by
Kate
Chopin
MY
friend, the Architect, who is something of a traveller, was
showing us various curios which he had gathered during a visit to
the Orient. "Here is something for you," he said,
picking up a small box and turning it over in his hand. "You
are a cigarette-smoker; take this home with you. It was given to
me in Cairo by a species of fakir, who fancied I had done him a
good turn."
The
box was covered with glazed, yellow paper, so skilfully gummed as
to appear to be all one piece. It bore no label, no stamp --
nothing to indicate its contents.
"How
do you know they are cigarettes?" I asked, taking the box and
turning it stupidly around as one turns a sealed letter and
speculates before opening it.
"I
only know what he told me," replied the Architect, "but
it is easy enough to determine the question of his integrity."
He handed me a sharp, pointed paper-cutter, and with it I opened
the lid as carefully as possible.
The
box contained six cigarettes, evidently hand-made. The wrappers
were of pale-yellow paper, and the tobacco was almost the same
colour. It was of finer cut than the Turkish or ordinary Egyptian,
and threads of it stuck out at either end.
"Will
you try one now, Madam?" asked the Architect, offering to
strike a match.
"Not
now and not here," I replied, "after the coffee, if you
will permit me to slip into your smoking-den. Some of the women
here detest the odour of cigarettes."
The
smoking-room lay at the end of a short, curved passage. Its
appointments were exclusively oriental. A broad, low window opened
out upon a balcony that overhung the garden. From the divan upon
which I reclined, only the swaying treetops could be seen. The
maple leaves glistened in the afternoon sun. Beside the divan was
a low stand which contained the complete paraphernalia of a
smoker. I was feeling quite comfortable, and congratulated myself
upon having escaped for a while the incessant chatter of the women
that reached me faintly.
I
took a cigarette and lit it, placing the box upon the stand just
as the tiny clock, which was there, chimed in silvery strokes the
hour of five.
I
took one long inspiration of the Egyptian cigarette. The
grey-green smoke arose in a small puffy column that spread and
broadened, that seemed to fill the room. I could see the maple
leaves dimly, as if they were veiled in a shimmer of moonlight. A
subtle, disturbing current passed through my whole body and went
to my head like the fumes of disturbing wine. I took another deep
inhalation of the cigarette.
"Ah!
the sand has blistered my cheek! I have lain here all day with my
face in the sand. Tonight, when the everlasting stars are burning,
I shall drag myself to the river."
He
will never come back.
Thus
far I followed him; with flying feet; with stumbling feet; with
hands and knees, crawling; and outstretched arms, and here I have
fallen in the sand.
The
sand has blistered my cheek; it has blistered all my body, and the
sun is crushing me with hot torture. There is shade beneath yonder
cluster of palms.
I
shall stay here in the sand till the hour and the night comes.
I
laughed at the oracles and scoffed at the stars when they told
that after the rapture of life I would open my arms inviting
death, and the waters would envelop me.
Oh!
how the sand blisters my cheek! and I have no tears to quench the
fire. The river is cool and the night is not far distant.
I
turned from the gods and said: "There is but one; Bardja is
my god." That was when I decked myself with lilies and wove
flowers into a garland and held him close in the frail, sweet
fetters.
He
will never come back. He turned upon his camel as he rode away. He
turned and looked at me crouching here and laughed, showing his
gleaming white teeth.
Whenever
he kissed me and went away he always came back again. Whenever he
flamed with fierce anger and left me with stinging words, he
always came back. But to day he neither kissed me nor was he
angry. He only said:
"Oh!
I am tired of fetters, and kisses, and you. I am going away. You
will never see me again. I am going to the great city where men
swarm like bees. I am going beyond, where the monster stones are
rising heavenward in a monument for the unborn ages. Oh! I am
tired. You will see me no more."
And
he rode away on his camel. He smiled and showed his cruel white
teeth as he turned to look at me crouching here.
How
slow the hours drag! It seems to me that I have lain here for days
in the sand, feeding upon despair. Despair is bitter and it
nourishes resolve.
I
hear the wings of a bird flapping above my head, flying low, in
circles.
The
sun is gone.
The
sand has crept between my lips and teeth and under my parched
tongue.
If
I raise my head, perhaps I shall see the evening star.
Oh!
the pain in my arms and legs! My body is sore and bruised as if
broken. Why can I not rise and run as I did this morning? Why must
I drag myself thus like a wounded serpent, twisting and writhing?
The
river is near at hand. I hear it -- I see it -- Oh! the sand! Oh!
the shine! How cool! how cold!
The
water! the water! In my eyes, my ears, my throat! It strangles me!
Help! will the gods not help me?
Oh!
the sweet rapture of rest! There is music in the Temple. And here
is fruit to taste. Bardja came with the music -- The moon shines
and the breeze is soft -- A garland of flowers -- let us go into
the King's garden and look at the blue lily, Bardja.
The
maple leaves looked as if a silvery shimmer enveloped them. The
grey-green smoke no longer filled the room. I could hardly lift
the lids of my eyes. The weight of centuries seemed to suffocate
my soul that struggled to escape, to free itself and breathe.
I
had tasted the depths of human despair.
The
little clock upon the stand pointed to a quarter past five. The
cigarettes still reposed in the yellow box. Only the stub of the
one I had smoked remained. I had laid it in the ash tray.
As
I looked at the cigarettes in their pale wrappers, I wondered what
other visions they might hold for me; what might I not find in
their mystic fumes? Perhaps a vision of celestial peace; a dream
of hopes fulfilled; a taste of rapture, such as had not entered
into my mind to conceive.
I
took the cigarettes and crumpled them between my hands. I walked
to the window and spread my palms wide. The light breeze caught up
the golden threads and bore them writhing and dancing far out
among the maple leaves.
My
friend, the Architect, lifted the curtain and entered, bringing me
a second cup of coffee.
"How
pale you are!" he exclaimed, solicitously. "Are you not
feeling well?"
"A
little the worse for a dream," I told him.
Κέιτ
Σοπέν
Ένα αιγυπτιακό τσιγάρο
Μετάφραση
– Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Ο
φίλος μου, ο Αρχιτέκτονας, που είναι
και ταξιδευτής κάπως, μας έδειχνε
διάφορα περίεργα μπιχλιμπίδια που
είχε συλλέξει όταν επισκεπτόταν τις
χώρες της Ανατολής. «Να κάτι για σένα»,
είπε σηκώνοντας ένα κουτάκι και
γυρίζοντάς το απ’ τη μια στην άλλη
πλευρά στο χέρι του. «Εσύ είσαι
καπνίστρια. Σου το χαρίζω. Μου το έδωσε
ένας, τρόπον τινά, φακίρης στο Κάιρο, ο
οποίος είχε την εντύπωση ότι του είχα
κάνει κάποια εξυπηρέτηση».
Το
κουτί ήταν περιτυλιγμένο μ’ ένα
γυαλιστερό, κίτρινο χαρτί, τόσο επιδέξια
κολλημένο που φαινόταν να είναι όλο
ένα κομμάτι. Δεν έφερε καμιά ετικέτα,
ούτε γραμματόσημα – τίποτε που να
δείχνει τι περιείχε.
«Πώς
ξέρεις πως είναι τσιγάρα;» ρώτησα
παίρνοντας το κουτί στα χέρια μου και
φέρνοντάς γύρω – γύρω βλακωδώς όπως
κάνει κανείς γυρνώντας από δω κι από
κει ένα σφραγισμένο γράμμα πριν το
ανοίξει.
«Το
μόνο που ξέρω είναι ό, τι μου είπε»,
απάντησε ο Αρχιτέκτονας, «αλλά είναι
πολύ εύκολο να διαπιστώσουμε το ζήτημα
της ακεραιότητάς του». Μου έδωσε έναν
κοφτερό και μυτερό χαρτοκόπτη, με τον
οποίο άνοιξα όσο προσεχτικά μπορούσα
το πάνω του μέρος.
Το
κουτί περιείχε έξι τσιγάρα, φανερά
χειροποίητα. Το τσιγαρόχαρτο και ο
καπνός είχαν σχεδόν το ίδιο ανοιχτό
κίτρινο χρώμα. Ο καπνός ήταν πιο
λεπτοκομμένος από εκείνον των τουρκικών
ή των συνηθισμένων αιγυπτιακών
σιγαρέτων, και από τις δυο άκρες τους
προεξείχαν νήματα καπνού.
«Θα
δοκιμάστε ένα τώρα, κυρία μου;» ρώτησε
ο Αρχιτέκτονας, προθυμοποιούμενος ν’
ανάψει ένα σπίρτο.
«Όχι
τώρα κι όχι εδώ», απάντησα. «Μετά τον
καφέ εάν μου επιτρέψεις ν’ αποσυρθώ
στο καπνιστικό σου κρησφύγετο. Μερικές
κυρίες εδώ απεχθάνονται τη μυρωδιά
του τσιγάρου».
Το
καπνιστήριο βρισκόταν στο τέλος ενός
μικρού και καμπυλωτού διαδρόμου. Το
στυλ των επίπλων του ήταν αποκλειστικά
ανατολίτικο. Ένα πλατύ, χαμηλό παράθυρο
άνοιγε σ’ ένα μπαλκόνι πάνω από τον
κήπο. Από το ντιβάνι όπου ξάπλωσα
μπορούσα μόνο να δω τις κορυφές των
δέντρων που κουνιόνταν από τον αέρα.
Τα φύλλα του σφενταμιού γυάλιζαν στον
απογευματινό ήλιο. Δίπλα στο ντιβάνι
υπήρχε ένας χαμηλός πάγκος με όλα τα
συμπράγκαλα ενός καπνιστή. Ένιωθα
εντελώς άνετα και αυτοσυγχάρηκα που
ξέφυγα για λίγο από την ακατάπαυστη
φλυαρία των γυναικών, την οποία, όμως,
αμυδρά άκουγα.
Πήρα
ένα τσιγάρο και το άναψα, ακουμπώντας
το κουτί πάνω στον πάγκο ακριβώς που
το μικροσκοπικό ρολόι, που βρισκόταν
εκεί, σήμαινε με αργυρόηχους χτύπους
πέντε η ώρα.
Τράβηξα
μια μακρά ρουφηξιά από το αιγυπτιακό
τσιγάρο. Ο γκριζοπράσινος καπνός
σηκώθηκε σε μια μικρή φουσκωτή στήλη
που απλώθηκε και διευρύνθηκε που
φάνηκε να γεμίζει το δωμάτιο. Τώρα
έβλεπα τα φύλλα του σφενταμιού θολά
σαν να τα κάλυπτε ένα τρεμουλιαστό
φεγγαρόφωτο. Μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα
διαπέρασε ολόκληρο το κορμί μου και
κατέληξε στο κεφάλι μου σαν τις
αναθυμιάσεις ενός πειραγμένου κρασιού.
Τράβηξα μια ακόμη βαθιά τζούρα από το
τσιγάρο.
«Αχ!
Η καυτή άμμος μου έκανε φουσκάλες στο
μάγουλό μου! ξάπλωνα όλη μέρα με το
πρόσωπό μου στην άμμο. Το βράδυ, όταν
τα αιώνια άστρα ανάψουν, θα συρθώ μέχρι
το ποτάμι».
Αυτό
δε θα ξανάρθει πια.
Μέχρις
εδώ τον ακολούθησα: τα πόδια μου
πετούσαν, τα πόδια μου σκόνταφταν.
Σερνόμουν στα χέρια μου και στα γόνατα,
και με απλωμένα χέρια κατέρρευσα εδώ
στην άμμο.
Η
άμμος μου έκαψε το μάγουλό μου και το
γέμισε φουσκάλες. Έκαψε όλο μου το
σώμα και ο ήλιος με συνθλίβει με καυτά
βασανιστήρια. Έχει λίγη σκιά κάτω από
εκείνη τη συστάδα από φοινικιές.
Θα
μένω εδώ στην άμμο μέχρι να έρθει η
ώρα και η νύχτα.
Περιγέλασα
τους χρησμούς και χλεύασα τα άστρα
όταν μου είπαν πως μετά την έκσταση
της ζωής θα άνοιγα την αγκαλιά μου
προσκαλώντας τον θάνατο και τα νερά
θα με κατάπιναν.
Ω!
πώς η άμμος με καίει στο μάγουλο! Και
δεν έχω δάκρυα να σβήσω τη φωτιά. Το
ποτάμι είναι δροσερό και η νύχτα
πλησιάζει.
Γύρισα
την πλάτη σους θεούς και είπα: «Δεν
υπάρχει θεός εκτός από έναν: ο Μπάρτζα
είναι ο θεός μου». Ήταν τότε που
στολίστηκα με κρίνους και με λουλούδια
έπλεξα ένα στεφάνι και τον κράτησα
σφικτά με εύθραυστα, ευωδιαστά δεσμά.
Δε
θα επιστρέψει ποτέ. Ανέβηκε στην καμήλα
του και έφυγε. Γύρισε και με κοίταξε
όπως ήμουν κουλουριασμένη εδώ και
γέλασε, δείχνοντας τα άσπρα του δόντια
που λαμποκοπούσαν.
Κάθε
φορά που με φιλούσε και έφευγε, πάντοτε
ξαναγύριζε. Κάθε φορά που ξέσπαγε σε
άγρια οργή και μ’ εγκατέλειπε με λόγια
που μαστίγωναν, πάντα ξαναγύριζε.
Σήμερα, όμως, ούτε με φίλησε ούτε μου
θύμωσε. Μόνο είπε:
«Ω!
βαρέθηκα τα δεσμά, και τα φιλιά, κι
εσένα. Φεύγω. Δε θα με ξαναδείς. Θα πάω
στη μεγάλη πόλη, όπου ο κόσμος
συνωστίζεται σαν μελίσσι. Θα πάω ακόμη
πιο πέρα, όπου οι τερατώδεις πέτρες
υψώνονται προς τα ουράνια, μνημείο
αγέννητων αιώνων. Ω! κουράστηκα. Δε θα
με ξαναδείς πια».
Και
έφυγε πάνω στην καμήλα του. Χαμογελούσε
δείχνοντας τα σκληρά του άσπρα δόντια
καθώς γύρισε να με κοιτάξει όπως
κειτόμουν εκεί κουλουριασμένη.
Πόσο
αργά σέρνονται οι ώρες! Μου φαίνεται
ότι βρίσκομαι για μέρες ξαπλωμένη εδώ
πάνω στην άμμο και τρέφομαι με την
απελπισία μου. Η απελπισία είναι πικρή
και τρέφει αποφασιστικότητα.
Ακούω
τα φτερά ενός πουλιού να πλαταγίζουν
πάνω από το κεφάλι μου, ενώ πετάει
χαμηλά διαγράφοντας κύκλους.
Ο
ήλιος έδυσε.
Η
άμμος έχει εισχωρήσει ανάμεσα από τα
χείλη μου και κάτω από την ξεραμένη
μου γλώσσα.
Αν
σηκώσω το κεφάλι μου, ίσως να δω τον
αποσπερίτη.
Ω!
τι πόνος είναι αυτός σ’ ολόκληρα τα
χέρια και τα πόδια μου! το κορμί μου
είναι πληγωμένο και μελανιασμένο, λες
και έχουν σπάσει τα κόκαλά μου. Γιατί
δεν μπορώ να σηκωθώ και να τρέξω όπως
έκανα το πρωί; Γιατί πρέπει να συρθώ
σαν πληγωμένο φίδι, σπαρταρώντας και
σφαδάζοντας;
Το
ποτάμι είναι κοντά. Το ακούω – το βλέπω
– Ω! αυτή η άμμος! Ω! η λάμψη! Τι δροσιά!
Τι κρύο!
Το
νερό! Το νερό! Στα μάτια μου, στ’ αυτιά
μου, στο λαιμό μου! με πνίγει! Βοήθεια!
Θεοί, βοηθήστε με!
Ω!
η γλυκιά έκσταση της ανάπαυσης!
Ακούγεται μουσική στον Ναό. Κι έχουν
φρούτα να γευθείς. Ο Μπάρτζα ήρθε με
τη μουσική – το φεγγάρι λάμπει και το
αεράκι είναι απαλό – ένα στεφάνι από
λουλούδια – ας μπούμε στον κήπο του
βασιλιά και να θαυμάσουμε το γαλάζιο
κρίνο, Μπάρτζα.
Τα
φύλλα του σφενταμιού μοιάζουν σαν να
τα τύλιξε μια μαρμαρυγή. Ο γκριζοπράσινος
καπνός είχε διαλυθεί από το δωμάτιο.
Μετά βίας μπορούσα να ανοίξω τα βλέφαρά
μου. Το βάρος των αιώνων φαινόταν να
πνίγει την ψυχή μου που πάσχιζε να
ξεφύγει, να ελευθερωθεί και ν’
αναπνεύσει.
Είχα
γευθεί τα βάρη της ανθρώπινης απελπισίας.
Το
μικρό ρολόι πάνω στον πάγκο έδειχνε
πέντε παρά τέταρτο. Τα τσιγάρα βρίσκονταν
ακόμη τακτοποιημένα μέσα στο κίτρινο
κουτί. Έμεινε μόνο το αποτσίγαρο
εκείνου που είχα καπνίσει. Το είχα
αφήσει μέσα στο τασάκι.
Καθώς
κοίταζα τα τσιγάρα τυλιγμένα μέσα στο
ανοιχτόχρωμο τσιγαρόχαρτο, αναρωτήθηκα
τι άλλα οράματα θα μου επιφύλασσαν.
Τι θα μπορούσα, άραγε, να βρω μέσα στη
μυσταγωγία των καπνών τους; πιθανόν
ένα όραμα ουράνιας γαλήνης ή ένα όνειρο
γεμάτο εκπληρωμένες προσδοκίες ή μια
γεύση έκστασης τέτοια που ποτέ δεν
είχε συλλάβει ο νους μου.
Έπιασα
τα τσιγάρα και τα συνέθλιψα ανάμεσα
στα χέρια μου. Σηκώθηκα και πήγα στο
παράθυρο ανοίγοντας διάπλατα τις
παλάμες. Το απαλό αεράκι φύσηξε στα
χρυσαφένια νημάτια του καπνού
παρασύροντάς τα στριφογυριστά πέρα
μακριά ανάμεσα στα φύλλα του σφενταμιού.
Ο
φίλος μου, ο Αρχιτέκτονας, σήκωσε το
παραβάν και μπήκε κρατώντας στα χέρια
του ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ.
«Πόσο
χλομή είσαι;» αναφώνησε με ανήσυχο
ενδιαφέρον. «Μήπως δε νιώθεις καλά;»
«Για
όνειρο όχι και τόσο», του απάντησα.
|
«Τέσσερα χρόνια αφότου εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στη δημοκρατία και άφησε τον Λευκό Οίκο ντροπιασμένο, ο καταδικασμένος εγκληματίας και δύο φορές κατηγορούμενος πολιτικός θα επιστρέψει στην Ουάσιγκτον, D.C., ως ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών»(Vanity Fair, digital magazine)
Πέμπτη, Ιουλίου 11, 2019
Οι παράξενες ιδιότητες ενός αιγυπτιακού σιγαρέτου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...
-
Κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα Γιώργος Σαραντάκος "Γαργάλατα", 50 χρόνια μετά Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εν...
-
Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Μ. που εντόπισε τις φωτογραφίες στο sch.gr και μου τις έστειλε... 1.ΚΥΨΕΛΗ...
-
῎ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΧΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ηδη δέ τινας ἐγὼ εἶδο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου