ΟΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ
(Αμνηστεία '64)
Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε
απ' τη μεριά της εξορίας γυρίσανε
απ' τη μεριά της εξορίας γυρίσανε
Το σπίτι αδειανό σβησμέν' η φωτιά
ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός
η μάνα δεν ζει
κι ένα πουλάκι λαλεί.
Είμαστ' οι πρώτοι κι ακολουθάνε
αναστημένοι χίλιοι νεκροί
ίδιοι καιροί ξημερώνουνε πάλι
να η φωτιά να η ζωή.
ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός
η μάνα δεν ζει
κι ένα πουλάκι λαλεί.
Είμαστ' οι πρώτοι κι ακολουθάνε
αναστημένοι χίλιοι νεκροί
ίδιοι καιροί ξημερώνουνε πάλι
να η φωτιά να η ζωή.
Πατέρας γιος πρώτη φορά φιλήθηκαν
γνώρισ' ο κόσμος τ' άσπρα μαλλιά θυμήθηκαν
γνώρισ' ο κόσμος τ' άσπρα μαλλιά θυμήθηκαν
Σπαθίζει τις πίκρες
ήλιος λαμπρός
στους δρόμους γιορτή
τραγούδι ανεμίζει
πλήθος λαός
κι ένα πουλάκι λαλεί:
ήλιος λαμπρός
στους δρόμους γιορτή
τραγούδι ανεμίζει
πλήθος λαός
κι ένα πουλάκι λαλεί:
Είμαστ' οι πρώτοι κι ακολουθάνε
αναστημένοι χίλιοι νεκροί
ίδιοι καιροί ξημερώνουνε πάλι
να η φωτιά να η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου