρες.
Ο Υάκινθος ένιωσε το χέρι μιας καλογριάς να δένεται με το δικό του, μα δεν έστρεψε να την ιδεί. Όποια κι αν ήταν η όψη της, νέας ή γραίας, καλλίμορφης ή όχι, δε σήμαινε τίποτε για εκείνον. Μόνο τη ρώτησε: «Πώς σε ονομάζουν;»
«Λυγινή», αποκρίθηκε με τρέμουλο κι ασυνήθιστη γλυκύτητα στη φωνή της. «Και στο καλογερικό μου, Μάρθα».
«Πόσων χρόνων είσαι;»
«Δεκαπέντε. Εσένα πώς σε λέγουν;»
«Υάκινθο. Μη φοβάσαι, μας σκεπάζουν οι φτερούγες του Θεού».
Ανά ζευγάρια το μαύρο ποτάμι των τετρακοσίων ρασοφόρων διάβηκε μπροστά από το Διίππιο, όπου στάθμευαν οι ηνίοχοι των ιπποδρομιών τα άρματά τους, και ξεχύθηκε στη Μέση Οδό στο ύψος του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου. Απέμεναν περί τα διακόσια μέτρα έως τον Ιππόδρομο. Παραπλεύρως, εν είδει κινούμενης όχθης, μα και ξοπίσω ακολουθούσαν οι φρουροί βιάζοντάς τους να μη χασομερούν.
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» πήρε να ψέλνει χαμηλόφωνα ο Υάκινθος και συνέχισε με αυξανόμενη ένταση, ενθαρρύνοντας έτσι και τους υπόλοιπους καλογέρους και καλογριές να τον μιμηθούν. Ωστόσο πάλι τους κάλυπτε όλους με την εντυπωσιακά δυνατή και καθαρή σαν κρύσταλλο φωνή του.
Ο πλάγιος τέταρτος ήχος της ψαλμωδίας δεν άργησε να σιγήσει και να δώσει τη θέση του σε πονεμένα ουρλιαχτά και γογγυσμούς. Χύμηξαν οι φρουροί και μαστίγωναν με μανία τους μελωδούντες, χωρίς ν’ αμελήσουν να περιποιηθούν ιδιαιτέρως τον Υάκινθο ως υποδαυλιστή της γαλήνιας ανταρσίας. Επειδή το γαλήνιο τρομάζει πιότερο τους φορείς κάθε εξουσίας ή προσφέρεται για εύκολο θύμα.
Αμέτοχη στην επίκληση της Παναγίας μέσω του τροπαρίου φάνταζε να ’ναι η Λυγινή. Βάδιζε πλάι στον Υάκινθο όπως η τρομαγμένη πέρδικα και αδυνατούσε να καταλάβει για ποιον λόγο γίνονταν τούτα. Γιατί να διώκουν τα πιο αγαθά πλάσματα, τα αφιερωμένα στον Θεό; Τι λογής διαβολική ενέργεια απανθράκωσε το μυαλό του βασιλέα και στράφηκε εναντίον τους; Τι έμελλε να τους κάμουν; Να τους σκοτώσουν; Να τους βασανίσουν μέχρι να βγει η έσχατη πνοή τους; Να γίνουν μάρτυρες για την πίστη τους όπως τόσοι και τόσοι χριστιανοί επί Νέρωνα, Δομιτιανού, Δέκιου και Διοκλητιανού;
Πάντως εκμαύλισαν γρήγορα τα κοριτσίστικα μάτια της άλλες σκέψεις και αφορμές. Διανύοντας προς το παλάτι το τελευταίο κομμάτι της Μέσης Οδού, το καλούμενο Μίλι, γυρόφερνε το βλέμμα εκστασιασμένη. Πρώτη φορά βρισκόταν στο κέντρο της Πόλης και όσα αντίκριζε εξακόντιζαν τον θαυμασμό της. Έρχονταν και τόσο κόντρα με το μουντό μοναστήρι, απ’ όπου μάζεψαν οι στρατιώτες το προηγούμενο βράδυ όλες τις μοναχές και τις μετέφεραν με πλοίο και στη συνέχεια με άμαξες στους στάβλους των Πρασίνων. Παρατηρούσε τον πλακόστρωτο και σκεπαστό δρόμο, τις λίθινες σκάλες που οδηγούσαν σε αίθουσες κι εργαστήρια στο δεύτερο πάτωμα, τις ένθεν κακείθεν κιονοστοιχίες –στυλοβάτες της οροφής–, τα καταστήματα στο βάθος των στοών ή άλλως πως εμβόλων, τα αγάλματα, τους ανδριάντες, τις απεικονίσεις αρματοδρομιών και, μακρύτερα, τα επενδυμένα με λευκό μάρμαρο κτίρια και τις μολυβένιες στέγες εκκλησιών και επαύλεων.
«Εδώ, στα πλευρικά τοιχώματα της οδού, υπήρχαν παραστάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τις αντικατέστησε ο αιρετικός βασιλέας με αρματοδρομίες», μουρμούρισε ο Υάκινθος, σκουπίζοντας τα αίματα στο στόμα του.
Εννοούσε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄, ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του Λέοντα Γ΄ όσον αφορά την απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και την αποτύπωση με οποιονδήποτε τρόπο της μορφής του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων και των αγγέλων. Προσέτι καταδίωξε την πλειονότητα των μοναχών, καθώς προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στις σχετικές με τα ανωτέρω αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας του 754.
Η Λυγινή δεν απάντησε. Την προσοχή της τράβηξε η Γοργονία, η οποία προπορευόταν μερικά μέτρα και κάθε τόσο έστρεφε κατά την προστατευόμενή της. Κρατούσε το χέρι ενός καχεκτικού και μεσόκοπου καλόγερου και, ούσα η ίδια νεότατη, ευσταλής και υψηλότερου αναστήματος, έδειχνε να διασκεδάζει με την παράταιρη σύζευξη.
«Τουλάχιστον εσένα σου έτυχε νέος, όμορφος και ψωμωμένος! Εγώ τι προκοπή να ιδώ με τούτον τον κακορίζικο!» της φώναξε η Γοργονία και χασκογελούσε.
Κάμποσοι μοναχοί ολόγυρα τη λοξοκοίταξαν επιτιμητικά, παραξενεμένοι απ’ την αήθη συμπεριφορά της. Προφανώς δε γνώριζαν την προϊστορία της και, σε κάθε περίπτωση, έκριναν ως επαίσχυντα και βλάσφημα τα λόγια της.
Την ίδια στιγμή άρχισαν να επιτίθενται λεκτικά στο σμάρι των καλογέρων περαστικοί και χασομέρηδες.
«Εμπρός, κουτρούληδες!» όπως αποκαλούσαν εν γένει τους διαπομπευόμενους επειδή τους κούρευαν. «Εμπρός, ταυροπαπάδες!» «Ειδωλολάτρες!» «Φαύλοι!» «Αιρετικοί!» «Ξυλολάτρες!»
Σαν να μην αρκούσε η διά στόματος βαρβαρότητα, άρπαζαν κοπριές και ακαθαρσίες απ’ το πλακόστρωτο και τις εκσφενδόνιζαν εναντίον τους.
Όσο πλησίαζαν προς τον τόπο του μαρτυρίου τους, τόσο πλήθαιναν οι επιθέσεις του όχλου. Ωστόσο οι ιερωμένοι βάδιζαν χωρίς ν’ αντιδρούν, με στωικότητα και, τουλάχιστον, με εξωτερική πραότητα. Γιατί η πίστη, σε οτιδήποτε κι αν απευθύνεται, απαιτεί μια κάποια οφθαλμοφανή απόδειξη.
Φτάνοντας στα Μάγγανα ή Ponte Magna, την πλευρά του Ιπποδρόμου με τις εισόδους, έβγαιναν απ’ την κεντρική θολωτή πύλη-σήραγγα με φόρα τέσσερα άρματα. Είχαν αγωνιστεί πρωτύτερα, ως προεόρτιο ή ζέσταμα του κοινού, στη μοναδική αρματοδρομία της ημέρας. Δεξιά και αριστερά παρέμειναν κλειστές οι δώδεκα χαμηλότερες πύλες με τις δίφυλλες καγκελωτές πόρτες. Το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία ξέσπασε σε θριαμβευτικές ιαχές, αποθεώνοντας τους ηνιόχους των αρμάτων, οι οποίοι, με ύφος ηρώων κι ανεμίζοντας εις εξ αυτών το πορφυρό μανδήλιον της νίκης, οδηγούσαν τα άλογα προς τη Μέση Οδό και το Διίππιο. Τους ακολούθησαν, μάλιστα, τρέχοντας δεκάδες αλαλάζοντες οπαδοί, ενώ άλλοι αγόραζαν ομοιώματα με τη μορφή των ειδώλων τους· ξύλινα, κεραμικά, μαρμάρινα ή χάλκινα.
Στο μεταξύ οι στρατιώτες στάθηκαν στην κεντρική πύλη, το Πρωτόθυρο, και ανάγκαζαν τους καλογέρους και τις καλογριές να προχωρήσουν σε παράταξη ανά ζεύγη. Η Λυγινή και ο Υάκινθος διέσχισαν πιασμένοι χέρι με χέρι την ημισκότεινη σήραγγα. Προτού βρεθούν ξανά στο φως, υψώθηκε μέγα βουητό καθώς οι προπορευόμενοι έμπαιναν κιόλας στον στίβο.
Περί τις τριάντα χιλιάδες θεατές, σχεδόν και τα εννιακόσια μέλη των Βένετων και τα χίλια πεντακόσια των Πρασίνων, συγκλητικοί, κάθε λογής αξιωματούχοι, μεροκαματιάρηδες και καταφρονημένοι, ζητιάνοι και δούλοι, άντρες και περιορισμένος αριθμός γυναικών, ούρλιαζαν δαιμονισμένα στις κερκίδες αντικρίζοντας τα διαπομπευόμενα ζευγάρια των ιερωμένων.
Όπως η θλιβερή κουστωδία παρήλαυνε στη δεξιά πλευρά του μακρόστενου και σε σχήμα πετάλου Ιπποδρόμου, τους χλεύαζαν, τους λοιδορούσαν, τους έβριζαν σκαιότατα, τους έφτυναν και τους πετούσαν υπολείμματα των φαγητών που είχαν μαζί τους ή ψώνιζαν απ’ τους μικροπωλητές. Κάμποσοι ορμούσαν στον στίβο, χούφτωναν σκόνη, κοπριές αλόγων και χαλίκια και τα εκσφενδόνιζαν εναντίον τους, ενώ τους χτυπούσαν κι οι φρουροί. Απειλούσαν να τους λιντσάρουν, τους αποκαλούσαν ειδωλολάτρες, Νεστοριανούς, αποβράσματα, ελεεινούς κι επιστράτευαν πλείστες όσες ονομασίες απ’ το ζωικό βασίλειο, αλλά και κάθε πρόστυχη λέξη που συνταίριαζε ο νους τους. Με πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα, αναμαλλιάρηδες, βρόμικοι, με πυρακτωμένα βλέμματα και ξεδοντιασμένες σιαγόνες εκστόμιζαν αισχρότητες μετά ραντισμάτων σιέλου, κραύγαζαν άγρια κι έκαναν άσεμνες ή οργίλες χειρονομίες θαρρείς και στρέφονταν κατά των επαχθέστερων εχθρών τους.
Μέσα στον αήθη χορό του δαιμονισμένου όχλου, η Λυγινή έσφιξε δυνατά το χέρι του Υάκινθου και κόλλησε πάνω του.
«Μα σε τι φταίξαμε;» μουρμούρισε. «Γιατί τόσο μίσος; Φοβάμαι».
«Άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», της απάντησε και την απώθησε. «Η πίστη μας στον Χριστό θα μας προστατέψει. Κι αν ο Ύψιστος επιτρέψει τη θυσία μας, αυτή θα είναι η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής μας, διότι θα μας οδηγήσει κοντά Του».
Ο Υάκινθος περπατούσε ωσάν ξένος του κόσμου τούτου· απαστράπτων προφήτης έτοιμος ν’ αναληφθεί στους ουρανούς ή άγγελος περιβεβλημένος με εκθαμβωτικό φως.
«Εγώ δε θέλω να πεθάνω. Λαχταρώ να ζήσω», αντέτεινε η Λυγινή, απορώντας κι η ίδια με την αυθάδειά της.
Συνάμα παρατηρούσε με τρόμο να μαστιγώνουν κτηνωδώς καμιά δεκαριά μοναχούς στο Στάμα, κάτωθεν του αυτοκρατορικού θεωρείου, του λεγόμενου Καθίσματος. Εκεί όπου σταματούσαν οι ηνίοχοι τα άρματά τους προκειμένου να χαιρετήσουν τον βασιλέα. Τους είχαν γυμνώσει τις ράχες, τους πίεζαν να ποδοπατήσουν μια σειρά εικόνες στρωμένες στο έδαφος και χάραζαν τα μαστίγια αιμάτινες γραμμές στο τρυφερό τους δέρμα. Παρέκει, είκοσι μοναχοί καβαλίκευαν ανάποδα σε ισάριθμα ασαμάρωτα γαϊδούρια και κρατιούνταν οι δύστυχοι απ’ τις ουρές των αγαθών ζωντανών. Πήραν να τους περιφέρουν οι φρουροί στον τετρακοσίων πενήντα μέτρων μήκους Ιππόδρομο, υβρίζοντάς τους και εξευτελίζοντάς τους με παντοίους τρόπους, ενώ ξέσκιζαν τα ιμάτιά τους προς τέρψη των άγριων συναισθημάτων των θεατών.
Λίγα βήματα μπροστά της ένας θηριώδης στρατιώτης, κραδαίνοντας το αιχμηρό του ξίφος, απαιτούσε από μια νεαρή καλογριά να σηκώσει το μαύρο ράσο για να φανούν τ’ απόκρυφά της. Ειδάλλως θα της έκοβε τον λαιμό.
«Μη δεχτείς να σε γυμνώσουν. Μη δεχτείς τοιαύτη ατιμία», της συνέστησε ο Υάκινθος.
Ο φόβος του θανάτου, ο τόσο φυσιολογικός και ανθρώπινος, κατέλαβε τη Λυγινή.

Γιάννης Καλπούζος - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: