Πειραιώς Σεραφείμ: Ταυτότητες
Βολεύει να διαλέγεις τον πιο ακραίο.
Στις συζητήσεις υψηλής τάσης, βολεύει, αντί να απαντάς στους
μετριοπαθείς, να επιλέγεις ως συνομιλητές εκείνους που σχηματοποιούν ως
σκιάχτρο φανατισμού την άλλη άποψη.
Στη συζήτηση για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, τέτοιος βολικός στόχος για τους υπερασπιστές του νομοσχεδίου θα μπορούσε να είναι ο μητροπολίτης Πειραιώς. Θα μπορούσε να τσουβαλιάσει κάποιος τις αντιδράσεις στο νομοσχέδιο ως αρχαϊκές, επικαλούμενος μόνον κάποιον με το ιδίωμα και το δόγμα του Σεραφείμ –έναν ιεράρχη που έχει απολύσει, ας πούμε, τον οδηγό του επειδή είχε υποπέσει στο αμάρτημα του διαζυγίου ή έχει «διαγνώσει» την ομοφυλοφιλία ως αιτία «λοιμώξεων» και «καρκινογενέσεων».
Έναν ιεράρχη που χθες, όπως και στο σύμφωνο συμβίωσης, ζήτησε να λάβει η Εκκλησία τιμωρητικά –«πνευματικά»– μέτρα εις βάρος των βουλευτών που δεν θα πειθαρχήσουν στη γραμμή της.
Όμως, αυτή τη φορά ο Σεραφείμ δεν είναι μόνος. Αν εξαιρέσει κανείς την προτροπή περί αναθεματισμού των ανευλαβών βουλευτών, ο κορμός των ισχυρισμών του, περί παραβίασης της «ανθρώπινης οντολογίας», είναι μάλλον πλειοψηφικός. Πλειοψηφικός όχι μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά και σε όσους δεν είχαν άλλο μέσο για να γνωρίσουν το γράμμα και το πνεύμα του νομοθετήματος εκτός από τις πρωινές εκπομπές.
Δεν είναι βέβαιο ότι όσοι αντιτάσσονται σήμερα στο νομοσχέδιο θα είχαν την ίδια άποψη, αν είχαν την ευκαιρία να αφομοιώσουν ότι η συζήτηση γινόταν για μια πράξη ληξιαρχική. Μια πράξη που, παρότι τυπική, θα βελτίωνε τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων, καθώς συνιστά την ισότιμη ένταξή τους σε μια πολιτεία που τους αναγνωρίζει, χωρίς να τους επιβάλλει τι θα κάνουν με τα σώματά τους.
Η συζήτηση, όμως, δεν έγινε γι’ αυτό. Το θέμα ήταν αλλού. Για τον Σεραφείμ ήταν η «κακότητα» και η «αμαρτία». Για την Αλέκα Παπαρήγα και την κομμουνιστική της θεολογία ήταν ο θρυμματισμός της αριστερής συνείδησης. Για τον αντιπρόεδρο της Ν.Δ. ήταν απλώς μια ευκαιρία να βαρέσει λαϊκό, ορθόδοξο συναγερμό για την αυθεντικότητα της σχέσης του με την Εκκλησία.
Πολιτικά το θέμα εξαντλείται στη σημερινή δοκιμασία της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Όποια κι αν είναι η τύχη τής ρύθμισης, η μικρή μειονότητα στην οποία αφορά θα ξαναγίνει γρήγορα αόρατη. Θα ξεχαστεί.
Αυτό που θα μείνει είναι η Βαβέλ. Οι ασύμπτωτες γλώσσες. Όχι η διαφωνία, αλλά η απόσταση μεταξύ εκείνων που δεν ήθελαν να ακούσουν το πρόβλημα και εκείνων που δεν έμπαιναν στον κόπο να το εξηγήσουν.
Πρόκειται για απόσταση που δεν αφορά βέβαια μόνο την ταυτότητα φύλου, αλλά ολοένα και περισσότερες ψηφίδες αυτού που λέμε «ταυτότητα». Αυτού που ολοένα και συχνότερα βρισκόμαστε στην ανάγκη να το λέμε στον πληθυντικό: Ταυτότητες.
Στη συζήτηση για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, τέτοιος βολικός στόχος για τους υπερασπιστές του νομοσχεδίου θα μπορούσε να είναι ο μητροπολίτης Πειραιώς. Θα μπορούσε να τσουβαλιάσει κάποιος τις αντιδράσεις στο νομοσχέδιο ως αρχαϊκές, επικαλούμενος μόνον κάποιον με το ιδίωμα και το δόγμα του Σεραφείμ –έναν ιεράρχη που έχει απολύσει, ας πούμε, τον οδηγό του επειδή είχε υποπέσει στο αμάρτημα του διαζυγίου ή έχει «διαγνώσει» την ομοφυλοφιλία ως αιτία «λοιμώξεων» και «καρκινογενέσεων».
Έναν ιεράρχη που χθες, όπως και στο σύμφωνο συμβίωσης, ζήτησε να λάβει η Εκκλησία τιμωρητικά –«πνευματικά»– μέτρα εις βάρος των βουλευτών που δεν θα πειθαρχήσουν στη γραμμή της.
Όμως, αυτή τη φορά ο Σεραφείμ δεν είναι μόνος. Αν εξαιρέσει κανείς την προτροπή περί αναθεματισμού των ανευλαβών βουλευτών, ο κορμός των ισχυρισμών του, περί παραβίασης της «ανθρώπινης οντολογίας», είναι μάλλον πλειοψηφικός. Πλειοψηφικός όχι μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά και σε όσους δεν είχαν άλλο μέσο για να γνωρίσουν το γράμμα και το πνεύμα του νομοθετήματος εκτός από τις πρωινές εκπομπές.
Δεν είναι βέβαιο ότι όσοι αντιτάσσονται σήμερα στο νομοσχέδιο θα είχαν την ίδια άποψη, αν είχαν την ευκαιρία να αφομοιώσουν ότι η συζήτηση γινόταν για μια πράξη ληξιαρχική. Μια πράξη που, παρότι τυπική, θα βελτίωνε τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων, καθώς συνιστά την ισότιμη ένταξή τους σε μια πολιτεία που τους αναγνωρίζει, χωρίς να τους επιβάλλει τι θα κάνουν με τα σώματά τους.
Η συζήτηση, όμως, δεν έγινε γι’ αυτό. Το θέμα ήταν αλλού. Για τον Σεραφείμ ήταν η «κακότητα» και η «αμαρτία». Για την Αλέκα Παπαρήγα και την κομμουνιστική της θεολογία ήταν ο θρυμματισμός της αριστερής συνείδησης. Για τον αντιπρόεδρο της Ν.Δ. ήταν απλώς μια ευκαιρία να βαρέσει λαϊκό, ορθόδοξο συναγερμό για την αυθεντικότητα της σχέσης του με την Εκκλησία.
Πολιτικά το θέμα εξαντλείται στη σημερινή δοκιμασία της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Όποια κι αν είναι η τύχη τής ρύθμισης, η μικρή μειονότητα στην οποία αφορά θα ξαναγίνει γρήγορα αόρατη. Θα ξεχαστεί.
Αυτό που θα μείνει είναι η Βαβέλ. Οι ασύμπτωτες γλώσσες. Όχι η διαφωνία, αλλά η απόσταση μεταξύ εκείνων που δεν ήθελαν να ακούσουν το πρόβλημα και εκείνων που δεν έμπαιναν στον κόπο να το εξηγήσουν.
Πρόκειται για απόσταση που δεν αφορά βέβαια μόνο την ταυτότητα φύλου, αλλά ολοένα και περισσότερες ψηφίδες αυτού που λέμε «ταυτότητα». Αυτού που ολοένα και συχνότερα βρισκόμαστε στην ανάγκη να το λέμε στον πληθυντικό: Ταυτότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου