"Εκ βαθέων", με τον Σίμο Μπενσασσών
Σοφία Χριστοφορίδου
Η φιλία με τον Κηλαηδόνη, η πορεία από τη Ζάμπια
στην Κομισιόν, η σχιζοφρένεια της αυτοδιοίκησης και οι start-ups
Συναντήσαμε τον Σίμο Μπενσασσών μία μέρα πριν την
εκλογή του στη θέση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης.
Όσο συζητούσαμε δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με θερμές ευχές από την προκάτοχό
του, Καλυψώ Γούλα.
Μας υποδέχτηκε στο σπίτι όπου γεννήθηκε το 1945 και έζησε και μεγάλωσε, και πλέον το έχει μετατρέψει σε γραφείο. Σέρβιρε ζεστό καφέ και κρουασάν και μιλήσαμε επί δυόμισι ώρες εκ βαθέων.
Είναι ο πρώτος Εβραίος που εκλέγεται στη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, αν και ο ίδιος προτιμά για τον εαυτό του την ταυτότητα «πολίτης του κόσμου» από αυτή του Εβραίου. «Το σημαντικότερο είναι ότι είμαι ο πρώτος πρόεδρος με ύψος 1,98» λέει γελώντας. Το χιούμορ δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο σοβαρά θέματα, κι είναι ένα από τα «όπλα» που θα χρησιμοποιήσει για να ανταπεξέλθει στα δύσκολα καθήκοντα του προέδρου, τουλάχιστον κατά την προεκλογική περίοδο, που οι εντάσεις αναμένεται να κορυφωθούν. «Ο προεκλογικός ανταγωνισμός είναι εμφανής στο σημερινό δημοτικό συμβούλιο. Εγώ θέλω να συνεννοούμαστε, όχι να καβγαδίζουμε. Θα προσπαθήσω να κουβεντιάζουμε με τους επικεφαλής των παρατάξεων και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα πριν παρουσιαστούν» λέει.
Ο Σίμος Μπενσασσών χαίρει της εκτίμησης των συναδέλφων του, και όχι μόνο της «Πρωτοβουλίας». Ένας από τους λόγους είναι ότι ως εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος καινοτομίας, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θέματα που δεν δημιουργούν προστριβές, όπως η καθαριότητα ή τα τεχνικά έργα. Επίσης δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να διαδεχτεί τον δήμαρχο, όπως άλλα στελέχη της Πρωτοβουλίας, οπότε δεν ενεπλάκη σε αντιπολιτευτικούς καβγάδες. «Νομίζω ότι δεν είμαι ακραίος σε τίποτα. Λέω αυτό που πιστεύω, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και δεν ακολουθώ καμία πολιτική γραμμή. Ελπίζω αυτό να βοηθήσει». Ο στόχος του είναι να πετύχει ένα μίνιμουμ συνεννόησης σε αυτό το δημοτικό συμβούλιο, γιατί κάποιοι εξ αυτών θα συμμετέχουν και στο επόμενο, όπου όμως εξαιτίας της απλής αναλογικής θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψηφίζονται αποφάσεις χωρίς τη συναίνεση μέρους της αντιπολίτευσης. «Ανησυχώ για το κατά πόσο θα μπορέσει να κυβερνηθεί ο δήμος. Φοβάμαι ότι ο επόμενος πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου θα τα βρει μπαστούνια».
Η καταστροφή μιας καρέκλας
Μετά από τριάντα και πλέον χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2006, ως διευθυντής του Cedefop. Eντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο της Πρωτοβουλίας, το 2014, αλλά κατάφερε να εκλεγεί… με τη μέθοδο των Beatles. «With a little help from my friends», από το σχολείο, τους προσκόπους, το πολυτεχνείο.
Θυμάται ότι η πρώτη του παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο ήταν για… την καταστροφή και ανακύκλωσης μιας καρέκλας! «Αυτά συνήθως περνούν στο ντούκου, είναι διαδικαστικά. Εγώ είπα ότι αυτό το θέμα το ‘κρατάμε’ για συζήτηση και με κοίταξαν παράξενα. Για αυτή την καρέκλα γράφτηκαν 3 σελίδες από υπαλλήλους του δήμου, την έλεγξαν (σ.σ. την εισήγηση) ένας αντιδήμαρχος, ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης και ένας εντεταλμένος σύμβουλος. Η ερώτησή μου ήταν γιατί ασχολείται το δημοτικό συμβούλιο. Ο τότε πρόεδρος Παναγιώτης Αβραμόπουλος μου ανέφερε πέντε εδάφια του νόμου για να εξηγήσει το γιατί. Είναι τουλάχιστον σχιζοφρενικό».
Ο Μπουτάρης κι ο Τύχο Μπράχε
Του ζητούμε να βαθμολογήσει τον κ. Μπουτάρη και τη διοίκηση του δήμου. «Ο δήμαρχος βαθμολογεί τον εαυτό του με 7 γιατί δεν τα κατάφερε τόσο καλά στην καθαριότητα. Έχω ζήσει σε πολλές πόλεις, στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Cambridge. Δεν είναι πολύ βρόμικη πόλη η Θεσσαλονίκη. Δεν λέω ότι είναι καθαρή αλλά αν το συγκρίνεις με άλλες πόλεις, δεν είναι πολύ πιο πίσω και σίγουρα είναι πολύ πιο καθαρή από την Αθήνα. Όμως η βαθμολογία είναι μία γραμμική αξιολόγηση η οποία δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση του Μπουτάρη. Ο αστρονόμος Τύχο Μπράχε όταν το δίκασαν είπε μία πολύ ωραία φράση: ‘‘αυτό που δεν μπορείτε να μετρήσετε το θεωρείτε χωρίς αξία, αλλά αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία από όλα’’. Ο Μπουτάρης άνοιξε τους ορίζοντες της πόλης, μπήκε ένας άλλος αέρας. Δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο τα κατάφερε, αλλά τα κατάφερε. Άλλαξε η νοοτροπία, ο τρόπος που σκεφτόμαστε για την πόλη. Αυτό για μένα δεν είναι μετρήσιμο. Ήταν αυτό που λέμε αλλαγή Παραδείγματος για την πόλη. Πολλοί από τους υποψηφίους δηλώνουν ότι θα ακολουθήσουν θα συνεχίσουν τα καλά του Μπουτάρη. Δεν νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω. Εκτός αν συμβεί κάποιο ατύχημα…».
Η ιστορία της οικογένειας
Οι παππούδες του, από τις οικογένειες Ελιέζερ και Σίμση, είχαν το ομώνυμο υαλοπωλείο που λειτουργούσε στην οδό Καπποδιστρίου, από το 1878. Στην πορεία οι συνέταιροι συμπεθέριασαν και τα παιδιά τους, Νισίμ και Λιζα, ήταν οι γονείς του Σίμου Μπενσασσών. Η ισπανική υπηκοότητα του πατέρα του ήταν σωτήρια για την οικογένεια στην περίοδο της Κατοχής. Η οικογένεια Μπενσασσσών δεν εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης. Με μια ναυλωμένη βάρκα έφτασαν όλοι ασφαλείς μέχρι την Νταμούχαρη, από το Βόλο προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια κι έτσι ο Νισίμ έγινε Νίκος, η Λίζα Λένα και ο πρωτότοκος γιος Αβραάμ που τον φωνάζαν Μάκη «βαφτίστηκε» Γεράσιμος (Μάκης). Η οικογένεια έζησε στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο τέλος δε κρυβόταν να μην τους ανακαλύψουν οι Γερμανοί. Όταν η οικογένεια γύρισε και πάλι στη Θεσσαλονίκη το σπίτι στη Διαγώνιο και το κατάστημα στην Καπποδιστρίου ήταν κατειλημμένα και χρειάστηκε να ζητήσουν δικαστική συνδρομή για να τα πάρει πίσω. Όλοι οι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του και μια θεία από την πλευρά του πατέρα του, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους στάλθηκαν στα στρατόπεδα, γιατί είχαν ελληνική υπηκοότητα. Δεν γύρισαν ποτέ. Η μόνη που σώθηκε ήταν μια θεία του (από την πλευρά της μητέρας του) που έκανε λευκό γάμο με τον μοναδικό αδελφό του πατέρα του, ο οποίος επίσης είχε ισπανικό διαβατήριο. Ο Σίμος Μπενσασσών γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1945, ένα μήνα πριν την επίσημη λήξη του πολέμου.
Οι παιδικές αναμνήσεις
Ζητήσαμε από τον κ. Μπενσασσών να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις του από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50. «Θυμάμαι το τραμ που περνούσε και με κοίμιζε. Από τα παντζούρια έβλεπα τις σκιές στο ταβάνι και ήταν φαντασμαγορικό το θέαμα». Στα οκτώ του χρόνια είχε… τάσεις φυγής. Μια μέρα το έσκασε από το σπίτι και τρύπωσε στο διπλανό κινηματογράφο Ηλύσια που είχε πρωινή προβολή της ταινίας «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». «Δεν είδα όλη την ταινία, αλλά είδα αρκετή για να αξίζει τον κόπο το ξύλο που έφαγα» λέει. Την ίδια χρονιά, μια Δευτέρα αποφάσισε αντί να πάει με το λεωφορείο στο σχολείο να κατέβει σε άλλη στάση και να εξερευνήσει περιοχές που δεν είχε ποτέ, όπως η Κάτω Τούμπα. Οι βόλτες συνεχίστηκαν για μέρες μέχρι να ειδοποιηθούν οι γονείς του. «Είχε πολύ ενδιαφέρον για μένα που δεν είχα βγει από το κέντρο, γιατί η περιοχή πιο πάνω από το Γενί Τζαμί ήταν παραγκούπολη. Μάλιστα θυμάμαι έναν άνδρα ο οποίος έσκαβε ένα χαντάκι και το έκανε πολύ μερακλίδικα με το φτυάρι και τον χάζευα πολλή ώρα. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει, μου είπε «είμαι εργάτης» και του απάντησα μαγεμένος «και εγώ εργάτης θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Τον έπιασε μία απελπισία, μου είπε ‘’δεν είναι καλό πράγμα, να σπουδάσεις’’».
Οι βαρκάρηδες του Βόλγα και η ΕΔΑ
Αν και ποτέ δεν εντάχθηκε σε κόμματα, ο Σίμος Μπενσασσών στο τέλος της εφηβείας αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά - «προς τα αριστερά, όχι προς τα δεξιά που ήταν ο μπαμπάς μου». Ήταν αυτοδίδακτος στο πιάνο και συνόδευε μουσικά την πρωινή προσευχή στο αμερικάνικο κολέγιο. «Τον Οκτώβριο του 1962, πάνω στην κρίση της Κούβας, ήρθε να μας μιλήσει ένας αμερικάνος στρατιωτικός. Μας έβγαλε ένα λογύδριο που «με έκανε Τούρκο», ήταν σαν να μιλούσε σε ένα ακροατήριο ηλιθίων. Για να το πω συνοπτικά έλεγε «Αμερικανοί καλοί, Ρώσοι φτου κακά». Τελειώνοντας την ομιλία του έπρεπε να τον ξεπροβοδίσω παίζοντας πιάνο και τότε άρχισα να παίζω τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα». Από ότι έμαθα αργότερα, το αμερικανικό προξενείο ζήτησε να με αποβάλλουν από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Το κολέγιο αντιστάθηκε λέγοντας ότι «το παιδί είναι καθυστερημένο λιγάκι και το κρατάμε επειδή παίζει πιάνο». Ακούγοντας το αυτό ο Κωστής Μοσκώφ συνέστησε να με πλησιάσουν και να με προσηλυτίσουν στην ΕΔΑ. Πήγα σε κάνα δύο συναντήσεις αλλά δεν με ενδιέφερε να οργανωθώ πολιτικά. Ήμουν βέβαια «συμπαθών» και στις εκλογές της σχολής έβγαινα πάντα αντιπρόεδρος- δεν με ψήφιζα γιατί κινδύνευε να βγω πρόεδρος».
Από εκείνη την περίοδο θυμάται τις συζητήσεις που έκαναν επί ώρες με τον αγαπημένο του φίλο, τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, για τι άλλο; Για την πολιτική.
Κηλαηδόνης ο αδελφός
«Όταν ήμουν μικρός έλεγαν ότι έχω ταλέντο και θεωρούσαν όλοι ότι αν ζωγραφίζεις θα γίνεις καλός αρχιτέκτονας, κάτι που δεν ισχύει… Οι γονείς μου με θεωρούσαν λιγάκι… αχαΐρευτο, κι επειδή ο αδελφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, έβαλαν τον ξάδελφό μου Μωρίς Σαλτιέλ να με πείσει να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Πράγματι μπήκα στην αρχιτεκτονική και ήμουν και πολύ καλός φοιτητής».
Εκεί γνωρίζεται με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη με τον οποίο συνδέεται με αδελφική φιλία. Όσο μιλάμε μας δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δυο τους, τραβηγμένες 50 χρόνια πριν, τις οποίες έχει αποθηκεύσει στο κινητό του τηλέφωνο. «Ο Λουκιανός ήταν γόης» παρατηρώ. «Ήμασταν το ακριβώς αντίθετο από αυτή την άποψη» λέει γελώντας. «Εγώ ήμουν φοβερά ντροπαλός, ο Λουκιανός είχε φοβερές επιτυχίες, παρότι ήταν πάρα πολύ πιστός, δεν τσιλιμπούρδιζε». Ο Λουκιανός ερχόταν και έπαιζε πιάνο στο σπίτι μου πολύ συχνά και σκάρωνε τραγούδια. Ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει κιθάρα και τα κατάφερνε αξιοπρεπώς. Είχαμε έναν συμφοιτητή που έπαιζε καταπληκτική κιθάρα, τον Στάθη τον Γαλάτη και μια φορά του είπα ‘’κοίταξε Λουκιανέ όσο και να πασχίζεις σαν το Στάθη δεν θα παίξεις, δεν ασχολείσαι καλύτερα με τη σύνθεση;’’. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι εγώ τον έκανα και συνθέτη. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια είναι υπερβολή του Λουκιανού». Τον ρωτάμε για τον αγαπημένο δίσκο του αγαπημένου του φίλου. «Τα μικροαστικά» μου απαντά, αλλά το ξανασκέφτεται. «Είναι ένας δίσκος μόνο με μουσική του, που δεν είχε κυκλοφορήσει στο εμπόριο».
Από την αρχιτεκτονική στους υπολογιστές
Από τα χρόνια του Πολυτεχνείου άρχισε να μελετά τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης- ήταν μέρος της διπλωματικής που έκανε από κοινού με την συμμαθήτρια του από το δήμοτικό και σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου-ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί στη συνέχεια με την πρώτη απόπειρα να γράψει κώδικα για το πρώτο υπολογιστικό πρόγραμμα στο γραφείο Δοξιάδη το 1966 και να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία πληροφορικής στον Λονδίνο.
Δούλεψε για το περίφημο αρχιτεκτονικό γραφείο Δοξιάδη, επιβλέποντας ένα οικιστικό πρόγραμμα στη Ζάμπια για ένα χρόνο, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ισπανία βρέθηκε να κάνε μάστερ στην επιστήμη των υπολογιστών στο Λονδίνο. «Ο τρόπος σκέψης των υπολογιστών και της αρχιτεκτονικής είναι παρόμοιος. Και στις δυο περιπτώσεις χτίζεις κάτι, μόνο που στην αρχιτεκτονική μπορεί να σου πάρει τρία χρόνια για να το δεις ενώ στον υπολογιστή μπορείς να το δεις και αυθημερόν».
Βρήκε λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, μέσω συστημάτων διαχείρισης δεδομένων. Tότε ένας διάσημος επιστήμονας μου πρότεινε να κάνei διδακτορικό στο Κέϊμπριτζ και να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα στο φημισμένο πανεπιστήμιο, αλλά εκείνος επέλεξε να εφαρμόσει την ιδέα του στην πράξη, ιδρύοντας το 1980 μια πολύ πετυχημένη εταιρεία software. «Θέλω να βλέπω το αποτέλεσμα. Είμαι ανυπόμονος, όχι όμως βιαστικός, η βιασύνη σε οδηγεί να κάνει τσαπατσουλιές και εκεί έχασες». Στη συνέχεια έστησε και δεύτερη εταιρεία, που απέτυχε παταγωδώς (κάτι που ο κ. Μπενσασσών δεν φοβάται να παραδεχτεί) και αναγκάστηκε να πουλήσει την πρώτη για να ξεχρεώσει. Στην πορεία βρέθηκε να εκπροσωπεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εμπειρογνώμονας και μεταπήδησε από το Λονδίνο στις Βρυξέλλες, σε επιτροπές της Κομισιόν για θέματα πληροφορικής. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2006 ως διευθυντής του CEDEFOP, του μόνο ευρωπαϊκού οργανισμού που εδρεύει στην πόλη. Έχοντας διαγράψει αυτή την πορεία, ήταν ο πλέον κατάλληλος να ασχοληθεί με θέματα καινοτομίας και τεχνολογικών start-up στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Έρευνα για να μην εφαρμοστεί
«Στην Ελλάδα γίνεται μία προσπάθεια ώστε η έρευνα… να μην έχει καμία εφαρμογή, γιατί τότε θα χαρακτηριστεί εφαρμοσμένη έρευνα και όχι βασική, και αν δεν είναι βασική η έρευνα που κάνεις δεν θεωρείσαι καλός ερευνητής, χάνεις την αίγλη του ακαδημαϊκού και αυτό είναι η μεγαλύτερη μπούρδα που κανένας μπορεί να σκεφτεί» λέει χωρίς περιστροφές. «Εμείς έχουμε μία υπερπαραγωγή δημοσιεύσεων. Και είναι τόσο δύσκολο να έρθει σε επαφή ακαδημαϊκή κοινότητα με την βιομηχανία γιατί δεν υπάρχει κίνητρο. Η βιομηχανία μας είναι πολύ συντηρητική και δεν όσο απευθύνεται στην εγχώρια αγορά δεν έχει ανάγκη να δοκιμάσει νέα πράγματα, να ασχοληθεί με την καινοτομία που ενέχει ένα ρίσκο. Όμως το πανεπιστήμιο θέλει να κάνει έρευνα που να είναι διεθνούς επιπέδου και για αυτό δεν ασχολείται με την ελληνική βιομηχανία. Όλο αυτό ξεκινάει από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που είναι επικεντρωμένη στην τοπική αγορά, δεν έχει κίνητρο να βγει στη διεθνή αγορά, να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο, που έχει προστιθέμενη αξία». H προθερμοκοιτίδα OKThess! σχεδιάζει ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε ώριμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να τις βοηθήσει να πάρουν το ρίσκο να καινοτομήσουν, μας λέει.
Start-upίτιδα και το κέρδος της αποτυχίας
«Πιστεύετε ότι όντως υπάρχει μία αξιόλογη startup κοινότητα στη Θεσσαλονίκη ή απλώς ευλογούμε τα γένια μας και απλώς πάσχουμε από σταρταπίτιδα;» τον ρωτάμε. «Συνυπάρχουν και τα δύο», απαντά, «προοδευτικά το πρώτο ενισχύεται και το δεύτερο μειώνεται. Υπάρχουν κάποιοι που λεν ότι δεν αξίζει τον κόπο κι ότι καλύτερα να δίνονται χρήματα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εγώ δεν το συμμερίζομαι. Αν μια μικρομεσαία επιχειρήσει έχει ανάγκη από οικονομική βοήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεκανίκια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνουν κακό».
Για να εξηγήσει τη σημασία των start-ups ο κ. Μπενσασσών κάνει μια υπόθεση εργασίας: Ας πούμε ότι ξεκίνησαν 100 start-ups και η καθεμία απασχολεί 10 άτομα, δηλαδή συνολικά 1000. Ας υποθέσουμε ότι στα επόμενα τρία χρόνια οι 90 από αυτές έκλεισαν. Από τα 900 άτομα που έμειναν χωρίς δουλειά, ας υποθέσουμε ότι 100 απορροφήθηκαν από τις 10 start-up που πέτυχαν, άλλοι 100 ξεκίνησαν δική τους start-up, οι υπόλοιποι 700 έχουν προσόντα που δεν είχαν πριν, την πείρα της αγοράς. «Είσαι η Google και θες να επιλέξεις μεταξύ της Σόφιας- όπου ο αριθμός των star-ups είναι τεράστιος, κάνουν άλματα σε σχέση με εμάς και σε λίγο θα τρώμε τη σκόνη τους- και της Θεσσαλονίκης που έχει τη θάλασσα κοντά, βγάζει πολύ καλούς μηχανικούς που δεν έχουν ιδέα από την πραγματική αγορά. Τι θα προτιμήσεις; Θέλω να πω ότι η σταρταπίτιδα είναι σημαντική προσθήκη στην ελληνική οικονομία αν την δεις σας ένα δεύτερο επίπεδο κατάρτισης, που σου δίνει όσα δεν σου έδωσε το πανεπιστήμιο. Οι αποτυχημένες start-ups και οι άνθρωποί τους είναι η πηγή του πλούτου. Οι επιτυχημένες start-ups είναι πολύ σημαντικές αλλά στατιστικά όχι τόσο όσο οι αποτυχημένες, που θα τραβήξουν μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θα τονώσουν την οικονομία».
Το OK!hes και η «πρωτεύουσα των Βαλκανίων»
Το OK!Thess είναι ουσιαστικά μια κοινή προσπάθεια φορέων της πόλης (του δήμου, των πανεπιστημίων, των επιχειρηματικών συνδέσμων και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας) που δεν χρηματοδοτείται ούτε από κρατικά χρήματα ούτε από κοινοτικά, δεν είναι νομικό πρόσωπο και δεν έχει δικαίωμα να υλοποιεί ευρωπαϊκά προγράμματα. Μάλιστα ο κ. Μπενσασσών προτείνει να δημιουργηθεί μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οι φίλοι του OK!Thess» για να μπορεί να χρηματοδοτεί το OK!Thess από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας του το OK!Thess έκανε επτά προγράμματα εντατικής προετοιμασίας startups για να βγουν στην αγορά, οι οποίες στο τέλος παρουσιάζουν τις ιδέες τους σε δυνητικούς επενδυτές. «Έχουμε καταφέρει να γίνουν επενδύσεις σε start-ups της Θεσσαλονίκης ύψους 1,2 εκατ. ευρω και έχουν δημιουργηθεί 100-150 θέσεις εργασίας».
Ο κ. Μπενσασσών πιστεύει ότι «στην καινοτομία είναι πολύ σημαντικό να έχεις τοπική αγορά, στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ μικρή αυτή η αγορά. Η τοπική μας αγορά είναι στα βόρεια. Αν ένας Ρουμάνος ή ένας Βούλγαρος επενδύσει 1 ευρώ σε ελληνική επιχείρηση έχει συμφέρον να ανοίξει την αγορά της χώρας του σε αυτή την επιχείρηση. Τότε έχουμε μεγάλωμα της πίτας. Η Θεσσαλονίκη δεν θα γίνει ποτέ «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» επειδή έτσι τη βαφτίσαν κάποιοι πολιτικοί, ούτε μόνο μέσα από επενδύσεις Ελλήνων στα Βαλκάνια αλλά όταν συμβεί και το αντίστροφο. Όσο ανοίγει η αγορά όλων μας, Ελλήνων Βουλγάρων, Ρουμάνων κλπ, τόσο μεγαλώνει η πίτα» λέει.
Πιστεύει ότι λείπει ένα βαλκανικό δίκτυο επενδυτών, των λεγόμενων «επιχειρηματικών αγγέλων» (business angels), που να επενδύουν μικρά ποσά 5.000-50.000 ευρω σε καλές επιχειρηματικές ιδέες για να κάνουν το πρώτο βήμα. «Αν δεν έχεις καλή ιδέα τα λεφτά από μόνα τους δεν βοηθάν».
Κλείνοντας με δυο ποιήματα
Κλείσαμε αυτή τη μακρά συζήτηση με αναφορές σε στίχους από δύο ποιήματα. Το ένα, είναι του φίλου του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Δρόμοι παλιοί». «Αυτοί οι μελοποιημένοι στίχοι, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με συγκινούν πολύ, μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη».
Το δεύτερο ήταν από τη σειρά «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη που λέει « Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω». «Με ενοχλεί πάρα πολύ η παρελθοντολογία. Αυτό το ‘’κεφάλι’’ του ένδοξου μας παρελθόντος να το ακουμπήσουμε κάπου, να το βλέπουμε, να είμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά να απελευθερώσουμε τα χέρια μας και να κοιτάζουμε μπροστά».
Μας υποδέχτηκε στο σπίτι όπου γεννήθηκε το 1945 και έζησε και μεγάλωσε, και πλέον το έχει μετατρέψει σε γραφείο. Σέρβιρε ζεστό καφέ και κρουασάν και μιλήσαμε επί δυόμισι ώρες εκ βαθέων.
Είναι ο πρώτος Εβραίος που εκλέγεται στη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, αν και ο ίδιος προτιμά για τον εαυτό του την ταυτότητα «πολίτης του κόσμου» από αυτή του Εβραίου. «Το σημαντικότερο είναι ότι είμαι ο πρώτος πρόεδρος με ύψος 1,98» λέει γελώντας. Το χιούμορ δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο σοβαρά θέματα, κι είναι ένα από τα «όπλα» που θα χρησιμοποιήσει για να ανταπεξέλθει στα δύσκολα καθήκοντα του προέδρου, τουλάχιστον κατά την προεκλογική περίοδο, που οι εντάσεις αναμένεται να κορυφωθούν. «Ο προεκλογικός ανταγωνισμός είναι εμφανής στο σημερινό δημοτικό συμβούλιο. Εγώ θέλω να συνεννοούμαστε, όχι να καβγαδίζουμε. Θα προσπαθήσω να κουβεντιάζουμε με τους επικεφαλής των παρατάξεων και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα πριν παρουσιαστούν» λέει.
Ο Σίμος Μπενσασσών χαίρει της εκτίμησης των συναδέλφων του, και όχι μόνο της «Πρωτοβουλίας». Ένας από τους λόγους είναι ότι ως εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος καινοτομίας, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θέματα που δεν δημιουργούν προστριβές, όπως η καθαριότητα ή τα τεχνικά έργα. Επίσης δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να διαδεχτεί τον δήμαρχο, όπως άλλα στελέχη της Πρωτοβουλίας, οπότε δεν ενεπλάκη σε αντιπολιτευτικούς καβγάδες. «Νομίζω ότι δεν είμαι ακραίος σε τίποτα. Λέω αυτό που πιστεύω, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και δεν ακολουθώ καμία πολιτική γραμμή. Ελπίζω αυτό να βοηθήσει». Ο στόχος του είναι να πετύχει ένα μίνιμουμ συνεννόησης σε αυτό το δημοτικό συμβούλιο, γιατί κάποιοι εξ αυτών θα συμμετέχουν και στο επόμενο, όπου όμως εξαιτίας της απλής αναλογικής θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψηφίζονται αποφάσεις χωρίς τη συναίνεση μέρους της αντιπολίτευσης. «Ανησυχώ για το κατά πόσο θα μπορέσει να κυβερνηθεί ο δήμος. Φοβάμαι ότι ο επόμενος πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου θα τα βρει μπαστούνια».
Η καταστροφή μιας καρέκλας
Μετά από τριάντα και πλέον χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2006, ως διευθυντής του Cedefop. Eντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο της Πρωτοβουλίας, το 2014, αλλά κατάφερε να εκλεγεί… με τη μέθοδο των Beatles. «With a little help from my friends», από το σχολείο, τους προσκόπους, το πολυτεχνείο.
Θυμάται ότι η πρώτη του παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο ήταν για… την καταστροφή και ανακύκλωσης μιας καρέκλας! «Αυτά συνήθως περνούν στο ντούκου, είναι διαδικαστικά. Εγώ είπα ότι αυτό το θέμα το ‘κρατάμε’ για συζήτηση και με κοίταξαν παράξενα. Για αυτή την καρέκλα γράφτηκαν 3 σελίδες από υπαλλήλους του δήμου, την έλεγξαν (σ.σ. την εισήγηση) ένας αντιδήμαρχος, ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης και ένας εντεταλμένος σύμβουλος. Η ερώτησή μου ήταν γιατί ασχολείται το δημοτικό συμβούλιο. Ο τότε πρόεδρος Παναγιώτης Αβραμόπουλος μου ανέφερε πέντε εδάφια του νόμου για να εξηγήσει το γιατί. Είναι τουλάχιστον σχιζοφρενικό».
Ο Μπουτάρης κι ο Τύχο Μπράχε
Του ζητούμε να βαθμολογήσει τον κ. Μπουτάρη και τη διοίκηση του δήμου. «Ο δήμαρχος βαθμολογεί τον εαυτό του με 7 γιατί δεν τα κατάφερε τόσο καλά στην καθαριότητα. Έχω ζήσει σε πολλές πόλεις, στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Cambridge. Δεν είναι πολύ βρόμικη πόλη η Θεσσαλονίκη. Δεν λέω ότι είναι καθαρή αλλά αν το συγκρίνεις με άλλες πόλεις, δεν είναι πολύ πιο πίσω και σίγουρα είναι πολύ πιο καθαρή από την Αθήνα. Όμως η βαθμολογία είναι μία γραμμική αξιολόγηση η οποία δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση του Μπουτάρη. Ο αστρονόμος Τύχο Μπράχε όταν το δίκασαν είπε μία πολύ ωραία φράση: ‘‘αυτό που δεν μπορείτε να μετρήσετε το θεωρείτε χωρίς αξία, αλλά αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία από όλα’’. Ο Μπουτάρης άνοιξε τους ορίζοντες της πόλης, μπήκε ένας άλλος αέρας. Δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο τα κατάφερε, αλλά τα κατάφερε. Άλλαξε η νοοτροπία, ο τρόπος που σκεφτόμαστε για την πόλη. Αυτό για μένα δεν είναι μετρήσιμο. Ήταν αυτό που λέμε αλλαγή Παραδείγματος για την πόλη. Πολλοί από τους υποψηφίους δηλώνουν ότι θα ακολουθήσουν θα συνεχίσουν τα καλά του Μπουτάρη. Δεν νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω. Εκτός αν συμβεί κάποιο ατύχημα…».
Η ιστορία της οικογένειας
Οι παππούδες του, από τις οικογένειες Ελιέζερ και Σίμση, είχαν το ομώνυμο υαλοπωλείο που λειτουργούσε στην οδό Καπποδιστρίου, από το 1878. Στην πορεία οι συνέταιροι συμπεθέριασαν και τα παιδιά τους, Νισίμ και Λιζα, ήταν οι γονείς του Σίμου Μπενσασσών. Η ισπανική υπηκοότητα του πατέρα του ήταν σωτήρια για την οικογένεια στην περίοδο της Κατοχής. Η οικογένεια Μπενσασσσών δεν εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης. Με μια ναυλωμένη βάρκα έφτασαν όλοι ασφαλείς μέχρι την Νταμούχαρη, από το Βόλο προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια κι έτσι ο Νισίμ έγινε Νίκος, η Λίζα Λένα και ο πρωτότοκος γιος Αβραάμ που τον φωνάζαν Μάκη «βαφτίστηκε» Γεράσιμος (Μάκης). Η οικογένεια έζησε στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο τέλος δε κρυβόταν να μην τους ανακαλύψουν οι Γερμανοί. Όταν η οικογένεια γύρισε και πάλι στη Θεσσαλονίκη το σπίτι στη Διαγώνιο και το κατάστημα στην Καπποδιστρίου ήταν κατειλημμένα και χρειάστηκε να ζητήσουν δικαστική συνδρομή για να τα πάρει πίσω. Όλοι οι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του και μια θεία από την πλευρά του πατέρα του, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους στάλθηκαν στα στρατόπεδα, γιατί είχαν ελληνική υπηκοότητα. Δεν γύρισαν ποτέ. Η μόνη που σώθηκε ήταν μια θεία του (από την πλευρά της μητέρας του) που έκανε λευκό γάμο με τον μοναδικό αδελφό του πατέρα του, ο οποίος επίσης είχε ισπανικό διαβατήριο. Ο Σίμος Μπενσασσών γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1945, ένα μήνα πριν την επίσημη λήξη του πολέμου.
Οι παιδικές αναμνήσεις
Ζητήσαμε από τον κ. Μπενσασσών να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις του από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50. «Θυμάμαι το τραμ που περνούσε και με κοίμιζε. Από τα παντζούρια έβλεπα τις σκιές στο ταβάνι και ήταν φαντασμαγορικό το θέαμα». Στα οκτώ του χρόνια είχε… τάσεις φυγής. Μια μέρα το έσκασε από το σπίτι και τρύπωσε στο διπλανό κινηματογράφο Ηλύσια που είχε πρωινή προβολή της ταινίας «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». «Δεν είδα όλη την ταινία, αλλά είδα αρκετή για να αξίζει τον κόπο το ξύλο που έφαγα» λέει. Την ίδια χρονιά, μια Δευτέρα αποφάσισε αντί να πάει με το λεωφορείο στο σχολείο να κατέβει σε άλλη στάση και να εξερευνήσει περιοχές που δεν είχε ποτέ, όπως η Κάτω Τούμπα. Οι βόλτες συνεχίστηκαν για μέρες μέχρι να ειδοποιηθούν οι γονείς του. «Είχε πολύ ενδιαφέρον για μένα που δεν είχα βγει από το κέντρο, γιατί η περιοχή πιο πάνω από το Γενί Τζαμί ήταν παραγκούπολη. Μάλιστα θυμάμαι έναν άνδρα ο οποίος έσκαβε ένα χαντάκι και το έκανε πολύ μερακλίδικα με το φτυάρι και τον χάζευα πολλή ώρα. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει, μου είπε «είμαι εργάτης» και του απάντησα μαγεμένος «και εγώ εργάτης θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Τον έπιασε μία απελπισία, μου είπε ‘’δεν είναι καλό πράγμα, να σπουδάσεις’’».
Οι βαρκάρηδες του Βόλγα και η ΕΔΑ
Αν και ποτέ δεν εντάχθηκε σε κόμματα, ο Σίμος Μπενσασσών στο τέλος της εφηβείας αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά - «προς τα αριστερά, όχι προς τα δεξιά που ήταν ο μπαμπάς μου». Ήταν αυτοδίδακτος στο πιάνο και συνόδευε μουσικά την πρωινή προσευχή στο αμερικάνικο κολέγιο. «Τον Οκτώβριο του 1962, πάνω στην κρίση της Κούβας, ήρθε να μας μιλήσει ένας αμερικάνος στρατιωτικός. Μας έβγαλε ένα λογύδριο που «με έκανε Τούρκο», ήταν σαν να μιλούσε σε ένα ακροατήριο ηλιθίων. Για να το πω συνοπτικά έλεγε «Αμερικανοί καλοί, Ρώσοι φτου κακά». Τελειώνοντας την ομιλία του έπρεπε να τον ξεπροβοδίσω παίζοντας πιάνο και τότε άρχισα να παίζω τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα». Από ότι έμαθα αργότερα, το αμερικανικό προξενείο ζήτησε να με αποβάλλουν από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Το κολέγιο αντιστάθηκε λέγοντας ότι «το παιδί είναι καθυστερημένο λιγάκι και το κρατάμε επειδή παίζει πιάνο». Ακούγοντας το αυτό ο Κωστής Μοσκώφ συνέστησε να με πλησιάσουν και να με προσηλυτίσουν στην ΕΔΑ. Πήγα σε κάνα δύο συναντήσεις αλλά δεν με ενδιέφερε να οργανωθώ πολιτικά. Ήμουν βέβαια «συμπαθών» και στις εκλογές της σχολής έβγαινα πάντα αντιπρόεδρος- δεν με ψήφιζα γιατί κινδύνευε να βγω πρόεδρος».
Από εκείνη την περίοδο θυμάται τις συζητήσεις που έκαναν επί ώρες με τον αγαπημένο του φίλο, τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, για τι άλλο; Για την πολιτική.
Κηλαηδόνης ο αδελφός
«Όταν ήμουν μικρός έλεγαν ότι έχω ταλέντο και θεωρούσαν όλοι ότι αν ζωγραφίζεις θα γίνεις καλός αρχιτέκτονας, κάτι που δεν ισχύει… Οι γονείς μου με θεωρούσαν λιγάκι… αχαΐρευτο, κι επειδή ο αδελφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, έβαλαν τον ξάδελφό μου Μωρίς Σαλτιέλ να με πείσει να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Πράγματι μπήκα στην αρχιτεκτονική και ήμουν και πολύ καλός φοιτητής».
Εκεί γνωρίζεται με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη με τον οποίο συνδέεται με αδελφική φιλία. Όσο μιλάμε μας δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δυο τους, τραβηγμένες 50 χρόνια πριν, τις οποίες έχει αποθηκεύσει στο κινητό του τηλέφωνο. «Ο Λουκιανός ήταν γόης» παρατηρώ. «Ήμασταν το ακριβώς αντίθετο από αυτή την άποψη» λέει γελώντας. «Εγώ ήμουν φοβερά ντροπαλός, ο Λουκιανός είχε φοβερές επιτυχίες, παρότι ήταν πάρα πολύ πιστός, δεν τσιλιμπούρδιζε». Ο Λουκιανός ερχόταν και έπαιζε πιάνο στο σπίτι μου πολύ συχνά και σκάρωνε τραγούδια. Ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει κιθάρα και τα κατάφερνε αξιοπρεπώς. Είχαμε έναν συμφοιτητή που έπαιζε καταπληκτική κιθάρα, τον Στάθη τον Γαλάτη και μια φορά του είπα ‘’κοίταξε Λουκιανέ όσο και να πασχίζεις σαν το Στάθη δεν θα παίξεις, δεν ασχολείσαι καλύτερα με τη σύνθεση;’’. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι εγώ τον έκανα και συνθέτη. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια είναι υπερβολή του Λουκιανού». Τον ρωτάμε για τον αγαπημένο δίσκο του αγαπημένου του φίλου. «Τα μικροαστικά» μου απαντά, αλλά το ξανασκέφτεται. «Είναι ένας δίσκος μόνο με μουσική του, που δεν είχε κυκλοφορήσει στο εμπόριο».
Από την αρχιτεκτονική στους υπολογιστές
Από τα χρόνια του Πολυτεχνείου άρχισε να μελετά τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης- ήταν μέρος της διπλωματικής που έκανε από κοινού με την συμμαθήτρια του από το δήμοτικό και σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου-ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί στη συνέχεια με την πρώτη απόπειρα να γράψει κώδικα για το πρώτο υπολογιστικό πρόγραμμα στο γραφείο Δοξιάδη το 1966 και να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία πληροφορικής στον Λονδίνο.
Δούλεψε για το περίφημο αρχιτεκτονικό γραφείο Δοξιάδη, επιβλέποντας ένα οικιστικό πρόγραμμα στη Ζάμπια για ένα χρόνο, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ισπανία βρέθηκε να κάνε μάστερ στην επιστήμη των υπολογιστών στο Λονδίνο. «Ο τρόπος σκέψης των υπολογιστών και της αρχιτεκτονικής είναι παρόμοιος. Και στις δυο περιπτώσεις χτίζεις κάτι, μόνο που στην αρχιτεκτονική μπορεί να σου πάρει τρία χρόνια για να το δεις ενώ στον υπολογιστή μπορείς να το δεις και αυθημερόν».
Βρήκε λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, μέσω συστημάτων διαχείρισης δεδομένων. Tότε ένας διάσημος επιστήμονας μου πρότεινε να κάνei διδακτορικό στο Κέϊμπριτζ και να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα στο φημισμένο πανεπιστήμιο, αλλά εκείνος επέλεξε να εφαρμόσει την ιδέα του στην πράξη, ιδρύοντας το 1980 μια πολύ πετυχημένη εταιρεία software. «Θέλω να βλέπω το αποτέλεσμα. Είμαι ανυπόμονος, όχι όμως βιαστικός, η βιασύνη σε οδηγεί να κάνει τσαπατσουλιές και εκεί έχασες». Στη συνέχεια έστησε και δεύτερη εταιρεία, που απέτυχε παταγωδώς (κάτι που ο κ. Μπενσασσών δεν φοβάται να παραδεχτεί) και αναγκάστηκε να πουλήσει την πρώτη για να ξεχρεώσει. Στην πορεία βρέθηκε να εκπροσωπεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εμπειρογνώμονας και μεταπήδησε από το Λονδίνο στις Βρυξέλλες, σε επιτροπές της Κομισιόν για θέματα πληροφορικής. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2006 ως διευθυντής του CEDEFOP, του μόνο ευρωπαϊκού οργανισμού που εδρεύει στην πόλη. Έχοντας διαγράψει αυτή την πορεία, ήταν ο πλέον κατάλληλος να ασχοληθεί με θέματα καινοτομίας και τεχνολογικών start-up στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Έρευνα για να μην εφαρμοστεί
«Στην Ελλάδα γίνεται μία προσπάθεια ώστε η έρευνα… να μην έχει καμία εφαρμογή, γιατί τότε θα χαρακτηριστεί εφαρμοσμένη έρευνα και όχι βασική, και αν δεν είναι βασική η έρευνα που κάνεις δεν θεωρείσαι καλός ερευνητής, χάνεις την αίγλη του ακαδημαϊκού και αυτό είναι η μεγαλύτερη μπούρδα που κανένας μπορεί να σκεφτεί» λέει χωρίς περιστροφές. «Εμείς έχουμε μία υπερπαραγωγή δημοσιεύσεων. Και είναι τόσο δύσκολο να έρθει σε επαφή ακαδημαϊκή κοινότητα με την βιομηχανία γιατί δεν υπάρχει κίνητρο. Η βιομηχανία μας είναι πολύ συντηρητική και δεν όσο απευθύνεται στην εγχώρια αγορά δεν έχει ανάγκη να δοκιμάσει νέα πράγματα, να ασχοληθεί με την καινοτομία που ενέχει ένα ρίσκο. Όμως το πανεπιστήμιο θέλει να κάνει έρευνα που να είναι διεθνούς επιπέδου και για αυτό δεν ασχολείται με την ελληνική βιομηχανία. Όλο αυτό ξεκινάει από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που είναι επικεντρωμένη στην τοπική αγορά, δεν έχει κίνητρο να βγει στη διεθνή αγορά, να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο, που έχει προστιθέμενη αξία». H προθερμοκοιτίδα OKThess! σχεδιάζει ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε ώριμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να τις βοηθήσει να πάρουν το ρίσκο να καινοτομήσουν, μας λέει.
Start-upίτιδα και το κέρδος της αποτυχίας
«Πιστεύετε ότι όντως υπάρχει μία αξιόλογη startup κοινότητα στη Θεσσαλονίκη ή απλώς ευλογούμε τα γένια μας και απλώς πάσχουμε από σταρταπίτιδα;» τον ρωτάμε. «Συνυπάρχουν και τα δύο», απαντά, «προοδευτικά το πρώτο ενισχύεται και το δεύτερο μειώνεται. Υπάρχουν κάποιοι που λεν ότι δεν αξίζει τον κόπο κι ότι καλύτερα να δίνονται χρήματα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εγώ δεν το συμμερίζομαι. Αν μια μικρομεσαία επιχειρήσει έχει ανάγκη από οικονομική βοήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεκανίκια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνουν κακό».
Για να εξηγήσει τη σημασία των start-ups ο κ. Μπενσασσών κάνει μια υπόθεση εργασίας: Ας πούμε ότι ξεκίνησαν 100 start-ups και η καθεμία απασχολεί 10 άτομα, δηλαδή συνολικά 1000. Ας υποθέσουμε ότι στα επόμενα τρία χρόνια οι 90 από αυτές έκλεισαν. Από τα 900 άτομα που έμειναν χωρίς δουλειά, ας υποθέσουμε ότι 100 απορροφήθηκαν από τις 10 start-up που πέτυχαν, άλλοι 100 ξεκίνησαν δική τους start-up, οι υπόλοιποι 700 έχουν προσόντα που δεν είχαν πριν, την πείρα της αγοράς. «Είσαι η Google και θες να επιλέξεις μεταξύ της Σόφιας- όπου ο αριθμός των star-ups είναι τεράστιος, κάνουν άλματα σε σχέση με εμάς και σε λίγο θα τρώμε τη σκόνη τους- και της Θεσσαλονίκης που έχει τη θάλασσα κοντά, βγάζει πολύ καλούς μηχανικούς που δεν έχουν ιδέα από την πραγματική αγορά. Τι θα προτιμήσεις; Θέλω να πω ότι η σταρταπίτιδα είναι σημαντική προσθήκη στην ελληνική οικονομία αν την δεις σας ένα δεύτερο επίπεδο κατάρτισης, που σου δίνει όσα δεν σου έδωσε το πανεπιστήμιο. Οι αποτυχημένες start-ups και οι άνθρωποί τους είναι η πηγή του πλούτου. Οι επιτυχημένες start-ups είναι πολύ σημαντικές αλλά στατιστικά όχι τόσο όσο οι αποτυχημένες, που θα τραβήξουν μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θα τονώσουν την οικονομία».
Το OK!hes και η «πρωτεύουσα των Βαλκανίων»
Το OK!Thess είναι ουσιαστικά μια κοινή προσπάθεια φορέων της πόλης (του δήμου, των πανεπιστημίων, των επιχειρηματικών συνδέσμων και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας) που δεν χρηματοδοτείται ούτε από κρατικά χρήματα ούτε από κοινοτικά, δεν είναι νομικό πρόσωπο και δεν έχει δικαίωμα να υλοποιεί ευρωπαϊκά προγράμματα. Μάλιστα ο κ. Μπενσασσών προτείνει να δημιουργηθεί μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οι φίλοι του OK!Thess» για να μπορεί να χρηματοδοτεί το OK!Thess από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας του το OK!Thess έκανε επτά προγράμματα εντατικής προετοιμασίας startups για να βγουν στην αγορά, οι οποίες στο τέλος παρουσιάζουν τις ιδέες τους σε δυνητικούς επενδυτές. «Έχουμε καταφέρει να γίνουν επενδύσεις σε start-ups της Θεσσαλονίκης ύψους 1,2 εκατ. ευρω και έχουν δημιουργηθεί 100-150 θέσεις εργασίας».
Ο κ. Μπενσασσών πιστεύει ότι «στην καινοτομία είναι πολύ σημαντικό να έχεις τοπική αγορά, στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ μικρή αυτή η αγορά. Η τοπική μας αγορά είναι στα βόρεια. Αν ένας Ρουμάνος ή ένας Βούλγαρος επενδύσει 1 ευρώ σε ελληνική επιχείρηση έχει συμφέρον να ανοίξει την αγορά της χώρας του σε αυτή την επιχείρηση. Τότε έχουμε μεγάλωμα της πίτας. Η Θεσσαλονίκη δεν θα γίνει ποτέ «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» επειδή έτσι τη βαφτίσαν κάποιοι πολιτικοί, ούτε μόνο μέσα από επενδύσεις Ελλήνων στα Βαλκάνια αλλά όταν συμβεί και το αντίστροφο. Όσο ανοίγει η αγορά όλων μας, Ελλήνων Βουλγάρων, Ρουμάνων κλπ, τόσο μεγαλώνει η πίτα» λέει.
Πιστεύει ότι λείπει ένα βαλκανικό δίκτυο επενδυτών, των λεγόμενων «επιχειρηματικών αγγέλων» (business angels), που να επενδύουν μικρά ποσά 5.000-50.000 ευρω σε καλές επιχειρηματικές ιδέες για να κάνουν το πρώτο βήμα. «Αν δεν έχεις καλή ιδέα τα λεφτά από μόνα τους δεν βοηθάν».
Κλείνοντας με δυο ποιήματα
Κλείσαμε αυτή τη μακρά συζήτηση με αναφορές σε στίχους από δύο ποιήματα. Το ένα, είναι του φίλου του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Δρόμοι παλιοί». «Αυτοί οι μελοποιημένοι στίχοι, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με συγκινούν πολύ, μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη».
Το δεύτερο ήταν από τη σειρά «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη που λέει « Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω». «Με ενοχλεί πάρα πολύ η παρελθοντολογία. Αυτό το ‘’κεφάλι’’ του ένδοξου μας παρελθόντος να το ακουμπήσουμε κάπου, να το βλέπουμε, να είμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά να απελευθερώσουμε τα χέρια μας και να κοιτάζουμε μπροστά».
Συναντήσαμε τον Σίμο Μπενσασσών μία μέρα πριν την
εκλογή του στη θέση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης.
Όσο συζητούσαμε δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με θερμές ευχές από την προκάτοχό
του, Καλυψώ Γούλα.
Μας υποδέχτηκε στο σπίτι όπου γεννήθηκε το 1945 και έζησε και μεγάλωσε, και πλέον το έχει μετατρέψει σε γραφείο. Σέρβιρε ζεστό καφέ και κρουασάν και μιλήσαμε επί δυόμισι ώρες εκ βαθέων.
Είναι ο πρώτος Εβραίος που εκλέγεται στη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, αν και ο ίδιος προτιμά για τον εαυτό του την ταυτότητα «πολίτης του κόσμου» από αυτή του Εβραίου. «Το σημαντικότερο είναι ότι είμαι ο πρώτος πρόεδρος με ύψος 1,98» λέει γελώντας. Το χιούμορ δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο σοβαρά θέματα, κι είναι ένα από τα «όπλα» που θα χρησιμοποιήσει για να ανταπεξέλθει στα δύσκολα καθήκοντα του προέδρου, τουλάχιστον κατά την προεκλογική περίοδο, που οι εντάσεις αναμένεται να κορυφωθούν. «Ο προεκλογικός ανταγωνισμός είναι εμφανής στο σημερινό δημοτικό συμβούλιο. Εγώ θέλω να συνεννοούμαστε, όχι να καβγαδίζουμε. Θα προσπαθήσω να κουβεντιάζουμε με τους επικεφαλής των παρατάξεων και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα πριν παρουσιαστούν» λέει.
Ο Σίμος Μπενσασσών χαίρει της εκτίμησης των συναδέλφων του, και όχι μόνο της «Πρωτοβουλίας». Ένας από τους λόγους είναι ότι ως εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος καινοτομίας, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θέματα που δεν δημιουργούν προστριβές, όπως η καθαριότητα ή τα τεχνικά έργα. Επίσης δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να διαδεχτεί τον δήμαρχο, όπως άλλα στελέχη της Πρωτοβουλίας, οπότε δεν ενεπλάκη σε αντιπολιτευτικούς καβγάδες. «Νομίζω ότι δεν είμαι ακραίος σε τίποτα. Λέω αυτό που πιστεύω, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και δεν ακολουθώ καμία πολιτική γραμμή. Ελπίζω αυτό να βοηθήσει». Ο στόχος του είναι να πετύχει ένα μίνιμουμ συνεννόησης σε αυτό το δημοτικό συμβούλιο, γιατί κάποιοι εξ αυτών θα συμμετέχουν και στο επόμενο, όπου όμως εξαιτίας της απλής αναλογικής θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψηφίζονται αποφάσεις χωρίς τη συναίνεση μέρους της αντιπολίτευσης. «Ανησυχώ για το κατά πόσο θα μπορέσει να κυβερνηθεί ο δήμος. Φοβάμαι ότι ο επόμενος πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου θα τα βρει μπαστούνια».
Η καταστροφή μιας καρέκλας
Μετά από τριάντα και πλέον χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2006, ως διευθυντής του Cedefop. Eντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο της Πρωτοβουλίας, το 2014, αλλά κατάφερε να εκλεγεί… με τη μέθοδο των Beatles. «With a little help from my friends», από το σχολείο, τους προσκόπους, το πολυτεχνείο.
Θυμάται ότι η πρώτη του παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο ήταν για… την καταστροφή και ανακύκλωσης μιας καρέκλας! «Αυτά συνήθως περνούν στο ντούκου, είναι διαδικαστικά. Εγώ είπα ότι αυτό το θέμα το ‘κρατάμε’ για συζήτηση και με κοίταξαν παράξενα. Για αυτή την καρέκλα γράφτηκαν 3 σελίδες από υπαλλήλους του δήμου, την έλεγξαν (σ.σ. την εισήγηση) ένας αντιδήμαρχος, ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης και ένας εντεταλμένος σύμβουλος. Η ερώτησή μου ήταν γιατί ασχολείται το δημοτικό συμβούλιο. Ο τότε πρόεδρος Παναγιώτης Αβραμόπουλος μου ανέφερε πέντε εδάφια του νόμου για να εξηγήσει το γιατί. Είναι τουλάχιστον σχιζοφρενικό».
Ο Μπουτάρης κι ο Τύχο Μπράχε
Του ζητούμε να βαθμολογήσει τον κ. Μπουτάρη και τη διοίκηση του δήμου. «Ο δήμαρχος βαθμολογεί τον εαυτό του με 7 γιατί δεν τα κατάφερε τόσο καλά στην καθαριότητα. Έχω ζήσει σε πολλές πόλεις, στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Cambridge. Δεν είναι πολύ βρόμικη πόλη η Θεσσαλονίκη. Δεν λέω ότι είναι καθαρή αλλά αν το συγκρίνεις με άλλες πόλεις, δεν είναι πολύ πιο πίσω και σίγουρα είναι πολύ πιο καθαρή από την Αθήνα. Όμως η βαθμολογία είναι μία γραμμική αξιολόγηση η οποία δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση του Μπουτάρη. Ο αστρονόμος Τύχο Μπράχε όταν το δίκασαν είπε μία πολύ ωραία φράση: ‘‘αυτό που δεν μπορείτε να μετρήσετε το θεωρείτε χωρίς αξία, αλλά αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία από όλα’’. Ο Μπουτάρης άνοιξε τους ορίζοντες της πόλης, μπήκε ένας άλλος αέρας. Δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο τα κατάφερε, αλλά τα κατάφερε. Άλλαξε η νοοτροπία, ο τρόπος που σκεφτόμαστε για την πόλη. Αυτό για μένα δεν είναι μετρήσιμο. Ήταν αυτό που λέμε αλλαγή Παραδείγματος για την πόλη. Πολλοί από τους υποψηφίους δηλώνουν ότι θα ακολουθήσουν θα συνεχίσουν τα καλά του Μπουτάρη. Δεν νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω. Εκτός αν συμβεί κάποιο ατύχημα…».
Η ιστορία της οικογένειας
Οι παππούδες του, από τις οικογένειες Ελιέζερ και Σίμση, είχαν το ομώνυμο υαλοπωλείο που λειτουργούσε στην οδό Καπποδιστρίου, από το 1878. Στην πορεία οι συνέταιροι συμπεθέριασαν και τα παιδιά τους, Νισίμ και Λιζα, ήταν οι γονείς του Σίμου Μπενσασσών. Η ισπανική υπηκοότητα του πατέρα του ήταν σωτήρια για την οικογένεια στην περίοδο της Κατοχής. Η οικογένεια Μπενσασσσών δεν εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης. Με μια ναυλωμένη βάρκα έφτασαν όλοι ασφαλείς μέχρι την Νταμούχαρη, από το Βόλο προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια κι έτσι ο Νισίμ έγινε Νίκος, η Λίζα Λένα και ο πρωτότοκος γιος Αβραάμ που τον φωνάζαν Μάκη «βαφτίστηκε» Γεράσιμος (Μάκης). Η οικογένεια έζησε στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο τέλος δε κρυβόταν να μην τους ανακαλύψουν οι Γερμανοί. Όταν η οικογένεια γύρισε και πάλι στη Θεσσαλονίκη το σπίτι στη Διαγώνιο και το κατάστημα στην Καπποδιστρίου ήταν κατειλημμένα και χρειάστηκε να ζητήσουν δικαστική συνδρομή για να τα πάρει πίσω. Όλοι οι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του και μια θεία από την πλευρά του πατέρα του, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους στάλθηκαν στα στρατόπεδα, γιατί είχαν ελληνική υπηκοότητα. Δεν γύρισαν ποτέ. Η μόνη που σώθηκε ήταν μια θεία του (από την πλευρά της μητέρας του) που έκανε λευκό γάμο με τον μοναδικό αδελφό του πατέρα του, ο οποίος επίσης είχε ισπανικό διαβατήριο. Ο Σίμος Μπενσασσών γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1945, ένα μήνα πριν την επίσημη λήξη του πολέμου.
Οι παιδικές αναμνήσεις
Ζητήσαμε από τον κ. Μπενσασσών να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις του από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50. «Θυμάμαι το τραμ που περνούσε και με κοίμιζε. Από τα παντζούρια έβλεπα τις σκιές στο ταβάνι και ήταν φαντασμαγορικό το θέαμα». Στα οκτώ του χρόνια είχε… τάσεις φυγής. Μια μέρα το έσκασε από το σπίτι και τρύπωσε στο διπλανό κινηματογράφο Ηλύσια που είχε πρωινή προβολή της ταινίας «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». «Δεν είδα όλη την ταινία, αλλά είδα αρκετή για να αξίζει τον κόπο το ξύλο που έφαγα» λέει. Την ίδια χρονιά, μια Δευτέρα αποφάσισε αντί να πάει με το λεωφορείο στο σχολείο να κατέβει σε άλλη στάση και να εξερευνήσει περιοχές που δεν είχε ποτέ, όπως η Κάτω Τούμπα. Οι βόλτες συνεχίστηκαν για μέρες μέχρι να ειδοποιηθούν οι γονείς του. «Είχε πολύ ενδιαφέρον για μένα που δεν είχα βγει από το κέντρο, γιατί η περιοχή πιο πάνω από το Γενί Τζαμί ήταν παραγκούπολη. Μάλιστα θυμάμαι έναν άνδρα ο οποίος έσκαβε ένα χαντάκι και το έκανε πολύ μερακλίδικα με το φτυάρι και τον χάζευα πολλή ώρα. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει, μου είπε «είμαι εργάτης» και του απάντησα μαγεμένος «και εγώ εργάτης θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Τον έπιασε μία απελπισία, μου είπε ‘’δεν είναι καλό πράγμα, να σπουδάσεις’’».
Οι βαρκάρηδες του Βόλγα και η ΕΔΑ
Αν και ποτέ δεν εντάχθηκε σε κόμματα, ο Σίμος Μπενσασσών στο τέλος της εφηβείας αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά - «προς τα αριστερά, όχι προς τα δεξιά που ήταν ο μπαμπάς μου». Ήταν αυτοδίδακτος στο πιάνο και συνόδευε μουσικά την πρωινή προσευχή στο αμερικάνικο κολέγιο. «Τον Οκτώβριο του 1962, πάνω στην κρίση της Κούβας, ήρθε να μας μιλήσει ένας αμερικάνος στρατιωτικός. Μας έβγαλε ένα λογύδριο που «με έκανε Τούρκο», ήταν σαν να μιλούσε σε ένα ακροατήριο ηλιθίων. Για να το πω συνοπτικά έλεγε «Αμερικανοί καλοί, Ρώσοι φτου κακά». Τελειώνοντας την ομιλία του έπρεπε να τον ξεπροβοδίσω παίζοντας πιάνο και τότε άρχισα να παίζω τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα». Από ότι έμαθα αργότερα, το αμερικανικό προξενείο ζήτησε να με αποβάλλουν από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Το κολέγιο αντιστάθηκε λέγοντας ότι «το παιδί είναι καθυστερημένο λιγάκι και το κρατάμε επειδή παίζει πιάνο». Ακούγοντας το αυτό ο Κωστής Μοσκώφ συνέστησε να με πλησιάσουν και να με προσηλυτίσουν στην ΕΔΑ. Πήγα σε κάνα δύο συναντήσεις αλλά δεν με ενδιέφερε να οργανωθώ πολιτικά. Ήμουν βέβαια «συμπαθών» και στις εκλογές της σχολής έβγαινα πάντα αντιπρόεδρος- δεν με ψήφιζα γιατί κινδύνευε να βγω πρόεδρος».
Από εκείνη την περίοδο θυμάται τις συζητήσεις που έκαναν επί ώρες με τον αγαπημένο του φίλο, τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, για τι άλλο; Για την πολιτική.
Κηλαηδόνης ο αδελφός
«Όταν ήμουν μικρός έλεγαν ότι έχω ταλέντο και θεωρούσαν όλοι ότι αν ζωγραφίζεις θα γίνεις καλός αρχιτέκτονας, κάτι που δεν ισχύει… Οι γονείς μου με θεωρούσα λιγάκι… αχαΐρευτο, κι επειδή ο αδελφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, έβαλαν τον ξάδελφό μου Μωρίς Σαλτιέλ να με πείσει να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Πράγματι μπήκα στην αρχιτεκτονική και ήμουν και πολύ καλός φοιτητής».
Εκεί γνωρίζεται με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη με τον οποίο συνδέεται με αδελφική φιλία. Όσο μιλάμε μας δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δυο τους, τραβηγμένες 50 χρόνια πριν, τις οποίες έχει αποθηκεύσει στο κινητό του τηλέφωνο. «Ο Λουκιανός ήταν γόης» παρατηρώ. «Ήμασταν το ακριβώς αντίθετο από αυτή την άποψη» λέει γελώντας. «Εγώ ήμουν φοβερά ντροπαλός, ο Λουκιανός είχε φοβερές επιτυχίες, παρότι ήταν πάρα πολύ πιστός, δεν τσιλιμπούρδιζε». Ο Λουκιανός ερχόταν και έπαιζε πιάνο στο σπίτι μου πολύ συχνά και σκάρωνε τραγούδια. Ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει κιθάρα και τα κατάφερνε αξιοπρεπώς. Είχαμε έναν συμφοιτητή που έπαιζε καταπληκτική κιθάρα, τον Στάθη τον Γαλάτη και μια φορά του είπα ‘’κοίταξε Λουκιανέ όσο και να πασχίζεις σαν το Στάθη δεν θα παίξεις, δεν ασχολείσαι καλύτερα με τη σύνθεση;’’. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι εγώ τον έκανα και συνθέτη. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια είναι υπερβολή του Λουκιανού». Τον ρωτάμε για τον αγαπημένο δίσκο του αγαπημένου του φίλου. «Τα μικροαστικά» μου απαντά, αλλά το ξανασκέφτεται. «Είναι ένας δίσκος μόνο με μουσική του, που δεν είχε κυκλοφορήσει στο εμπόριο».
Από την αρχιτεκτονική στους υπολογιστές
Από τα χρόνια του Πολυτεχνείου άρχισε να μελετά τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης- ήταν μέρος της διπλωματικής που έκανε από κοινού με την συμμαθήτρια του από το δήμοτικό και σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου-ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί στη συνέχεια με την πρώτη απόπειρα να γράψει κώδικα για το πρώτο υπολογιστικό πρόγραμμα στο γραφείο Δοξιάδη το 1966 και να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία πληροφορικής στον Λονδίνο.
Δούλεψε για το περίφημο αρχιτεκτονικό γραφείο Δοξιάδη, επιβλέποντας ένα οικιστικό πρόγραμμα στη Ζάμπια για ένα χρόνο, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ισπανία βρέθηκε να κάνε μάστερ στην επιστήμη των υπολογιστών στο Λονδίνο. «Ο τρόπος σκέψης των υπολογιστών και της αρχιτεκτονικής είναι παρόμοιος. Και στις δυο περιπτώσεις χτίζεις κάτι, μόνο που στην αρχιτεκτονική μπορεί να σου πάρει τρία χρόνια για να το δεις ενώ στον υπολογιστή μπορείς να το δεις και αυθημερόν».
Βρήκε λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, μέσω συστημάτων διαχείρισης δεδομένων. Tότε ένας διάσημος επιστήμονας μου πρότεινε να κάνei διδακτορικό στο Κέϊμπριτζ και να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα στο φημισμένο πανεπιστήμιο, αλλά εκείνος επέλεξε να εφαρμόσει την ιδέα του στην πράξη, ιδρύοντας το 1980 μια πολύ πετυχημένη εταιρεία software. «Θέλω να βλέπω το αποτέλεσμα. Είμαι ανυπόμονος, όχι όμως βιαστικός, η βιασύνη σε οδηγεί να κάνει τσαπατσουλιές και εκεί έχασες». Στη συνέχεια έστησε και δεύτερη εταιρεία, που απέτυχε παταγωδώς (κάτι που ο κ. Μπενσασσών δεν φοβάται να παραδεχτεί) και αναγκάστηκε να πουλήσει την πρώτη για να ξεχρεώσει. Στην πορεία βρέθηκε να εκπροσωπεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εμπειρογνώμονας και μεταπήδησε από το Λονδίνο στις Βρυξέλλες, σε επιτροπές της Κομισιόν για θέματα πληροφορικής. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2006 ως διευθυντής του CEDEFOP, του μόνο ευρωπαϊκού οργανισμού που εδρεύει στην πόλη. Έχοντας διαγράψει αυτή την πορεία, ήταν ο πλέον κατάλληλος να ασχοληθεί με θέματα καινοτομίας και τεχνολογικών start-up στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Έρευνα για να μην εφαρμοστεί
«Στην Ελλάδα γίνεται μία προσπάθεια ώστε η έρευνα… να μην έχει καμία εφαρμογή, γιατί τότε θα χαρακτηριστεί εφαρμοσμένη έρευνα και όχι βασική, και αν δεν είναι βασική η έρευνα που κάνεις δεν θεωρείσαι καλός ερευνητής, χάνεις την αίγλη του ακαδημαϊκού και αυτό είναι η μεγαλύτερη μπούρδα που κανένας μπορεί να σκεφτεί» λέει χωρίς περιστροφές. «Εμείς έχουμε μία υπερπαραγωγή δημοσιεύσεων. Και είναι τόσο δύσκολο να έρθει σε επαφή ακαδημαϊκή κοινότητα με την βιομηχανία γιατί δεν υπάρχει κίνητρο. Η βιομηχανία μας είναι πολύ συντηρητική και δεν όσο απευθύνεται στην εγχώρια αγορά δεν έχει ανάγκη να δοκιμάσει νέα πράγματα, να ασχοληθεί με την καινοτομία που ενέχει ένα ρίσκο. Όμως το πανεπιστήμιο θέλει να κάνει έρευνα που να είναι διεθνούς επιπέδου και για αυτό δεν ασχολείται με την ελληνική βιομηχανία. Όλο αυτό ξεκινάει από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που είναι επικεντρωμένη στην τοπική αγορά, δεν έχει κίνητρο να βγει στη διεθνή αγορά, να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο, που έχει προστιθέμενη αξία». H προθερμοκοιτίδα OKThess! σχεδιάζει ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε ώριμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να τις βοηθήσει να πάρουν το ρίσκο να καινοτομήσουν, μας λέει.
Start-upίτιδα και το κέρδος της αποτυχίας
«Πιστεύετε ότι όντως υπάρχει μία αξιόλογη startup κοινότητα στη Θεσσαλονίκη ή απλώς ευλογούμε τα γένια μας και απλώς πάσχουμε από σταρταπίτιδα;» τον ρωτάμε. «Συνυπάρχουν και τα δύο», απαντά, «προοδευτικά το πρώτο ενισχύεται και το δεύτερο μειώνεται. Υπάρχουν κάποιοι που λεν ότι δεν αξίζει τον κόπο κι ότι καλύτερα να δίνονται χρήματα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εγώ δεν το συμμερίζομαι. Αν μια μικρομεσαία επιχειρήσει έχει ανάγκη από οικονομική βοήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεκανίκια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνουν κακό».
Για να εξηγήσει τη σημασία των start-ups ο κ. Μπενσασσών κάνει μια υπόθεση εργασίας: Ας πούμε ότι ξεκίνησαν 100 start-ups και η καθεμία απασχολεί 10 άτομα, δηλαδή συνολικά 1000. Ας υποθέσουμε ότι στα επόμενα τρία χρόνια οι 90 από αυτές έκλεισαν. Από τα 900 άτομα που έμειναν χωρίς δουλειά, ας υποθέσουμε ότι 100 απορροφήθηκαν από τις 10 start-up που πέτυχαν, άλλοι 100 ξεκίνησαν δική τους start-up, οι υπόλοιποι 700 έχουν προσόντα που δεν είχαν πριν, την πείρα της αγοράς. «Είσαι η Google και θες να επιλέξεις μεταξύ της Σόφιας- όπου ο αριθμός των star-ups είναι τεράστιος, κάνουν άλματα σε σχέση με εμάς και σε λίγο θα τρώμε τη σκόνη τους- και της Θεσσαλονίκης που έχει τη θάλασσα κοντά, βγάζει πολύ καλούς μηχανικούς που δεν έχουν ιδέα από την πραγματική αγορά. Τι θα προτιμήσεις; Θέλω να πω ότι η σταρταπίτιδα είναι σημαντική προσθήκη στην ελληνική οικονομία αν την δεις σας ένα δεύτερο επίπεδο κατάρτισης, που σου δίνει όσα δεν σου έδωσε το πανεπιστήμιο. Οι αποτυχημένες start-ups και οι άνθρωποί τους είναι η πηγή του πλούτου. Οι επιτυχημένες start-ups είναι πολύ σημαντικές αλλά στατιστικά όχι τόσο όσο οι αποτυχημένες, που θα τραβήξουν μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θα τονώσουν την οικονομία».
Το OK!hes και η «πρωτεύουσα των Βαλκανίων»
Το OK!Thess είναι ουσιαστικά μια κοινή προσπάθεια φορέων της πόλης (του δήμου, των πανεπιστημίων, των επιχειρηματικών συνδέσμων και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας) που δεν χρηματοδοτείται ούτε από κρατικά χρήματα ούτε από κοινοτικά, δεν είναι νομικό πρόσωπο και δεν έχει δικαίωμα να υλοποιεί ευρωπαϊκά προγράμματα. Μάλιστα ο κ. Μπενσασσών προτείνει να δημιουργηθεί μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οι φίλοι του OK!Thess» για να μπορεί να χρηματοδοτεί το OK!Thess από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας του το OK!Thess έκανε επτά προγράμματα εντατικής προετοιμασίας startups για να βγουν στην αγορά, οι οποίες στο τέλος παρουσιάζουν τις ιδέες τους σε δυνητικούς επενδυτές. «Έχουμε καταφέρει να γίνουν επενδύσεις σε start-ups της Θεσσαλονίκης ύψους 1,2 εκατ. ευρω και έχουν δημιουργηθεί 100-150 θέσεις εργασίας».
Ο κ. Μπενσασσών πιστεύει ότι «στην καινοτομία είναι πολύ σημαντικό να έχεις τοπική αγορά, στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ μικρή αυτή η αγορά. Η τοπική μας αγορά είναι στα βόρεια. Αν ένας Ρουμάνος ή ένας Βούλγαρος επενδύσει 1 ευρώ σε ελληνική επιχείρηση έχει συμφέρον να ανοίξει την αγορά της χώρας του σε αυτή την επιχείρηση. Τότε έχουμε μεγάλωμα της πίτας. Η Θεσσαλονίκη δεν θα γίνει ποτέ «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» επειδή έτσι τη βαφτίσαν κάποιοι πολιτικοί, ούτε μόνο μέσα από επενδύσεις Ελλήνων στα Βαλκάνια αλλά όταν συμβεί και το αντίστροφο. Όσο ανοίγει η αγορά όλων μας, Ελλήνων Βουλγάρων, Ρουμάνων κλπ, τόσο μεγαλώνει η πίτα» λέει.
Πιστεύει ότι λείπει ένα βαλκανικό δίκτυο επενδυτών, των λεγόμενων «επιχειρηματικών αγγέλων» (business angels), που να επενδύουν μικρά ποσά 5.000-50.000 ευρω σε καλές επιχειρηματικές ιδέες για να κάνουν το πρώτο βήμα. «Αν δεν έχεις καλή ιδέα τα λεφτά από μόνα τους δεν βοηθάν».
Κλείνοντας με δυο ποιήματα
Κλείσαμε αυτή τη μακρά συζήτηση με αναφορές σε στίχους από δύο ποιήματα. Το ένα, είναι του φίλου του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Δρόμοι παλιοί». «Αυτοί οι μελοποιημένοι στίχοι, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με συγκινούν πολύ, μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη».
Το δεύτερο ήταν από τη σειρά «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη που λέει « Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω». «Με ενοχλεί πάρα πολύ η παρελθοντολογία. Αυτό το ‘’κεφάλι’’ του ένδοξου μας παρελθόντος να το ακουμπήσουμε κάπου, να το βλέπουμε, να είμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά να απελευθερώσουμε τα χέρια μας και να κοιτάζουμε μπροστά».
Μας υποδέχτηκε στο σπίτι όπου γεννήθηκε το 1945 και έζησε και μεγάλωσε, και πλέον το έχει μετατρέψει σε γραφείο. Σέρβιρε ζεστό καφέ και κρουασάν και μιλήσαμε επί δυόμισι ώρες εκ βαθέων.
Είναι ο πρώτος Εβραίος που εκλέγεται στη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, αν και ο ίδιος προτιμά για τον εαυτό του την ταυτότητα «πολίτης του κόσμου» από αυτή του Εβραίου. «Το σημαντικότερο είναι ότι είμαι ο πρώτος πρόεδρος με ύψος 1,98» λέει γελώντας. Το χιούμορ δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο σοβαρά θέματα, κι είναι ένα από τα «όπλα» που θα χρησιμοποιήσει για να ανταπεξέλθει στα δύσκολα καθήκοντα του προέδρου, τουλάχιστον κατά την προεκλογική περίοδο, που οι εντάσεις αναμένεται να κορυφωθούν. «Ο προεκλογικός ανταγωνισμός είναι εμφανής στο σημερινό δημοτικό συμβούλιο. Εγώ θέλω να συνεννοούμαστε, όχι να καβγαδίζουμε. Θα προσπαθήσω να κουβεντιάζουμε με τους επικεφαλής των παρατάξεων και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα πριν παρουσιαστούν» λέει.
Ο Σίμος Μπενσασσών χαίρει της εκτίμησης των συναδέλφων του, και όχι μόνο της «Πρωτοβουλίας». Ένας από τους λόγους είναι ότι ως εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος καινοτομίας, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με θέματα που δεν δημιουργούν προστριβές, όπως η καθαριότητα ή τα τεχνικά έργα. Επίσης δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να διαδεχτεί τον δήμαρχο, όπως άλλα στελέχη της Πρωτοβουλίας, οπότε δεν ενεπλάκη σε αντιπολιτευτικούς καβγάδες. «Νομίζω ότι δεν είμαι ακραίος σε τίποτα. Λέω αυτό που πιστεύω, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και δεν ακολουθώ καμία πολιτική γραμμή. Ελπίζω αυτό να βοηθήσει». Ο στόχος του είναι να πετύχει ένα μίνιμουμ συνεννόησης σε αυτό το δημοτικό συμβούλιο, γιατί κάποιοι εξ αυτών θα συμμετέχουν και στο επόμενο, όπου όμως εξαιτίας της απλής αναλογικής θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψηφίζονται αποφάσεις χωρίς τη συναίνεση μέρους της αντιπολίτευσης. «Ανησυχώ για το κατά πόσο θα μπορέσει να κυβερνηθεί ο δήμος. Φοβάμαι ότι ο επόμενος πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου θα τα βρει μπαστούνια».
Η καταστροφή μιας καρέκλας
Μετά από τριάντα και πλέον χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2006, ως διευθυντής του Cedefop. Eντάχθηκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο της Πρωτοβουλίας, το 2014, αλλά κατάφερε να εκλεγεί… με τη μέθοδο των Beatles. «With a little help from my friends», από το σχολείο, τους προσκόπους, το πολυτεχνείο.
Θυμάται ότι η πρώτη του παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο ήταν για… την καταστροφή και ανακύκλωσης μιας καρέκλας! «Αυτά συνήθως περνούν στο ντούκου, είναι διαδικαστικά. Εγώ είπα ότι αυτό το θέμα το ‘κρατάμε’ για συζήτηση και με κοίταξαν παράξενα. Για αυτή την καρέκλα γράφτηκαν 3 σελίδες από υπαλλήλους του δήμου, την έλεγξαν (σ.σ. την εισήγηση) ένας αντιδήμαρχος, ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης και ένας εντεταλμένος σύμβουλος. Η ερώτησή μου ήταν γιατί ασχολείται το δημοτικό συμβούλιο. Ο τότε πρόεδρος Παναγιώτης Αβραμόπουλος μου ανέφερε πέντε εδάφια του νόμου για να εξηγήσει το γιατί. Είναι τουλάχιστον σχιζοφρενικό».
Ο Μπουτάρης κι ο Τύχο Μπράχε
Του ζητούμε να βαθμολογήσει τον κ. Μπουτάρη και τη διοίκηση του δήμου. «Ο δήμαρχος βαθμολογεί τον εαυτό του με 7 γιατί δεν τα κατάφερε τόσο καλά στην καθαριότητα. Έχω ζήσει σε πολλές πόλεις, στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Cambridge. Δεν είναι πολύ βρόμικη πόλη η Θεσσαλονίκη. Δεν λέω ότι είναι καθαρή αλλά αν το συγκρίνεις με άλλες πόλεις, δεν είναι πολύ πιο πίσω και σίγουρα είναι πολύ πιο καθαρή από την Αθήνα. Όμως η βαθμολογία είναι μία γραμμική αξιολόγηση η οποία δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση του Μπουτάρη. Ο αστρονόμος Τύχο Μπράχε όταν το δίκασαν είπε μία πολύ ωραία φράση: ‘‘αυτό που δεν μπορείτε να μετρήσετε το θεωρείτε χωρίς αξία, αλλά αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία από όλα’’. Ο Μπουτάρης άνοιξε τους ορίζοντες της πόλης, μπήκε ένας άλλος αέρας. Δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο τα κατάφερε, αλλά τα κατάφερε. Άλλαξε η νοοτροπία, ο τρόπος που σκεφτόμαστε για την πόλη. Αυτό για μένα δεν είναι μετρήσιμο. Ήταν αυτό που λέμε αλλαγή Παραδείγματος για την πόλη. Πολλοί από τους υποψηφίους δηλώνουν ότι θα ακολουθήσουν θα συνεχίσουν τα καλά του Μπουτάρη. Δεν νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω. Εκτός αν συμβεί κάποιο ατύχημα…».
Η ιστορία της οικογένειας
Οι παππούδες του, από τις οικογένειες Ελιέζερ και Σίμση, είχαν το ομώνυμο υαλοπωλείο που λειτουργούσε στην οδό Καπποδιστρίου, από το 1878. Στην πορεία οι συνέταιροι συμπεθέριασαν και τα παιδιά τους, Νισίμ και Λιζα, ήταν οι γονείς του Σίμου Μπενσασσών. Η ισπανική υπηκοότητα του πατέρα του ήταν σωτήρια για την οικογένεια στην περίοδο της Κατοχής. Η οικογένεια Μπενσασσσών δεν εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης. Με μια ναυλωμένη βάρκα έφτασαν όλοι ασφαλείς μέχρι την Νταμούχαρη, από το Βόλο προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια κι έτσι ο Νισίμ έγινε Νίκος, η Λίζα Λένα και ο πρωτότοκος γιος Αβραάμ που τον φωνάζαν Μάκη «βαφτίστηκε» Γεράσιμος (Μάκης). Η οικογένεια έζησε στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο τέλος δε κρυβόταν να μην τους ανακαλύψουν οι Γερμανοί. Όταν η οικογένεια γύρισε και πάλι στη Θεσσαλονίκη το σπίτι στη Διαγώνιο και το κατάστημα στην Καπποδιστρίου ήταν κατειλημμένα και χρειάστηκε να ζητήσουν δικαστική συνδρομή για να τα πάρει πίσω. Όλοι οι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του και μια θεία από την πλευρά του πατέρα του, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους στάλθηκαν στα στρατόπεδα, γιατί είχαν ελληνική υπηκοότητα. Δεν γύρισαν ποτέ. Η μόνη που σώθηκε ήταν μια θεία του (από την πλευρά της μητέρας του) που έκανε λευκό γάμο με τον μοναδικό αδελφό του πατέρα του, ο οποίος επίσης είχε ισπανικό διαβατήριο. Ο Σίμος Μπενσασσών γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1945, ένα μήνα πριν την επίσημη λήξη του πολέμου.
Οι παιδικές αναμνήσεις
Ζητήσαμε από τον κ. Μπενσασσών να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις του από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50. «Θυμάμαι το τραμ που περνούσε και με κοίμιζε. Από τα παντζούρια έβλεπα τις σκιές στο ταβάνι και ήταν φαντασμαγορικό το θέαμα». Στα οκτώ του χρόνια είχε… τάσεις φυγής. Μια μέρα το έσκασε από το σπίτι και τρύπωσε στο διπλανό κινηματογράφο Ηλύσια που είχε πρωινή προβολή της ταινίας «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». «Δεν είδα όλη την ταινία, αλλά είδα αρκετή για να αξίζει τον κόπο το ξύλο που έφαγα» λέει. Την ίδια χρονιά, μια Δευτέρα αποφάσισε αντί να πάει με το λεωφορείο στο σχολείο να κατέβει σε άλλη στάση και να εξερευνήσει περιοχές που δεν είχε ποτέ, όπως η Κάτω Τούμπα. Οι βόλτες συνεχίστηκαν για μέρες μέχρι να ειδοποιηθούν οι γονείς του. «Είχε πολύ ενδιαφέρον για μένα που δεν είχα βγει από το κέντρο, γιατί η περιοχή πιο πάνω από το Γενί Τζαμί ήταν παραγκούπολη. Μάλιστα θυμάμαι έναν άνδρα ο οποίος έσκαβε ένα χαντάκι και το έκανε πολύ μερακλίδικα με το φτυάρι και τον χάζευα πολλή ώρα. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει, μου είπε «είμαι εργάτης» και του απάντησα μαγεμένος «και εγώ εργάτης θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Τον έπιασε μία απελπισία, μου είπε ‘’δεν είναι καλό πράγμα, να σπουδάσεις’’».
Οι βαρκάρηδες του Βόλγα και η ΕΔΑ
Αν και ποτέ δεν εντάχθηκε σε κόμματα, ο Σίμος Μπενσασσών στο τέλος της εφηβείας αρχίζει να ασχολείται με τα πολιτικά - «προς τα αριστερά, όχι προς τα δεξιά που ήταν ο μπαμπάς μου». Ήταν αυτοδίδακτος στο πιάνο και συνόδευε μουσικά την πρωινή προσευχή στο αμερικάνικο κολέγιο. «Τον Οκτώβριο του 1962, πάνω στην κρίση της Κούβας, ήρθε να μας μιλήσει ένας αμερικάνος στρατιωτικός. Μας έβγαλε ένα λογύδριο που «με έκανε Τούρκο», ήταν σαν να μιλούσε σε ένα ακροατήριο ηλιθίων. Για να το πω συνοπτικά έλεγε «Αμερικανοί καλοί, Ρώσοι φτου κακά». Τελειώνοντας την ομιλία του έπρεπε να τον ξεπροβοδίσω παίζοντας πιάνο και τότε άρχισα να παίζω τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα». Από ότι έμαθα αργότερα, το αμερικανικό προξενείο ζήτησε να με αποβάλλουν από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Το κολέγιο αντιστάθηκε λέγοντας ότι «το παιδί είναι καθυστερημένο λιγάκι και το κρατάμε επειδή παίζει πιάνο». Ακούγοντας το αυτό ο Κωστής Μοσκώφ συνέστησε να με πλησιάσουν και να με προσηλυτίσουν στην ΕΔΑ. Πήγα σε κάνα δύο συναντήσεις αλλά δεν με ενδιέφερε να οργανωθώ πολιτικά. Ήμουν βέβαια «συμπαθών» και στις εκλογές της σχολής έβγαινα πάντα αντιπρόεδρος- δεν με ψήφιζα γιατί κινδύνευε να βγω πρόεδρος».
Από εκείνη την περίοδο θυμάται τις συζητήσεις που έκαναν επί ώρες με τον αγαπημένο του φίλο, τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, για τι άλλο; Για την πολιτική.
Κηλαηδόνης ο αδελφός
«Όταν ήμουν μικρός έλεγαν ότι έχω ταλέντο και θεωρούσαν όλοι ότι αν ζωγραφίζεις θα γίνεις καλός αρχιτέκτονας, κάτι που δεν ισχύει… Οι γονείς μου με θεωρούσα λιγάκι… αχαΐρευτο, κι επειδή ο αδελφός μου ήταν πολιτικός μηχανικός, έβαλαν τον ξάδελφό μου Μωρίς Σαλτιέλ να με πείσει να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Πράγματι μπήκα στην αρχιτεκτονική και ήμουν και πολύ καλός φοιτητής».
Εκεί γνωρίζεται με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη με τον οποίο συνδέεται με αδελφική φιλία. Όσο μιλάμε μας δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες των δυο τους, τραβηγμένες 50 χρόνια πριν, τις οποίες έχει αποθηκεύσει στο κινητό του τηλέφωνο. «Ο Λουκιανός ήταν γόης» παρατηρώ. «Ήμασταν το ακριβώς αντίθετο από αυτή την άποψη» λέει γελώντας. «Εγώ ήμουν φοβερά ντροπαλός, ο Λουκιανός είχε φοβερές επιτυχίες, παρότι ήταν πάρα πολύ πιστός, δεν τσιλιμπούρδιζε». Ο Λουκιανός ερχόταν και έπαιζε πιάνο στο σπίτι μου πολύ συχνά και σκάρωνε τραγούδια. Ένα διάστημα προσπαθούσε να μάθει κιθάρα και τα κατάφερνε αξιοπρεπώς. Είχαμε έναν συμφοιτητή που έπαιζε καταπληκτική κιθάρα, τον Στάθη τον Γαλάτη και μια φορά του είπα ‘’κοίταξε Λουκιανέ όσο και να πασχίζεις σαν το Στάθη δεν θα παίξεις, δεν ασχολείσαι καλύτερα με τη σύνθεση;’’. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι εγώ τον έκανα και συνθέτη. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια είναι υπερβολή του Λουκιανού». Τον ρωτάμε για τον αγαπημένο δίσκο του αγαπημένου του φίλου. «Τα μικροαστικά» μου απαντά, αλλά το ξανασκέφτεται. «Είναι ένας δίσκος μόνο με μουσική του, που δεν είχε κυκλοφορήσει στο εμπόριο».
Από την αρχιτεκτονική στους υπολογιστές
Από τα χρόνια του Πολυτεχνείου άρχισε να μελετά τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης- ήταν μέρος της διπλωματικής που έκανε από κοινού με την συμμαθήτρια του από το δήμοτικό και σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου-ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί στη συνέχεια με την πρώτη απόπειρα να γράψει κώδικα για το πρώτο υπολογιστικό πρόγραμμα στο γραφείο Δοξιάδη το 1966 και να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία πληροφορικής στον Λονδίνο.
Δούλεψε για το περίφημο αρχιτεκτονικό γραφείο Δοξιάδη, επιβλέποντας ένα οικιστικό πρόγραμμα στη Ζάμπια για ένα χρόνο, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ισπανία βρέθηκε να κάνε μάστερ στην επιστήμη των υπολογιστών στο Λονδίνο. «Ο τρόπος σκέψης των υπολογιστών και της αρχιτεκτονικής είναι παρόμοιος. Και στις δυο περιπτώσεις χτίζεις κάτι, μόνο που στην αρχιτεκτονική μπορεί να σου πάρει τρία χρόνια για να το δεις ενώ στον υπολογιστή μπορείς να το δεις και αυθημερόν».
Βρήκε λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, μέσω συστημάτων διαχείρισης δεδομένων. Tότε ένας διάσημος επιστήμονας μου πρότεινε να κάνei διδακτορικό στο Κέϊμπριτζ και να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα στο φημισμένο πανεπιστήμιο, αλλά εκείνος επέλεξε να εφαρμόσει την ιδέα του στην πράξη, ιδρύοντας το 1980 μια πολύ πετυχημένη εταιρεία software. «Θέλω να βλέπω το αποτέλεσμα. Είμαι ανυπόμονος, όχι όμως βιαστικός, η βιασύνη σε οδηγεί να κάνει τσαπατσουλιές και εκεί έχασες». Στη συνέχεια έστησε και δεύτερη εταιρεία, που απέτυχε παταγωδώς (κάτι που ο κ. Μπενσασσών δεν φοβάται να παραδεχτεί) και αναγκάστηκε να πουλήσει την πρώτη για να ξεχρεώσει. Στην πορεία βρέθηκε να εκπροσωπεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εμπειρογνώμονας και μεταπήδησε από το Λονδίνο στις Βρυξέλλες, σε επιτροπές της Κομισιόν για θέματα πληροφορικής. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2006 ως διευθυντής του CEDEFOP, του μόνο ευρωπαϊκού οργανισμού που εδρεύει στην πόλη. Έχοντας διαγράψει αυτή την πορεία, ήταν ο πλέον κατάλληλος να ασχοληθεί με θέματα καινοτομίας και τεχνολογικών start-up στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Έρευνα για να μην εφαρμοστεί
«Στην Ελλάδα γίνεται μία προσπάθεια ώστε η έρευνα… να μην έχει καμία εφαρμογή, γιατί τότε θα χαρακτηριστεί εφαρμοσμένη έρευνα και όχι βασική, και αν δεν είναι βασική η έρευνα που κάνεις δεν θεωρείσαι καλός ερευνητής, χάνεις την αίγλη του ακαδημαϊκού και αυτό είναι η μεγαλύτερη μπούρδα που κανένας μπορεί να σκεφτεί» λέει χωρίς περιστροφές. «Εμείς έχουμε μία υπερπαραγωγή δημοσιεύσεων. Και είναι τόσο δύσκολο να έρθει σε επαφή ακαδημαϊκή κοινότητα με την βιομηχανία γιατί δεν υπάρχει κίνητρο. Η βιομηχανία μας είναι πολύ συντηρητική και δεν όσο απευθύνεται στην εγχώρια αγορά δεν έχει ανάγκη να δοκιμάσει νέα πράγματα, να ασχοληθεί με την καινοτομία που ενέχει ένα ρίσκο. Όμως το πανεπιστήμιο θέλει να κάνει έρευνα που να είναι διεθνούς επιπέδου και για αυτό δεν ασχολείται με την ελληνική βιομηχανία. Όλο αυτό ξεκινάει από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που είναι επικεντρωμένη στην τοπική αγορά, δεν έχει κίνητρο να βγει στη διεθνή αγορά, να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο, που έχει προστιθέμενη αξία». H προθερμοκοιτίδα OKThess! σχεδιάζει ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε ώριμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να τις βοηθήσει να πάρουν το ρίσκο να καινοτομήσουν, μας λέει.
Start-upίτιδα και το κέρδος της αποτυχίας
«Πιστεύετε ότι όντως υπάρχει μία αξιόλογη startup κοινότητα στη Θεσσαλονίκη ή απλώς ευλογούμε τα γένια μας και απλώς πάσχουμε από σταρταπίτιδα;» τον ρωτάμε. «Συνυπάρχουν και τα δύο», απαντά, «προοδευτικά το πρώτο ενισχύεται και το δεύτερο μειώνεται. Υπάρχουν κάποιοι που λεν ότι δεν αξίζει τον κόπο κι ότι καλύτερα να δίνονται χρήματα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εγώ δεν το συμμερίζομαι. Αν μια μικρομεσαία επιχειρήσει έχει ανάγκη από οικονομική βοήθεια δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεκανίκια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνουν κακό».
Για να εξηγήσει τη σημασία των start-ups ο κ. Μπενσασσών κάνει μια υπόθεση εργασίας: Ας πούμε ότι ξεκίνησαν 100 start-ups και η καθεμία απασχολεί 10 άτομα, δηλαδή συνολικά 1000. Ας υποθέσουμε ότι στα επόμενα τρία χρόνια οι 90 από αυτές έκλεισαν. Από τα 900 άτομα που έμειναν χωρίς δουλειά, ας υποθέσουμε ότι 100 απορροφήθηκαν από τις 10 start-up που πέτυχαν, άλλοι 100 ξεκίνησαν δική τους start-up, οι υπόλοιποι 700 έχουν προσόντα που δεν είχαν πριν, την πείρα της αγοράς. «Είσαι η Google και θες να επιλέξεις μεταξύ της Σόφιας- όπου ο αριθμός των star-ups είναι τεράστιος, κάνουν άλματα σε σχέση με εμάς και σε λίγο θα τρώμε τη σκόνη τους- και της Θεσσαλονίκης που έχει τη θάλασσα κοντά, βγάζει πολύ καλούς μηχανικούς που δεν έχουν ιδέα από την πραγματική αγορά. Τι θα προτιμήσεις; Θέλω να πω ότι η σταρταπίτιδα είναι σημαντική προσθήκη στην ελληνική οικονομία αν την δεις σας ένα δεύτερο επίπεδο κατάρτισης, που σου δίνει όσα δεν σου έδωσε το πανεπιστήμιο. Οι αποτυχημένες start-ups και οι άνθρωποί τους είναι η πηγή του πλούτου. Οι επιτυχημένες start-ups είναι πολύ σημαντικές αλλά στατιστικά όχι τόσο όσο οι αποτυχημένες, που θα τραβήξουν μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θα τονώσουν την οικονομία».
Το OK!hes και η «πρωτεύουσα των Βαλκανίων»
Το OK!Thess είναι ουσιαστικά μια κοινή προσπάθεια φορέων της πόλης (του δήμου, των πανεπιστημίων, των επιχειρηματικών συνδέσμων και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας) που δεν χρηματοδοτείται ούτε από κρατικά χρήματα ούτε από κοινοτικά, δεν είναι νομικό πρόσωπο και δεν έχει δικαίωμα να υλοποιεί ευρωπαϊκά προγράμματα. Μάλιστα ο κ. Μπενσασσών προτείνει να δημιουργηθεί μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οι φίλοι του OK!Thess» για να μπορεί να χρηματοδοτεί το OK!Thess από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας του το OK!Thess έκανε επτά προγράμματα εντατικής προετοιμασίας startups για να βγουν στην αγορά, οι οποίες στο τέλος παρουσιάζουν τις ιδέες τους σε δυνητικούς επενδυτές. «Έχουμε καταφέρει να γίνουν επενδύσεις σε start-ups της Θεσσαλονίκης ύψους 1,2 εκατ. ευρω και έχουν δημιουργηθεί 100-150 θέσεις εργασίας».
Ο κ. Μπενσασσών πιστεύει ότι «στην καινοτομία είναι πολύ σημαντικό να έχεις τοπική αγορά, στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ μικρή αυτή η αγορά. Η τοπική μας αγορά είναι στα βόρεια. Αν ένας Ρουμάνος ή ένας Βούλγαρος επενδύσει 1 ευρώ σε ελληνική επιχείρηση έχει συμφέρον να ανοίξει την αγορά της χώρας του σε αυτή την επιχείρηση. Τότε έχουμε μεγάλωμα της πίτας. Η Θεσσαλονίκη δεν θα γίνει ποτέ «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» επειδή έτσι τη βαφτίσαν κάποιοι πολιτικοί, ούτε μόνο μέσα από επενδύσεις Ελλήνων στα Βαλκάνια αλλά όταν συμβεί και το αντίστροφο. Όσο ανοίγει η αγορά όλων μας, Ελλήνων Βουλγάρων, Ρουμάνων κλπ, τόσο μεγαλώνει η πίτα» λέει.
Πιστεύει ότι λείπει ένα βαλκανικό δίκτυο επενδυτών, των λεγόμενων «επιχειρηματικών αγγέλων» (business angels), που να επενδύουν μικρά ποσά 5.000-50.000 ευρω σε καλές επιχειρηματικές ιδέες για να κάνουν το πρώτο βήμα. «Αν δεν έχεις καλή ιδέα τα λεφτά από μόνα τους δεν βοηθάν».
Κλείνοντας με δυο ποιήματα
Κλείσαμε αυτή τη μακρά συζήτηση με αναφορές σε στίχους από δύο ποιήματα. Το ένα, είναι του φίλου του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Δρόμοι παλιοί». «Αυτοί οι μελοποιημένοι στίχοι, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με συγκινούν πολύ, μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη».
Το δεύτερο ήταν από τη σειρά «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη που λέει « Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια, που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω». «Με ενοχλεί πάρα πολύ η παρελθοντολογία. Αυτό το ‘’κεφάλι’’ του ένδοξου μας παρελθόντος να το ακουμπήσουμε κάπου, να το βλέπουμε, να είμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά να απελευθερώσουμε τα χέρια μας και να κοιτάζουμε μπροστά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου