Πώς γλίτωσα τον εκκλησιασμό
Όταν ήμουν στην πέμπτη δημοτικού, ο αδελφός του πατέρα μου, που δεν είχε δικά του παιδιά και ήθελε πάντα να έχει λόγο στο πώς μεγάλωνα, μού υποσχέθηκε πως την Μ. Πέμπτη θα με έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία να ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια και πως από δω κι εμπρός θα πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Ήθελα να δω τον κύριο Γρηγόρη να σταυρώνει το Χριστό και να μην ακούω το σφυρί και τα καρφιά από το ραδιόφωνο. Από την άλλη όμως με ανησυχούσαν τα δώδεκα ευαγγέλια, μου φαίνονταν πολλά, και το κάθε Κυριακή μού προκαλούσε τρόμο.
Σε όλη τη διαδρομή ως τον Άγιο Διονύσιο ο θείος μου με κρατούσε από το χέρι, πράγμα που δεν έκανε ο πατέρας μου, γιατί ήμουν πια μεγάλος. Αλλά και μέσα στην εκκλησία, πάλι από το χέρι με κρατούσε κι εγώ ήθελα να αλλάξω χέρι, αλλά δεν μπορούσα.
Όλα ήταν πολύ βαρετά, πάρα πολύ βαρετά και το θέαμα αργούσε. Σκεφτόμουν τα κόκκινα αυγά στο σπίτι. Η μάνα μου ήθελε να βάψει τριάντα, εγώ εξήντα και συμβιβαστήκαμε στα 40. Όλα κόκκινα. Εγώ ήθελα κι άλλα χρώματα, αλλά η μάνα μου έλεγε ότι τα αυγά του πάσχα είναι κόκκινα και δε σήκωνε αντίρρηση. Μόνο τότε που ήμουν πολύ μικρός και είχα πάθει μαγουλάδες και γκρίνιαζα κλεισμένος στο σπίτι μού έδωσε στουπί και μέ έβαλε να βγάζω τις άσπρες κλωστές, για να μείνουν μόνο οι χρωματιστές. Δυο μέρες έβγαζα τις άσπρες κλωστές και μετά πήρε τις χρωματιστές κλωστές, τις τύλιξε γύρω από τα αυγά και τα έβρασε. Βγήκαν έξι πολύ ωραία χρωματιστά αυγά, αλλά ποτέ άλλοτε δεν μπήκαν χρωματιστά αυγά στο σπίτι μας. Όμως εγώ, άμα μεγαλώσω θά βάφω για τα παιδιά μου χρωματιστά αυγά.
«Θείε, πόσα ευαγγέλια έχουν πει;» -«Σουτ, μη μιλάς».
Και μετά με έτρωγε το πόδι μου κι έσκυβα να το ξύσω κι ο θείος με τράβαγε να μη σκύβω. Και μετά άρχισε να με τρώει το άλλο πόδι και δεν μπορούσα να το ξύσω, γιατί το άλλο χέρι το κρατούσε ο θείος μου. Και τράβηξα το χέρι μου, αλλά ο θείος μου μού το ξανάπιασε. «Σταμάτα να ξύνεσαι και πρόσεχε». -«Πόσα ευαγγέλια έχουν πει;», -«να μην ξαναμιλήσεις.» Τότε κατάλαβα πως ο θείος μου δεν ήξερε πόσα ευαγγέλια είχαν πει και κόντευα να τρελαθώ από τη φαγούρα, που πλέον απλωνόταν σε όλο μου το σώμα.
Και μετά με έτρωγε το πόδι μου κι έσκυβα να το ξύσω κι ο θείος με τράβαγε να μη σκύβω. Και μετά άρχισε να με τρώει το άλλο πόδι και δεν μπορούσα να το ξύσω, γιατί το άλλο χέρι το κρατούσε ο θείος μου. Και τράβηξα το χέρι μου, αλλά ο θείος μου μού το ξανάπιασε. «Σταμάτα να ξύνεσαι και πρόσεχε». -«Πόσα ευαγγέλια έχουν πει;», -«να μην ξαναμιλήσεις.» Τότε κατάλαβα πως ο θείος μου δεν ήξερε πόσα ευαγγέλια είχαν πει και κόντευα να τρελαθώ από τη φαγούρα, που πλέον απλωνόταν σε όλο μου το σώμα.
Κάποια στιγμή έσβησαν τα φώτα κι η εκκλησία φωτιζόταν μόνο από τα κεριά. Ωραίο ήταν αυτό και κατάλαβα πως ήρθε η ώρα. Κι ο παπα-Γιάννης βγήκε από την αριστερή πόρτα του ιερού κουβαλώντας το σταυρό στον ώμο του κι έψελνε αργά αργά και μακρόσυρτα «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Και άρχισε να έρχεται στον κεντρικό διάδρομο που καθόμασταν εμείς. Και τότε είδα ότι ο παπά-Γιάννης είχε δέσει στο σταυρό μια πλακέ μπαταρία κι ένα λαμπάκι που φώτιζε ένα χαρτί κολλημένο στο σταυρό. Κι από αυτό το χαρτί διάβαζε γραμμένα με το χέρι τα λόγια που έψελνε. Κι όταν έφτασε μπροστά μου διάβασα κι εγώ στο χαρτί «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν οίδασι την γην κρεμάσας». Και τότε έδειξα με το χέρι και με φωνή που ενδυνάμωναν ο θρίαμβος κι η διαμαρτυρία φώναξα «είναι ανορθόγραφο». Ο καημένος ο παπα-Γιάννης είχε μπερδέψει τα ύδατα με το «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
Η αντίδραση του θείου μου ήταν ακαριαία. Με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε έξω από την εκκλησία, χωρίς να δούμε τον κύριο Γρηγόρη να σταυρώνει τον Χριστό. Ο θείος μου έδειχνε πολύ θυμωμένος. Δεν με κρατούσε πια από το χέρι, αλλά με τραβούσε από το μπράτσο και δεν έλεγε τίποτε. Μόνο όταν κοντεύαμε στο σπίτι μού είπε «εσύ, όταν μεγαλώσεις, θα γίνεις δάσκαλος». Και ποτέ πια δεν με ξαναπήρε στην εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου