Ρέκβιεμ της μεσαίας τάξης και της τρίτης ηλικίας
Το λογοτεχνικό έργο του Μιχάλη Μοδινού είναι ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στην ιστορική μεταμυθοπλασία και το οικολογικό, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, μυθιστόρημα – από την Χρυσή Ακτή, το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2005 ως τον Μεγάλο Αμπάι, τη Σχεδία και την Εκουατόρια. Το νέο του, ωστόσο, μυθιστόρημα, είναι διαφορετικό: πρόκειται για μια μετατονισμένη σε άλλη κλίμακα συνέχεια του μυθιστορήματός του Τελευταία έξοδος, Στυμφαλία, μια συμφωνία πάνω σε ένα θέμα, εκεί που η Τελευταία έξοδος ήταν, ας μου επιτραπεί η αναλογία, μια φούγκα. Θα θυμίσω εν τάχει την υπόθεση εκείνου του βιβλίου, εύστοχου και συναρπαστικού πολιτικού αφηγήματος, γραμμένου στην καρδιά της κρίσης. Τα πάντα αρχίζουν μια χειμωνιάτικη νύχτα, με άθλιο καιρό, μέσα στην ερημιά, όταν ένα αυτοκίνητο φεύγει, θαρρείς προς το πουθενά, έχοντας στο τιμόνι του έναν μεσήλικα υποψήφιο αυτόχειρα. Διασχίζει ένα τοπίο δυστοπικό, βγαλμένο, θαρρείς από τα σωθικά της κρίσης, με μόνη του συντροφιά, πέρα από κάποια φευγαλέα, κάποτε έως και θλιβερά, συναπαντήματα, σπαράγματα σκέψεων και εικόνων μιας εποχής που οδηγούσε αναπότρεπτα προς την καταστροφή, προσωπική και κοινωνική, οικονομική και πολιτική, ενώ παρουσιαζόταν ως υποσχετική, ανέμελη, σταθερή και κερδισμένη. Σε μια ιλιγγιώδη επανάληψη των ίδιων και των ίδιων σκέψεων σε ελαφρώς παραλλαγμένες εκδοχές, που προξενεί μιαν αίσθηση ακραίας εξωπραγματικότητας, ο αποξενωμένος από την οικογένειά του ήρωας συνθέτει το δημόσιο και το ιδιωτικό στην παράλληλη πορεία τους προς την χρεοκοπία, ανασκευάζει τους εθνικούς μύθους, διερωτάται για τα συστατικά της ευτυχίας και επανέρχεται ξανά και ξανά στην ιδέα της αυτοκτονίας– ώσπου με μια παρέκκλιση του τιμονιού βρίσκει την πιο απροσδόκητη διέξοδο. Το Πλέγμα είναι μια ανεπτυγμένη, πολυφωνική, αλλά εξίσου σαρκαστική επεξεργασία της ίδιας θεματικής
Ονόμασα το Πλέγμα συμφωνία για μεγάλη ορχήστρα – προτιμότερο ωστόσο θα ήταν να το αποκαλούσα Ρέκβιεμ. Ρέκβιεμ της μεσαίας τάξης, ρέκβιεμ της πολιτικής, της κοινωνικής και εισοδηματικής ασφάλειας, της οικογένειας, του γάμου, των προσδοκιών. Κι εδώ οι ήρωες είναι μεσήλικες, στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, κι εδώ όλες οι σχέσεις είναι υπονομευμένες, αποφλοιωμένες από το νόημά τους. Με πυρήνα το πρόσωπο του Δημήτρη Ωραιόπουλου, ενός ηλικιωμένου ανώτερου δικαστικού από τον οποίο εκκινεί ένα σε ευρεία έκταση απλωμένο πλέγμα οικογενειακών, επαγγελματικών, κοινωνικών, φιλικών και σεξουαλικών σχέσεων, παρακολουθούμε δεκαεννέα πρόσωπα (το καθένα τους πρωταγωνιστής στην ιστορία του και κομπάρσος στις ιστορίες των άλλων) να ενεργούν σαν να μετράνε τη στάχτη τους, έγκλειστα σε ένα ιδιωτικό, αυτοπαθές σύμπαν. Κι αν κατά καιρούς ερωτοτροπούν με το συλλογικό ή σχολιάζουν την πολιτική, είναι γιατί κι αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τύρβης και της φθοράς τους. Όχι και τα δεκαεννέα βέβαια – οι νέοι, παρατηρητές και μακρινοί συμμέτοχοι της ζωής των μεσηλίκων ηρώων, διαφορετικά βιώνουν τις εμπειρίες τους και διαφορετικά τις επεξεργάζονται. Όμως η ζωή όλων των άλλων είναι σφραγισμένη από ένα ακατανόητο malaise, από μια δυσφορία που τορπιλίζει κάθε βεβαιότητα, καθιστά κάθε σχέση αμφίρροπη, και κάθε κίνηση προς το άλλο και τον άλλον εκκρεμή.
Μεσήλικες λοιπόν οι ήρωες που δεν ζουν ασφαλώς στο «βασίλειο της ανάγκης» – τα λόγια είναι του συγγραφέα – αλλά που ταλανίζονται από τις ανάγκες τους, πολύ συχνά άυλες, σε σημείο βασανισμού. Μεσήλικες που βαρύνονται από όλα όσα συνεπάγεται η ηλικιακή καμπή: καρκίνους και οδυνηρές θεραπείες ή θλιβερές επιπτώσεις, σώματα που γερνούν, παρά την προσπάθεια αναστροφής αυτής της αναπόφευκτης διαδικασίας, φόβους, νοσταλγία για τα χαμένα νιάτα (αλλά όχι εξωραϊσμός τους – και αυτό το οφείλουμε στην αποστασιοποιημένη πέννα του συγγραφέα), πότε πότε ευσυγκινησία, καταφυγή στον κυνισμό και υπερεπένδυση σε μια σεξουαλικότητα εν πολλοίς αφυδατωμένη. Είναι «απανωτές οι ερπύστριες που πέρασαν από πάνω μας», λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Εδώ κοντοστέκεται κανείς. Μα ποιες ερπύστριες; Μέχρι πριν λίγο, όπως συνάγεται από τους μονολόγους τους, απολάμβαναν απερίσταλτοι την εθνική ευωχία∙ ακόμη και τώρα συνεχίζουν να αναπαράγουν τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, όσο το μπορούν, για να μη δουν το σύμπαν τους να καταρρέει ολοκληρωτικά. Δεν έχουν ζήσει δα κανένα πόλεμο, καμιά βιβλική καταστροφή. Και όμως.
Και όμως. Όλοι τους αντιμέτωποι αναπόφευκτα με το «σφαγείο» που είναι τα γηρατειά, σύμφωνα με τον Φίλιπ Ροθ, ζουν μέσα σε ένα οιονεί πένθος, αγκιστρωμένοι σε ό,τι μέχρι πρότινος συνιστούσε το βίο τους, αλλά τώρα φαντάζει αποχρωματισμένο, άνυδρο και στείρο. Φιλίες, έρωτες, γάμοι ανοίγονται μπροστά τους σαν αχανής έρημος. Ο Μοδινός εστιάζει στο σώμα, όχι ως μόνο ως τόπο της απόλαυσης – έστω και αγχογόνου, έστω και κουτσουρεμένης, έστω και μηχανικής, αποστραγγισμένης από τη συγκίνηση και την ουσιώδη συμμετοχή – αλλά και ως θέατρο μιας μάχης – με προδιαγεγραμμένη, αλίμονο, έκβαση – ανάμεσα στο θάνατο, που συνεχώς καταλαμβάνει έδαφος και της ζωής που αντιστέκεται. Όχι πως δεν ενδέχεται, μερικές φορές, ασθένεια να είναι η ίδια η ζωή.
Μέσα σ’ αυτό το υπαρξιακό κενό, αυτήν την απαραγνώριστη, έστω και αν απωθείται προσωρινά, αγωνία, χρειάζεται κάποιο υποκατάστατο – και οι ήρωές του επενδύουν στην μόνη απτή αλήθεια, την αλήθεια της σάρκας, όπως θα έλεγε και ο Ουελμπέκ, ο οποίος εμφανίζεται στον μονόλογο της Βερονίκ Ωντουέν-Ωραιοπούλου ως «μεγάλο κωλόπαιδο, αλλά ιδιοφυής». Γυμναστική του σεξ, με απώτερη απόβλεψη όχι την αγάπη, ή κάποια βαθύτερη σύνδεση, τέλος πάντων, αλλά την αναστολή της απόγνωσης. «Ο συναισθηματικός αποσυντονισμός πρέπει να μελετηθεί κάποτε, το ίδιο και η ερωτική κατήφεια, μετά από μια συναρπαστική μέρα», μονολογεί ένας από τους ήρωες, ο Τρύφων Σαλαμέτης, που γειώνεται απότομα όταν η ύπανδρος ερωμένη του, μετά από τη συνεύρεση και μια ρομαντική βόλτα, μετατοπίζεται νοερά στο οικογενειακό της περιβάλλον, επειγόμενη να επιστρέψει οίκαδε για να αναλάβει τα μητρικά της καθήκοντα. Κι εκείνος, προεικονίζοντας τη μοναξιά που θα τον πιάσει από το λαιμό όταν επιστρέψει στο άδειο του διαμέρισμα, αναζητεί τη λύση του στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας. «Αύριο βράδυ δείπνο στο σπίτι;» στέλνει ένα sms σε κάποια Ελίνα, «μόνη, κατά κανόνα διαθέσιμη, παρακμιακά γοητευτική και απελπισμένη». Αλλά είναι λιγάκι άτυχος, γιατί η Ελίνα λείπει στη Βαλέτα.
Κι όμως, η δύναμη της σεξουαλικής έλξης δεν υποτιμάται στο βιβλίο του Μιχάλη, και δεν είναι πάντα εξ αρχής ναρκοθετημένη. Η γυμνή και απροσποίητη έλξη και η προοπτική της, που «κάνει τα περιγράμματα των πραγμάτων πιο σαφή», δεν είναι απλώς κατάφαση στη ζωή, είναι το δυναμό της. Μια άλλη ηρωίδα του, η Τούλα Παραστατίδου, θα συναντήσει τυχαία στο μετρό έναν παλιό της εραστή, ο οποίος και την επαναφέρει, έστω και τσακισμένος τώρα πια, στην ένταση μιας παρελθούσας εποχής, που λανθάνει και υπόκωφα απαιτεί, παρότι προσώρας κατασιγασμένη. «Είμαι ακόμα ζωντανή, σκεφτόμουν, με τον ήλιο στην πλάτη μου», λέει η Τούλα καθώς τον ακολουθεί στην οδό Αθηνάς «ανάμεσα σε μικροπωλητές, τουρίστες, μετανάστες και κάποιους κυριλέ κάζουαλ τύπους που παριστάνουν πως απολαμβάνουν τη γραφικότητα αυτού του μπουρδέλου που ονομάζεται Κέντρο αν και αγκαλιάζουν σφιχτά τις τσάντες τους μην τους τις αρπάξουν», χωρίς να ξέρει και χωρίς να τη νοιάζει καλά καλά πού την πηγαίνει.
Στο μικρό αυτό απόσπασμα, ωστόσο, διακρίνουμε επίσης τη συγκαταβατική ειρωνεία με την οποία ο Μιχάλης Μοδινός ανασυστήνει τις καταστάσεις, τον σκηνικό χώρο, τους τόπους που «συχνά υπαγορεύουν ρόλους», όπως με μεγάλη διαύγεια παρατηρεί. Η ειρωνεία του είναι ό,τι ο Ρεμί ντε Γκουρμόν ονόμαζε «αποσύνδεση», αυτό που τροποποιεί τους αναμενόμενους σχηματισμούς, τις συμμετρικές ιδέες, που κατακερματίζει τις αποπνικτικές ολότητες. Το σαρκαστικό, επικριτικό του βλέμμα σαρώνει τα πάντα, τραβώντας το παραπέτασμα της κοινοτοπίας και της ψευδολογίας, που θολώνει τη δημόσια αίσθηση της κρίσης. Ο παιγνιώδης σαρκασμός του καταφέρνει να χτυπήσει ένα γυμνό νεύρο που πονά, το νεύρο που έχει αποσαρκωθεί απ’ ό,τι το προστάτευε, κοινωνικές συμβάσεις, αποσιωπήσεις, αυταπάτες, ακόμα και παρηγορητικά ψεύδη, και τώρα πάλλεται έκθετο στην αλήθεια της ανθρώπινης συνθήκης.
Κι ίσως αυτή την τωρινή συνθήκη που μας καθαιμάσσει να την αποτυπώνουν καλύτερα οι ου τόποι, όπως τους έχει αποκαλέσει τόσο ωραία ο ωραία ο ανθρωπολόγος Μαρκ Ωζέ και τόσο αποτελεσματικά αποτυπώνει ο συγγραφέας μας, οι απρόσωποι χώροι της διαρκούς κίνησης και της μετάβασης, όπου η ταυτότητα αποδομείται – νοσοκομεία, σούπερ μάρκετ, αεροδρόμια. Η δυσφορία ενός ακόμη από τους δεκαεννέα, του Μανόλη Σερέτη, στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ με τις χιλιάδες εναλλασσόμενες ετικέτες («ο ορισμός της αλλοτρίωσης για έναν άντρα, η απόδειξη πως δεν μπορείς να παραγάγεις πια τίποτα με τα χέρια σου»), το αίσθημα της μοναξιάς «που τον καταπλακώνει σαν βράχος, ίσως λόγω της αφθονίας, της απειρίας επιλογών», οι οποίες επιπροσθέτως δεν προσφέρουν καμιά ευχαρίστηση, «μέσα σε μια ανυπόφορα γλυκερή μουσική υπόκρουση», συναντιέται με το αίσθημα ασφυξίας που κυριεύει τη Νόρα Κριτσέλη καθώς προχωρεί στους διαδρόμους του 401 νοσοκομείου και σχολιάζει τον τεχνητό τους φωτισμό. «Το νέον με τσακίζει», λέει η Κριτσέλη, «οι ριπές της τηλεόρασης και του κομπιούτερ με αποπροσανατολίζουν, ο άπλετος φωτισμός των αεροδρομίων ή ο μουντός, υποκίτρινος ενός διαδρόμου του ΙΚΑ μου δίνει την αίσθηση πως δεν υπάρχει μέλλον, πως η ψυχή μου ήδη κατοικεί στο καθαρτήριο». Είναι αυτοί οι χώροι μια μεταφορά, βεβαίως, γι’ αυτό που όντως συμβαίνει στους ήρωες. Δεν υπάρχει μέλλον. Υπάρχει μόνο ένα συνεχές παρόν, που εξαντλείται στη βεβιασμένη διέγερση, παραδίδεται στην εμπορευματοποίηση, και καταρρέει από κόπωση, από ό,τι ονόμασε ο Φρέντρικ Τζέιμσον «μαρασμό του θυμικού».
Το Πλέγμα, είναι λοιπόν, ένα βιβλίο για τη μοναξιά, για την ατροφία του συναισθήματος, για την αλλοτρίωση, για το πένθος, γραμμένο με ευφορική διαύγεια, προς χάριν του ζόφου. Ένα βιβλίο για την δυσκολία να παγιωθεί μια διαλογική σχέση μεταξύ του εγώ και του εσύ, στη βάση μιας αμοιβαιότητας. Για την εναλλαξιμότητα των ρόλων, ή αλλιώς, για το πώς το αντικείμενο της επιθυμίας μπορεί να γίνει, ανεπαισθήτως, το υποκείμενο που επιθυμεί. Για το τέλος των πραγμάτων. Αλλά και, διόλου ασήμαντο αυτό, για τη σωτήρια δυνατότητα να ξαναρχίσουν. Για την αναπάντεχη ρωγμή που μπορεί να σκίσει σαν αστραπή την καθημερινότητα, όχι για να την καταστρέψει, αλλά για να της δώσει την ευκαιρία να ανασυνταχθεί σε διαφορετική κλίμακα. Για την θαυμαστή αλληλεπίδραση των πάντων. Κι αν «το παλιό ηττάται εξ ορισμού από το νέο», όπως γράφει ο Μοδινός, αυτό το φθαρμένο, το εμμονικό, διαψευσμένο παλιό, μπορεί καμιά φορά να νοηματοδοτήσει το νέο, όπως συμβαίνει στην νεαρή Εμμανουέλα, όταν ανακαλεί στη μνήμη της τη διακριτική σοφία του Δημήτρη Ωραιόπουλου, που θα πεθάνει στο νησί όπου η ίδια εργάζεται σε κάποιο μπαρ. Ο ηλικιωμένος ανώτερος δικαστικός με την «ακόρεστη περιέργεια για τα πάντα» είναι για την Εμμανουέλα η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, η καλόγνωμη σκιά που δίνει περιεχόμενο στο θάνατο και στο πένθος. Και καθώς, μαζί με τον κύριο Ωραιόπουλο, το παλιό αποσύρεται, με τα λάθη του, τα τραύματά του, τις οδύνες του, ο συγγραφέας ανεβάζει επί σκηνής τον Τάκη Παραστατίδη, έναν Τζέιμς Ντην που επείγεται να αδράξει το μέλλον, χωρίς τον κίνδυνο να ντουκάρει πουθενά τη μηχανή του (εξάλλου οδηγός ταξί είναι) γιατί προσώρας, στις σελίδες του βιβλίου, όντας νέος, είναι και αθάνατος.
info:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου