Ποιος χρειάζεται ένα νέο ΠΑΣΟΚ;
Του Νίκου Ξυδάκη , βουλευτή
Κεντροαριστερά ή νέο ΠΑΣΟΚ; Ριζοσπαστική ή ρεαλιστική αριστερά; Μήπως σοσιαλδημοκρατία;
Οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να ξεκινά από το ποιες είναι οι ανάγκες και οι προσδοκίες της κοινωνίας, σήμερα· της ελληνικής κοινωνίας μετά την οξεία φάση της κρίσης. Η κρίση που ξέσπασε το 2009-2010 οδήγησε τους μικρομεσαίους Ελληνες σε μόνιμες απώλειες και διαρκή επισφάλεια, τους στέρησε συχνά ακόμη και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις κοινωνικής αναπαραγωγής. Ακόμη και χωρίς το σοκ της εθνικής χρεοκοπίας, η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η ρομποτική στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, η ψηφιακή οικονομία, τα μοντέλα οικονομίας διαμοιρασμού, μετασχηματίζουν βαθιά την εργασία, τα επαγγέλματα, τους ανθρωπότυπους και τις κοινωνίες.
Αριστερά και νεοσυντηρητική επίθεση
Οποιοδήποτε αριστερό κόμμα οφείλει να κατανοεί αυτές τις προκλήσεις και να προτείνει ένα πειστικό, λειτουργικό σχέδιο για συνολική ανάταξη από την κρίση, αφενός. Αφετέρου, ένα σχέδιο για ανατοποθέτηση της χώρας στον γεωπολιτικό χάρτη, με αξιώσεις για κατά το δυνατόν αυτόνομη πορεία, αποφεύγοντας τις συμπληγάδες των υδρογονανθράκων, των τουρκικών απαιτήσεων, των αμερικανικών ρευστών επιδιώξεων και της «ουδετερότητας» των Ευρωπαίων, οι οποίες θα μπορούσαν να ωθήσουν την εξασθενημένη Ελλάδα σε κατάσταση φινλαδοποιημένου δορυφόρου, με άξονα ύπαρξης τον τουρισμό και το real estate.Κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, παραγωγική ανασυγκρότηση, γεωπολιτική εξασφάλιση: ιδού τα ελάχιστα που οφείλει να υποσχεθεί και να εφαρμόσει η δρώσα Αριστερά. Πρόκειται για συμβόλαιο εθνικής επιβίωσης. Πολύ περισσότερο που η, επί του παρόντος, κυβερνώσα Δεξιά δεν φαίνεται ούτε ικανή ούτε πρόθυμη να υπηρετήσει στόχους όπως η κοινωνική συνοχή, η ισοπολιτεία, η αναδιανομή, η αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος, ούτε καν μια ρεαλιστική εξωστρεφή εξωτερική πολιτική. Απεναντίας, μετά την κρίση που εν πολλοίς προκάλεσε, η Δεξιά επανακάμπτει αποφασισμένη να ηγεμονεύσει, με ένα μείγμα νεοφιλελεύθερων οικονομικών και ακραίου ιδεολογικού συντηρητισμού, διασφαλίζοντας τα προνόμια των εγχώριων προσοδοθηρικών ελίτ και των προσαρτημένων πολιτικών φατριών, μετακυλίοντας οριστικά το κόστος της κρίσης στις πλάτες των εξουθενωμένων και φρικτά εξαπατημένων μικρομεσαίων.
Η αποστολή άρα της Αριστεράς είναι διττή: να προτείνει μια πορεία κοινωνικής και εθνικής ανάπτυξης, και ταυτοχρόνως να αποκρούσει τη νεοσυντηρητική επίθεση. Και εφόσον η πρότασή της είναι πειστική, εμπνέουσα και λειτουργική, μόνον τότε θα είναι εφικτή η απόκρουση του νεοσυντηρητισμού.
Το ώριμο φρούτο
Το λέμε αυτό διότι ίσως εμφιλοχωρεί η αντίληψη ότι το υψηλό εκλογικό ποσοστό του περασμένου Ιουλίου οδηγεί σε «διπολική κανονικοποίηση» και εξασφαλίζει απρόσκοπτη επάνοδο στην εξουσία, σύμφωνα με το σχήμα του ώριμου φρούτου. Και διότι επίσης η εν εξελίξει συγκρότηση του μεγάλου πόλου της Κεντροαριστεράς μπορεί να εκλαμβάνεται ως παίγνιο τακτικής, με άθροιση εκλογικών ποσοστών, μετεγγραφές προσώπων και συζητήσεις κορυφής με ανυπόστατα σχήματα, χωρίς κοινωνικές αναφορές, χωρίς μακρόπνοη στρατηγική.Πίσω από τέτοιες ατελείς αναγνώσεις λανθάνει η πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποκαταστήσει φυσικώ τω τρόπω το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική τοπολογία, μετά τις εκλογές 2012, 2015, 2019. Πράγματι, κοινωνικά και δημογραφικά, ακόμη και γεωγραφικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει τα απαραίτητα εκλογικά ριζώματα για να θεωρείται πόλος εξουσίας, αλλά οι ιστορικές συνθήκες πόρρω απέχουν από τις δεκαετίες ‘80 και ‘90 του μεγάλου, του ιστορικού ΠΑΣΟΚ.
Νέο ΠΑΣΟΚ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ, μια κόπια του στη δεκαετία 2020, για πολλούς λόγους:Πρώτος, διότι ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός· δεν είναι ο ψυχροπολεμικός κόσμος του ‘80, επί Ανδρέα, με τις κρατικές τράπεζες, τις κρατικές ΔΕΚΟ και το εθνικό νόμισμα, για να πούμε τα απλά.
Δεύτερος, σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι οι νέοι, τουλάχιστον οι γεννηθέντες μετά το 1985, δεν έχουν ζήσει καν αυτό το κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, επί Ανδρέα ή επί Σημίτη, δεν το γνωρίζουν, δεν τους σφραγίζει, δεν τους συγκινεί.
Τρίτος, η κόπια «νέο ΠΑΣΟΚ» ενέχει τον κίνδυνο της πασοκοποίησης (pasokification), όχι μόνο κατά τη φάση της εξαέρωσής του, λόγω της πρόσκρουσής του στην κρίση, αλλά και κατά τη φάση της καθεστωτικής υπερμεγέθυνσής του, μετά το ‘85, και της μπλαιρικής «κεντρωοποίησής» του, μετά το ‘96, επί Σημίτη, όταν το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ συμφύρθηκε με τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Ουσιαστικά, η εποχή μετά τα μνημόνια δεν ζητά ένα νέο ΠΑΣΟΚ, αλλά έναν άλλο μεγάλο προοδευτικό σχηματισμό, που θα κρατά από τη Μεταπολίτευση τη λαϊκότητα, τον ριζοσπαστισμό, την καινοτομία, τη συλλογικότητα, δηλαδή τα πιο αυθεντικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς διαχρονικά. Και ταυτόχρονα θα απαντά στις νέες υλικές και πνευματικές απαιτήσεις της εποχής: είναι η εποχή της κρίσης και της εξόδου από την κρίση, το 2009-10 είναι αδρά η νέα διαιρετική τομή όπως ήταν το 1974.
Υπό αυτή την έννοια, το 1981 της Αλλαγής δεν έχει έρθει για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά· το 2015 αναδύθηκε μεν η Αριστερά εκλογικά, αλλά η μόνη αποστολή της ήταν η διάσωση, δεν ήταν η Αλλαγή. Την όποια Αλλαγή θα πρέπει να την συλλάβει, να τη στοχαστεί και να τη σχεδιάσει από τώρα και στο εξής. Και να έχει υπόψη διαρκώς ότι η Δεξιά αυτό ακριβώς προσπαθεί να αποτρέψει: ένα νέο ‘81, την Αλλαγή, την απαρχή μιας νέας Μεταπολίτευσης.
Σοσιαλδημοκρατία – Δεσμοί με την κοινωνία
Δύο τελευταίες παρατηρήσεις.Η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με βδελυγμία· το γερμανικό SPD του 1960 και του 1970, λ.χ., μετά την απομαρξοποίηση και την υιοθέτηση της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού στο Μπαντ Γκόντεσπεργκ το 1959, αλλά και τα σύστοιχα κόμματα εκείνης της Ευρώπης φαίνονται σήμερα απολύτως ριζοσπαστικά, αν τα βάλουμε στα τωρινά συμφραζόμενα της νεοφιλελεύθερης κατίσχυσης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ τα προβλήματα μετασχηματισμού δεν εντοπίζονται μόνο κατά τη μετάβαση από τον ριζοσπαστισμό στη σοσιαλδημοκρατία· η εμπειρία της διακυβέρνησης σε συνθήκες οξύτατης κρίσης τού προσέδωσε τον αναγκαίο ρεαλισμό, αφαιρώντας του βεβαίως την επαγγελία της ριζοσπαστικής Αλλαγής. Το πρόβλημα που πρέπει να απαντηθεί είναι οι αδύναμοι, αν μη τι άλλο, δεσμοί του κόμματος με την κοινωνία, παρά την ευρεία εκλογική-πολιτική αποδοχή του αρχηγού. Αυτοί οι αδύναμοι δεσμοί υποκαθίστανται εν μέρει από την αδιαμεσολάβητη σχέση του αρχηγού με τον λαό, και από μια ορατή αυτονόμηση της ηγετικής ομάδας, που προσδίδει τακτική ευελιξία. Εντούτοις, η τακτική ευελιξία δεν μπορεί να απαντήσει στις επείγουσες ανάγκες της πολιτικής κοινωνίας για στρατηγική και ιδεολογία στη νέα εποχή, στην επείγουσα ανάγκη ενός κατάκοπου λαού για πυξίδα και χάρτη .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου