Η πατριδοκαπηλία και οι Πρέσπες
Παναγιώτης Παυλόπουλος*
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991, στο Συμβούλιο Υπουργών
Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ, ξαναγράφτηκε η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας.
Τέθηκαν εξαρχής όλα τα ζητήματα που προέκυπταν από τα αλλεπάλληλα
δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία των μέχρι τότε συνιστωσών
σοσιαλιστικών δημοκρατιών, ανάμεσα στα οποία και το μακεδονικό, που, για
σχεδόν μισό αιώνα μέχρι τότε, εθεωρείτο «ανύπαρκτο» για τις διαδοχικές
ελληνικές κυβερνήσεις.
Το εθνικό πρόσχημα πως η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είχε εγκιβωτιστεί στην ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία υπέκρυπτε την έξωθεν επιβεβλημένη σιωπή, ώστε, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, να μη διαταραχτούν οι σχέσεις της Δύσης με τον αδέσμευτο Τίτο. Ερρεε, όμως, παράλληλα η πραγματικότητα. Από το 1944 διαμορφωνόταν και σταδιακά εδραιωνόταν σε βάρος μας ένα ιστορικό και πολιτισμικό τετελεσμένο και ως προς τη μακεδονική εθνότητα και γλώσσα.
Αλλά στις 16 Δεκεμβρίου 1991 όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Και μάλιστα, με την Ελλάδα ως συνδιαμορφωτή της νέας πραγματικότητας στα Βαλκάνια, πρώτη φορά χωρίς τη συμμετοχή άλλων γειτονικών χωρών, άρα και χωρίς τους περιορισμούς που αυτή θα συνεπαγόταν. Και τι κατάφερε ο κ. Σαμαράς που, ως υπουργός Εξωτερικών, εκπροσωπούσε τη χώρα μας στο Συμβούλιο Υπουργών της τότε ΕΟΚ; Λιγότερα και από το ελάχιστο δυνατό.
Συμβιβάστηκε με μια αυτονόητη για οποιαδήποτε νεοϊδρυόμενη χώρα διατύπωση, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Συνυπέγραψε τη διάλυση της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, σπαταλώντας τη μοναδική και αναντικατάστατη ευκαιρία να κλείσει το θέμα με τη γείτονα πριν καν ανοίξει. Ομως το άνοιξε και έκτοτε δεν θέλει να κλείσει.
Για το φιάσκο αυτό επικρίθηκε σκληρά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Σε συνέντευξή του, τον Ιανουάριο του 2014, στον δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Σταύρο Τζίμα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις», ο πρώην πρωθυπουργός εξομολογήθηκε:
«Ο Σαμαράς τα ’κανε μούσκεμα. Δεν φταίει όμως αυτός, φταίω εγώ που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο. Υποχώρησε στην πίεση, στην αφόρητη πίεση... Η ουσία είναι ότι ο Σαμαράς υποχώρησε. Θα υποχωρούσε ούτως ή άλλως, εγώ δεν διαφώνησα γιατί υποχώρησε. Του είπα: “Ανόητε, εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, να πεις ότι υποχωρώ αλλά θέλω να μου λύσετε το ζήτημα των Σκοπίων”. Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας. Τέλος πάντων, έγινε αυτό» (σελ. 61).
Αυτό που, ωστόσο, συνιστά μεγίστη πολιτική επιτυχία του Αντώνη Σαμαρά είναι η πολιτική εκδίκησή του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το γεγονός ότι σήμερα Κυριάκος Μητσοτάκης και Ντόρα Μπακογιάννη ευθυγραμμίζονται μαζί του. Οτι τον δικαιώνουν. Και προκειμένου να αιτιολογήσουν αυτήν την επιλογή τους καταργούν τον ορθό λόγο. Αποφεύγουν τη συζήτηση για τη σύνθετη ονομασία erga omnes και παρερμηνεύουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ισχυρίζονται πως η συμφωνία δήθεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα. Γνωρίζουν, όμως, ιδιαίτερα η πρώην υπουργός Εξωτερικών, ότι η εθνότητα, ως μη νομικός, αλλά, πολιτισμικός δεσμός μεταξύ ανθρώπων, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο μιας συμφωνίας διεθνούς δικαίου. Αλλωστε, η νομικά δεσμευτική ρηματική διακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της πΓΔΜ πείθει και τον πλέον κακόπιστο, διευκρινίζοντας ότι η Συμφωνία καθορίζει μόνον ιθαγένεια και όχι εθνότητα.
Το ίδιο και με τη γλώσσα, η οποία προσδιορίζεται ως νοτιοσλαβική. Και αυτό, παρά την αναγνώρισή της, ως αμιγώς μακεδονικής, από τον μέντορα του Αντώνη Σαμαρά, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1959, σε ομιλία του στη Βουλή που ανέσυρε στην επιφάνεια ο Σωτήρης Βαλντέν. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών είχε δηλώσει ότι «[...] εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα, το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μακεδονικήν γλώσσαν».
Καταψηφίζουν μια συμφωνία η οποία, με τον πιο επίσημο και αξιόπιστο τρόπο, δηλαδή με την υπογραφή της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου της πΓΔΜ, ανατρέπει τετελεσμένα που είχαν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες σε βάρος της χώρας μας, αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωσή τους και, ουσιαστικά, επανιδρύει τη διεθνή κρατική υπόσταση της γείτονος.
Τετελεσμένα στην εθνότητα, τη γλώσσα και το διεθνές μονοπώλιο του ονόματος «Μακεδονία», μετά την αναγνώριση της πΓΔΜ από περισσότερες από 130 χώρες του ΟΗΕ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», για τα οποία φέρουν ακέραιη πολιτική ευθύνη τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα –η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, τώρα Κίνημα Αλλαγής– και σήμερα ζητούν και τα ρέστα, ανταγωνιζόμενα σε πατριδοκαπηλία και εθνολαϊκισμό. Τη διαρκή εθνική ήττα των δικών τους τετελεσμένων ανέτρεψε η κυβέρνηση Τσίπρα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αλλά η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι –δεν θα έπρεπε ούτε και θα μπορούσε να είναι– Συνθήκη των Βερσαλλιών. Είναι μια ισορροπημένη συμφωνία, ένας έντιμος και δίκαιος συμβιβασμός. Δεν είναι αποτέλεσμα στρατιωτικής νίκης, αλλά πολιτικής διορατικότητας και τόλμης. Η ενδεχόμενη εξουθένωση της άλλης πλευράς θα πυροδοτούσε τον εθνικισμό της, υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της συμφωνίας, σε μια περίοδο που ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν ζητά επανεξέταση της Συμφωνίας του Ντέιτον του 1995 για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Δηλαδή, να αναζωπυρωθούν οι εθνικισμοί.
Ο εθνικισμός, όμως, αναζωπυρώνεται στην Ελλάδα. Γιατί ο ακροδεξιός λαϊκισμός του κ. Μητσοτάκη και ο συγχρωτισμός της Ν.Δ. με όσους στις διαδηλώσεις κραυγάζουν ότι η «Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» συμβάλλουν στη διαμόρφωση επικίνδυνων εθνικιστικών ψευδαισθήσεων, που στο παρελθόν οδήγησαν σε καίριες εθνικές ήττες, με πιο πρόσφατη την de facto διχοτόμηση της Κύπρου το 1974.
Η επιστροφή του κ. Μητσοτάκη στη διχαστική εθνικοφροσύνη της σκληρής Δεξιάς και ο δεξιός κατήφορος της κυρίας Γεννηματά έχουν ήδη μετατρέψει τη Συμφωνία των Πρεσπών σε εμβρυουλκό ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Η ανασύνθεση αυτή δεν αντικατοπτρίζει προσωπικές προσδοκίες βουλευτών. Αντανακλά κοινωνικές μετατοπίσεις και προσδοκίες, που σταδιακά εδραιώνουν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ως πόλου ευρύτερης δημοκρατικής συσπείρωσης των δυνάμεων της λογικής, της προόδου, της σταθερότητας και της κοινωνικής αναδιανομής. Των δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στο κέντρο και την Κεντροαριστερά. Συμβαδίζει με αντίστοιχες αναζητήσεις στην Ευρώπη για δημοκρατικές και προοδευτικές συγκλίσεις ως αντίβαρο στον ακροδεξιό εθνολαϊκισμό και την εθνική αναδίπλωση. Γι’ αυτό η Συμφωνία των Πρεσπών πράγματι θα έχει κόστος, αλλά για τον κ. Μητσοτάκη, που την είδε ως ευκαιρία για να αντλήσει εκλογικό όφελος.
* γενικός γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ΥΠΕΞ
Το εθνικό πρόσχημα πως η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είχε εγκιβωτιστεί στην ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία υπέκρυπτε την έξωθεν επιβεβλημένη σιωπή, ώστε, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, να μη διαταραχτούν οι σχέσεις της Δύσης με τον αδέσμευτο Τίτο. Ερρεε, όμως, παράλληλα η πραγματικότητα. Από το 1944 διαμορφωνόταν και σταδιακά εδραιωνόταν σε βάρος μας ένα ιστορικό και πολιτισμικό τετελεσμένο και ως προς τη μακεδονική εθνότητα και γλώσσα.
Αλλά στις 16 Δεκεμβρίου 1991 όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Και μάλιστα, με την Ελλάδα ως συνδιαμορφωτή της νέας πραγματικότητας στα Βαλκάνια, πρώτη φορά χωρίς τη συμμετοχή άλλων γειτονικών χωρών, άρα και χωρίς τους περιορισμούς που αυτή θα συνεπαγόταν. Και τι κατάφερε ο κ. Σαμαράς που, ως υπουργός Εξωτερικών, εκπροσωπούσε τη χώρα μας στο Συμβούλιο Υπουργών της τότε ΕΟΚ; Λιγότερα και από το ελάχιστο δυνατό.
Συμβιβάστηκε με μια αυτονόητη για οποιαδήποτε νεοϊδρυόμενη χώρα διατύπωση, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Συνυπέγραψε τη διάλυση της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, σπαταλώντας τη μοναδική και αναντικατάστατη ευκαιρία να κλείσει το θέμα με τη γείτονα πριν καν ανοίξει. Ομως το άνοιξε και έκτοτε δεν θέλει να κλείσει.
Για το φιάσκο αυτό επικρίθηκε σκληρά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Σε συνέντευξή του, τον Ιανουάριο του 2014, στον δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Σταύρο Τζίμα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις», ο πρώην πρωθυπουργός εξομολογήθηκε:
«Ο Σαμαράς τα ’κανε μούσκεμα. Δεν φταίει όμως αυτός, φταίω εγώ που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο. Υποχώρησε στην πίεση, στην αφόρητη πίεση... Η ουσία είναι ότι ο Σαμαράς υποχώρησε. Θα υποχωρούσε ούτως ή άλλως, εγώ δεν διαφώνησα γιατί υποχώρησε. Του είπα: “Ανόητε, εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, να πεις ότι υποχωρώ αλλά θέλω να μου λύσετε το ζήτημα των Σκοπίων”. Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας. Τέλος πάντων, έγινε αυτό» (σελ. 61).
Αυτό που, ωστόσο, συνιστά μεγίστη πολιτική επιτυχία του Αντώνη Σαμαρά είναι η πολιτική εκδίκησή του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το γεγονός ότι σήμερα Κυριάκος Μητσοτάκης και Ντόρα Μπακογιάννη ευθυγραμμίζονται μαζί του. Οτι τον δικαιώνουν. Και προκειμένου να αιτιολογήσουν αυτήν την επιλογή τους καταργούν τον ορθό λόγο. Αποφεύγουν τη συζήτηση για τη σύνθετη ονομασία erga omnes και παρερμηνεύουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ισχυρίζονται πως η συμφωνία δήθεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα. Γνωρίζουν, όμως, ιδιαίτερα η πρώην υπουργός Εξωτερικών, ότι η εθνότητα, ως μη νομικός, αλλά, πολιτισμικός δεσμός μεταξύ ανθρώπων, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο μιας συμφωνίας διεθνούς δικαίου. Αλλωστε, η νομικά δεσμευτική ρηματική διακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της πΓΔΜ πείθει και τον πλέον κακόπιστο, διευκρινίζοντας ότι η Συμφωνία καθορίζει μόνον ιθαγένεια και όχι εθνότητα.
Το ίδιο και με τη γλώσσα, η οποία προσδιορίζεται ως νοτιοσλαβική. Και αυτό, παρά την αναγνώρισή της, ως αμιγώς μακεδονικής, από τον μέντορα του Αντώνη Σαμαρά, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1959, σε ομιλία του στη Βουλή που ανέσυρε στην επιφάνεια ο Σωτήρης Βαλντέν. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών είχε δηλώσει ότι «[...] εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα, το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μακεδονικήν γλώσσαν».
Καταψηφίζουν μια συμφωνία η οποία, με τον πιο επίσημο και αξιόπιστο τρόπο, δηλαδή με την υπογραφή της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου της πΓΔΜ, ανατρέπει τετελεσμένα που είχαν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες σε βάρος της χώρας μας, αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωσή τους και, ουσιαστικά, επανιδρύει τη διεθνή κρατική υπόσταση της γείτονος.
Τετελεσμένα στην εθνότητα, τη γλώσσα και το διεθνές μονοπώλιο του ονόματος «Μακεδονία», μετά την αναγνώριση της πΓΔΜ από περισσότερες από 130 χώρες του ΟΗΕ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», για τα οποία φέρουν ακέραιη πολιτική ευθύνη τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα –η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, τώρα Κίνημα Αλλαγής– και σήμερα ζητούν και τα ρέστα, ανταγωνιζόμενα σε πατριδοκαπηλία και εθνολαϊκισμό. Τη διαρκή εθνική ήττα των δικών τους τετελεσμένων ανέτρεψε η κυβέρνηση Τσίπρα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αλλά η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι –δεν θα έπρεπε ούτε και θα μπορούσε να είναι– Συνθήκη των Βερσαλλιών. Είναι μια ισορροπημένη συμφωνία, ένας έντιμος και δίκαιος συμβιβασμός. Δεν είναι αποτέλεσμα στρατιωτικής νίκης, αλλά πολιτικής διορατικότητας και τόλμης. Η ενδεχόμενη εξουθένωση της άλλης πλευράς θα πυροδοτούσε τον εθνικισμό της, υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της συμφωνίας, σε μια περίοδο που ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν ζητά επανεξέταση της Συμφωνίας του Ντέιτον του 1995 για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Δηλαδή, να αναζωπυρωθούν οι εθνικισμοί.
Ο εθνικισμός, όμως, αναζωπυρώνεται στην Ελλάδα. Γιατί ο ακροδεξιός λαϊκισμός του κ. Μητσοτάκη και ο συγχρωτισμός της Ν.Δ. με όσους στις διαδηλώσεις κραυγάζουν ότι η «Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» συμβάλλουν στη διαμόρφωση επικίνδυνων εθνικιστικών ψευδαισθήσεων, που στο παρελθόν οδήγησαν σε καίριες εθνικές ήττες, με πιο πρόσφατη την de facto διχοτόμηση της Κύπρου το 1974.
Η επιστροφή του κ. Μητσοτάκη στη διχαστική εθνικοφροσύνη της σκληρής Δεξιάς και ο δεξιός κατήφορος της κυρίας Γεννηματά έχουν ήδη μετατρέψει τη Συμφωνία των Πρεσπών σε εμβρυουλκό ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Η ανασύνθεση αυτή δεν αντικατοπτρίζει προσωπικές προσδοκίες βουλευτών. Αντανακλά κοινωνικές μετατοπίσεις και προσδοκίες, που σταδιακά εδραιώνουν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ως πόλου ευρύτερης δημοκρατικής συσπείρωσης των δυνάμεων της λογικής, της προόδου, της σταθερότητας και της κοινωνικής αναδιανομής. Των δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στο κέντρο και την Κεντροαριστερά. Συμβαδίζει με αντίστοιχες αναζητήσεις στην Ευρώπη για δημοκρατικές και προοδευτικές συγκλίσεις ως αντίβαρο στον ακροδεξιό εθνολαϊκισμό και την εθνική αναδίπλωση. Γι’ αυτό η Συμφωνία των Πρεσπών πράγματι θα έχει κόστος, αλλά για τον κ. Μητσοτάκη, που την είδε ως ευκαιρία για να αντλήσει εκλογικό όφελος.
* γενικός γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ΥΠΕΞ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου