"Το μοιραίο enter. Διαδρομές στον κυβερνοχώρο"
Η Βάλια Καϊμάκη: μάς "ξεναγεί" στο περιεχόμενο του βιβλίου της :
To 2012, o Χάουαρντ Ρέινγκολντ, ένας από τους γκουρού των νέων τεχνολογιών (πολλοί διεκδικούν αυτόν τον τίτλο, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν πραγματικά να οραματίζονται το μέλλον) κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Net Smart, how to thrive online» Η θέση του Ρέινγκολντ είναι ότι ήταν ώρα να βγούμε πια από το σοκ της έκπληξης που μας προκαλούσαν οι νέες τεχνολογίες, ο υπολογιστής, το διαδίκτυο, οι εφαρμογές web 2.0, τα social media, τα οποία εισέβαλαν στη ζωή μας κάνοντάς την πιο ανοιχτή, πιο πλούσια αλλά και πιο περίπλοκη. Γιατί το μέλλον της ψηφιακής κουλτούρας εξαρτάται από το πόσο σωστά θα μάθουμε να τη χρησιμοποιούμε, με πόση σοβαρότητα. Τι εννοούσε με αυτό; Πως πρέπει πια να ξέρουμε που, πώς και πότε κλικάρουμε, πότε κλείνουμε τον υπολογιστή, πως ελέγχουμε τις πληροφορίες, ποιος είναι ο σωστός τρόπος συμμετοχής στις δικτυακές κοινότητες. Και όσοι το κατάφερναν, θα είναι αυτοί που θα έχουν τον έλεγχο της ζωής τους, πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί είναι γκουρού. Γιατί στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν αποδείχθηκε πόσο δίκιο είχε. Την εποχή της «μετά-αλήθειας» που διανύουμε, το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να ξέρουμε πού κάνουμε κλικ. Και αφού κάνουμε ποια είναι η επόμενη ενέργειά μας.
Έγραφα κι εγώ τον Μάρτιο του 2012 (τυχαίο) : «Είμαι θυμωμένη. Είμαι πολύ θυμωμένη. Είμαι πάρα πολύ θυμωμένη. Πιο θυμωμένη δεν γίνεται. Και έχω πολύ καλούς λόγους για να είμαι. Κατ’ αρχήν με τον κύριο Ζάκερμπεργκ. Ο οποίος έπεισε εκατομμύρια θύματα (ανάμεσα σ’ αυτά κι εγώ) ν’ ανοίξουν λογαριασμούς στη μ@#% του και μετά κάνει το περιεχόμενο ό,τι θέλει. Και μάλιστα δεν έχεις καν το δικαίωμα ένστασης. Γράφεις, ξαναγράφεις, κλαίγεσαι, απειλείς, επικαλείσαι συνταγματικά δικαιώματα και αυτός σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Facebook είμαι και το κέφι μου θα κάνω.
Το Facebook, το Google και οι άλλες πολυεθνικές δεν μας προσφέρονται τσάμπα. Δεν είναι ανοιχτό λογισμικό, δεν είναι στη φιλοσοφία του μοιράζεσθαι. Αν ήταν έτσι δεν θ’ άξιζαν εκατομμύρια στα χρηματιστήρια. Και φυσικά πουλάνε προϊόντα: εμάς, τους χρήστες, φτηνό κρέας στις αποθήκες τους. Κι όταν δεν μας έχουν πια ανάγκη μας πετάνε στα σκουπίδια». (σελ. 232)
Αυτά πέντε χρόνια πριν το Cambridge Analytica, το GDPR, τις εκστρατείες παραπληροφόρησης. Όλα εκείνα που σήμερα μας χτύπησαν κατά μέτωπο χτίστηκαν σιγά σιγά. Γι’ αυτό και δεν θεωρώ ότι τα άρθρα που συγκέντρωσα είναι παρωχημένα. Στόχος τους είναι να δείξουν πώς φτάσαμε μέχρι εδώ.
Όταν γράφονταν, βέβαια, το μόνο που ήθελαν ήταν να καταγράψουν την εποχή τους. Να δείξουν την αλλαγή του παραδείγματος στην καθημερινή μας ζωή. Να επιδοκιμάσουν τους νεωτερισμούς και να μας βοηθήσουν να τους χρησιμοποιούμε καλύτερα και πιο σωστά. Και ταυτόχρονα να καταγράψουν τα προβλήματα και να προτείνουν λύσεις.
Η πρώτη εκπομπή που έκανα στην τότε ΕΡΑ1 ήταν το 1998 και λεγόταν Το Δίκτυο. Αργότερα μετονομάστηκε σε Infocafe κι έμεινε έτσι για πολλά χρόνια σε διαφορετικές μορφές: εβδομαδιαίο, καθημερινό, ωριαίο, ένθετο. Είχαμε την κοινότητά μας, είχαμε γνωριστεί, μιλάγαμε και στην ομάδα στο Facebook.
Σε έντυπη μορφή, τα άρθρα ξεκίνησαν στο PC Magazine. Την ημέρα του πάρτι της παρουσίασής της ελληνικής έκδοσης, ζήτησα από τον διευθυντή, Στέφανο Καράγκο, να μ’ αφήσει να κάνω μια στήλη από την οποία θα γκρίνιαζα. Είχαν υπάρξει και παλιότερες στήλες αρθρογραφίας σε άλλα περιοδικά αλλά πίστευα ότι χρειάζονταν κάτι που να μιλά απ’ ευθείας ακόμα και σ’ εκείνους που δεν χρησιμοποιούν καθόλου την τεχνολογία. Που φοβούνται ή δεν ξέρουν. Να μιλά απ’ ευθείας και σ’ εκείνους που νομίζουν ότι γνωρίζουν τα πάντα για την τεχνολογία αλλά δεν κατανοούν καθόλου τι επιπτώσεις έχει στους ίδιους και τους γύρω τους. Να μιλά απ’ ευθείας και σ’ εκείνους που παίρνουν αποφάσεις, συνήθως χωρίς να έχουν καμία συναίσθηση για τον κοινωνικό ή οικονομικό αντίκτυπό τους.
Έτσι γεννήθηκε η στήλη στο PC Magazine το 2003 κι έτσι συνέχισα για τα επόμενα 15 χρόνια. Κι έτσι ελπίζω ότι θα συνεχίσω. Εν τω μεταξύ είδα και άλλους να έρχονται και να φεύγουν, να «ξέρουν» και να εξαφανίζονται, να κραυγάζουν και να σιωπούν.
Το μέσο άλλαξε. Μετακόμισα στον Πολίτη της Κύπρου, μια εφημερίδα που αγαπώ πολύ, στην αρχή στις «μέσα» σελίδες και κατόπιν στο πολιτιστικό ένθετο «Παράθυρο», που αγαπώ ακόμα περισσότερο. Και θέλω να ευχαριστήσω τόσο τον διευθυντή, Διονύση Διονυσίου όσο και την υπεύθυνη του ένθετου, Μερόπη Μωυσέως, πάνω απ’ όλα για τη φιλία που μοιραζόμαστε.
Δημοσιεύτηκαν, βέβαια, και άλλα άρθρα ή στήλες και αλλού: στην εφημερίδα Αυγή και το ένθετο επιστήμης και τεχνολογίας «Πρίσμα», στην Εφημερίδα των Συντακτών και το ένθετο «Νησίδες», στο περιοδικό Δημοσιογραφία. Τους ευχαριστώ όλους για το βήμα.
Τι έκανα λοιπόν; Μάζεψα (σχεδόν) όλα τα άρθρα και τα χώρισα σε κατηγορίες – κεφάλαια. Μέσα σε αυτά, τα άρθρα παραμένουν με χρονολογική σειρά εκτός από εκεί που υπάρχουν υποενότητες.
Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Πολλά από τα άρθρα ταιριάζουν και με το ένα και με το άλλο κεφάλαιο. Γιατί εδώ και όχι εκεί; Δεν έχω πάντα απαντήσεις γιατί τα περισσότερα δεν πραγματεύονται μόνο ένα θέμα αλλά και δύο, μπορεί και τρία. Και τα μέσα ενημέρωσης και τα social media και τις ανθρώπινες σχέσεις. Απλώς ακολούθησα το ένστικτό μου.
Το πρώτο με τίτλο «Δημοκρατία, Πολιτική, Ακτιβισμός» εξετάζει τις επιπτώσεις τις τεχνολογίας στον πολίτη και κατ’ επέκταση και στην πολιτεία. Θέματα όπως το δικαίωμα στη λήθη, η ACTA παλαιότερα και το GDPR σήμερα, συναντούν τον σχηματισμό δικτύων τρομοκρατίας μέσω social media και την ρητορική μίσους. Στο κεφάλαιο αυτό ο πολίτης είναι ένα ον που μπορεί να δράσει, να επηρεάσει, να επιβάλλει τις δικές του επιλογές.
Το δεύτερο κεφάλαιο έχει τίτλο «Ιστορίες ψηφιακής τρέλας» και εξετάζει τον πολίτη ως ανοχύρωτο ον απέναντι στην τεχνολογία ή σ’ αυτούς που την εφαρμόζουν. Ταλαιπωρία αντί για βελτίωση της καθημερινότητας, ιστορίες που λίγο πολύ όλοι έχουμε ζήσει. Κεντρικό σημείο του κεφαλαίου είναι η ασφάλεια, ιδιαίτερα των δεδομένων μας.
Το τρίτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Μέσα Ενημέρωσης, Δημοσιογραφία» και εξετάζει την παραγωγή και την κατανάλωση περιεχομένου, από τις ειδήσεις στο binge watching από τους εκδότες μέχρι την υβριδική τηλεόραση. Τα μέσα ενημέρωσης είναι ένας τομέας που «προσβάλλεται» πολύ περισσότερο από άλλους από τον «ιό» της τεχνολογίας σε σημείο να αλλάζουν όχι μόνοι οι μέθοδοι παραγωγής και διάδοσης αλλά και η φιλοσοφία, η φύση του Μέσου.
Το τέταρτο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Social Media» προσπαθεί να τα αγκαλιάσει όλα σφαιρικά και να μην ξεχάσει ούτε το YouTube ούτε το Instagram ούτε το LinkedIn. Δεν ξεχνάει κυρίως να τα αντιμετωπίσει ως «εταιρείες» και μάλιστα εταιρείες που μας ρουφούν το αίμα (διάβαζε περιεχόμενο) ενώ ταυτόχρονα μας έχουν πείσει ότι μας προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες. Παρ’ όλο που δεν αναφέρονται ξεκάθαρα ως τα «τέρατα» GAFAM ο αναγνώστης κατανοεί πλήρως πώς φτάσαμε πλέον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο να κυνηγάμε τις συγκεκριμένες εταιρείες για απλήρωτους φόρους.
Το πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Fake News» είναι προφανώς «νεώτερο» από τα άλλα αφού αναφέρεται σ’ ένα φαινόμενο που έγινε ευρέως γνωστό τα τελευταία δύο χρόνια μετά την ανάδυση της μετα-αλήθειας «post-truth» ως δομικό στοιχείο των κοινωνιών μας. Στην ουσία το βιβλίο σταματά χρονικά στο τελευταίο κείμενο με τίτλο «Χωρίς δίκτυο fact checkers, η Ευρώπη παραμένει ευάλωτη στα Fake News», το οποίο κλείνει με έναν είδους απολογισμό για την αντιμετώπιση του φαινομένου στις ευρωεκλογές του 2019. Και μην ξεχάσετε να διαβάσετε πώς εφηύρα τα Fake News για να κερδίσω likes, το 2014 (σελ 305).
Ο τίτλος του έκτου κεφαλαίου «Άνθρωποι και σχέσεις» δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει και να θεωρήσουμε ότι μιλά μόνο για το διαδικτυακό φλερτ. Το κάνει και αυτό αλλά στις σχέσεις δεν συμπεριλαμβάνεται μόνο το φλερτ αλλά και οι δυσκολίες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά (μιλά και για βιντεοπαιχνίδια) και οι σχέσεις ανδρών γυναικών στην κοινωνία (κυρίως για το πόσο αποκλεισμένες είναι οι γυναίκες από την τεχνολογία). Μιλά επίσης και για πρόσωπα, από μεγάλους επιστήμονες ως διαβόητους χάκερς.
Τέλος στο έβδομο κεφάλαιο με τίτλο «Μαθαίνεις να την φοράς… σαν ψηλοτάκουνα» παρουσιάζονται οι πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις όπως η επαυξημένη πραγματικότητα, η τεχνητή νοημοσύνη, το έξυπνο σπίτι κλπ. Έμπνευση για τον τίτλο ήταν φυσικά οι wearable τεχνολογίες που κερδίζουν συνεχώς έδαφος.
Να ομολογήσω ότι η επιμέλεια που έκανα ήταν ελάχιστη, κάτι ορθογραφικά διόρθωσα (και σίγουρα μου ξέφυγαν κι άλλα) και προσπάθησα να ομογενοποιήσω τα εισαγωγικά σε κατωφερή και να βάλω με πλάγια τα ονόματα των εφημερίδων (και όχι σε εισαγωγικά). Αν σας φαίνεται μικρό έργο κάνετε μεγάλο λάθος. Όλες οι παραλείψεις δικές μου, δυστυχώς η αυτόματη διόρθωση δεν δουλεύει σε κείμενα 500 σελίδων. Πιθανόν να πετύχετε και κανένα διπλό (κείμενο σε δύο κεφάλαια), εγώ βρήκα ένα πάντως όταν διόρθωνα.
Σε πολύ λίγα σημεία θα βρείτε κι ένα "σημείωση: " κι αυτό μόνο όταν κάτι είναι ιδιαίτερα παρωχημένο ή ο ιστότοπος στο διαδίκτυο δεν υπάρχει πια. Ωραία ιδέα, να κάνω κι ένα κείμενο για τα εκατομμύρια broken links. Πρόσθεσα κι ελάχιστες φωτογραφίες και μόνο όταν πραγματικά άξιζε τον κόπο.
Είναι από καρδιάς που θέλω να ευχαριστήσω επίσης τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, τον Αντώνη και την Αλεξάνδρα και τον Δημήτρη Ιούλιο Κοσμίδη για το υπέροχο εξώφυλλο. Ένα ευχαριστώ και στους ανθρώπους, ανώνυμους κι επώνυμους που με ενέπνευσαν, την Ματρώνη Δικαιάκου και το πάθημά της, τον Μιχάλη Καλαμαρά και τον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη, την Κορίνα, την Μαγκνταλένα, τον Στιβ Βόζνιακ για το τελευταίο άρθρο και τόσους άλλους που ζουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου και με συντροφεύουν για χρόνια πολλά είτε τους γνωρίζω καλά είτε όχι.
Και βέβαια πάνω απ’ όλα ένα μεγάλο ευχαριστώ στους αναγνώστες/ακροατές (και κάποιους υπερήλικες τηλεθεατές, εκείνο το Modem στο Μακεδονία TV το θυμάται κανείς;) και φίλους στα social που τόσα χρόνια με στηρίζουν με την αγάπη τους.
Πριν σας αφήσω αγαπημένοι μου αναγνώστες να (ξανα)διαβάσετε ένα ή περισσότερα άρθρα –δεν είναι υποχρεωτικό να τα πάρετε με τη σειρά- θα ήθελα να κλείσω την σύντομη αυτή εισαγωγή όπως την ξεκίνησα: το κάθε enter μετράει. Όχι μόνο για τους διαφημιστές αλλά κυρίως για μας. Για το ποιοι είμαστε και για το πού θέλουμε να πάμε.
Γι’ αυτό λοιπόν και το κάθε μας κλικ, το κάθε πάτημα του κουμπιού Enter, είναι μοιραίο. Όχι τόσο με την έννοια του επικίνδυνου –που φυσικά είναι- όσο κυρίως με την έννοια του καθοριστικού. Και του ωραίου στην αργκό μας. Αν κάθε μας Enter είναι συνειδητό, αν κάθε μας Enter είναι ψαγμένο, τότε οι διαδρομές μας στον κυβερνοχώρο, αυτό το σύμπαν που είναι ταυτόχρονα παράλληλο και ταυτόσημο με το δικό μας σύμπαν θα γίνουν καλύτερες: περισσότερο διασκεδαστικές, περισσότερο δημιουργικές, περισσότερο ασφαλείς.
*Βιογραφικό – Βάλια Καϊμάκη
Διαβάστε ολόκληρο το βιβλίο (κλικ στο Download)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου