Πολλοί
συμπατριώτες μας αναστατώνονται, ενοχλούνται και αρνούνται να
παραδεχτούν την ιδέα ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν πρόφεραν τις λέξεις όπως
εμείς. Ιδιαίτερα εύγλωττες είναι οι αντιδράσεις και τα σχόλια
όταν στο YouTube παρουσιάζονται ηχογραφημένες σημερινές προσπάθειες
προφοράς αρχαιοελληνικών φράσεων με την επανασυντεθειμένη αρχαία
προφορά, όπως δηλαδή υποθέτουμε ότι πρόφεραν τις λέξεις οι Αθηναίοι της
κλασικής εποχής. Πολλές φορές θα δείτε τον ισχυρισμό ότι η «ερασμιακή
προφορά» δεν είναι παρά ακόμα μία ανθελληνική συνωμοσία, μια επίθεση
κατά της συνέχειας της γλώσσας μας ή του έθνους μας.
Ο μεγάλος Ολλανδός ουμανιστής Έρασμος (Desiderius Erasmus Roterodamus, 1466-1536), βασισμένος σε απόψεις προηγούμενων λογίων, ανάμεσά τους και Ελλήνων, παρουσίασε πρώτος μια συστηματική και ολοκληρωμένη άποψη για την προφορά των αρχαίων Ελλήνων της κλασικής εποχής, η οποία στη συνέχεια υπέστη περαιτέρω επεξεργασίες από τους ελληνιστές και έχει πάρει το όνομά του: ερασμική ή ερασμιακή προφορά.
Η ερασμιακή προφορά έγινε δεκτή με σκεπτικισμό από τους Έλληνες λογίους του 19ου αιώνα, ωστόσο ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας, ο Γεώργιος Χατζιδάκις, απέδειξε πειστικά ότι η προφορά της ελληνικής είχε μεταβληθεί με την πάροδο των αιώνων. Σήμερα, αυτή η διαπίστωση γίνεται ομόφωνα δεκτή από την επιστημονική - γλωσσολογική κοινότητα, ωστόσο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη δυσπιστία πολλών συμπατριωτών μας.
Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η μεταβολή της προφοράς μπορεί να θεωρηθεί άρνηση της «συνέχειας της γλώσσας». Όταν συνεχώς περηφανευόμαστε ότι τόσες και τόσες ομηρικές λέξεις είναι ίδιες κι απαράλλαχτες ίσαμε σήμερα, δεν θέλουμε προφανώς να μας υπενθυμίζουν ότι ούτε την ίδια σημασία είχαν (πολλές από αυτές) ούτε βεβαίως την ίδια προφορά.
Από την άλλη, η σημερινή ελληνική ορθογραφία, κληρονομημένη από την αρχαία, αποτελεί την πρώτη ένδειξη ότι η προφορά πρέπει να έχει αλλάξει. Στη σημερινή ελληνική γλώσσα, ας πούμε, έχουμε πολλούς τρόπους για να αποδώσουμε τον φθόγγο [ι] (ή [i] με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο): τα γράμματα (και οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, υι, όλα προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Ολοφάνερα, οι αρχαίοι δεν τα πρόφεραν έτσι· αποκλείεται στα διάφορα είην, ιοίην, ιείην, ηίην, οι υιοί, ποιοίη, ρυοίη, που αφθονούν στα αρχαία ελληνικά, η προφορά να ήταν η σημερινή. Όπως γράφει ο Ελισαίος Γιαννίδης, από τον οποίο ξεσήκωσα και τα παραδείγματα, «θα ήταν σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει δυο και τρεις διαφορετικές έννοιες».[1] Όπως λέει και ο Εμμανουήλ Ροΐδης στα Είδωλα, θα ήταν παράλογο να δεχτούμε ότι οι λέξεις που δηλώνουν με τον πιο καθαρό τρόπο τον χωρισμό σε δύο αντίθετες μερίδες, ημείς και υμείς (εμείς και εσείς), προφέρονταν με τον ίδιο τρόπο!
Ένα δεύτερο τεκμήριο για την αλλαγή της προφοράς είναι η λειτουργία του φωνολογικού συστήματος της αρχαίας ελληνικής. Φαινόμενα όπως η συναίρεση δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη νεοελληνική προφορά, ούτε η χρονική αύξηση των ρημάτων που αρχίζουν από δίφθογγο (αἰσθάνομαι - ᾐσθανόμην).
Ένα τρίτο τεκμήριο είναι ο τρόπος μεταγραφής των ελληνικών ονομάτων στα λατινικά, αλλά και των λατινικών ονομάτων στα ελληνικά. Για παράδειγμα, από τις μεταγραφές Κρήτη - Creta, Ηρακλής - Heracles συνάγεται ότι το αρχαίο η προφερόταν ως e μακρό, ενώ από τη μεταγραφή του Φίλιππου σε Philippus συνάγεται ότι το φ προφερόταν δασύ και όχι άηχο τριβόμενο (διότι τότε θα το μετέγραφαν Filippus).
Επίσης, το γεγονός ότι το λατινικό αλφάβητο χρειάστηκε να επινοήσει ειδικό γράμμα αποκλειστικά για τα ελληνικά δάνεια που είχαν το υ, που μάλιστα το ονόμασαν y graecum, ελληνικό υ, σημαίνει ότι το υ προφερόταν αλλιώς, σαν το γαλλικό u. Μάλιστα, αυτός ο φθόγγος άντεξε πολύ περισσότερο και προφερόταν διαφορετικά έως τον 11ο αιώνα.
Τέλος, αρκετά διάσημα είναι τα παραδείγματα από ηχομιμητικές λέξεις που παρατίθενται σε αρχαία κείμενα. «Ὁ δ’ ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ λέγων βαδίζει», γράφει στην κωμωδία Διονυσαλέξανδρος ο Κρατίνος τον 5ο αιώνα π.Χ. Με βάση όσα ξέρουμε από άλλες πηγές, το βῆ αυτό αντιστοιχεί στο «μπέε», ενώ αν διαβάσουμε τη φράση με τη σημερινή προφορά πρέπει να προφέρουμε [vi],
και έτσι δεν κάνουν τα πρόβατα. «Εφόσον λοιπόν δεν είναι πιθανό να
άλλαξε η προφορά των προβάτων, πρέπει να συμπεράνουμε πως άλλαξε η
προφορά των ανθρώπων», σχολιάζει με χιούμορ ο αείμνηστος Ευάγγελος
Πετρούνιας.[2]
Παρομοίως, αν θυμηθούμε ότι στα αρχαία ελληνικά το ρήμα για τη φωνή των βοδιών ήταν μυκώμαι (μουου, μουκανητό) ενώ για τις κατσίκες ήταν μηκώμαι (μεε), καταλαβαίνουμε πως αποκλείεται να ήταν ομόηχες αυτές οι λέξεις.
Ένα επιχείρημα όσων αμφισβητούν την ερασμιακή θεωρία είναι το απόσπασμα του Θουκυδίδη (2.54), όπου το Μαντείο των Δελφών είχε δώσει χρησμό «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ», τον οποίο οι γεροντότεροι τον έλεγαν τραγουδιστά, και κάποιοι το ερμήνευαν «λιμός». Λένε λοιπόν οι αρνητές της ερασμιακής προφοράς ότι αυτό αποτελεί τάχα απόδειξη πως οι λέξεις «λοιμός» και «λιμός» προφέρονταν με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι έτσι. Όπως πειστικά έχει γράψει ο Γ. Χατζιδάκις, ο χρησμός ήταν άγραφος και τον θυμούνταν διαφορετικά οι μεν από τους δε.[3] Οι δύο επίμαχες λέξεις προφέρονταν όχι ολόιδια αλλά με παρόμοιο τρόπο: λιμός η μία, λοϊμός η άλλη, που ταίριαζαν και οι δύο με το μέτρο.
Συμπερασματικά, ξέρουμε πως τα β, γ, δ προφέρονταν μπ, γκ, ντ. Το η: εε, το ω: οο, το υ: ου, και αργότερα σαν το γαλλικό u. Επίσης, τα φ, χ, θ προφέρονταν δασέα, [pʰ], [kʰ], [tʰ]. Τέλος, τα δίγραφα προφέρονταν σαν δίφθογγοι· ου: όου, αι: άι, οι: όι, αυ: άου, ευ: έου.
Φυσικά, στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα ελληνικά σχολεία δεν υιοθετήθηκε η ερασμιακή προφορά, για πρακτικούς λόγους, αφού στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να προφέρονται διαφορετικά λέξεις όπως άνθρωπος, οδός, βωμός ή λύπη, ανάλογα με το κείμενο όπου απαντούν, αρχαίο δηλαδή ή νεοελληνικό.
Για περαιτέρω μελέτη
Το υποχρεωτικό ανάγνωσμα για την προφορά της αρχαίας ελληνικής είναι το σύγγραμμα του W. Sidney Allen, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά: Vox Graeca. Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2000.
[1] Ε. Γιαννίδης, Γλώσσα και ζωή. Αναλυτική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος, Πέλλα, χ.χ. σ. 128.
[2] Ευ. Πετρούνιας, «Η προφορά τής κλασικής Ελληνικής», στο Α.-Φ. Χριστίδης Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ό.π., 2001, σ. 408.
[3] Παρατίθεται από τον Β. Αργυρόπουλο, Αρχαιολατρία και γλώσσα, ό.π., σ. 345.
p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 10.0px 0.0px; font: 12.0px Cambria; -webkit-text-stroke: #000000}
span.s1 {font-kerning: none}
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Μύθοι και Πλάνες για την ελληνική γλώσσα» (εκδόσεις ΕΑΠ)
Ο μεγάλος Ολλανδός ουμανιστής Έρασμος (Desiderius Erasmus Roterodamus, 1466-1536), βασισμένος σε απόψεις προηγούμενων λογίων, ανάμεσά τους και Ελλήνων, παρουσίασε πρώτος μια συστηματική και ολοκληρωμένη άποψη για την προφορά των αρχαίων Ελλήνων της κλασικής εποχής, η οποία στη συνέχεια υπέστη περαιτέρω επεξεργασίες από τους ελληνιστές και έχει πάρει το όνομά του: ερασμική ή ερασμιακή προφορά.
Η ερασμιακή προφορά έγινε δεκτή με σκεπτικισμό από τους Έλληνες λογίους του 19ου αιώνα, ωστόσο ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας, ο Γεώργιος Χατζιδάκις, απέδειξε πειστικά ότι η προφορά της ελληνικής είχε μεταβληθεί με την πάροδο των αιώνων. Σήμερα, αυτή η διαπίστωση γίνεται ομόφωνα δεκτή από την επιστημονική - γλωσσολογική κοινότητα, ωστόσο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη δυσπιστία πολλών συμπατριωτών μας.
Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η μεταβολή της προφοράς μπορεί να θεωρηθεί άρνηση της «συνέχειας της γλώσσας». Όταν συνεχώς περηφανευόμαστε ότι τόσες και τόσες ομηρικές λέξεις είναι ίδιες κι απαράλλαχτες ίσαμε σήμερα, δεν θέλουμε προφανώς να μας υπενθυμίζουν ότι ούτε την ίδια σημασία είχαν (πολλές από αυτές) ούτε βεβαίως την ίδια προφορά.
Από την άλλη, η σημερινή ελληνική ορθογραφία, κληρονομημένη από την αρχαία, αποτελεί την πρώτη ένδειξη ότι η προφορά πρέπει να έχει αλλάξει. Στη σημερινή ελληνική γλώσσα, ας πούμε, έχουμε πολλούς τρόπους για να αποδώσουμε τον φθόγγο [ι] (ή [i] με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο): τα γράμματα (και οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, υι, όλα προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Ολοφάνερα, οι αρχαίοι δεν τα πρόφεραν έτσι· αποκλείεται στα διάφορα είην, ιοίην, ιείην, ηίην, οι υιοί, ποιοίη, ρυοίη, που αφθονούν στα αρχαία ελληνικά, η προφορά να ήταν η σημερινή. Όπως γράφει ο Ελισαίος Γιαννίδης, από τον οποίο ξεσήκωσα και τα παραδείγματα, «θα ήταν σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει δυο και τρεις διαφορετικές έννοιες».[1] Όπως λέει και ο Εμμανουήλ Ροΐδης στα Είδωλα, θα ήταν παράλογο να δεχτούμε ότι οι λέξεις που δηλώνουν με τον πιο καθαρό τρόπο τον χωρισμό σε δύο αντίθετες μερίδες, ημείς και υμείς (εμείς και εσείς), προφέρονταν με τον ίδιο τρόπο!
Ένα δεύτερο τεκμήριο για την αλλαγή της προφοράς είναι η λειτουργία του φωνολογικού συστήματος της αρχαίας ελληνικής. Φαινόμενα όπως η συναίρεση δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη νεοελληνική προφορά, ούτε η χρονική αύξηση των ρημάτων που αρχίζουν από δίφθογγο (αἰσθάνομαι - ᾐσθανόμην).
Ένα τρίτο τεκμήριο είναι ο τρόπος μεταγραφής των ελληνικών ονομάτων στα λατινικά, αλλά και των λατινικών ονομάτων στα ελληνικά. Για παράδειγμα, από τις μεταγραφές Κρήτη - Creta, Ηρακλής - Heracles συνάγεται ότι το αρχαίο η προφερόταν ως e μακρό, ενώ από τη μεταγραφή του Φίλιππου σε Philippus συνάγεται ότι το φ προφερόταν δασύ και όχι άηχο τριβόμενο (διότι τότε θα το μετέγραφαν Filippus).
Επίσης, το γεγονός ότι το λατινικό αλφάβητο χρειάστηκε να επινοήσει ειδικό γράμμα αποκλειστικά για τα ελληνικά δάνεια που είχαν το υ, που μάλιστα το ονόμασαν y graecum, ελληνικό υ, σημαίνει ότι το υ προφερόταν αλλιώς, σαν το γαλλικό u. Μάλιστα, αυτός ο φθόγγος άντεξε πολύ περισσότερο και προφερόταν διαφορετικά έως τον 11ο αιώνα.
Παρομοίως, αν θυμηθούμε ότι στα αρχαία ελληνικά το ρήμα για τη φωνή των βοδιών ήταν μυκώμαι (μουου, μουκανητό) ενώ για τις κατσίκες ήταν μηκώμαι (μεε), καταλαβαίνουμε πως αποκλείεται να ήταν ομόηχες αυτές οι λέξεις.
Ένα επιχείρημα όσων αμφισβητούν την ερασμιακή θεωρία είναι το απόσπασμα του Θουκυδίδη (2.54), όπου το Μαντείο των Δελφών είχε δώσει χρησμό «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ», τον οποίο οι γεροντότεροι τον έλεγαν τραγουδιστά, και κάποιοι το ερμήνευαν «λιμός». Λένε λοιπόν οι αρνητές της ερασμιακής προφοράς ότι αυτό αποτελεί τάχα απόδειξη πως οι λέξεις «λοιμός» και «λιμός» προφέρονταν με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι έτσι. Όπως πειστικά έχει γράψει ο Γ. Χατζιδάκις, ο χρησμός ήταν άγραφος και τον θυμούνταν διαφορετικά οι μεν από τους δε.[3] Οι δύο επίμαχες λέξεις προφέρονταν όχι ολόιδια αλλά με παρόμοιο τρόπο: λιμός η μία, λοϊμός η άλλη, που ταίριαζαν και οι δύο με το μέτρο.
Συμπερασματικά, ξέρουμε πως τα β, γ, δ προφέρονταν μπ, γκ, ντ. Το η: εε, το ω: οο, το υ: ου, και αργότερα σαν το γαλλικό u. Επίσης, τα φ, χ, θ προφέρονταν δασέα, [pʰ], [kʰ], [tʰ]. Τέλος, τα δίγραφα προφέρονταν σαν δίφθογγοι· ου: όου, αι: άι, οι: όι, αυ: άου, ευ: έου.
Φυσικά, στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα ελληνικά σχολεία δεν υιοθετήθηκε η ερασμιακή προφορά, για πρακτικούς λόγους, αφού στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να προφέρονται διαφορετικά λέξεις όπως άνθρωπος, οδός, βωμός ή λύπη, ανάλογα με το κείμενο όπου απαντούν, αρχαίο δηλαδή ή νεοελληνικό.
Για περαιτέρω μελέτη
Το υποχρεωτικό ανάγνωσμα για την προφορά της αρχαίας ελληνικής είναι το σύγγραμμα του W. Sidney Allen, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά: Vox Graeca. Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2000.
.:BiblioNet : Vox graeca / Allen, W. Sidney
[1] Ε. Γιαννίδης, Γλώσσα και ζωή. Αναλυτική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος, Πέλλα, χ.χ. σ. 128.
[2] Ευ. Πετρούνιας, «Η προφορά τής κλασικής Ελληνικής», στο Α.-Φ. Χριστίδης Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ό.π., 2001, σ. 408.
[3] Παρατίθεται από τον Β. Αργυρόπουλο, Αρχαιολατρία και γλώσσα, ό.π., σ. 345.
p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 10.0px 0.0px; font: 12.0px Cambria; -webkit-text-stroke: #000000}
span.s1 {font-kerning: none}
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Μύθοι και Πλάνες για την ελληνική γλώσσα» (εκδόσεις ΕΑΠ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου