Ετυμολογία
- γκόμενα < βενετική gomena (παλαμάρι)
- εναλλακτικά, από γκόμενος < ιταλική gommeno < γαλλική gommeux (όμορφος νεαρός)
- εναλλακτικά, παραφθορά από το αγγλικό woman
Προφορά
Ουσιαστικό
γκόμενα θηλυκό- (λαϊκό ή χυδαίο) η κοπέλα με την οποία κάποιος/α έχει ερωτικές σχέσεις
- (λαϊκό ή χυδαίο) η ωραία γυναίκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου