Ηλίας Κουλουκουντής , ο επαναστάτης καπετάνιος
Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο The Feasts of Memory, εξερεύνησε τις ελληνικές του ρίζες, ενώ η περιπέτεια τον κάλεσε ξανά, όταν αποφάσισε να φυγαδεύσει τον πρώτο πεθερό του, έναν προοδευτικό πολιτικό που είχε εξοριστεί από τη Χούντα των συνταγματαρχών στην Αμοργό. Η εμπειρία αυτή περιγράφεται στο δεύτερο βιβλίο του, Η συνωμοσία της Αμοργού.
Ο Ηλίας Κουλουκουντής γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1937 στους κόλπους μιας εφοπλιστικής οικογένειας και σχεδόν αμέσως η μητέρα του τον έφερε στο προγονικό του νησί, την Σύρο, όπου ψέλλισε τις πρώτες του λέξεις και όπου έμεινε ως το 1940, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έκτοτε, μολονότι έζησε και εργάστηκε στην Αμερική, η Ελλάδα συνέχισε να ασκεί έντονη επίδραση πάνω του. Το πρώτο του βιβλίο "Τα πανηγύρια της μνήμης" περιγράφει τα πρώτα του ταξίδια στην πατρίδα από την ξενιτιά. Το 1967, μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, αναγκάστηκε να διασχίσει μεγάλη ψυχική και πολιτική απόσταση ώστε να απομακρυνθεί από τον κύκλο της συντηρητικής του οικογένειας και να συμμετάσχει στην αντίσταση εναντίον της χούντας.
Παντρεύτηκε την Ελένη Μυλωνά, κόρη του κεντροαριστερού πολιτικού Γιώργου Μυλωνά και, όταν ο πεθερός του συνελήφθη και εξορίστηκε στην Αμοργό, ο συγγραφέας και γαμπρός του οργάνωσε την απόδρασή του. Η "Συνωμοσία της Αμοργού" περιγράφει αυτό το τελευταίο, δύσκολο και πολλαπλά πολύπλοκο ταξίδι.
Κομμάτι της μακράς παράδοσης των συγγραφέων-ταξιδιωτών, ο Ηλίας Κουλουκουντής ζει μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας, ενώ τον τελευταίο καιρό περνάει ολοένα και μεγαλύτερα διαστήματα στο πατρογονικό του σπίτι στη Σύρο. Στην προσπάθειά του να κατακτήσει την εφοπλιστική οικογενειακή παράδοση, ο Ηλίας Κουλουκουντής βρήκε υποστήριξη από την Lucy Platt, τη γυναίκα του, που τον βοήθησε να βρει το δρόμο του μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση: αυτή είναι η ιστορία των Απρόσιτων ακτών.
Ο Ηλίας Κουλουκουντής αφηγείται τη βραδιά της παρουσίασης του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Απρόσιτες Ακτές»
Πηγή: eliaskulukundis.com
Το βιβλίο «Απρόσιτες Ακτές – Η ζωή σε μια ελληνική εφοπλιστική οικογένεια» παρουσιάστηκε τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017 στον Πολυχώρο της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Για το βιβλίο μίλησαν οι Νίκος Μπακουνάκης, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, δημοσιογράφος, Γιάννης Ψαρόπουλος , Ανταποκριτής Ξένου Τύπου, John Chapple, Εκδότης Lycabettus Press και Νίκος Λαμνίδης, Ψυχίατρος – Ψυχαναλυτής. Οι ομιλητές αναφέρθηκαν σε διαφορετικές πτυχές της δομής και της αφήγησης του βιβλίου.
Συγκεκριμένα, ο κύριος Μπακουνάκης παρουσίασε συνοπτικά τη δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου, επισημαίνοντας το ενδιαφέρον του τόσο σε επίπεδο λογοτεχνικό όσο και αναφορικά με την εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών που αναλύονται σε αυτό, ενώ διάβασε επιλεγμένα αποσπάσματα με ιδιαίτερη κατά τον ίδιο σημασία. Ο κος Ψαρόπουλος τοποθέτησε το βιβλίο χρονικά, εξηγώντας τη φάση στην οποία βρισκόταν η ελληνική ναυτιλία τα χρόνια στα οποία εξελίσσεται η αφήγηση, αλλά και τη σημασία της οικογενείας Κουλουκουντή στον εφοπλιστικό κόσμο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο κος Chapple, ως σύγχρονος του συγγραφέα και έχοντας ζήσει σε παρόμοιο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, υπογράμμισε την εγκυρότητα των αναφορών στις διαφορές της ελληνικής και αμερικανικής κουλτούρας που περιέχονται στο βιβλίο Απρόσιτες Ακτές, και τόνισε πως είναι ένα βιβλίο που αγγίζει ιδιαίτερα όσους έχουν μεγαλώσει μεταξύ δύο πολιτισμών. Ο κύριος Λαμνίδης, τέλος, αναφέρθηκε στην σημασία της διάκρισης των αφηγηματικών από τα προσωπικά συμβάντα, και στην παραδειγματική λειτουργία των διαφόρων ειδών μνήμης στην περίπτωση των Απρόσιτων Ακτών. Υποστήριξε, επιπλέον, ότι το βιβλίο του Κουλουκουντή δεν εντάσσεται εύκολα σε μία από τις παραδεδεγμένες λογοτεχνικές μορφές.
Ακολουθεί η ομιλία του συγγραφέα την ημέρα της παρουσίασης.
“Πολλοί εκδότες στο εξωτερικό προσπάθησαν να με πείσουν να γράψω ένα βιβλίο για την Ελληνική ναυτιλία.
Προφανώς πίστευαν ότι γνωρίζω το θέμα από κοντά. Το πρόβλημα ήταν ότι όντως ήξερα το θέμα από πολύ κοντά.
Όταν πρωτογνώρισα Έλληνες εφοπλιστές, ήμουν τεσσάρων χρονών, καθισμένος με τις πυτζάμες μου στη σκάλα του σπιτιού μας και έβλεπα τους καλεσμένους των γονιών μου να κυκλοφορούν κάτω στο ισόγειο. Έτσι, από αυτή την προοπτική, το μόνο που ήξερα καλά για εφοπλιστές ήταν το πάνω μέρος του κεφαλιού τους. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι εστί μια ελληνική ναυτιλιακή οικογένεια, πως λειτουργούσε, ή πως γινόταν κανείς εφοπλιστής.
Το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο, το έμαθα τελικά, το οφείλω κυρίως στην μητέρα μου. Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας και αυτό βέβαια ήρθε σε σύγκρουση με τις προσδοκίες του πάτερα μου και όλων των μελών του περιβάλλοντος όπου ζούσα, οι οποίοι περίμεναν βέβαια, ότι θα γίνω εφοπλιστής. Αλλά επειδή οι γυναίκες συχνά λύνουν προβλήματα που μπορούν να παραλύουν τους άνδρες, η μητέρα μου μου έδωσε μια σοφή συμβουλή: «Κάν' τα και τα δυο».
Βέβαια, δεν μου επεσήμανε, ότι θα χρειαζόταν μια ζωή για να το κατορθώσω, αλλά τι να κάνουμε;– ακόμα και το δελφικό μαντείο σε άφηνε να ανακαλύψεις πολλά μόνος σου.
Οι Απρόσιτες Ακτές περιγράφουν τη διαδρομή που χρειάστηκε να κάνω να μπω στην οικογενειακή επιχείρηση, κατόρθωμα που οι περισσότεροι θα νόμιζαν ότι είναι πανεύκολο. Τον λόγο που δεν ήταν, θα τον μάθετε στο βιβλίο το ίδιο-εξ’ου και ο τίτλος: Απρόσιτες Ακτές.
Η εξέλιξη του βιβλίου έχει και αυτή τη δική της πορεία.
Άρχισα να κρατώ σημειώσεις μόλις πέθανε η γυναίκα μου, το 1990. Είχα βρεθεί χήρος με μια μικρή κόρη την Ντήλια, που ήταν τότε επτά χρονών. Είχα εξασφαλίσει μια οικονομική άνεση από την ναυτιλία και τα μόνα απόλυτα καθήκοντα στη ζωή μου ήταν να συνοδεύω αυτό το κοριτσάκι μέχρι το σχολικό λεωφορείο το πρωί και να είμαι εκεί στο ίδιο σημείο να το παραλάβω, όταν επεστρεφε το απόγευμα. Λίγα καθήκοντα, αλλά σημαντικά.
Κάθε μέρα, μετά την αναχώρηση του λεωφορείου, ανέβαινα στο σπίτι και, ίσως για συντροφιά, έπαιρνα τον υπολογιστή στο κρεβάτι, και με μια τσαγιέρα με ζεστό τσάι στο κομοδίνο, ξεκινούσα να καταγράφω τις αναμνήσεις, που τελικά διαμόρφωσαν τις Απρόσιτες Ακτές. Άρχιζα να γράφω λίγο μετά τις οκτώ και έγραφα ως το μεσημέρι, ώστε, μετά από τόσες ώρες που ήμουνα αφοσιωμένος στο γράψιμο, το να κάνω τηλεφωνήματα για την ναυτιλιακή μου επιχείρηση ήταν πραγματική ξεκούραση για μένα. Τότε θυμήθηκα, αυτό που μου έλεγαν όλοι στα νεανικά μου χρόνια, «μπες στην ναυτιλία τώρα και κράτα το γράψιμο για το μεράκι σου».
Κατάλαβα, ότι, όπως συχνά στην ζωή μου, είχα κάνει ακριβώς το αντίθετο – η ναυτιλία απεδείχθη η ανάπαυσή μου και η λογοτεχνία είχε γίνει η πραγματική μου δουλειά.
Γεννήθηκα στο Λονδίνο, αλλά μίλησα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Σύρο, και μάλιστα με την βαριά προφορά του λιμανιού – «Εγώ θέλω τον μπαμπά μου».
Πως μετετράπη αυτή η παιδική προφορά σε αυτή που έχω τώρα, είναι το μυστήριο της ξενιτιάς. Άρχισα να γράφω στα Αγγλικά, και εκεί ξεκίνησε άλλη μια πορεία.
Όπως εγώ γεννήθηκα στο Λονδίνο και μεταφέρθηκα στην Ελλάδα, έτσι και τα βιβλία μου, παρόλο που γράφτηκαν στην Αγγλική γλώσσα, μίλησαν και αυτά για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Οι Απρόσιτες Ακτές είναι το δεύτερο από τα βιβλία μου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα.
Για αυτό θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Κα Λαμπρία και τον Κον Παπαδόπουλο, που έδειξαν άμεση εμπιστοσύνη στο κείμενό μου. Μιλώντας για ορισμένες περιγραφές στο βιβλίο, η Κα. Λαμπρία με αποκάλεσε ανελέητο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα αυτή τη λέξη, αλλά δέχομαι τον χαρακτηρισμό. Και εγώ, από τη μεριά μου, θα αποκαλούσα την Kα. Λαμπρία ανένδοτη, ανένδοτη στον αγώνα για την λογοτεχνική ποιότητα.
Ψάχνω μια μεταφορά που να εκφράζει τη ζωή του συγγραφέα.
H πιο φανταστική είναι, ότι να γράψεις ένα βιβλίο, είναι σαν να είσαι έγκυος για αρκετά χρόνια. Αλλά επειδή δε γνωρίζω πολλά για αυτήν την υπόθεση, ας την αφήσουμε. Αλλιώς μπορούμε να πούμε, ότι η ζωή του συγγραφέα μοιάζει κάπως μ’ αυτήν του κατασκόπου. Ζεις μόνος σου μέσα στο σούρουπο της σκέψης σου. Δεν μπορείς να περιγράψεις αυτό που σκοπεύεις να κάνεις, σε κανέναν. Υπάρχει η διαφορά βέβαια, ότι όταν ανακαλύπτεται το έργο σου, συνήθως τον συγγραφέα δεν τον εκτελούν, αλλά αν είναι τυχερός, του οργανώνουν παρουσίαση σαν τούτη τη βραδιά.
Εδώ θέλω να ευχαριστήσω του ομιλητές, που τόσο γενναιόδωρα δέχτηκαν να διαβάσουν το βιβλίο μου και του χάρισαν την διακριτική και διαφωτιστική τους προσοχή.
Τελικά, για κατάλληλη μεταφορά, καταλήγουμε σε μια από την ίδια την ναυτιλία. Το να γράψεις ένα βιβλίο σαν τις Απρόσιτες Ακτές, είναι σαν να πλέεις με το καράβι σου από μια ήπειρο στην άλλη χωρίς ναυτικά όργανα, πες από την Δυτική Αυστραλία στη Νότιο Αφρική. Πρέπει να μαντέψεις τις συντεταγμένες του καραβιού σου, κοιτώντας πίσω προς την πρύμνη, να υπολογίσεις πόσο δρόμο έχεις κάνει και να πάρεις μια ιδέα για πόσο απομένει μπροστά σου. Φαντάσου, να κάνεις λάθος στον υπολογισμό. Κινδυνεύεις να προσπεράσεις την Αφρική χωρίς να την αγγίξεις. Συμφορά για τον συγγραφέα, όσο και για τον πλοίαρχο. Αλλά με το καλό πως θα αισθανθείς, όταν ξημερώνει μια μέρα σαν την σημερινή και βλέπεις τους γλάρους να πετούν πάνω από το κεφάλι σου και νιώθεις τον αέρα να σου φέρνει την αδιαμφισβήτητη μυρωδιά της στεριάς.
Επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παράφραση του μεγάλου μας ποιητή – «Τόσο καλλίτερο αν δεν έχεις βιάσει το ταξίδι, ώστε χρόνια να ‘χει διαρκέσει, και γέρος πια ν ’αράξεις στο νησί. Ήδη θα το κατάλαβες, η Ιθάκες τι σημαίνουν».
Σας διαβεβαιώνω, ετσι αισθάνομαι αυτή την στιγμή που έφθασα σε αυτό το λιμάνι. Και πολύ σας ευχαριστώ”.
[Φωτογραφίες: Γιώργος Χαριτάκης]
Για το βιβλίο μίλησαν οι Νίκος Μπακουνάκης, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, δημοσιογράφος, Γιάννης Ψαρόπουλος , Ανταποκριτής Ξένου Τύπου, John Chapple, Εκδότης Lycabettus Press και Νίκος Λαμνίδης, Ψυχίατρος – Ψυχαναλυτής. Οι ομιλητές αναφέρθηκαν σε διαφορετικές πτυχές της δομής και της αφήγησης του βιβλίου.
Συγκεκριμένα, ο κύριος Μπακουνάκης παρουσίασε συνοπτικά τη δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου, επισημαίνοντας το ενδιαφέρον του τόσο σε επίπεδο λογοτεχνικό όσο και αναφορικά με την εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών που αναλύονται σε αυτό, ενώ διάβασε επιλεγμένα αποσπάσματα με ιδιαίτερη κατά τον ίδιο σημασία. Ο κος Ψαρόπουλος τοποθέτησε το βιβλίο χρονικά, εξηγώντας τη φάση στην οποία βρισκόταν η ελληνική ναυτιλία τα χρόνια στα οποία εξελίσσεται η αφήγηση, αλλά και τη σημασία της οικογενείας Κουλουκουντή στον εφοπλιστικό κόσμο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο κος Chapple, ως σύγχρονος του συγγραφέα και έχοντας ζήσει σε παρόμοιο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, υπογράμμισε την εγκυρότητα των αναφορών στις διαφορές της ελληνικής και αμερικανικής κουλτούρας που περιέχονται στο βιβλίο Απρόσιτες Ακτές, και τόνισε πως είναι ένα βιβλίο που αγγίζει ιδιαίτερα όσους έχουν μεγαλώσει μεταξύ δύο πολιτισμών. Ο κύριος Λαμνίδης, τέλος, αναφέρθηκε στην σημασία της διάκρισης των αφηγηματικών από τα προσωπικά συμβάντα, και στην παραδειγματική λειτουργία των διαφόρων ειδών μνήμης στην περίπτωση των Απρόσιτων Ακτών. Υποστήριξε, επιπλέον, ότι το βιβλίο του Κουλουκουντή δεν εντάσσεται εύκολα σε μία από τις παραδεδεγμένες λογοτεχνικές μορφές.
Ακολουθεί η ομιλία του συγγραφέα την ημέρα της παρουσίασης.
“Πολλοί εκδότες στο εξωτερικό προσπάθησαν να με πείσουν να γράψω ένα βιβλίο για την Ελληνική ναυτιλία.
Προφανώς πίστευαν ότι γνωρίζω το θέμα από κοντά. Το πρόβλημα ήταν ότι όντως ήξερα το θέμα από πολύ κοντά.
Όταν πρωτογνώρισα Έλληνες εφοπλιστές, ήμουν τεσσάρων χρονών, καθισμένος με τις πυτζάμες μου στη σκάλα του σπιτιού μας και έβλεπα τους καλεσμένους των γονιών μου να κυκλοφορούν κάτω στο ισόγειο. Έτσι, από αυτή την προοπτική, το μόνο που ήξερα καλά για εφοπλιστές ήταν το πάνω μέρος του κεφαλιού τους. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι εστί μια ελληνική ναυτιλιακή οικογένεια, πως λειτουργούσε, ή πως γινόταν κανείς εφοπλιστής.
Το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο, το έμαθα τελικά, το οφείλω κυρίως στην μητέρα μου. Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας και αυτό βέβαια ήρθε σε σύγκρουση με τις προσδοκίες του πάτερα μου και όλων των μελών του περιβάλλοντος όπου ζούσα, οι οποίοι περίμεναν βέβαια, ότι θα γίνω εφοπλιστής. Αλλά επειδή οι γυναίκες συχνά λύνουν προβλήματα που μπορούν να παραλύουν τους άνδρες, η μητέρα μου μου έδωσε μια σοφή συμβουλή: «Κάν' τα και τα δυο».
Βέβαια, δεν μου επεσήμανε, ότι θα χρειαζόταν μια ζωή για να το κατορθώσω, αλλά τι να κάνουμε;– ακόμα και το δελφικό μαντείο σε άφηνε να ανακαλύψεις πολλά μόνος σου.
Οι Απρόσιτες Ακτές περιγράφουν τη διαδρομή που χρειάστηκε να κάνω να μπω στην οικογενειακή επιχείρηση, κατόρθωμα που οι περισσότεροι θα νόμιζαν ότι είναι πανεύκολο. Τον λόγο που δεν ήταν, θα τον μάθετε στο βιβλίο το ίδιο-εξ’ου και ο τίτλος: Απρόσιτες Ακτές.
Η εξέλιξη του βιβλίου έχει και αυτή τη δική της πορεία.
Άρχισα να κρατώ σημειώσεις μόλις πέθανε η γυναίκα μου, το 1990. Είχα βρεθεί χήρος με μια μικρή κόρη την Ντήλια, που ήταν τότε επτά χρονών. Είχα εξασφαλίσει μια οικονομική άνεση από την ναυτιλία και τα μόνα απόλυτα καθήκοντα στη ζωή μου ήταν να συνοδεύω αυτό το κοριτσάκι μέχρι το σχολικό λεωφορείο το πρωί και να είμαι εκεί στο ίδιο σημείο να το παραλάβω, όταν επεστρεφε το απόγευμα. Λίγα καθήκοντα, αλλά σημαντικά.
Κάθε μέρα, μετά την αναχώρηση του λεωφορείου, ανέβαινα στο σπίτι και, ίσως για συντροφιά, έπαιρνα τον υπολογιστή στο κρεβάτι, και με μια τσαγιέρα με ζεστό τσάι στο κομοδίνο, ξεκινούσα να καταγράφω τις αναμνήσεις, που τελικά διαμόρφωσαν τις Απρόσιτες Ακτές. Άρχιζα να γράφω λίγο μετά τις οκτώ και έγραφα ως το μεσημέρι, ώστε, μετά από τόσες ώρες που ήμουνα αφοσιωμένος στο γράψιμο, το να κάνω τηλεφωνήματα για την ναυτιλιακή μου επιχείρηση ήταν πραγματική ξεκούραση για μένα. Τότε θυμήθηκα, αυτό που μου έλεγαν όλοι στα νεανικά μου χρόνια, «μπες στην ναυτιλία τώρα και κράτα το γράψιμο για το μεράκι σου».
Κατάλαβα, ότι, όπως συχνά στην ζωή μου, είχα κάνει ακριβώς το αντίθετο – η ναυτιλία απεδείχθη η ανάπαυσή μου και η λογοτεχνία είχε γίνει η πραγματική μου δουλειά.
Γεννήθηκα στο Λονδίνο, αλλά μίλησα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Σύρο, και μάλιστα με την βαριά προφορά του λιμανιού – «Εγώ θέλω τον μπαμπά μου».
Πως μετετράπη αυτή η παιδική προφορά σε αυτή που έχω τώρα, είναι το μυστήριο της ξενιτιάς. Άρχισα να γράφω στα Αγγλικά, και εκεί ξεκίνησε άλλη μια πορεία.
Όπως εγώ γεννήθηκα στο Λονδίνο και μεταφέρθηκα στην Ελλάδα, έτσι και τα βιβλία μου, παρόλο που γράφτηκαν στην Αγγλική γλώσσα, μίλησαν και αυτά για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Οι Απρόσιτες Ακτές είναι το δεύτερο από τα βιβλία μου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα.
Για αυτό θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Κα Λαμπρία και τον Κον Παπαδόπουλο, που έδειξαν άμεση εμπιστοσύνη στο κείμενό μου. Μιλώντας για ορισμένες περιγραφές στο βιβλίο, η Κα. Λαμπρία με αποκάλεσε ανελέητο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα αυτή τη λέξη, αλλά δέχομαι τον χαρακτηρισμό. Και εγώ, από τη μεριά μου, θα αποκαλούσα την Kα. Λαμπρία ανένδοτη, ανένδοτη στον αγώνα για την λογοτεχνική ποιότητα.
Ψάχνω μια μεταφορά που να εκφράζει τη ζωή του συγγραφέα.
H πιο φανταστική είναι, ότι να γράψεις ένα βιβλίο, είναι σαν να είσαι έγκυος για αρκετά χρόνια. Αλλά επειδή δε γνωρίζω πολλά για αυτήν την υπόθεση, ας την αφήσουμε. Αλλιώς μπορούμε να πούμε, ότι η ζωή του συγγραφέα μοιάζει κάπως μ’ αυτήν του κατασκόπου. Ζεις μόνος σου μέσα στο σούρουπο της σκέψης σου. Δεν μπορείς να περιγράψεις αυτό που σκοπεύεις να κάνεις, σε κανέναν. Υπάρχει η διαφορά βέβαια, ότι όταν ανακαλύπτεται το έργο σου, συνήθως τον συγγραφέα δεν τον εκτελούν, αλλά αν είναι τυχερός, του οργανώνουν παρουσίαση σαν τούτη τη βραδιά.
Εδώ θέλω να ευχαριστήσω του ομιλητές, που τόσο γενναιόδωρα δέχτηκαν να διαβάσουν το βιβλίο μου και του χάρισαν την διακριτική και διαφωτιστική τους προσοχή.
Τελικά, για κατάλληλη μεταφορά, καταλήγουμε σε μια από την ίδια την ναυτιλία. Το να γράψεις ένα βιβλίο σαν τις Απρόσιτες Ακτές, είναι σαν να πλέεις με το καράβι σου από μια ήπειρο στην άλλη χωρίς ναυτικά όργανα, πες από την Δυτική Αυστραλία στη Νότιο Αφρική. Πρέπει να μαντέψεις τις συντεταγμένες του καραβιού σου, κοιτώντας πίσω προς την πρύμνη, να υπολογίσεις πόσο δρόμο έχεις κάνει και να πάρεις μια ιδέα για πόσο απομένει μπροστά σου. Φαντάσου, να κάνεις λάθος στον υπολογισμό. Κινδυνεύεις να προσπεράσεις την Αφρική χωρίς να την αγγίξεις. Συμφορά για τον συγγραφέα, όσο και για τον πλοίαρχο. Αλλά με το καλό πως θα αισθανθείς, όταν ξημερώνει μια μέρα σαν την σημερινή και βλέπεις τους γλάρους να πετούν πάνω από το κεφάλι σου και νιώθεις τον αέρα να σου φέρνει την αδιαμφισβήτητη μυρωδιά της στεριάς.
Επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παράφραση του μεγάλου μας ποιητή – «Τόσο καλλίτερο αν δεν έχεις βιάσει το ταξίδι, ώστε χρόνια να ‘χει διαρκέσει, και γέρος πια ν ’αράξεις στο νησί. Ήδη θα το κατάλαβες, η Ιθάκες τι σημαίνουν».
Σας διαβεβαιώνω, ετσι αισθάνομαι αυτή την στιγμή που έφθασα σε αυτό το λιμάνι. Και πολύ σας ευχαριστώ”.
[Φωτογραφίες: Γιώργος Χαριτάκης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου