Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2019

Παλαμάς εναντίον Γιαννόπουλου: συγκροτημένος λόγος εναντίον μπουρδολογίας

Διάλογος με περικεφαλαία

Ο κύκλος των δημοτικιστών, λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα. Ορθιος αριστερά ο Ψυχάρης, τρίτος από δεξιά ο Παλαμάς και τέρμα δεξιά -όρθιος- ο Ξενόπουλος  
Ο κύκλος των δημοτικιστών, λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα. Όρθιος αριστερά ο Ψυχάρης, τρίτος από δεξιά ο Παλαμάς και τέρμα δεξιά -όρθιος- ο Ξενόπουλος
«Για τ’ άξιο “Νέο Πνέμα” σου / Σου πρέπει, Περδικλέα, /
Ενα μπουγαδοκόφινο / Για περικεφαλαία»
Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Στον Π. Γιαννόπουλο» (Ο Νουμάς, 24/9/1906, σ.8)
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συγκριτική ικανότητα για να διαπιστώσει κανείς τις αναλογίες του δημόσιου διαλόγου των ημερών μας, που πυροδοτήθηκε από την πρόσφατη διαπραγμάτευση για το Μακεδονικό, και των αντίστοιχων πολιτικοφιλολογικών καβγάδων της αυγής του εικοστού αιώνα. Εποχής κατά την οποία, μετά τη χρεοκοπία του 1893 και τον εξευτελισμό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού στον πόλεμο του 1897, είχε τεθεί ξανά επιτακτικά το ζήτημα της συλλογικής ταυτότητας των Νεοελλήνων και της σχέσης της με τα δύο πρότυπα που καταδυνάστευαν (κι εξακολουθούν να καταδυναστεύουν) την καρδιά και το μυαλό τους: την Αρχαιότητα και την Ευρώπη.
Το αποδεικνύει η δημόσια αντιπαράθεση που παρουσιάζουμε σήμερα, με βασικούς μονομάχους δύο είδωλα του ελληνικού εθνικισμού: τον εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά, γραμματέα τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον Περικλή Γιαννόπουλο − πρώην φοιτητή Ιατρικής στο Παρίσι, πρώην φοιτητή Νομικής στο Αθήνησι και ανεπάγγελτο γυρολόγο πλέον των αθηναϊκών σαλονιών, που μετά τη θεατρική αυτοκτονία του στις 10 Απριλίου 1910 έμελλε ν’ αναδειχθεί σε ίνδαλμα και σημείο αναφοράς της πιο καθυστερημένης και άγονης εκδοχής του ελληνικού εθνικισμού.
Αφετηρία της υπόθεσης αποτέλεσε η έκδοση του βιβλίου του Γιαννόπουλου «Νέον πνεύμα» (1906), ενός φυλλαδίου 48 σελίδων που αναδείκνυε την «φυσιολογίαν της Ελληνικής φυλής» σε βάση της μελλοντικής «Στρατιωτικής απελευθερώσεως του εσωτερικού της Ελλάδος» από τα κακά του κοινοβουλευτισμού, του «φουστανελικού βλακοπνεύματος», του «φραγκοραγιαδισμού» κ.ο.κ.
Κυρίως, όμως, η δημοσίευση αποσπασμάτων της στον ημερήσιο Τύπο της εποχής, που προσέδιδε σ’ αυτές τις απόψεις πολύ μεγαλύτερη κοινωνική εμβέλεια απ’ ό,τι η κυκλοφορία του φυλλαδίου στους κόλπους της αθηναϊκής ελίτ.
Με αφορμή την πρωτοσέλιδη δημοσίευση στο «Νέον Αστυ» ενός αποσπάσματος του βιβλίου που αναπαρήγε τις διάχυτες τότε συκοφαντίες κατά των δημοτικιστών για «εθνοπροδοσία» μέσω της «υπονόμευσης της διαχρονικής συνέχειας του έθνους», ο Παλαμάς απάντησε εφ’ όλης της ύλης από τις στήλες του «Νουμά», του βασικού εντύπου των θιγόμενων, πυροδοτώντας έναν ζωντανό διάλογο − στον οποίο ο Γιαννόπουλος απαξίωσε, κατά την πάγια συνήθειά του, ν’ αναμιχθεί, αφήνοντας τους θαυμαστές του να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Ο Πατριάρχης και η Λαιμητόμος
Ποιο ήταν, όμως, το περιεχόμενο του «Νέου Πνεύματος» και γιατί κάποιοι εξακολουθούν μέχρι σήμερα να το αναγορεύουν σε πεμπτουσία της ελληνικότητας;
Επί της ουσίας, τίποτα περισσότερο από ένα ακατάσχετο μείγμα παραδοξολογιών και παραληρηματικής μπουρδολογίας, με μόνο συνεκτικό ιστό μια εξεζητημένη λεξιλαγνεία κι ένα βαθύ μίσος για τους πληβείους.
Χαρακτηριστικό δείγμα:
«Οι κλέφται ηνόμισαν ότι ηδύναντο να δημιουργήσουν Ελλάδα. Αλλά οι Κλέφται ενόμισαν ότι ηδύναντο να δημιουργήσουν, έστω και δι’ εαυτούς μόνον, μίαν μικρήν Παστρικήν Πατρίδα, η οποία να μην είνε μόνον απλούν Κλέφτικον Τσουλικόν Λιμέρι. [..] Αντί να χώσουν την σακαράκαν των εις την θήκην της και να υποταχθούν εις το Πνεύμα, Αυτοί, με την Χατζάραν των υπεδούλωσαν Αυτό» (σ. 15-16).
Το μίσος για το Εικοσιένα (στην πραγματικότητα: για τις νέες κοινωνικές συγκρούσεις που αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα, πανικοβάλλοντας το κοινωνικό περιβάλλον του συγγραφέα) συναντιέται έτσι υπόγεια μ’ έναν «ελληνοθωμανισμό» που είχε αρχίσει να επανεκτιμά τις αρετές του αυταρχισμού της Υψηλής Πύλης, σε αντιδιαστολή προς την εγχώρια μικροαστική και πληβειακή «αναρχία».
Αποκαλυπτική η στοχοποίηση του αυτοκέφαλου της ελλαδικής Εκκλησίας, της διοικητικής δηλαδή αποκοπής της από το Πατριαρχείο της Ιστανμπούλ μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας, σαν απαρχής των δεινών του έθνους:
«Από της ημέρας δε καθ’ ην, ωθούμενοι από βλακιστάτους αναγνώστας ξένων Ιδεών και βιβλίων, τα οποία δεν ήσαν εις θέσιν να εννοήσουν, -αλλά και από τους Πρέσβεις πάντοτε- ετόλμησαν να σηκώσουν το ιταμόν των κεφάλι που ήθελε σπάσιμον, προς τον Πνευματικόν Αυτοκράτορα της Φυλής και να αρνηθούν υποταγήν εις Αυτόν, από της ημέρας της Θρησκευτικής ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ και αποκοπής, παύει πάσα Λογική. Διότι Βασίλειον της Ελλάδος μη υπήκοον του Πατριάρχου, Βασιλεύς Ελλάδος μη συνάρχων μετά του Πατριάρχου της φυλής, είνε κάτι ανυπαρκτότερον του Μηδενικού και Ανηθικότερον ερεθισμένου Πιθήκου. Και όχι μόνον δεν υπάρχει από της στιγμής εκείνης Λογική Ελλάς και Τιμία Ελλάς διά τον Ελληνισμόν, αλλ’ ούτε δι’ Εαυτήν, αλλ’ έκτοτε δεν υπάρχει πλέον παρά η Προδοτική, η ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΕΛΛΑΣ διά την οποίαν η μόνη θέσις είνε η: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ» (σ. 17).
Ολα αυτά θα μπορούσαν φυσικά να ερμηνευθούν ως συμπλεγματικό ξέσπασμα ενός καλομαθημένου δανδή, μεγαλωμένου σε μια εύπορη οικογένεια της επαρχίας με το σύνδρομο της «βυζαντινής» αριστοκρατικής καταγωγής της μαμάς του· ενός ανθρώπου που ούτε σπούδασε τίποτα ούτε εργάστηκε ποτέ, αλλά τριγυρνούσε από σαλόνι σε σαλόνι συντηρούμενος από πλούσιους μαικήνες − ένας από τους οποίους τον είχε μάλιστα χρίσει εικονικό επιστάτη (από την Αθήνα) του τσιφλικιού του στη Θεσσαλία.
Θα μπορούσαν, ωστόσο, να διαβαστούν και κάπως διαφορετικά: ως αντανάκλαση των συλλογικών αδιεξόδων της εγχώριας άρχουσας τάξης, σε μια Ελλάδα οικονομικά χρεοκοπημένη και στρατιωτικά εξευτελισμένη.
Τα βιβλία του Περικλή Γιαννόπουλου δεν υποβάλλονταν γαρ στη βάσανο της αγοράς, αλλά τυπώνονταν από τους προστάτες του και μοιράζονταν από τον ίδιο δωρεάν, δεξιά κι αριστερά − ως συμβολή στον δημόσιο διάλογο που είχε ανοίξει μετά τη χρεοκοπία του 1893, γύρω από την «ανάγκη» να διορθωθεί το προπατορικό αμάρτημα της καθολικής ψηφοφορίας που κληροδότησαν στο ελληνικό κράτος οι επαναστάσεις του 1821, του 1843 και του 1862.
Με στόχο -τι άλλο;- να γίνουμε επιτέλους «κανονική» χώρα, οι κάτοικοι της οποίας θα υπέμεναν παθητικά τη φορολογική αφαίμαξή τους για ν’ αποπληρωθούν τα δάνεια προς τους ξένους τραπεζίτες, η δε διακυβέρνησή της θα συνιστούσε αποκλειστική αρμοδιότητα των πλουσίων.
Οπως άλλωστε και στο μεγαλύτερο μέρος τής τότε Ευρώπης, όπου συνήθως δικαίωμα ψήφου είχε γύρω στο 5% του πληθυσμού.

Αγώνας ξιφασκίας στο Ζάππειο, κατά την Ολυμπιάδα του 1896 Αγώνας ξιφασκίας στο Ζάππειο, κατά την Ολυμπιάδα του 1896 |
Διάλογος εθνικιστών
Σε αντίθεση με την (πολύ μεγαλύτερη και εξίσου σημαντική) συζήτηση που προκάλεσε την επόμενη χρονιά στις στήλες του ίδιου εντύπου «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα» του μαρξιστή Γεωργίου Σκληρού, τούτη τη φορά η αντιπαράθεση διεξήχθη μεταξύ τύποις ομοϊδεατών, ανθρώπων δηλαδή που συμμερίζονταν τις βασικές παραδοχές της ίδιας κοσμοθεωρίας − του εθνικισμού.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το ενδιαφέρον του, καθώς καταδεικνύει την πλαστικότητα αυτού του τελευταίου, την ικανότητά του ν’ απορροφά και να εκφράζει διαφορετικά κοινωνικά σχέδια, προτάγματα και συμφέροντα, ως εκφάνσεις -δήθεν- ενός κοινού «εμείς».
Ο Παλαμάς ήταν, κι αυτός, εθνικιστής. Ως δημοσιογράφος, είχε γίνει μάλιστα μέλος της Εθνικής Εταιρείας κατά τη φάση της μαζικής ανάπτυξής της (28/10/1896), με αριθμό μητρώου 379· από το εξευτελιστικά τυχοδιωκτικό εγχείρημα του 1897 φαίνεται, ωστόσο, πως έβγαλε τα εντελώς αντίθετα συμπεράσματα απ’ ό,τι ο συγγραφέας του «Νέου Πνεύματος».
Η απάντησή του στον Γιαννόπουλο δεν περιορίζεται έτσι στην υπεράσπιση των δημοτικιστών Γιάννη Ψυχάρη και Αλέξανδρου Πάλλη, που αυτός κατακεραύνωνε· περνά σε αντεπίθεση εφ’ όλης της ύλης, τα βασικά σημεία της οποίας θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί ακόμη και σήμερα από κάποιο μετριοπαθή πολέμιο του εθνικιστικού ανορθολογισμού:
 Αντιστρέφει τον ισχυρισμό περί εθνικής προσφοράς της καθαρεύουσας, επισημαίνοντας τη δομική αδυναμία της να εξελληνίσει γλωσσικά τους σλαβόφωνους Μακεδόνες − πάγιο επιχείρημα των δημοτικιστών τις επόμενες δεκαετίες.
 Επισημαίνει τη συμβολική πολυσημία διάσημων μνημείων, όπως ο Παρθενώνας. Φτάνει, μάλιστα, να δηλώσει ρητορικά πως προτιμά την καταστροφή του τελευταίου, αν αυτό θα επέφερε και το τέλος της καταχρηστικής επίκλησής του από αντιδραστικές και στείρες «τέτοιες αρχαιολατρείες».
 Επισημαίνει διακριτικά τις θετικές πτυχές της «κλέφτικης παράδοσης» και της βαθιάς καχυποψίας μιας μεγάλης μερίδας Νεοελλήνων απέναντι στη συντεταγμένη εξουσία − που ο Γιαννόπουλος (μανιώδης λάτρης, κατά βάθος, της ευρωπαϊκής ευταξίας παρά τον επιφανειακό «αντιφραγκισμό» του) κατήγγειλε σαν εθνοκτόνα αναρχία.
Την υπεράσπιση του Γιαννόπουλου ανέλαβαν από τις στήλες του «Νουμά» δύο συντηρητικοί δημοτικιστές: ο διπλωμάτης Γιάννης («Ιων») Δραγούμης, που την επόμενη χρονιά θ’ αυτοδιαφήμιζε την οικογενειακή προσφορά του στο έθνος με το ημιαυτοβιογραφικό «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», και ο θεατρικός συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Η γοητεία της προληπτικής αντεπανάστασης
Ο πρώτος απέφυγε να τοποθετηθεί επί της ουσίας, προτιμώντας να το στρίψει διά των συναισθημάτων και των γενικόλογων αφορισμών:
«Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράματα ή στραβά το βιβλίο του, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμό μου όλον και να με λεφθέρονε, κι αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν το βορριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμιους από μικρόβια αέρηδες, και από κάθε βρώμα και σκουπίδι καθαρίζει τον κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Ελληνα που ξέρει να το διαβάσει, και ο Ελληνας τώρα είναι τόσο ψόφιος, είναι τόσο γεμάτος βρώμα και μικροπρέπεια που σκουληκιάζει. Μπορεί να τον είπαν τρελλό, εκείνον που το έγραψε· και όμως είναι πιο σωστός και πιο γνωστικός από κάθε Ελληνα σημερινό» («Για το βιβλίο του Γιαννόπουλου», 15/10/1906, σ.5).
Μόνη ουσιαστική συνηγορία υπήρξε, έτσι, αυτή του Ξενόπουλου (24/9/1906, σ.1-3), αυτούσια αναπαραγωγή σε μεγάλο βαθμό της κριτικής που είχε ήδη στείλει στη «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας.
«Με κοντύλι μεγάλου σατυριστού», διαβάζουμε, ο Γιαννόπουλος «ζωγραφίζει την κατάστασή μας, την πολιτική και την κοινωνική, και δείχνει με απαράμιλλη ευγλωττία πού μας κατάντησε το αξιοθρήνητο αυτό παραστράτημα από τον αληθινό προορισμό: στα πρόθυρα μιας Επανάστασης που θα μας αποτελειώση. Είνε ίσια-ίσια η Επανάσταση που την προλέγουν οι δημοσιογράφοι και μερικοί μάλιστα τη συμβουλεύουν και την υποθάλπουν. Ο Γιαννόπουλος όμως φωνάζει: φυλαχθήτε! Δε μας χρειάζεται τέτοια Επανάσταση, χειρότερη απ’ όλα τα κακά που εκάμαμε ώς τώρα, αλλά μια άλλη Επανάσταση, εντελώς διαφορετική, που θα μας έβαζε σιγά-σιγά στο δρόμο μας και θα μας οδηγούσε στη σωτηρία. Βαθύτατη πνευματική και ηθική Επανάσταση, ατομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, φιλολογική, καλλιτεχνική. Να καταρρίψουμε κατά μέρος όλες τις παληές αξίες, τις ψεύτικες, ν’ αφίσουμε κατά μέρος όλες τις παληές ιδέες, τις πλάνες, και ν’ ασπασθούμε, ν’ αγκαλιάσουμε καινούργιες, αληθινές. Να ζήσουμε στο εξής σύμφωνα με τον οργανισμό μας, το κλίμα μας, την ιδιοσυγκρασία μας, το χαρακτήρα μας, την ιστορική μας παράδοση, τον εθνικό μας προορισμό. Ν’ ακολουθήσουμε με άλλους λόγους τη φύση μας και να δημιουργήσουμε έναν καινούριο ελληνικό πολιτισμό, στη θέση της σημερινής φραγκορωμαίικης βαρβαρότητας. [...] Είνε πρωτότυπο. Τέτοια γενικήν αντίληψη, τέτοιο σύνολο δεν παρουσίασε ακόμα κανείς μας. Κανένας, στοχάζουμε, δεν είπε και δεν απόδειξε πως για ν’ αποκτήσουμε λόγου χάρη στρατό και στόλο, πρέπει πρώτα να χτίσουμε σπίτι ελληνικό, ή πως για να έχουμε στην πόλη καλή συγκοινωνία και στο εξωτερικό καλούς διπλωμάτες, πρέπει να ζωγραφίζουμε με χρώματα ελληνικά».
Σπεύδει, ωστόσο, κι αυτός να σχετικοποιήσει τα ευρήματά του:
«Μολαταύτα, μη νομίσετε πως είμαι βέβαιος για τίποτα. Ενας άλλος μπορεί να βγη και να μας αποδείξη πως ο Γιαννόπουλος δεν ξέρει τι λέει. [...] Ισως. Εγώ ένα ξέρω μονάχα: ότι όσο προβληματική κι αν θα είνε η κοινωνιολογική, η φιλοσοφική ή η ιστορική αξία του έργου του Γιαννόπουλου, η αισθητική του όμως αξία θα είνε μεγάλη, ανυπολόγιστη. Αν ζήση, θα ζήση γι’ αυτό».
Το περιοδικό θα εκφράσει τη διαφωνία του με το άρθρο, τονίζοντας ότι δημοσιεύθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω σεβασμού της ελευθερίας έκφρασης των συνεργατών του:
«Για μας το βιβλίο του Γιαννόπουλου είναι γιομάτο φρέσκο, σε μερικά μέρη και λίγο βρώμικο, αέρα· για τον κ. Ξενόπουλο είναι γιομάτο ουσία. Η γνώμη του και η γνώμη μας. Οι αναγνώστες είναι λεύτεροι να διαλέξουν τη σωστότερη».
Ο Ανοητόπουλος και οι άλλοι
Ακόμη λιγότερο ευγενικά υπήρξαν κάποια άλλα σχόλια. Η αφ’ υψηλού λακωνική απάντηση του Αλέξανδρου Πάλλη (15/1/1906, σ.5) θα τονίσει λ.χ. τον βαθύ κομφορμισμό που διαπερνά το «Νέον Πνεύμα», σε αντίθεση με τις ενέργειες ενός αξιωματικού που διώχθηκε όταν έγραψε για τα παρασκήνια των στρατιωτικών εξοπλισμών:
«Νομίζω, παιδί μου, πως αεροκοπανάς και τολμώ να σου το πω, αφού τόσο μεγαλόφωνα ζητάς την αλήθεια. Οσα λες τα είπε ο Φραγκούδης, και τα είπε χίλιες φορές καλύτερά σου, γιατί δεν αράδιασε γενικάδες πομπώδικες κι αφτοκολακέφτρες, παρά με κίντυνο ζωής μπήκε σε καθέκαστα και κάθιζε σίδερο σε κάθε κατεργάρη ονομαστά. [...] Του λόγου σου δε φοβάσαι να σε φυλακίσουνε μήτε να σε ξορίσουν, παρά θα γυρνάς πάντα καμαρωμένος, επειδή η ρητορική σου δεν πειράζει».
Τα καυστικά σχόλια του «Νουμά» κινήθηκαν, πάλι, σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά «τα ελληνικά του κ. Γιαννόπουλου, που δεν είναι τσαρουχικά αλλά σκαρπινικώτατα»: σχοινοτενή και λεξιλάγνα, για να τα διαβάσει κανείς «πρέπει να μπορεί να πάρει μονορούφι δέκα φορές το Μαραθώνιο δρόμο» (17/9/1906, σ.6).
Το δεύτερο αφορά την ενθουσιώδη προβολή του πονήματος από τον αθηναϊκό Τύπο και τις επιπτώσεις της· υποθέτουμε πως εκείνο που ενόχλησε ήταν κυρίως η στάση της εκσυγχρονιστικής «Ακροπόλεως», που τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε τον κατ' εξοχήν εχθρό των γλωσσαμυντόρων:
«“Ταξίδι εις τα ύψη του Ελληνικού Πνεύματος”. Αυτός ο τίτλος, ο λίγο βαρύς -δεν είν’ έτσι;- φιγουράρει σε δυο-τρεις Αθηναίικες φημερίδες αυτές τις μέρες και κάτου απ’ αυτόν απλώνουνται οι πατριωτικές ανοησίες του κ. Ανοητόπουλου του Κεχηναίου. Ανοησίες που γκρεμνίζουν κάστρα, από κείνες δα τις Ανοητοπουλικές! “Η Ελλάς -λέει- ουδέποτε θα πεθάνει”. Πολύ καλά. Ας μην πεθάνει. Κανείς βέβαια δεν τόνε θέλει το θάνατό της. Μα γιατί δε θα πεθάνει; Από δω αρχινάει το ταξίδι στα ύψη του Ελλ. πνεύματος. Γιατί αφού ο Χριστός, δίχως μαχαίρια, δίχως ξίφη, δίχως μπράβους, δίχως στρατούς νίκησε, άρα κι η Ελλάς δεν έχει ανάγκη από στρατούς κι από στόλους για να νικήσει. Σταυρώθηκε ο Χριστός και νίκησε· σταυρώνεται η Ελλάς και θα νικήσει. Απ’ αυτή τη μεγάλη ανοησία καταλαβαίνετε και τις άλλες. Μα δεν πρόκειται για τη φυλλάδα του Ανοητόπουλου· γι’ αυτή τσακισμένο λεφτό δε δίνουμε. Πρόκειται για τις φημερίδες που ξανατυπώνουν αυτές τις ανοησίες, που τις ρεκλαμάρουν τόσο δυνατά κι αδιάντροπα και που υποχρεώνουν έτσι τον κοσμάκη να τις διαβάζει και να τις πιστεύει. Ταΐζουν τον κόσμο με τέτοια πνεματικά πίτουρα κι έπειτα ξαφνιάζουνται οι ίδιες και ρωτιούνται γιατί ο λαός αποβλακώθηκε» (24/9/1906, σ.8).
Η τελική συμπύκνωση του ζητήματος έγινε, πάντως, στο πεδίο της ποίησης − με το ειρωνικό τετράστιχο που ο «Κατακεφαλιάς» (Μιλτιάδης Μαλακάσης) αφιέρωσε «στον Π. Γιαννόπουλο»:
«Για τ’ άξιο “Νέο Πνέμα” σου Σου πρέπει, Περδικλέα,
Ενα μπουγαδοκόφινο Για περικεφαλαία».

Η «ουτιδανή» νεολαία, ο «μελαχροινός» από το Παρίσι
κι ο ανθελληνικός «ευνουχισμός»


Ο Περικλής Γιαννόπουλος με παρέα στην Ακρόπολη, σε μια από τις ελάχιστες φωτογραφίες του που διασώθηκαν, και σε σκίτσο του Σ. Ιωαννίδη (1909) Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1909) | ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 21/5/1938
Τα χαρακτηριστικότερα σημεία από το απόσπασμα του «Νέου Πνεύματος» του Περικλή Γιαννόπουλου που δημοσιεύθηκε στην εφ. «Νέον Αστυ» (8/9/1906, σ.1):
«Εκείνον το οποίον είναι ο αληθής και βαθύς “απελπισμός”, είνε η “ελεεινότης της νεότητος”. Της σχολιευομένης, της σπουδαζούσης, της στρατευομένης, της πανεπιστημιακής, της διανοουμένης, της καλλιτεχνούσης, της “πτωχής” και της “τριχειροτέρας” “πλουσίας”, της εισερχομένης νεότητος, είτε εις τον ιδεολογικόν, είτε εις τον καλλιτεχνικόν, είτε εις τον πρακτικόν κόσμον: των “νέων ανθρώπων”. Νεότης: Αψυχος, άκαρδος, άμυαλος, άναδρος, ανελεύθερος, αχαρακτήριστος, με όλας τας νεανικάς εκδηλώσεις απούσας, με όλας τας ανθρωπίνας εκφάνσεις και δυνάμεις κατεβασμένας υπό το μηδέν. Νεότης, ουτιδανή: “Μισθός”, νεότης, χυδαία: “Ψήφος”. Τα σχολεία εκφουρνίζοντα αγράμματα και ανάγωγα και μισελληνικά και φραγκομανή κούτσουρα. Το πανεπιστήμιον εκβράζον αντί “νέων ανδρών”, σαπισμένην ανθρωπότητα “σάπιων δικηγορίσκων” και τιποτένιων επιστημόνων, ένα οξύτατον “πανωλικότατον” ιόν, εξολοθρευτικόν και κοινωνίας και έθνους, μεταδίδοντα υπό την βαρυτάτην της μορφήν, την ιδίαν της σαπίλαν, ψυχής, καρδίας και νου, εις όλον τον Ελλαδικόν οργανισμόν.
[...]
Και πλουσία νεότης, αδυνατούσα να εννοήση ότι είνε το “πολυτιμότερον στοιχείον” της πατρίδος της, μακράν ιδεών, μακράν τεχνών, μακράν ενεργειών, αδυνατούσα να εννοήση ότι είνε ο ισχυρότερος κοινωνικός παράγων προόδου της, διά της ατομικής πρωτοβουλίας και της ανεξαρτήτου εργασίας, καταντήσασα εις τοιούτον σημείον εξευτελισμού και αφιλοτιμίας, ώστε να μη κατορθώση να δημιουργή, να στήση εις τα πόδια της, να αναθρέψη ούτε τουλάχιστον “μίαν ελληνίδα κοκκότα”. Η πανελλαδική νεότης εστάθη ανίκανος να δώση εις τον τόπον: “μίαν κοκκότα”. Και νεότης τοιαύτη και τοιαύτη “πλουσία” νεότης, είνε μόνον διά να στοιβαχθή εις τα υπόγεια του κατακλούμ, όχι μόνον με τους φραγκικούς μαύρους γάττους, αλλά με τους Ελλαδικούς λερόμαυρους μπακαλόγαττους των Πανεπιστημίων και τους Γρύζιους γάττους των πατρίων, που την διέπλασαν τοιαύτην και να κατακλυσθή με μίαν τρόμπαν νερού να πνιγή όπως πνίγουν τα άχρηστα γαττιά.
Και υπερβαίνον κάθε περιγραφήν της τραγικωτάτης αληθείας, στεφάνωμα αντάξιον της Ελλαδικής νεότητος, ένας δήθεν “νέος Ελληνισμός”, εφευρεθείς εις τους καφενέδες, εκκολαφθείς εις τους “Μπελτέδες” των καφέδων, σημαιοφορούμενος από το αρχικατεργαρικώτατον επιστημονικόν φως -κυναιδικώτατον ψεύδος- ενός παρισινού “μελαχροινού” [Γιάννης Ψυχάρης], ενός φραγκολεβαντίνου, απεριγράπτου πνευματικής ευνουχιστικότητος και “αποτροπαιοτάτης αμαθείας” ενός κτήνους, αδυνατούντος να εννοήση τίποτε από την ιστορίαν της φυλλής και την ελλ. ιδέαν και την ελλ. γλώσσαν, παραδουχούμενος υπό δευτέρου μουρλού κουκουλεμπόρου, Λονδρέζου αυτού [Αλέξανδρος Πάλλης], φανταστικός νεοελληνισμός “μισελληνικώτατος”, θέλων να σπάση την ενότητα της ιστορίας, την ενότητα της γλώσσης, την ενότητα της θρησκείας, να αποκόψη τον τωρινόν ελληνισμόν από κάθε παρελθόν του −σαν να είνε Τούρκος, σαν να είνε Βούλγαρος, σαν να είνε ο χειρώτερος όλων, ο “Φράγκος”, ο οποίος παιδεύεται έναν αιώνα τώρα να κατορθώση αυτό, δι’ όλων των μέσων και των βδελυρωτέρων και των απανθρωποτέρων− παραδίδων αυτός, με τα ίδια του χέρια, εις τους Φράγκους τα δολοφόνα αυτά όπλα και εξυμνών αυτούς, που τα αρπάζουν αλαλάζοντες και τον εξωθούν με τους ύμνους των, όπως τους τρισκαταράτους Φαρμακίδας άλλοτε, εις το να κατακομματιάση και εξουθενώση την φυλήν του, ένας νέος Ελληνισμός, λώβα αληθινή, τοιαύτης ιοβόλου δριμύτητος, ώστε να προξενήση εντελή παραίσθησιν εις ανθρώπους λογικωτάτους και σεβαστοτάτους, ώστε να παρασυρθούν, να επιτρέψουν να δημιουργηθή εδώ, εις τας “Αθήνας”, εις τους πρόποδας του υπερτάτου ναού της Οικουμένης, ένας νοσταλγικώτατος “νεοτσαρουχισμός” φραγκοβρακάδων, με σύμβολον ένα αφηνιασμένον “τσαρούχι”, θέλων να γκρεμίση τον Παρθενώνα διά να στήση το παληοτσάρουχον του παπούλη του και γκαρύξη ανέτως τον αμανέ του».

Η απάντηση του Παλαμά


Ο Κωστής Παλαμάς γύρω στο 1900 Ο Κωστής Παλαμάς γύρω στο 1900 |
«Λίγα λόγια για τον κ. Περικλή Γιαννόπουλο.
Οδηγημένος από τα διαλαλήματα των εφημερίδων, με χαρά πρόσμεν’ ανυπόμονη το σάλπισμά σας, το σάλπισμα του “Νέου Πνεύματος”. Αλλά πόσο βαθιά λυπήθηκα, καθώς πρωτοδιάβασα στο “Νέο Αστυ” της περασμένης Παρασκευής, από το νέο βιβλίο σας, το μέρος που αναφέρεται στο μεγάλο μας ζήτημα το γλωσσικό, και είδα πόσο αφιλοσόφητα και με τι τρόπο χονδροειδέστατο μιλάτε για την Ιδέα, στον αχαρακτήριστο χαρακτηρισμό που κάνετε των πρωτεργατών που έξοχα και γενναία τη μεγαλώσανε και την αντιπροσωπεύουν την ιδέαν αυτή την κατ’ εξοχήν εθνοφωτιστική· των πρωτεργατών που δεν μπορώ παρά να τους τιμώ και να τους θαυμάζω, ανεπιφύλαχτα. Αν το “Νέο Πνεύμα” σας με τον ίδιο τρόπο παίρνει και μεταχειρίζεται και τ’ άλλα μας εδώ λογής προβλήματα και ζητήματα θα πρέπη να του στήσουμε μοιρολόγια.
Γιατί αν υπάρχη Νεότης και αν υπάρχη Πνεύμα στα τόσα γύρω μας γερασμένα και ψόφια, μεστωμένο από πνεύμα και από νεότητα είναι το φρόνημα εκείνων που ήρθατε τώρα να χτυπήσετε απάνω τους χασάπικα -με συμπαθάτε-, εσείς που τόσο ευγενικιά είναι η όψη σας και τόσο φροντισμένα ξέρετε να φέρνεστε.
Δε θα λάβατε ποτέ τον κόπον να καθήσετε και να τα μελετήσετε τα έργα των ανθρώπων αυτών. Γιατί δεν θέλω ποτέ να παραδεχτώ πως, επειδή τους βρίσκετε και τους δυο εμπόδιο δεν ξέρω σε ποιό πρόγραμμά σας, σε ποιες θεωρίες σας, και αντίθετα με το ρητό σας πως μονάχα η γυμνή αλήθεια θα μας σώση, μας τους παρουσιάζετε έτσι -ντροπή σας είναι!- και τους συκοφαντείτε ασυνείδητα».
Το δοκιμαστήριο της Μακεδονίας
«Οχι κύριε! Τα είπαμε και πάντα θα τα λέμε. Αν υπάρχει ιδέα που φύτρωσε μακρυά πολύ μακρυά από τα καφενεία, μέσα σ’ ένα καθαρώτατο αέρα υγείας και δύναμης, και που εξακολουθεί και συμπληρώνει μια παράδοση φωτεινής μελέτης, είναι η ελληνικώτατη ιδέα μας αυτή, κι ας τη βρίζετε ασεβέστατα.
Κι αν υπάρχη μια ιδέα που δείχνει, όχι με της ρητορικής το αεροκοπάνισμα, αλλά με το φως της Επιστήμης την ενότητα της Φυλής, και αν υπάρχη ιδέα που γι’ αυτή την ενότητα πολεμάει να δουλέψη (όσο κι αν δεν το υποψιάζεται το πλήθος των ανθρώπων, γραμματισμένων κι αγραμμάτων, που βάλθηκε να πιστέψη, και το πίστεψ’ επί τέλους, πως η φυλή κρατιέται μία και ακομμάτιαστη μέσα στην παγοθήκη των περασμένων και ξεψυχισμένων γλωσσικών τύπων) η ενωτική σφιχτοταιριάστρα ιδέα είναι καθώς την εννοούμε και την υπηρετούμ’ εμείς οι αποκηρυγμένοι από σας όλους, “οι σύμμαχοι των Τούρκων και των Βουλγάρων”.
Προχτές ακόμα ένας αριστούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου μας, δάσκαλος των ελληνικών γραμμάτων και της εθνικής ιδέας απόστολος απ’ άκρη σ’ άκρη στη Μακεδονία, την απελπισία του εμπιστευτικά την έλεγε -τι λέγω εμπιστευτικά- τη μεγαλοφωνούσε την απελπισία του από την ανικανότητα της γλώσσας που τα παιδιά μας παραδίδονται στα σκολειά, από της Αθήνας ώς της Μακεδονίας τα σκολειά. Τι γλώσσα αυτή, Θεέ μου! Που δεν έχει κανένα πραχτικό αποτέλεσμα, που με τόσους κόπους τη φορτώνει στα παιδιά ο δάσκαλος και που τίποτε δε χρησιμεύει στη ζωή;
Πώς να γίνη μ’ αυτή τη γλώσσα Ελληνόφωνος ο βουλγαρόφωνος Ελληνομακεδονίτης, αφού σα να του μάθαν αυτή κατά λάθος, εκεί που κάποια άλλη γλώσσα θάπρεπε να του διδάξουν, αφού δε θα τη μιλήση και δε θα τη χρειαστή στον κύκλο της ζωής του, κι αναγκάζετ’ επί τέλους να την πετάξη σα καινούριο στενό υπόδημα που τον ενοχλεί και προτιμά να μείνη με τα δικά του τρύπια και ελεεινά, όμως άνετα παλιοπάπουτσα, εκεί που ο βούλγαρος στο σκολειό του δε θα διδαχτή παρά σωστότερα και σοφώτερα να μεταχειρίζεται τη μια του γλώσσα τη ζωντανή;
Και πώς ν’ αποχτήση ζωντανή ελληνική συνείδηση ο παραδαρμένος από αιώνων παραδαρμούς βουλγαρομίλητος Ελληνομακεδονίτης χωρίς ζωντανό λόγο ελληνομίλητο; Και ο αριστούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου μας, ο δάσκαλος των ελληνικών γραμμάτων και της εθνικής ιδέας απόστολος απ’ άκρη σ’ άκρη στη Μακεδονία τέλειωσε το λόγο του ζητιανεύοντας ελεημοσύνη για τα παιδιά του σκολειού του, λίγα τραγούδια καμωμένα από τον ποιητή εξεπίτηδες για κείνα, λίγα τραγούδια απλά και πατριωτικά και αποτελεσματικά, λίγα τραγούδια της ζωής και της αλήθειας και του βουνού και του κλέφτικου καταφρονεμένου τσαρουχιού, του άξιου και στα σκαλοπάτια των Παρθενώνων να πατήση χωρίς ν’ ανατριχιάσουνε γι’ αυτό τα κόκκαλα των προγόνων, καθώς θ’ ανατριχιάσουν από τα πατήματα λογής καλοποδεμένων ποδαριών. Οι σύμμαχοι των Βουλγάρων είστ’ εσείς!».
Η κατάρα του Παρθενώνα

Η Ακρόπολη και οι πρόποδές της στις αρχές του αιώνα, μέσα από τον φακό δύο Γάλλων φωτογράφων (Φρεντερίκ Μπουασονά και Ογκίστ Λεόν) Η Ακρόπολη και οι πρόποδές της στις αρχές του αιώνα, μέσα από τον φακό δύο Γάλλων φωτογράφων (Φρεντερίκ Μπουασονά και Ογκίστ Λεόν) |
«Και είναι λυπηρότατο πράγμα κανείς να βλέπη κι εσάς ακόμα να τινάζετε μπροστά στα μάτια του όχλου, για να τα θαμπώσετε, το προστυχώτατο πυροτέχνημα “του υπέρτατου ναού της Οικουμένης”. Ποιητής καθώς είμαι -όποιος κι αν είμαι- νομίζω πως έχω δικαίωμα να μιλώ, και πολλές φορές η άκρη του κοντυλιού μου, ανάξια ίσως, αλλά με την τιμή που ταιριάζει στο μεγάλο το χάλασμα, σκάλισε μέσα στο στίχο μου τ’ όνομά του. Μάλιστα σ’ ένα ποίημά μου ανέκδοτο, στη “Φλογέρα του Βασιλιά”, βρίσκετ’ ένας ύμνος στον Παρθενώνα, που αισθάνομαι πως θα ζήση -χωρίς ψεύτικη ντροπή, το σημειώνω- πιο πολύ κι από πολλά σοφά αρχαιολογικά παρθενωνολογήματα. Και όπου συχνά-πυκνά μου έτυχε να σταματήσω σε ποιητικής ομορφιάς κομμάτια φυσημέν’ από του Παρθενώνα τη λατρεία, είναι στα γραμμένα πολλών καταραμένων απ’ αυτούς πoυ σας χαλάνε “την ενότητα της φυλής”.
Μα εδώ κανείς θυμάται το λόγο του φιλόσοφου: “Ολα του κόσμου εδώ κάτω δεν είναι παρά σύμβολα και όνειρα”. Κάλλους όνειρο, αλλά και σύμβολο πολυνόητο ο Παρθενώνας μας. Μαζί σύμβολο μέγα κι αθάνατο και πανέμορφο και σύμβολο μωρό κι ενοχλητικό και κάλπικο και ανυπόφορο, σύμφωνα με τον άνθρωπο, με την περίσταση και με το νόημα που γιομίζεται το λείψανο τούτο, πότε από καλλιτέχνες κι από σοφούς και από δημιουργούς, πότε από σχολαστικούς κι από μωρόσοφους, από ξόανα κι από ζωόφυτα.
Και καθώς ο πολυβασανισμένος αυτός ναός γράφτηκε να πληρώση όλες τις αμαρτίες του Γένους και πέρασαν απ’ αυτόν όλες οι τύχες κι όλοι οι καιροί της ιστορίας μας, κι έζησε κι έπαθε και μεταμορφώθηκε μ’ αυτού, εθνικός και χριστιανικός κι ορθόδοξος και φραγκεμένος και ναός κι εκκλησιά και παλάτι και μπαρουτοθήκη και τζαμί και γυναικωνίτης και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα, έτσι κάθε τόσο παίρνει το χρώμα κι απ’ όλους μας τους στοχασμούς κι απ’ όλα μας τα όνειρα, κι όπως είναι μιας δόξας και μιας καλλονής το είδωλο, γίνεται και το σημάδι ενός ξεπεσμού, που δεν ξέρει τι του γίνεται, και η πρόφαση καθεμιάς αστοχασιάς περισσόλογης.
Κι έτσι θα εξηγήσουμε πώς, μέσα στην ανοιχτομάτα κι ελευθερόστομη γνώμη μερικών, η ιδέα του σεβαστού ερείπιου, ή, καλύτερα, η τέτοια του εκμετάλλευσις γεννά την αθυμία και την αγανάχτηση, και το βλέπουμε να ξεσπά τον πόνο αυτό και το θυμό μέσα στα έργα αισθαντικών και γενναίων ποιητών μας και πεζογράφων, μυθιστοριογράφων, δραματογράφων. Και βέβαια. Αν είναι γραμμένο, ω ιερό σύντριμμα του αρμονικώτατου πολιτισμού, να βρίσκουνε σ’ εσένα καταφυγή και στήριγμα κάθε τόσο κωμικοτραγικοί ταρταρινισμοί, καλύτερα να πέσης ν’ αποσυντριφτής, να γίνης σκόνη· μπορεί τότε, μιαν ώρ’ αρχήτερα, να λυτρωθούμε από τέτοιες πατραγαθίες, από αρχαιολατρείες τέτοιες!».
Ευρώπη και κλέφτικο πνεύμα
«Ζητάτε να στήσετε σε νέα στερεά θεμέλια τη νέα σας Ελλάδα. Μα εύκολα βλέπει κανείς πως δεν είσαστε λυτρωμένος από τη σημαντική αρρώστια της Ρωμιοσύνης, όσο κι αν της ψέλνετε, με το δίκιο, και τόσο πλατύστομα, τον αναβαλλόμενον. Η αρρώστια είναι πως με όλη την αγάπη που δείχνετε προς τη Φυσιολογία, φωνάζοντας και ξανακράζοντας πως πρέπει πρώτα απ’ όλα να προηγηθή το φυσιολογικό εξέτασμα του Ελληνα και της Ελληνικής Φυλής, κουβαλάτε το υλικό σας, για το χτίσιμο της Πολιτείας σας, από το γαλάζιο αέρα της Μεταφυσικής.
Μόνο η γυμνή αλήθεια θα μας σώση. Ο Ελληνας είναι ο διαλεχτός και ζηλευτός και δεν ξέρω τι άλλο· συμφωνώ· μα δεν είναι, όχι, δεν είναι “ο περιούσιος λαός του Κυρίου”. Οταν σαλπίζετε προς άντρες, δεν είναι σωστό ν’ ανακατώνετε τόνους παιδιάστικων παραμυθιών. Κι άλλοι λαοί είναι δυνάμει περιούσιοι, κι άλλοι λαοί μπορεί να γίνουν. Αν θ’ αναστηθή η Ελλάδα, δε θ’ αναστηθή με τη βοήθεια της Χίμαιρας, αλλά με την ευλογία της Αθηνάς. Η δε Αθηνά είναι η θεά της σοφίας. Και σοφία θα πη πράγματα και Επιστήμη.
Και τα πράγματα μας λένε:
Οχι. Ο Ευρωπαίος δεν είναι πια ο βάρβαρος. Δεν μπορούμε παρά και προς αυτόν να είμαστε γυρισμένοι, αν θέλουμε να μπούμε στον ίσιο δρόμο. Αλλο πράμα ο φραγκισμός, ο ξεφυλλιστικός και εξευτελιστικός, που είναι πληγή για μας, και άλλο ο Ευρωπαϊσμός. Σήμερα Ελληνισμός χωρίς Ευρωπαϊσμό είναι κάτι τι μισό και άπλερο. Αδύνατο να μας ξανάρθη της ομορφιάς το θάμα, η Ελένη, παρά με το καινούριο της το ταίρι, από τα μεσαιωνικά τα χρόνια, παρά με τον ξένο, το Φάουστο.
Για να δυναμώσουμε, έχουμε ανάγκη συχνά να ρουφάμε από το Κλέφτικο ηρωικό κρασί, όσο κι αν το λέτε αναρχικό. Και πρέπει να πίνουμε κι από το φράγκικο παλιό κρασί, όχι βέβαια από το παλιόκρασο.
Ο κλέφτης είναι ο πρωταγωνιστής μέσα στους μεγάλους ηρωικούς καιρούς· όμως παύει η βασιλεία του εκεί που αρχίζει το σύνορο της καλοσυνταγμένης Πολιτείας. Αλλ’ από την ώρα που η Πόλη πάρθηκε, ώς το Εικοσιένα, κι από το Εικοσιένα ώς τις μέρες μας αυτές, τάχα έπαψε ολότελα η ανάγκη του Κλέφτη, κι η Πολιτεία μας μ’ όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός Κράτους τάχα κι ενός βασίλειου, έπρεπε να πάψη να είναι καλά καλά (και χωρίς τα καλαμπούρια των έξυπνων) ένα μεγάλο Κλέφτικο λημέρι; Κι αν κακό έκαμε το να παραδοθή το Ελληνικό βασίλειο στην κυβέρνηση του απολίτιστου και του ανήμερου Κλέφτη, δε βρίσκεται του κακού αυτού η πηγή σε άλλο μεγαλύτερο κακό, στο ότι παράκαιρα, βιαστικά κι απροετοίμαστα, δεν οργανώσαμε αλλ’ αυτοσχεδιάσαμε το Εικοσιένα, επανάσταση που πρώτος ο Καποδίστριας δεν την είδε με καλό μάτι;
Κι αν ο Κλέφτης, καθώς θέλετε να πήτε, τη σκότωσε την Ελλάδα, πιο βατύ κακούργημα δεν είναι, μέσα σ’ αυτό το βασίλειο, ο σκοτωμός των ιδανικών του Κλεφτισμού; Εμείς τον σκοτώσαμε τον Κλέφτη, εμείς οι πατροχτόνοι!
Κι ο Φαναριώτης κι ο Διδάσκαλος, αυτό το ζευγάρι του “Πανελλήνιου Ιδανικού”, καθώς το θέλετε, δεν είναι μαζί και τα σημάδια του ραγιαδισμού και του λογιωτατισμού, λείψανα του κακού βυζαντινισμού που αν ωφέλιμα κι αυτά μας σταθήκανε και σεβαστά, μας βλάψαν τόσο, ώστε να δυσκολεύεται κανείς να τα τοποθετήση στους παραδείσους των “Πανελλήνιων Ιδανικών”.
Αυτά, πρόχειρα και βιαστικά»
 Διαβάστε
 
▶ Περικλέους Γιαννοπούλου, Νέον πνεύμα (Αθήναι 1906, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου). Το βιβλίο που πυροδότησε τη συζήτηση που παρουσιάζουμε σήμερα.
 
▶ Δημήτριος Λαζογιώργος-Ελληνικός (επιμ.), Απαντα Περικλή Γιαννόπουλου (Αθήνα 1963 [;], εκδ. Ελεύθερη Σκέψις). Ενδιαφέρον κυρίως για τον αποθεωτικό πρόλογο. Παρά τις εξιδανικευτικές προθέσεις του, ο τελευταίος αποδεικνύεται αρκετά αποκαλυπτικός για την προσωπικότητα και τα κυβικά του ινδάλματος της ελληνικής Ακροδεξιάς.
 
▶ Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα (Αθήνα 1976, εκδ. Ερμής). Η επόμενη -και πολύ πιο παρατεταμένη- αντιπαράθεση από τις στήλες του «Νουμά» (1907-1909), για το πρωτοπόρο έργο του Γ. Σκληρού που εισήγαγε στην Ελλάδα τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.
 
▶ Γ.Χ. Καλογιάννης, Ο Νουμάς και η εποχή του (1903-1931). Γλωσσικοί και ιδεολογικοί αγώνες (Αθήνα 1985, εκδ. Επικαιρότητα). Διδακτορική διατριβή με θέμα τις πολιτικοϊδεολογικές συγκρούσεις που διαπερνούσαν το κίνημα των δημοτικιστών. Σύντομη αναφορά στην κόντρα του 1906 για το βιβλιαράκι του Γιαννόπουλου.
 
▶ Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940 (Αθήνα 1993, εκδ. Θεμέλιο). Ανατομία της βιομηχανικής «καθυστέρησης» του ελλαδικού σχηματισμού και των κοινωνικοπολιτικών παραμέτρων της. Εκτενής αναφορά στην πολύχρονη καμπάνια του ελληνικού συντηρητισμού, πριν και μετά τη χρεοκοπία του 1893, κατά της «διαστροφής» που συνιστούσε η «άκρατος και επισφαλής» καθολική ψηφοφορία.
Έντυπη έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια: