Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ*: Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ: Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη
[......]Η
ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ως πρωτεύουσας οφείλεται κυρίως στη
συνέχιση του πολιτιστικού μύθου που ενσάρκωνε η αρχαία Αθήνα. Στερημένοι
οι Νεοέλληνες από τη φυσική τους πρωτεύουσα [αναφέρομαι στην
Κωνσταντινούπολη] -να πούμε παρενθετικά ότι είναι οι μόνοι από τους
Βαλκανίους που δεν απελευθέρωσαν την κοιτίδα του γένους τους- ανέδειξαν
σε πρωτεύουσα πόλη την Αθήνα, οικειοποιούμενοι έτσι μια αρχαία δόξα που
είχε όμως από καιρό εκλείψει, και παραγνωρίζοντας το μεγαλείο μιας
χιλιόχρονης αυτοκρατορίας της οποίας διέσωζαν, κατά δύναμη, στα δύσκολα
χρόνια της Τουρκοκρατίας τα ηθικά και τα πολιτιστικά διδάγματα: εννοώ το Βυζάντιο, τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ορθοδοξία, τη γλώσσα και την πίστη.
Να πούμε διαφορετικά ότι η Αθήνα
στον ιστορικό της βίο παρουσιάζει ρήγματα συνέχειας [εκτός από τις
αυξομειώσεις και τις διακυμάνσεις της έκτασης και του πεδίου δράσης της]
που φτάνουν ως την εξαφάνιση σχεδόν της πόλης. Κάποτε σηματοδοτείται
μόνο χάρη στο κάστρο της, την Ακρόπολη δηλαδή, και διασώζει μόνο το
όνομα της στα φραγκικά κείμενα παραλλαγμένο σε Setina. «Πού των Αθηναίων
το κλέος; Πού των φιλοσόφων ο λήρος», ψέλνει ειρωνικά η εκκλησία και
στους χαιρετισμούς ακούγεται το «χαίρε η των Αθηναίων τας πλοκάς
διασπώσα», για να υπογραμμίσει την κατάπτωση της χριστιανικής, της
βυζαντινής δηλαδή Αθήνας, όταν η Θεσσαλονίκη έπαιζε κιόλας τον ρόλο μιας
ευρωπαϊκής βυζαντινής πολιτιστικής πρωτεύουσας. Η Θεσσαλονίκη είναι
ίσως η μόνη πόλη του ελληνικού χώρου που εκφράζει σε όλη τη μακρόχρονη
ιστορία της ένα δυναμικό σφρίγος, μια πορεία ανιούσα, ακόμη και μέσα
στις πιο αντίξοες συνθήκες των σλαβικών επιδρομών και, θα έλεγα, ακόμα
υστερότερα, κατά τη μακρόχρονη δουλεία.
Η
βυζαντινή Θεσσαλονίκη είναι αναμφισβήτητα άλλωστε η πρώτη πόλη που έχει
τα χαρακτηριστικά της Ευρώπης. Και αυτό γιατί πρώτη αυτή, όντας
ελληνογεννημένη, έχοντας ένδοξο ρωμαϊκό παρελθόν [η ύπαρξη των μνημείων
της το αποδεικνύει], πρώτη στην Ευρώπη,
η ελληνορωμαϊκή αυτή πόλη δέχθηκε το ευαγγέλιο του χριστιανισμού από
τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, συμπληρώνοντας έτσι τα στοιχεία που
απαρτίζουν τον ευρωπαϊκό κόσμο. Και αυτό γιατί Ευρώπη είναι εκεί όπου το όνομα του Αριστοτέλη
και του Πλάτωνα, του Κικέρωνα και του Οράτιου, του Παύλου και του Μωυσή
έχουν βάρος και σημασία. Αυτά γράφει, όχι κάποιος Έλληνας ή
ελληνοκεντρικός μελετητής, αλλά ο Paul Valery, προκειμένου να δώσει τον
λειτουργικό και πολιτιστικό ορισμό της Ευρώπης. Η Ευρώπη πολιτιστικά,
κατά τον Valery, στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό
ορθολογιστικό επίτευγμα, από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική
διευθέτηση και από την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα.
Χαρακτηριστικά δηλαδή τα οποία ο ιστορικός βίος της Θεσσαλονίκης κράτησε
ως τις μέρες μας και που κάνουν έτσι τη Θεσσαλονίκη πολιτιστικά το
πρώτο αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό πόλισμα.
Η
εισαγωγή αυτή, όχι για να τονίσω τα γνωστά και αυτονόητα, αλλά για να
ψέξω έμμεσα και βιαστικά τους φίλους Ευρωπαίους που με το υπό σύσταση
«Μουσείο της Ευρώπης» ετοιμάζονται να διαπράξουν το κατεξοχήν σκάνδαλο·
να παραχαράξουν δηλαδή την ιστορική αλήθεια, παραγνωρίζοντας τη σημασία
του Βυζαντίου για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Εκφράζεται
δυναμικά η παρουσία της Θεσσαλονίκης σχεδόν χωρίς διακοπή στον
οικονομικό και στον πνευματικό τομέα και ακτινοβολεί σε χώρους
ευρύτερους της άμεσης περιοχής της, δηλαδή πέρα από τη Μακεδονία και τη
Θράκη, σε όλα σχεδόν τα Βαλκάνια.
Ο ελληνοπρεπής χώρος των λεγόμενων Βαλκανίων γνωρίζει από τον 4ο αιώνα
το βυζαντινό μόρφωμα και αυτό παραλαμβάνουν οι νεήλυδες βαρβαρικοί
πληθυσμοί που θα εγκατασταθούν προοδευτικά εκεί. Πρώτα ως σύμμαχοι
(φοιδεράτοι) των Βυζαντινών και έπειτα ως ανεξάρτητοι και αντιμαχόμενοι
την αυτοκρατορία.
Ποια
άλλη καλύτερη απόδειξη των λεγομένων μου από το ότι τα πρώτα επίσημα
κείμενα του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους είναι γραμμένα ελληνικά
[μιλώ βέβαια για τις πρωτοβουλγαρικές λεγόμενες επιγραφές που, ειρωνεία
της τύχης, μνημονεύουν ακριβώς βουλγαρικές νίκες κατά του Βυζαντίου].
Έγινε,
ελπίζω, αντιληπτό ότι η ελληνογενής πολιτιστική εμπειρία, η
εμπλουτισμένη με το ρωμαϊκό διοικητικό βίωμα που διατηρεί το Βυζάντιο
στα εδάφη αυτά ως τη «βαρβαροποίησή» τους -χρησιμοποιώ τον όρο
καταχρηστικά, για να δηλώσω τα χρόνια της Τουρκοκρατίας–
αποτελεί την πρώτη πολιτιστική ομοιογένεια των πληθυσμών της χερσονήσου
του Αίμου, που αφήνει βέβαια τα χνάρια της στις μετέπειτα εξελίξεις και
ανακατατάξεις της περιοχής.
Επιφανής
λοιπόν η θέση της Θεσσαλονίκης από την ίδρυση της σχεδόν, φτάνει στο
κορύφωμα της αίγλης κατά τη βυζαντινή περίοδο, τότε ακριβώς που η Αθήνα,
για να συνεχίσω τη σύγκριση, μετατρέπεται σε ένα «λασποχώρι» σχεδόν,
όπως χαρακτηριστικά διατείνεται ο λόγιος μητροπολίτης της του τέλους του
12ου αιώνα Μιχαήλ Χωνιάτης, ο λανθασμένα λεγόμενος Ακομινάτος, αδελφός του τότε πρωθυπουργεύοντος Νικήτα.
Όπως
είναι γνωστό, η παρακμή του αρχαίου κόσμου στην Ελλάδα ταυτίζεται με
την εξαφάνιση του αστικού βίου και τον αφανισμό πολυάριθμων αρχαίων
πολισμάτων. Η μετατόπιση του άξονα της πολιτικής δράσης από τη Ρώμη στην
Κωνσταντινούπολη, με την ίδρυση της Βυζαντινής λεγόμενης αυτοκρατορίας,
περιθωριοποίησε τα ελλαδικά εδάφη, που ως «Κατωτικά» τώρα μέρη βρέθηκαν
έξω από τη σφαίρα των αποφάσεων αλλά και των ενδιαφερόντων της
Κωνσταντινούπολης.
Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Θεσσαλονίκη και η άμεση περιοχή της, πρωτεύουσα τότε ακόμη του Ιλλυρικού
[θα λέγαμε σήμερα των ρωμαϊκών Βαλκανίων] και σταθμός καίριος της
Εγνατίας, της αρτηρίας που συνέδεε τις δύο αυτοκρατορικές πρωτεύουσες,
την Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη με την Παλαιά και πάντα συμπρωτεύουσα
αρχαία Ρώμη. Η στρατηγική αυτή θέση της Θεσσαλονίκης εξηγεί πολυπληθείς
πτυχές της βυζαντινής ιστορίας της πόλης αυτής. Να αναφέρω συνοπτικά την
αντίσταση που αποτελεσματικά αντέταξε στους από βορρά επιδρομείς. Εννοώ
βέβαια τους Σλάβους
ιδιαίτερα που είχαν καταφέρει να εγκατασταθούν στην περιοχή,
αποδιοργανώνοντας τη βυζαντινή διοίκηση και αγροτοποιώντας τα πρώην
περίλαμπρα αστικά κέντρα, χωρίς να πετύχουν ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες
πολιορκίες τους να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη, που προστάτευε ακούραστος
ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Δικαιωματικά η βυζαντινή κατά βαρβάρων
αντίσταση στη χερσόνησο του Αίμου έχει για αφετηρία, αλλά και για κέντρο
τη Θεσσαλονίκη.
Προοδευτικά,
παρά τις επιδρομές που κατάφεραν τα κτυπήματα κατά της οικονομικής, της
εμπορικής και της πνευματικής υπόστασης της πόλης, κτυπήματα που
καταγράφονται και στην οικοδομική και πολεοδομική παρακμή της [π.χ. η
παρακμή της Εγνατίας οδού και η οικοδομική χρήση του δαπέδου της], η
Θεσσαλονίκη αποβαίνει ο ναυτικός και οδικός κόμβος της ευρύτερης
περιοχής με όλα τα συνακόλουθα: την πληθυσμιακή και δημογραφική
ανάπτυξη, τις επαφές με τον γύρω κόσμο και με την κοσμοπολίτικη θα
λέγαμε χροιά του όλου βίου της. Σταθμός η Θεσσαλονίκη ανάμεσα στην
Παλαιά και στη Νέα Ρώμη αναδεικνύεται στο κατεξοχήν σταυροδρόμι τού υπό
επεξεργασία νέου ευρωπαϊκού κόσμου· το λιμάνι της είναι το μόνο επίνειο
των χωρών της χερσονήσου του Αίμου. Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν τόσο οι
παράκτιες αρχές που έχουν έδρα τη Θεσσαλονίκη, εννοώ τους «αβυδικούς
άρχοντες», εντεταλμένους στη ναυτική φύλαξη της πόλης και τους
κομμερκιαρίους και λιμενοφύλακες τους επιφορτισμένους με τον εμπορικό
έλεγχο. Και αυτό τέλος υπογραμμίζει ο βυζαντινοβουλγαρικός πόλεμος που
ξέσπασε στα χρόνια του Λακαπηνού
(10ος αιώνας) λόγω της μετακίνησης του βουλγαρικού εμπορίου από την
Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Περιττό βέβαια να θυμίσω ότι η
Θεσσαλονίκη είναι το βασικό στρατηγείο όλων των πολεμικών βυζαντινών
δυνάμεων εντός ευρωπαϊκού εδάφους [ο Δομέστικος της Δύσεως έχει για έδρα
του την πόλη], πράγμα που προσθέτει, λόγω της συχνής συγκέντρωσης
μισθοφορικών δυνάμεων στην περιοχή, στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της
πόλης. Αυτός ακριβώς ο διεθνής θα μπορούσε να πει κανείς χαρακτήρας της
διαφαίνεται επίσης από τα εμπορεύματα που συσσωρεύονται στην αγορά της.
Πληροφορίες για αυτό παρέχουν άφθονες τα κείμενα που γράφτηκαν μετά τις
αλώσεις της Θεσσαλονίκης και την καταστροφή της ευδαιμονίας της από
διαφόρους εχθρούς της. Αναφέρομαι στο κείμενο του Καμενιάτη για την άλωση της πόλης από τους Άραβες πειρατές το 904· στο έργο του μητροπολίτη Ευσταθίου
για την άλωση της από τους Νορμανδούς (1185) και τέλος στον Ιωάννη
Αναγνώστη που περιέγραψε την τουρκική επέλαση κατά της πόλης (1430).
Αυτή
τη σπουδαιότητα, τόσο στον εμποροοικονομικό τομέα όσο και στον
πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό, θα τη διατηρήσει η Θεσσαλονίκη
καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο της ιστορίας της, όπως αποδεικνύει όχι
μόνο η δυναστική πολιτική των Παλαιολόγων [εννοώ την εγκατάσταση στην
πόλη αυτοκρατορικών γόνων με ευρείες δικαιοδοσίες], αλλά και η παρουσία
Ιταλών εμπόρων Λατίνων βουργησιανών (αυτά και πριν από τη λεγόμενη
Φραγκοκρατία) και βέβαια οι εμπορικές συναλλαγές που διεξάγονται στην
αγορά της Θεσσαλονίκης και όταν είχε τελείως χαθεί για το Βυζάντιο η Μικρασία,
με εμπόρους Φιλαδελφηνούς και Βενετικούς. Αναφέρομαι σε ένα σχεδόν
άγνωστο συμφωνητικό εμπορικής υφής, που περιγράφει όχι μόνο ταξίδι προς
Θεσσαλονίκη και Φιλαδέλφεια, αλλά και Σμυρναίους που υπάγονται σε
Βενετικό βάιλον. Αυτά συμβαίνουν στην κλεινή Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα
παρ’ όλη την αναταραχή που προκαλούν οι εκεί εμφύλιες συρράξεις. Μεταξύ
άλλων το κίνημα των Ζηλωτών,
που από τη φύση του προδίδει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα [ίσως το μόνο που
εκδηλώθηκε με αιτήματα κοινωνικά στο Βυζάντιο] και φαίνεται ότι το
υποκίνησαν τα υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα ξένης καταγωγής, όπως,
π.χ., οι Γάσμουλοι (Φραγκοέλληνες) και οι Σέρβοι που κατοικούσαν στην πόλη.
Είμαστε
οπωσδήποτε σε μια εποχή αναταραχών, από την οποία επωφελούνται τα ξένα
στοιχεία, όπως, π.χ., οι Βενετοί όσον αφορά την οικονομική και πολιτική
εκμετάλλευση, αλλά και οι διχαστικοί φορείς της βυζαντινής κοινωνίας,
που αυτή την εποχή τη συνταράσσουν οι δυναστικές, αλλά και οι ενωτικές
και οι ανθενωτικές έριδες. Να σημειώσω εδώ παρεμπιπτόντως ότι ο
γειτονικός Άθως, ο οποίος αποτελεί ασίγαστη εστία θρησκευτικής διαμάχης,
έχει άκρως συμβάλει στη διεθνοποίηση της περιοχής. Η διεθνοποίηση έχει
ως αντίκτυπο τη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη διανοουμένων (Θωμάς
Μάγιστρος, Κυδώνης, Καβάσιλας), που με το έργο τους καθίστανται αντάξιοι
απόγονοι του Λέοντα του μαθηματικού, και ακόμη των Αποστόλων των Σλάβων
εννοώ βέβαια τους Θεσσαλονικείς αδελφούς μοναχούς, τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο.
Να θυμηθούμε ότι είναι αυτοί που πέτυχαν τον εκχριστιανισμό των
σλαβικών πληθυσμών, εντάσσοντας έτσι τα σλαβικά φύλα στον ευρωπαϊκό
κόσμο, απαραίτητος αυτός όρος για την όποια πολιτιστική ή πολιτική
ενοποίηση της γηραιάς Ηπείρου. Ευστοχότατα ο πάπας ανακήρυξε τον Κύριλλο
και τον Μεθόδιο προστάτες Αγίους της Ευρώπης και η ημέρα του εορτασμού
τους συμπίπτει με την ημέρα της Ευρώπης. Και μόνο αυτό το γεγονός θα
αρκούσε για να αποδείξει με τον συμβολισμό ως καρδιά της Ευρώπης και όχι
μόνο ως σταυροδρόμι της, την κλεινή, την «πολυδέγμονα» Θεσσαλονίκη.
«Ουκ
αγνοείτε λοιπόν οποία και πηλίκη τυγχάνει η Θεσσαλονικέων μητρόπολις»,
ιδιαίτερα κατά την πιο ένδοξη εποχή της, τη βυζαντινή. Αρκεί να
αναφέρουμε μερικά από τα ονόματα και τα επίθετα που χαρακτηρίζουν κατά
καιρούς τη Θεσσαλονίκη, όπως τα πρεσβυτάτη και λαμπρότατη, πολυάνθρωπος
και ευανδρής, επίθετα που οφείλει σε επισήμους και αφανείς θαυμαστές και
μελετητές της, για να περιγράψουμε κατά τον λακωνικότερο τρόπο τους
κυριότερους σταθμούς της ιστορίας της. Ωστόσο πρέπει πάνω από όλα να
τονίσουμε ότι η Θεσσαλονίκη σε όλες τις εποχές του βίου της ταυτίζεται
με την ιστορία της όλης Μακεδονίας, της οποίας ονομάζεται πρωτεύουσα και
μήτηρ.
Είναι
αναμφισβήτητο ότι η Θεσσαλονίκη είναι [σχεδόν από την ίδρυση της και
παρά την έγκριτη θέση της Πέλλης και των Αιγών κατά την εποχή των
Μακεδόνων βασιλέων] το πιο περίλαμπρο αστικό κέντρο, καθώς και η
κοινωνικοοικονομική, πνευματική αλλά και διοικητική αναφορά της όλης
περιοχής. Από την άποψη αυτή δεν έπαψε να συγκρίνεται με την κατεξοχήν
Βασιλίδα των πόλεων, εννοώ την Κωνσταντινούπολη, της οποίας τη θέση
έφτασε κάποτε καινά διεκδικήσει. Να θυμίσω παρεμπιπτόντως ότι η παράδοση
θέλει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο να διαλέγει αρχικά τη Θεσσαλονίκη για να
κτίσει την πόλη του. Το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε γιατί η τότε Ρωμαϊκή
-αλλά Βυζαντινή πια- αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τις επιθέσεις των
βαρβαρικών φύλων που έφταναν από την Ασία και τον βορρά, αλλά και την
απειλή τής τότε κραταιός αντιπάλου της, της αυτοκρατορίας των Περσών
Σασσανιδών. Για να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά οι επιθέσεις αυτές,
έπρεπε να δημιουργηθεί στρατιωτικό κέντρο που θα μπορούσε να ελέγξει
συγχρόνως τα εκ βορρά βαρβαρικά φύλα και τα εξ ανατολών στρατεύματα των
Περσών: η θέση της Κωνσταντιντούπολης μεταξύ Ευρώπης και Ασίας απέβη
ιδεώδης.
Οπωσδήποτε
η Θεσσαλονίκη, που έχαιρε περιωπής και κατά την κυρίως ρωμαϊκή περίοδο,
έμεινε σε όλο τον βυζαντινό βίο της αντάξια των εγκωμιαστικών επιθέτων.
Στάθηκε δηλαδή τότε όπως είναι και σήμερα: μήτηρ πάσης Μακεδονίας,
ευανδρής και περιφανής, των άλλων υπερτερούσα ασυγκρίτως, η πάνυ λαμπρόν
φαίνουσα υπό ουρανόν, η μεγίστη και πολυάνθρωπος, η μεγαλούπολις, η
πρεσβυτάτη και λαμπρότατη, η θεόσωστος, η μαρτυροφύλακτος, η
αγιοφύλακτος πόλις, η καλή Θεσσαλονίκη, η αρχαιότερα της
Κωνσταντινουπόλεως, η έχουσα τα πρεσβεία απέναντι στη Βασιλεύουσα.
Ας
συγκρατήσουμε από όλα τα ηχηρά και μεγαλόστομα ονόματα το ότι η
πόλις-Θεσσαλονίκη είχε θέση πραγματικά αυτοκρατορική ανάμεσα στις άλλες
πόλεις του Βυζαντίου. Το μαρτυρούν οι συχνές διαμονές εδώ των βυζαντινών
αυτοκρατόρων, όπως, π.χ., του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου·
ακολούθησαν σε αυτό τη ρωμαϊκή παράδοση. Το μαρτυρεί επίσης η ύπαρξη
ανακτόρων που βρίσκονταν, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, σε σχέση
τοπογραφική με τον ιππόδρομο. Η αρχαιολογική σκαπάνη πλούτισε σημαντικά
τα τελευταία χρόνια τις γνώσεις μας για τη Θεσσαλονίκη, μολονότι δεν
έφερε ακόμη στο φως τα αδιάψευστα παλατινά κατάλοιπα. Έτσι η υπόθεση του
J. Μ. Spieser, που νομίζει ότι η αψίδα του Γαλερίου και το Οκτάγωνο
πρέπει να θεωρηθούν τμήματα του ανακτορικού χώρου, μου φαίνεται άξια
προσοχής. Παρεμπιπτόντως ας θυμηθούμε ότι στον βίο του Αγίου Δομνίνου
αναφέρεται ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός ως «κτίζων βασίλεια εν Θεσσαλονίκη».
Είναι
βέβαια γνωστή η εξέχουσα θέση που ανήκει στη Θεσσαλονίκη για ό,τι αφορά
τα πράγματα του δυτικού βυζαντινού κόσμου. Δεν θα σταθώ λοιπόν σε αυτό
το κεφάλαιο παρά μόνο για να τονίσω ακόμη μια φορά κάτι που συχνά οι
βυζαντινολόγοι παραβλέπουν: τη βαθιά δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ της
βυζαντινής Ανατολής και της βυζαντινής Δύσης, διαφοροποίηση που
βρίσκουμε όχι μόνο στους διοικητικούς θεσμούς και στη γενική κρατική
οργάνωση, αλλά κυρίως στις πολιτιστικές παραδόσεις, στις καλλιτεχνικές
και πνευματικές γενικά πραγματώσεις, και βέβαια στις οικονομικές και
κοινωνικές δομές και υποδομές. Και αυτό για να μη μιλήσω για τα
διαφορετικά πληθυσμιακά ρεύματα, την πολυεθνική καταγωγή των πληθυσμών
της αυτοκρατορίας, πράγμα που, τουλάχιστον στο Βυζάντιο, δεν αποτελεί
εμπόδιο για την πλήρη συμμετοχή στα ελληνορωμαϊκά εκπολιτιστικά πρότυπα
και επιτεύγματα. Ας θυμηθούμε ότι με περηφάνια ο Τζέτζης, συγγραφέας του
12ου αιώνα, τονίζει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης
και του Βυζαντίου λέγοντας: «εισίν έθνους του σύμπαντος οι νέοντες την
πόλιν Κωνσταντίνου». Η διάκριση μεταξύ βυζαντινής Ανατολής και
βυζαντινής Δύσης επιτρέπει να τοποθετήσουμε τη Θεσσαλονίκη παράλληλα και
απέναντι στην Κωνσταντινούπολη, απέναντι δηλαδή στο κατεξοχήν κέντρο
του βυζαντινού κόσμου και βέβαια στον χώρο και στο σημείο όπου τα πάντα
συγκλίνουν και όπου τα πάντα αναφέρονται.
Η
Θεσσαλονίκη μέσα σε αυτά τα ιστορικογεωγραφικά δεδομένα, απέναντι δηλαδή
στην Κωνσταντινούπολη, το περισσότερο που μπορεί να ονειρευτεί και να
διεκδικήσει είναι ο δεύτερος ρόλος, να είναι δηλαδή η πρώτη μετά τη
μεγάλη, όπως γράφει ο Κατακουζηνός και επαναλαμβάνει αργότερα ο
Αναγνώστης, χωρίς εντούτοις η διεκδίκηση αυτή να είναι σύμφωνη,
τουλάχιστον σε όλες τις εποχές της βυζαντινής ιστορίας, με τα ιστορικά
δεδομένα.
Άλλες
σημαίνουσες πόλεις, κυρίως της βυζαντινής Ανατολής, διεκδικούσαν τα
δευτερεία και μάλιστα θα έλεγα και τα πρωτεία απέναντι στην Πόλη [όπως,
π.χ, η Αλεξάνδρεια], και αυτό παρόλο που η δραματική ιστορία της
βυζαντινής Ανατολής, λόγω της αραβικής κατάκτησης, οδήγησε λίγο βιαστικά
τους ιστορικούς να δεχθούν ασυζητητί τη διαπίστωση: Θεσσαλονίκη,
δεύτερη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θέση αυτή της Θεσσαλονίκης
ως δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητη, κυρίως κατά
τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και όταν η βυζαντινή Ανατολή
αντιμετώπιζε πια την τουρκική ισλαμική πρόοδο.
Οπωσδήποτε
δεν μου φαίνεται η σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη να προσθέτει κάτι
το ουσιαστικό στη γνώση της θεσσαλονίκειας πραγματικότητας. Η
σπουδαιότητα του χώρου και του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης
αξιολογείται άσχετα από την κατάσταση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Μάλλον
θα πρέπει να εξετασθεί και να ερευνηθεί από τη σκοπιά του ανοίγματος
νέων οριζόντων δράσης που προσέφερε η Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο και στην
πρωτεύουσα του. Νέες δυνατότητες σε πεδία και σε κλάδους νέους που,
χωρίς το θεσσαλονίκειο έργο, θα έμεναν απροσπέλαστες για τον βυζαντινό
κόσμο. Αναφέρομαι στον ρόλο που έπαιξε η Θεσσαλονίκη στην επιμήκυνση της
ακτίνας δράσεως των Βυζαντινών προς λαούς και προς χώρους τους οποίους η
Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να επηρεάσει διαφορετικά. Μόνο με τον
τρόπο αυτό μπορεί κανείς να δείξει πως κάποτε η Θεσσαλονίκη έπαιξε
αυτόνομο ρόλο στην επαφή των διαφόρων περιοχών του ρωμαϊκού και
βυζαντινού κόσμου, κυρίως όταν οι τύχες της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν
σε ξένα χέρια [π.χ. στην εποχή των Σταυροφοριών] ή όταν οι στρατιωτικές
συνθήκες, οι διοικητικές υποχρεώσεις, οι φορολογικές επιβαρύνσεις
ανάγκαζαν αυτούς που είχαν για μέλημα τις κάθε είδους ανταλλαγές να
αναζητήσουν δρομολόγια που αγνοούσαν ή που απόφευγαν τη βυζαντινή
πρωτεύουσα με τους υπαλλήλους της και με τον γραφειοκρατικό λεπτολόγο
μηχανισμό της. Οπωσδήποτε φυσική θέση της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του
βυζαντινού κόσμου ήταν η πρωτοκαθεδρία της πόλης αυτής σε ό,τι
σχετίζεται με τα πράγματα της βυζαντινής Δύσης, πρωτοκαθεδρία που έκανε
τον βιογράφο της αγίας Θεοδώρας να ονομάσει τη Θεσσαλονίκη, μητέρα των
Εσπερίων, μητέρα της ηγεμονίας της Δύσεως.
Η
διαίρεση του βυζαντινού κράτους σε διοικητική μονάδα Δύσεως, δηλαδή της
βυζαντινής Ευρώπης, και σε διοικητική μονάδα Ανατολής, δηλαδή της
βυζαντινής Ασίας, όπως τονίζει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
στο Περί θεμάτων, περιγράφει και αποκρυσταλλώνει τη διαφοροποίηση των
δύο γεωγραφικών οντοτήτων της αυτοκρατορίας που είχαν διαφορετικές
καταβολές όπως είπαμε, πράγμα το οποίο η ορθόδοξος εκκλησία γνώριζε ήδη
από παλιά. Η διαίρεση αυτή μπορεί να απαλύνει, αλλά -και αυτό εξαρτάται
από την εκάστοτε πολιτική κατάσταση- μπορεί και να οξύνει τις αντιθέσεις
που πιθανώς χωρίζουν τους δυτικούς και τους ανατολικούς πληθυσμούς του
κράτους, όπως, π.χ. συνέβη με την εικονομαχία.
Οπωσδήποτε
ο ρόλος της Κωνσταντινούπολης ως γεωγραφικού και ως πολιτικού κέντρου
ήταν να συντονίσει τη δημόσια ζωή όλων των μερών του βυζαντινού κόσμου
και βέβαια να τους εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση. Ο ρόλος
του διαιτητού τον οποίο κλήθηκε να παίξει η Κωνσταντινούπολη ίσως
βοήθησε στη διαμόρφωση άλλων κέντρων που στάθηκαν βασικοί φορείς των
ελπίδων και των κατορθωμάτων των πληθυσμών των διαφόρων επαρχιών. Πόλεις
της Δύσης και της Ανατολής αναγνωρίστηκαν από τους τοπικούς πληθυσμούς
σαν αμύντορες των συμφερόντων τους εμπρός στη Βασιλεύουσα· και αυτό
ώσπου αποκαρδιωμένες οι επαρχίες από την ατασθαλία της
κωνσταντινοπολίτικης διοίκησης έθρεψαν τάσεις αυτονόμησης με πόλο
πάντοτε το αστικό κέντρο που στους κόλπους του έκλεινε τον μηχανισμό της
δημόσιας ζωής. Η φυγόκεντρος αυτή τάση χαρακτηρίζει βέβαια τις
περιόδους παρακμής της κεντρικής εξουσίας. Η Θεσσαλονίκη δεν απέφυγε τον
πειρασμό της ανεξαρτητοποίησης της από την Κωνσταντινούπολη. Η
Βασιλεύουσα όμως δεν παρέβλεψε τον πρωτεύοντα ρόλο της Θεσσαλονίκης στη
Δύση, παρ’ όλους τους αναβρασμούς που γνώρισε η Μακεδονία ιδιαίτερα κατά
τις δυναστικές κρίσεις του 14ου αιώνα και κατά το κίνημα των Ζηλωτών
την ίδια εποχή.
Είναι
αναμφισβήτητο οπωσδήποτε ότι η Θεσσαλονίκη έγινε στο πλαίσιο του
βυζαντινού κόσμου το κέντρο της Δύσης, το κέντρο της βυζαντινής Ευρώπης,
που είδε τόσο τα στρατιωτικά της συμφέροντα, την ασφάλεια, την άμυνα,
την υπεράσπιση της γενικά, όσο και τα οικονομικά της ενδιαφέροντα, να
βρίσκουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όχι μόνο το κέντρο των διοικητικών
αποφάσεων, αλλά και τη βάση για νέα ξεκινήματα εθνικού, κοινωνικού και
οικονομικού περιεχομένου. Η ευανδρής και καλή Θεσσαλονίκη είχε το
ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως ύστερα από τον
εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών φύλων, είχε τη
δυνατότητα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα τον ρόλο μιας
δεύτερης πρωτεύουσας. Να θυμίσω ότι ο Μιχαήλ Σύρος
θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της Ιταλίας. Κατάλοιπο ίσως αυτό της
εποχής που ήταν πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, όλης δηλαδή της χερσονήσου του
Αίμου. Η διοικητική προσάρτηση της Μακεδονίας στην επαρχία του
Ιλλυρικού, από την οποία εξαρτάται και η βυζαντινή Ιταλία και ιδιαίτερα η
τοποθέτηση της έδρας του Ιλλυρικού
στη Θεσσαλονίκη, δείχνει πράγματι τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει
η Μακεδονία ως πόλος μεταξύ Ευρώπης και Ασίας στην οργάνωση των
πραγμάτων της ιουστινιάνειου εποχής, αλλά και μετέπειτα.
Η
επιτυχία των σλαβικών επιδρομών κατά τον 7ο αιώνα [η Θεσσαλονίκη σώθηκε
χάρη στις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου Δημητρίου, εξού και
Μαρτυροφύλακτος] αποξενώνει κάπως το Βυζάντιο από τις δυτικές του
κτήσεις και αποδυναμώνει για μια περίοδο τον ρόλο που η Μακεδονία, και
ιδιαίτερα το ζωτικό της κέντρο, η Θεσσαλονίκη, είχε επωμισθεί στην
αυτοκρατορική άμυνα. Αυτό, ώσπου η αναζωογόνηση των βυζαντινών δυνάμεων
να προσδώσει στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να αναλάβει το βαθύτατο
εκπολιτιστικό έργο του εκβυζαντινισμού των Σλάβων που είχαν εισδύσει στο
εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο εκβυζαντινισμός αυτός οφείλεται κυρίως
στον Μιχαήλ Γ, αλλά για λόγους οικογενειακής ματαιοδοξίας ο αυτοκράτορας
Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του θέλει το έργο αυτό να είναι του πατέρα
του, του Βασιλείου Α’ Μακεδόνα. Οπωσδήποτε το εκπολιτιστικό αυτό έργο
επιτεύχθηκε με την ένταξη των Σκλαβήνων
στη Θεματική βυζαντινή διοίκηση, με τον εξελληνισμό τους [την υιοθέτηση
δηλαδή της ελληνικής γλώσσας], και πάνω απ’ όλα με τον εκχριστιανισμό
των Σλάβων και των εκτός Βυζαντίου, χάρη στο αποστολικό έργο των
Μακεδόνων ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους.
Στην
ειρήνη που επικρατεί μετά τον εκβυζαντινισμό των εντός της
αυτοκρατορίας Σκλαβήνων και χάρη στην επέκταση της βυζαντινής επιρροής
προς τους εκτός της αυτοκρατορίας σλαβικούς πληθυσμούς [αποτέλεσμα του
εκχριστιανισμού των Βουλγάρων κατά τα 863/4 και του ευαγγελισμού των
Μοράβων και των Ρώσων αυτής της εποχής, μολονότι οι Ρώσοι τοποθετούν για
λόγους εθνικοπολιτικούς έναν αιώνα αργότερα τον εκχριστιανισμό τους],
αλλά και χάρη στην εδραίωση της βυζαντινής εξουσίας στην Κάτω Ιταλία, η
Μακεδονία και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα πόλη της γίνονται από τα τέλη
κιόλας του 9ου αιώνα κεντρικός πυρήνας του Βυζαντίου. Η Εγνατία οδός,
που οι σλαβικές επιδρομές είχαν οδηγήσει σε μερική εγκατάλειψη,
ξαναβρίσκει τον ρυθμό διεθνούς αρτηρίας.
Η
Θεσσαλονίκη αναδείχνεται γρήγορα ως μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, διεθνής
εμπορική αγορά, πραγματικό σταυροδρόμι οδικού δικτύου που ενώνει την
Κωνσταντινούπολη με την Ιταλία, χάρη στην Εγνατία οδό, αλλά και του
δρόμου που από τα παράλια του βόρειου Αιγαίου οδηγεί στις χώρες του
Δούναβη και στην Κεντρική Ευρώπη. Ο διαβαλκανικός αυτός δρόμος από το Αιγαίο προς τον Δούναβη
και την κεντρική Ευρώπη είναι γνωστός από ένα σπανιότατο γεωγραφικό
κείμενο που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του ο Κωνσταντίνος Ζ’
Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν». Το κεφάλαιο 42 του De
Administrando Imperio μας παραδίδει ακριβώς το οκταήμερο δρομολόγιο
μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου, αλλά και τους διά του Δούναβη
σταθμούς του ταξιδιού, όχι μόνο προς τον βορρά και την Ευρώπη, αλλά προς
τη Ρωσία και προς τις χώρες του Εύξεινου Πόντου [την Κριμαία] και τον
Καυκάσου. Στον οριζόντιο δρόμο της Εγνατίας προστίθεται έτσι η κάθετη
διαβαλκανική αρτηρία με προέκταση στις παρευξείνιες χώρες. Στη συνάντηση
τους βρίσκεται η Θεσσαλονίκη· στο λιμάνι της συγκλίνουν επίσης οι
ναυτικοί δρόμοι που από την αιγαιακή Μικρά Ασία και τα λιμάνια της
Ανατολής, βυζαντινής είτε αραβικής, οδηγούν στα Βαλκάνια και στην
Ιταλία. Συναπάντημα των δρόμων που συνδέουν το Βυζάντιο με την Ιταλία
και την κεντρική και δυτική Ευρώπη με τις σλαβικές χώρες, μη
εξαιρουμένης της Ρωσίας,
αλλά και με τον ανατολικό αραβικό κόσμο, η Θεσσαλονίκη γίνεται γρήγορα
κέντρο που συναγωνίζεται σε κίνηση την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η ακμή
της Μακεδονίας θα συνεχιστεί καθ’ όλη την περίοδο της λεγόμενης
μακεδόνικης δυναστείας, που κατάφερε, όπως λέει το επιτάφιο επίγραμμα
του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου,
να φέρει τα αυτοκρατορικά σύνορα από την Ιταλία στον Ευφράτη και στον
Καύκασο και πέρα από τον Δούναβη. Η νέα αυτή γεωγραφική διαμόρφωση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας καθιστά τη Μακεδονία κεντρώο χώρο στρατιωτικής
ισχύος και πνευματικής ακτινοβολίας.
Σύμφωνα με το αρχέτυπο της, την Κωνσταντινούπολη, και όπως έκανε και η ομόλογος της στην Ανατολή Αντιόχεια, για να μη μιλήσω για την Έφεσσο, τη Σμύρνη και τις άλλες μεγάλες μικρασιατικές πόλεις, η Θεσσαλονίκη
απέκτησε γρήγορα όψη κοσμοπολίτικου κέντρου, που από κόμβος του οδικού
δικτύου που συνέδεε τις ευρωπαϊκές περιοχές μεταξύ τους -εννοώ κυρίως
την Εγνατία οδό- έγινε γρήγορα το πραγματικό σταυροδρόμι ολόκληρου του
βυζαντινού κόσμου και, ακόμα περισσότερο, σταθμός και τέρμα των
επικοινωνιών με τον έξω βυζαντινό χώρο, τη δυτική Ευρώπη, τις σλαβικές
χώρες [χωρίς να εξαιρεθεί η Ρωσία] και τον αραβικό κόσμο, ασιατικό και
βορειοαφρικανικό.
Βέβαια
αυτή ήταν η κατάσταση την εποχή που βρίσκει τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη
στην κορυφή της εξέλιξης της, όταν, όπως διαβάζουμε στον Τιμαρίωνα
[κείμενο του 12ου αιώνα], συνέρρεαν στα Δημήτρια, στη δεκαήμερη δηλαδή εμποροπανήγυρη που γινόταν στο τέλος του Οκτώβρη μαζί με τη γιορτή του Αγίου, «ου
μόνον αυτόχθων όχλος και ιθαγενής, αλλά πάντοθεν και παντοίως Ελλήνων
των απανταχού [είναι η πρώτη φορά που ο όρος Έλλην δεν σημαίνει
ειδωλολάτρης], Μυσών [δηλαδή των Βουλγάρων] των παροικούντων, γένη
παντοδαπά Ίστρου μέχρι και Σκυθικής [δηλαδή Ρωσίας], Καμπάνων, Ιταλών,
Ιβήρων, Λυσιτανών και Κελτών των επέκεινα των Άλπεων».
Αλλά και ας πάμε λίγους αιώνες πίσω, στις αρχές δηλαδή του 10ου αιώνα,
όταν ο Καμενιάτης μιλά ήδη για το προς τους Σκύθας διά των εμπορικών
μεθόδων «συναμείγνυσθαι» και κυρίως μιλά για τον παμμιγή όχλον των τε
αυτοχθόνων και των άλλων επιξενουμένων, «όχλος παμμιγής» που διοδεύει
την αγορά και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης για τις εμπορικές του
συναλλαγές.
Η
πλούσια αγορά της Θεσσαλονίκης όπου βρίσκει κανείς πραγματείες κάθε
είδους αφθονίες της γεωργίας, λέει ο ίδιος συγγραφέας, και χορηγίες της
εμπορίας, υφάσματα σηρικά (δηλαδή μεταξωτά) και εξ ερίων [δηλαδή
μάλλινα], χρυσίου και αργυρίου και λίθων τιμίων, παμπληθείς θησαυρούς· η
αγορά λοιπόν αυτής της πόλης συνδυασμένη με τη χάρη του Μεγαλομάρτυρα
προσελκύει προσκυνητές εμπόρους από όλο τον κόσμο. Γίνεται όμως και
στόχος πειρατικών επιδρομών, όπως, π.χ, το 904, όταν Άραβες
κουρσάροι κατέκτησαν την πόλη και αιχμαλώτισαν πλήθος άμετρον των
κατοίκων της. Ο Άγιος Φαντίνος θα φτάσει από την Καλαβρία της Ιταλίας
στη Θεσσαλονίκη μέσω Αθηνών και Λαρίσης [δεν ακολούθησε την Εγνατία
οδό]. Ο επίσκοπος Θηβών της Αφρικής θα καταφύγει από την Ελλάδα στη
Θεσσαλονίκη θαυματοσωσμένος από τον Άγιο Δημήτριο, ενώ αργότερα ο Θεόδωρος Στουδίτης (796) και ο Γρηγόριος Δεκαπολίτης
(831-838) θα φτάσουν στη Θεσσαλονίκη από την Ασία και αυτό με φόβο να
γνωρίσουν τον κίνδυνο των οδοστατών Σκλαβήνων του Στρυμόνος, Σκλαβηνούς
που αναφέρει και ο πολύς Λουιτπράνδος, πρεσβευτής του Γερμανού
αυτοκράτορα (αρχές 10ου αιώνα). Να συμπεράνουμε ότι η επικοινωνία της
Θεσσαλονίκης με τον έξω κόσμο υπόκειται στις διακυμάνσεις των πολιτικών
και των στρατιωτικών καταστάσεων, όχι μόνο της άμεσης περιοχής της
Θεσσαλονίκης, αλλά και όλων των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίζονται
στη βυζαντινή Δύση.
Οπωσδήποτε,
φαίνεται αναμφισβήτητο ότι ύστερα από τη μεγάλη άνθηση που γνώρισε η
Θεσσαλονίκη κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους -είναι χαρακτηριστικό
ότι πολλά από τα περιφανή μνημεία της χρονολογούνται πριν από τα τέλη
του 6ου αιώνα- η πόλη γνωρίζει μια περίοδο παρακμής και εγκατάλειψης
κατά τα σκοτεινά λεγόμενα χρόνια, που εξηγείται από την περίσφιξη του
σλαβικού κλοιού. Για την επανάκαμψη θα πρέπει να περιμένουμε τις νίκες
του Ιουστινιανού Β’ κατά των Σκλαβήνων, όπως μεταξύ άλλων μαρτυρεί και η
περίφημη επιγραφή για τη δωρεά της αλυκής στον ναό του Αγίου Δημητρίου
στο τέλος του 7ου αιώνα, θα πρέπει, μετά τις νίκες του Σταυρακίου στο
τέλος του 8ου αιώνα, να δυναμώσει ο Νικηφόρος Α’ με τις μετακινήσεις
πληθυσμών το ελληνικό στοιχείο στην Ελλάδα και τη Μακεδονία στις αρχές
του 9ου αιώνα, και κυρίως θα πρέπει λίγο αργότερα να θεμελιώσει τον
εκβυζαντινισμό των Σκλαβήνων ο Μιχαήλ Γ. Στο Περί Βασιλείου τάξεως
μαθαίνουμε την υποταγή των Σλάβων της περιοχής της Θεσσαλονίκης, χάρη
στο έργο του αδικημένου από την ιστορία αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ, του
λεγόμενου Μέθυσου. Θα πρέπει δηλαδή να περιμένουμε το τέλος του 9ου
αιώνα για να ξαναδούμε τη Θεσσαλονίκη «υπερηφανευομένην διά την των
οικημάτων λαμπρότητα, διά την περί λόγους αύχησιν και απολαύουσαν πάσαν
αφορμήν ευζωίας». Είμαστε ακριβώς στην εποχή που κατά την οποία η
γειτονική Βέροια,
έχοντας αφήσει κάθε παλιά αντιζηλία με την ασύγκριτη πια Θεσσαλονίκη,
αναφέρεται στα κείμενα ως «πόλις και αυτή περιφανέστατη τοις οικήτορσί
τε και πάσης άλλης ης αυχεί πόλις την σύστασιν».
Είναι σίγουρο ότι το Βυζάντιο αποκαθιστά μεθοδικά στην Εγνατία
την κυκλοφορία από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο [το Τακτικό του
Ουσπένσκι το 843 παρουσιάζει κιόλας το Θέμα Δυρραχίου αμέσως μετά το
Θέμα Θεσσαλονίκης]. Αντίθετα ο Στρυμόνας, πρώτα Κλεισούρα, δεν θα γίνει
Θέμα παρά στο τέλος του 9ου αιώνα, μόλις λίγα χρόνια πριν από την άλωση
της Θεσσαλονίκης από τους Άραβες το 904. Η φιλοαραβική στάση των
σλαβικών βυζαντινών φύλων του Στρυμόνος το 904 δείχνει το πρόσφατο της
υποταγής τους στην αυτοκρατορία, πράγμα που εξηγεί επίσης το αβέβαιο
σχεδόν των συγκοινωνιών μεταξύ Στρυμόνος και Έβρου κατά τον 9ο αιώνα,
όπως μας πληροφορούν τα κείμενα που ανέφερα.
Η καταστροφή που έπαθε η Θεσσαλονίκη
το 904 ανέκοψε για λίγο την ανάπτυξη της πόλης και της περιοχής της,
αλλά ίσως και επέσπευσε την απόφαση της Κωνσταντινούπολης να
δημιουργήσει ένα πραγματικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο στα Βαλκάνια
που διατάρασσαν οι Σλάβοι, που διεκδικούσαν οι Βούλγαροι και που
περιλάμβαναν στην ακτίνα δράσης τους οι πειρατές των αραβικών στόλων.
Πρόβλημα παραμένει ακόμη για την επιστημονική έρευνα το πότε ακριβώς η
Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα το δεύτερο βυζαντινό κέντρο μετά τη
Βασιλεύουσα. Ίσως η σωστή απάντηση στην ερώτηση αυτή να εξαρτάται
περισσότερο από την ιστορία του μετακομιστικού διεθνούς εμπορίου και των
επικοινωνιών. Μια αντανάκλαση των οικονομικών ανταγωνισμών βρίσκουμε
και στα αίτια του βυζαντινοβουλγαρικού πολέμου στα χρόνια του Συμεών και
του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (τέλος 9ου και αρχές 10ου αιώνα).
Η
ανάλυση των γεγονότων επιτρέπει ίσως να καθορίσουμε τη βυζαντινή
πολιτική απέναντι στη Μακεδονία, και ειδικότερα απέναντι στη
Θεσσαλονίκη, στο τέλος του 9ου αιώνα. Από τους ιστορικούς της εποχής
γνωρίζουμε ότι ο Ζαουτσάς, πεθερός του Λέοντα του Σοφού, επηρεασμένος
από τον υπηρέτη του Μουσικό -αυτό ήταν το όνομα του-, που και αυτός με
τη σειρά του ήθελε να εξυπηρετήσει δύο φίλους του εμπορευόμενους από τα
ελλαδικά μέρη, ο Ζαουτσάς λοιπόν «τας εκ της Βουλγαρίας εισαγόμενος
πραγματείας… εις Κωνσταντινούπολιν, μετέστησεν (μετέφερε) εις
Θεσσαλονίκην και τους ειρημένους εμπόρους (τους φίλους δηλαδή του
Μουσικού) τελώνας εκείσε κατέστησεν». Πρόκειται για τον Σταυράκιο και
τον Κοσμά, που όπως μας λέει ο Θεοδόσιος ο Μελιτηνής, ήταν φιλόχρυσοι
και αισχροκερδείς, κακώς διοικούντες τους Βουλγάρους «εν τω
κομμερκεύειν» (δηλαδή τις πραγματείες και τους φόρους για το εμπόριο).
Φαίνεται σίγουρο ότι στο τέλος του 9ου αιώνα, στην εποχή του Λέοντα του
Σοφού, οι Βυζαντινοί, έχοντας κιόλας αποκαταστήσει την κυκλοφορία στην
Εγνατία οδό μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Θεσσαλονίκης -η δημιουργία του
Θέματος Στρυμόνος μας το δείχνει-, παίρνουν μέτρα: α) για την
αποσυμφόρηση της Κωνσταντινούπολης και β) για την οικονομική ανάπτυξη
και αρωγή της Θεσσαλονίκης, που είναι πια σε θέση να δεχτεί και να
διοχετεύσει τα εμπορεύματα του βόρειου βαλκανικού και παραδουνάβειου
χώρου. Ας θυμηθούμε ότι στο άνοιγμα της Εγνατίας
οδού που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, της οριζόντιας Εγνατίας οδού,
προστίθεται το κάθετο άνοιγμα, της διαβαλκανικής οδού, τα κάθετα
δρομολόγια προς το Βελιγράδι και βέβαια και προς τη Σαρδική
(Σόφια), εφόσον οι Βυζαντινοί μεταθέτουν αυτή τη στιγμή το βουλγαρικό
εμπόριο από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Μπορούμε να πούμε έτσι
ότι από το τέλος του 9ου αιώνα και παρ’ όλη την αραβική νίκη του 904, η
Θεσσαλονίκη γίνεται αναμφισβήτητα κόμβος εμπορικός και οδικός,
πραγματικό σταυροδρόμι του βυζαντινού κόσμου· άλλωστε αυτήν ακριβώς την
εποχή χρονολογούνται οι σφραγίδες των κομμερκιαρίων και των αβυδικών της
Θεσσαλονίκης – ο όρος και ο τίτλος δείχνει τη θέση που είχε η
Θεσσαλονίκη ως κέντρο ελέγχου του διεθνούς εμπορίου· ο άλλος αβυδικός
σταθμός βρίσκεται βέβαια στην Άβυδο.
Καταλαβαίνει
κανείς εύκολα την αντίδραση των Βουλγάρων στα μέτρα του Ζαουτσά. Ο
Συμεών κίνησε αμέσως πόλεμο κατά του Βυζαντίου για να αποκαταστήσει
δήθεν τα συμφέροντα των Βουλγάρων εμπόρων – ίσως στην πραγματικότητα για
να προσαρτήσει τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της. Το πράγμα δεν
διέφυγε από τον διορατικότατο Νικόλαο Μυστικό,
ο οποίος σ’ ένα γράμμα του προς τον Συμεών τον προτρέπει να μην πάει
αντίθετα από τη θέληση της θείας οικονομίας, θείας οικονομίας που
κληροδότησε την κυριότητα πάσης της Δύσεως στη Ρωμαϊκή βασιλεία, δηλαδή
στο Βυζάντιο. Είμαστε ακριβώς τη στιγμή που η Θεσσαλονίκη φέρεται ως
μητέρα των Εσπερίων και μητέρα της Δύσεως.
Είναι
σίγουρο ότι από τον 10ο αιώνα και πέρα η πόλη γίνεται η άρχουσα των
δυτικών Θεμάτων, των δυτικών δηλαδή επαρχιών. Εδώ θα εγκαταστήσει το
πραιτόριό του ο μονοστράτηγος των Δυτικών, ο κατοπινός δουξ και κατεπάνω
Θεσσαλονίκης και βέβαια και ο δομέστικος των σχολών της Δύσεως,
μολονότι τα στρατεύματα των ταγμάτων και όχι των Θεμάτων, που βρίσκονται
υπό τον δομέστικο της Δύσεως, που σταθμεύουν δηλαδή στις ευρωπαϊκές
επαρχίες, είναι έτοιμα πάντα, όπως τονίζει ο Μαυρόπους,
συγγραφέας των μέσων του 11ου αιώνα, να δράσουν εκεί όπου η άμυνα του
Βυζαντίου τα καλεί, σε Ανατολή δηλαδή ή σε Δύση. Από αυτή τη στιγμή
είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι πιο τραχείς βουλγαροβυζαντινοί πόλεμοι
έχουν και από τις δυο μεριές για στόχο την κυριαρχία της Θεσσαλονίκης,
και αυτό παρ’ όλη την κομπορρημοσύνη του Συμεών και ύστερα του Σαμουήλ, που ονειρεύονται Κωνσταντινούπολη και αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς θρόνους.
Έτσι,
από τον 11o αιώνα -τον αιώνα δηλαδή που είδε την προσάρτηση της
Βουλγαρίας και που στην Ανατολή έφερε τα σύνορα του Βυζαντίου, έστω για
λίγο, ως τον Ευφράτη, τον Καύκασο και πέρα από την Αντιόχεια- η
Θεσσαλονίκη γνωρίζει την άνθηση και την ανάπτυξη που γλαφυρά μας
περιγράψει τον 12ο αιώνα ο Τιμαρίων.
Την πρόοδο αυτή θα ανακόψει η νορμανδική άλωση στα τέλη του 12ου αιώνα
(1185). Όπως γράφει ο μητροπολίτης Ευστάθιος, η νορμανδική άλωση της
Θεσσαλονίκης δεν άφησε στην πόλη μηδέ λείψανον της παλαιάς καλλονής.
Ευκαιρία για τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης να μεμφθεί όχι μόνο τους
Νορμανδούς, αλλά και την αμφίβολη στάση των Λατίνων
και των Αρμενίων που κατοικούσαν ήδη την πόλη και τα περίχωρα της (σε
αυτούς αναφέρεται ο όρος Βουργούνσιοι του μητροπολιτικού κειμένου).
Η
τέταρτη σταυροφορία θα κτυπήσει καίρια λίγα χρόνια αργότερα και αυτήν
την Κωνσταντινούπολη. Από το 1204 μπαίνουμε στον αιώνα της πρώτης
αιχμαλωσίας του γένους. Το βασίλειο που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη
από το Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1224, παρ’ όλο τον σεβάσμιο
αυτοκρατορικό τίτλο του, παρ’ όλα τα πάτρια που ξαναζωντάνεψε, παρ’ όλα
τα συγκλητικά βουλευτήρια και τα αργυρά νομίσματα του που εικονίζουν
ένθρονους τον Άγιο Δημήτριο και τον αυτοκράτορα της Θεσσαλο-Ηπείρου
Μανουήλ με ανάμεσα τους πύργωμα που φέρει την επιγραφή «Πόλις
Θεσσαλονίκη», το θεσσαλονικιό λοιπόν βασίλειο δεν θα δώσει στην πόλη και
στην περιοχή της τίποτε από την παλιά τους αίγλη. Έμεινε ουσιαστικά
εξαρτημένο από τους Βουλγάρους, που στα τέλη του 12ου αιώνα είχαν
καταφέρει να ζωντανέψουν το κράτος τους. Η υποταγή της Θεσσαλονίκης και
της περιοχής της στην αυτοκρατορία της Νίκαιας (το 1242) από τα
στρατεύματα του Βατατζή θα κάνει τη Θεσσαλονίκη για μιαν ακόμη φορά
κέντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Δύση, τώρα εναντίον του κράτους
της Ηπείρου. Επιχειρήσεις που θα επιτρέψουν πριν και αμέσως μετά την
επανάκτηση της Κωνσταντινούπόλης
το 1261 την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας στη δυτική Μακεδονία. Τα
βυζαντινά στρατεύματα του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου θα φθάσουν για
τελευταία φορά στο Δυρράχιο, αλλά γρήγορα οι εμφύλιοι σπαραγμοί του 14ου
αιώνα θα οδηγήσουν σε παρακμή την πόλη της Θεσσαλονίκης και την περιοχή
της, που ποτέ δεν έπαψαν να υποβλέπουν κοντινοί και μακρινοί γείτονες· σε
αυτούς, που μας είναι γνωστοί από τις προηγούμενες εποχές, κυρίως τους
Βουλγάρους, προστίθενται στα χρόνια των Παλαιολόγων οι Αλβανοί [γύρω στο
1350], οι Σέρβοι, οι Βενετοί και άλλοι Λατίνοι [όπως, π.χ., τα
περαστικά στίφη των Καταλάνων] και βέβαια οι Τουρκομάνοι και οι Τούρκοι
Οθωμανοί, που θα της καταφέρουν το τελικό πλήγμα το 1430.
Μολονότι
οι πρώτοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες θα εγκαταστήσουν στη Μακεδονία για
δεσπότες και κυβερνήτες της Θεσσαλονίκης τους ευγενείς γόνους τους
αναδεικνύοντας τη μακεδόνικη πρωτεύουσα σε δεύτερη ουσιαστικά τώρα
πρωτεύουσα του Βυζαντίου, παρόλο που ο Κατακουζηνός που πάσχισε να φέρει
την περιοχή στη σφαίρα της επιρροής του ονομάζει τη Θεσσαλονίκη «πρώτη
μετά την μεγάλη» μετά δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη και η
υπόλοιπη Μακεδονία, από τα μέσα κιόλας του 14ου αιώνα, γνωρίζει περίοδο
ταραχών και κοινωνικών και πνευματικών αναστατώσεων και ζυμώσεων. Ως
τελευταία ωστόσο πνευματική αναλαμπή της βυζαντινής Θεσσαλονίκης μπορεί
να θεωρηθεί η περίοδος που εκτείνεται από το τέλος του 13ου ως τα μέσα
του 14ου αιώνα.
Η
περίοδος αυτή αναδείχνει τη Μακεδονία σε κέντρο πνευματικό και
κοσμοπολίτικο με τον Άθω, αλλά και σε κέντρο στρατιωτικό που
υπερακοντίζει σε σπουδαιότητα την Ασία: ως απόδειξη αναφέρω το γεγονός
ότι η στρατιωτική οργάνωση που σχεδιάστηκε από τον Ανδρόνικο Β’
Παλαιολόγο προέβλεπε τη στάθμευση δύο χιλιάδων καταφράκτων ιππέων στην
Ευρώπη έναντι χιλίων μόνο στην Ασία. Η περιοχή χάρη κυρίως στον Άθω,
αλλά και στα πνευματικά κέντρα της Θεσσαλονίκης [μεταξύ των οποίων η
μονή του Κυρ Ισαάκ κατέχει εξέχουσα θέση], συγκεντρώνει αξιόλογη μερίδα
της βυζαντινής διανόησης. Η Κωνσταντινούπολη είχε αναμφισβήτητα χάσει το
μονοπώλιο και την πνευματική κυριαρχία. Στη Θεσσαλονίκη συρρέουν τώρα
(ίσως περισσότερο από ό,τι στην Κωνσταντινούπολη), όχι μόνο οι πρόσφυγες
από την τουρκοκρατούμενη πια Μικρασία -η πνευματική και διοικητική
προσφορά τους αναζωογονεί τα γράμματα και τις επιστήμες-, αλλά και από
τη Δύση φτάνουν αντιπρόσωποι της παποσύνης και της καθολικής σκέψης [θα
αναφέρω μόνο τον πολύ Βαρλαάμ τον Καλαβρό], καθώς και Ρώσοι προσκυνητές,
Βαλκάνιοι μαθητές και Τρα-πεζούντιοι ιερωμένοι. Μπορούμε να πούμε χωρίς
υπερβολή ότι οι πνευματικές ζυμώσεις που ταράζουν τους διανοούμενους
της εποχής έχουν τη ρίζα τους στο συναπάντημα των ρευμάτων που
πραγματώνεται στη Μακεδονία. Η επίσημη πολιτική διαγράφεται από τα
πνευματικά και θρησκευτικά κόμματα που δρουν κυρίως στη Θεσσαλονίκη· οι
ιεράρχες της μακεδόνικης πρωτεύουσας υπαγορεύουν σχεδόν την ορθοδοξία,
όπως, π.χ., ο Γρηγόριος Παλαμάς,
εξέχουσα φυσιογνωμία της εποχής, που θριάμβευσε με την ησυχαστική νίκη
στη σύνοδο του 1351, απέναντι στις θέσεις του αντιησυχαστή Γρηγορίου
Ακίνδυνου. Είναι η εποχή που ο κύκλος της κλασικής παιδείας στη
Θεσσαλονίκη λαμπρύνεται από το έργο ενός κριτικού φιλολόγου όπως ο
Δημήτριος Τρικλίνιος, από τη συμβολή των Ξανθοπούλων που συνδέονται με
τον Νικηφόρο Χούμνο, κεφαλή της Θεσσαλονίκης και που ιδιαίτερα γίνεται
γνωστός ο κύκλος αυτός στις κατοπινές γενιές, χάρη στο έργο των
νομομαθών, του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου και του Ματθαίου Βλαστάρη. Τα
συγγράμματα τους, το Σύνταγμα του Βλαστάρη και κυρίως η Εξάβιβλος
του Αρμενόπουλου, σημάδεψαν τη δι-καιοταξία των βαλκανικών, ιδιαίτερα
των παραδουνάβιων χωρών και της ελεύθερης Ελλάδας και ίσως της Ρωσίας,
ως σχεδόν στα Χρόνια μας.
Συνοπτικά
θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι η πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της
Μακεδονίας στα χρόνια των Παλαιολόγων χαρακτηρίζεται από ένα
κοσμοπολίτικο ρεύμα που ανδρώνεται με τη διεθνοποίηση της αθωνιτικής
κοινότητας, αλλά και χάρη στα καλλιτεχνικά εργαστήρια της περιοχής
(λαμπρά μνημεία της εργασίας τους βρίσκονται στην Καστοριά) αντιπρόσωποι
τους περιοδεύουν στον βαλκανικό και σλαβικό ευρύτερο χώρο, αφήνοντας
περίλαμπρα δείγματα της εργασίας τους, όπως, π.χ., τα μνημεία της
Σερβίας: ενδεικτικά αναφέρω τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτίσματα,
Studenica, Sopocani, Gracanica, βαθύτατα επηρεασμένα, κατά τους ίδιους
τους Σέρβους μελετητές, από την τέχνη και την αρχιτεκτονική της
Θεσσαλονίκης. Είναι αυτονόητο ότι η καλλιτεχνική αυτή ακμή είναι
συνακόλουθη οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, πράγμα που σημαδεύει
μιαν άλλη πτυχή της ιστορίας της Μακεδονίας κατά την παλαιολόγεια
περίοδο.
Η
δραστηριοποίηση της διεθνούς αγοράς και του διαμετακομιστικού εμπορίου
στα χρόνια των Παλαιολόγων είχε άμεσο αντίκτυπο στα οικονομικά της
χώρας. Το άνοιγμα των Βαλκανίων κάνει τη Μακεδονία κέντρο των διά ξηράς
κυρίως ανταλλαγών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κίνηση των εμπορικών
λιμανιών -ιδιαίτερα βέβαια της Θεσσαλονίκης- έχει χάσει την παλιά αίγλη
και έχει υποστεί σημαντική μείωση. Αναφέρω ιδιαίτερα το διά ξηράς
εμπόριο με την Ιταλία και τα Βαλκάνια με προέκταση τις χώρες της
κεντρικής Ευρώπης και τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας,
γιατί στον τομέα αυτό ο ρόλος της Μακεδονίας, ως νευραλγικού οδικού
κόμβου, είναι στρατηγικός και σχεδόν μονοπωλιακός. Και αυτό ιδίως χάρη
στις σημαντικές οδικές αρτηρίες που διασχίζουν τη Μακεδονία· εννοώ τη
θέση: 1) της Εγνατίας οδού, σε σχέση με το εμπόριο των δαλματικών και
ιλλυρικών περιοχών [κυρίως με τη Ραγούσα αλλά και με την Ιταλία] μέσω
του στενού Βάρης-Αντιβάρης, 2) της διαγώνιας βαλκανικής οδού που ένωνε
το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη [γνωστή ήδη όπως είδαμε από τον
Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο], είναι αυτή που οδηγεί και στις χώρες της
κεντρικής Ευρώπης κυρίως σε Ουγγαρία και Μοράβια και τέλος 3) αναφέρομαι
στην οδό που παρακάμπτοντας την Κωνσταντινούπολη, από τη Θεσσαλονίκη
μέσω αυτής, οδηγεί στις χώρες του βόρειου και ανατολικού Ευξείνου Πόντου
και από εκεί βέβαια προς την Ασία. Είναι ακριβώς ο δρόμος των
παραδουνάβιων χωρών, των χωρών της χερσονήσου της Κριμαίας και της σύζευξης με την ελληνική αυτοκρατορία της Τραπεζούντας,
που στα χρόνια των Παλαιολόγων, αποτελεί, όπως είναι γνωστό, κόμβο του
οδικού δικτύου του δρόμου της μετάξης. Ας προσθέσω τέλος ότι ο δρόμος
αυτός είναι επίσης η αρτηρία του δουλεμπορίου της εποχής – τα κείμενα
δεν παύουν να μιλούν για τις Κιρκασιανές σκλάβες και την ομορφιά τους,
κατακλύζουν τις δουλεμπορικές αγορές της Ευρώπης όπου φθάνουν επίσης και
οδικώς. Η θαλάσσια διεθνής μετακίνηση εξυπηρετεί το δουλεμπόριο του
Ευξείνου Πόντου, αλλά και το εμπόριο της μετάξης και των πολύτιμων τότε
και σπάνιων μπαχαρικών.
Έτσι
η Μακεδονία, με αναφορά πάντα τη Θεσσαλονίκη και το λιμάνι της, βάζει
τον βυζαντινό κόσμο της εποχής σε επαφή με την καθολική και τη σλαβική
Ευρώπη, με τους Μογγόλους και τους Κουμάνους των παραδουνάβιων και των
ποντιακών περιοχών, αλλά και με τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής [τα
απομεινάρια της χριστιανικής Μικρασίας, όπως, π.χ., τη Φιλαδέλφεια και
τη Σμύρνη] και με τον μουσουλμανικό κόσμο της Μεσογείου [Τουρκομάνους
και Μαμελούκους]. Είναι γνωστό ότι το δουλεμπόριο των βαλκανικών
ηπειρωτικών δρόμων κατέληγε στην Καλλίπολη, αλλά και στη Θεσσαλονίκη,
όπου και διασταυρωνόταν με το δουλεμπόριο των ναυτικών δρόμων που είχε
ως αφετηρία τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως της Κριμαίας, με
κόμβο νευραλγικό τον Κάφα και την Τάνα και για προορισμό την Αίγυπτο,
ίσως και τη Δύση. Ξέρουμε ότι οι Βενετοί προμήθευαν χειρωνακτική δύναμη
στις αποικιακές εγκαταστάσεις τους [μεταξύ άλλων στην Κρήτη] χάρη στο
δουλεμπόριο, και αυτό παρά τη σχετική παπική απαγόρευση, την οποία
συνεχώς καταπατούσαν, για αυτό άλλωστε και συνεχώς επαναλαμβάνεται.
Είναι αλήθεια ότι Γένοβα και Βενετία απαντούσαν στις παπικές νουθεσίες
με το επιχείρημα-πρόσχημα ότι τα δουλικά σώματα του «tractus»>, του
δουλικού δρομολογίου δηλαδή [Τάρταροι – Καυκάσιοι – Κουμά-νοι], δεν ήταν
χριστιανοί, όπως άλλωστε το διαπίστωνε κάθε φορά η βεβαίωση του τοπικού
επισκόπου.
Εκτός
από το επικερδέστατο δουλεμπόριο που είχε μάλλον επεισοδιακά τις
μακεδόνικες πόλεις για σταθμό, στην περίοδο που εξετάζουμε, η
Θεσσαλονίκη αναφέρεται στα εμπορικά κείμενα της εποχής, και ιδιαίτερα
στην περίφημη Pratica delta mercatura του Pegolotti, έργο που
τοποθετείται στο δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα, με συχνότητα ίση, αν
όχι μεγαλύτερη, με αυτήν της Κωνσταντινούπολης. Η χρήση μέτρων, σταθμών
και νομισμάτων στις διάφορες αγορές του διεθνούς εμπορίου που αναφέρει η
Pratica δείχνουν τη Θεσσαλονίκη σε συναλλαγματικές και εμπορικές επαφές
με τον κόσμο του Ευξείνου Πόντου κα της Μεσογείου, ιδιαίτερα με τα
λιμάνια της Παλαιστίνης (το Acre), της Σικελίας, της Κύπρου (την
Αμμόχωστο-Famagusta), της Βενετίας, της Φλωρεντίας, της Πίζας, της Κάτω
Ιταλίας, την Puglia και την Μπαρλέττα, και βέβαια με τα λιμάνια της
Αδριατικής, μεταξύ άλλων την Αγκώνα. Ο κατάλογος αυτός συμπληρώνεται με
τις πληροφορίες που παρέχουν τα Acta Albaniae- αφορούν τις ιλλυρικές
περιοχές που βρίσκονται σε επαφή με τις μακεδόνικες πόλεις και βέβαια με
το Κότορο και τη Ραγούσα, χάρη κυρίως στο οδικό δίκτυο.
Από
τα κείμενα της εποχής διαφαίνεται καθαρά ότι η Θεσσαλονίκη μένει
αναμφισβήτητα το κατεξοχήν επίνειο του βαλκανικού κόσμου, και κατά πολύ
ελάσσονα κλίμακα ο Αίνος και η Χριστούπολις (Καβάλα), που μαζί με τα
μακεδονοθρακικά νησιά θεωρούνται ως υποχρεωτικοί σταθμοί των εμπορικών
συναλλαγών της περιοχής, τόσο των διαβαλκανικών όσο και των διεθνών.
Τα αποικιακά κράτη της εποχής, κυρίως η Βενετία, αντιπροσωπεύονται
θεσμικά από τους βάιλους και κονσούλους τους στη μακεδόνικη πρωτεύουσα. Η
παρουσία των εμπόρων των ιταλικών δημοκρατιών, με τις επακόλουθες
παραιτήσεις των βυζαντινών αρχών από τα φυσικά τους δικαιώματα και
προνόμια, έχει ως αποτέλεσμα πρώτα την προοδευτική πτώχευση του
ιθαγενούς στοιχείου και έπειτα την οικονομική υποδούλωση του, ως και τη
στέρηση της διοικητικής του ελευθερίας. Αυτό είναι το σχήμα που
ακολούθησαν οι βυζαντινοβενετικές σχέσεις. Στον χώρο της Μακεδονίας
κατέληξαν, όπως είναι γνωστό, στην αδιαφιλονίκητη εξυπηρέτηση των
συμφερόντων της Γαληνότατης και των υπηκόων της και μέσα σε αυτή τη
Θεσσαλονίκη, κυρίως μετά τις εμφύλιες διαταραχές που εγκαινιάζουν στα
μέσα του 14ου αιώνα την παρακμή, οικονομική, πνευματική και κοινωνική,
της μακεδόνικης μεγαλούπολης. Ο Θωμάς Μάγιστρος
στον λόγο του Περί Ομονοίας θα σημάνει τον κώδωνα του κινδύνου
καταγγέλλοντας την εθνική διχόνοια. Η μεταξύ Κατακουζηνού και
Παλαιολόγων διαμάχη θα προκαλέσει την ερήμωση της υπαίθρου και τον
αποδεκατισμό των ευγενών γενών συμπληρώνοντας το έργο της πανώλης, του
Μαύρου Θανάτου που μαστίζει τη χώρα την ίδια εποχή (1350)· η επανάσταση
των Ζηλωτών θα επιτείνει τον διχασμό που έτρεφαν οι ησυχαστικές έριδες,
γεγονότα που στη συνέχιση και συνοχή τους εξηγούν την παρακμή της
Θεσσαλονίκης και μαζί της όλης Μακεδονίας. Οι διανοούμενοι εγκαταλείπουν
σιγά σιγά την πόλη, κυρίως μετά τον θρίαμβο του ησυχασμού και της
ανθενωτικής μερίδας του Άθω. Η περιοχή περνά υπό τον έλεγχο νέων
κυριάρχων. Τους Σέρβους του Δουσάν διαδέχονται τα αλβανικά αφύλαρχα,
όπως λέει ο Κατακουζηνός, στίφη που κατακλύζουν τη δυτική Μακεδονία γύρω
στα 1350, οι Τούρκοι
τέλος, πότε στην υπηρεσία των Καταλάνων (στις αρχές του 14ου αιώνα) και
πότε ως σύμμαχοι του Κατακουζηνού και τελικά ως οργανωμένος στρατός του
Οθωμανικού εμιράτου της Βιθυνίας, καταστρέφουν και δηώνουν τη
μακεδόνικη ύπαιθρο, ώσπου να εγκαταστήσουν προοδευτικά την κυριαρχία
τους στις μακεδόνικες πόλεις και στην περιοχή. Η τουρκική κατάκτηση
καλύπτει την εικοσαετία μεταξύ 1371 και 1394. Στο 1387 τοποθετείται ίσως
μια πρώτη επιδρομή κατά της Θεσσαλονίκης -το πράγμα αμφισβητείται
ακόμη- αλλά είναι οπωσδήποτε βέβαιο ότι το τέλος του 14ου αιώνα σημαίνει
την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης στη μακεδόνικη ύπαιθρο.
Η
συνθήκη του Μανουήλ Β’ και του Σουλεϊμάν του 1403, που αφήνει τη
Θεσσαλονίκη και την περιοχή της στον βυζαντινό αυτοκράτορα, με όλες τις
επιπτώσεις στη διοίκηση, ενώ οι Τούρκοι εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται
φορολογικά την αγροτική περιοχή, η συνθήκη αυτή μαρτυρεί τη συρρίκνωση
των βυζαντινών δυνατοτήτων για μια αυτόνομη πολιτική. Ο εγκλωβισμός των
βυζαντινών μακεδόνικων αστικών και αθωνιτικών νησίδων μέσα στην
οθωμανική θάλασσα, που είχε πια κατακλύσει τη βυζαντινή Ευρώπη, δηλώνει
αδιάψευστα το τέλος κάθε προσπάθειας για ανεξάρτητη διαβίωση των
Βυζαντινών της Μακεδονίας. Σωστά ο Γ. Οστρογκόρσκι χαρακτηρίζει την
εποχή που εγκαινιάζει η βασιλεία του Μανουήλ Παλαιολόγου σαν απαρχή της
υποτέλειας των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους.
Είναι
αναμφισβήτητο ότι πρέπει να τοποθετήσουμε εδώ το τέλος κάθε
παλαιολόγειας ευρωπαϊκής πολιτικής και κάθε προσπάθειας για ελπιδοφόρα
ανασύνταξη των δυνάμεων στην κατακερματισμένη βυζαντινή Μακεδονία της
εποχής. Η Θεσσαλονίκη του τέλους του 14ου αιώνα, εξουθενωμένη από έριδες
και ατασθαλίες, με την τελευταία της ικμάδα εξαντλημένη από τα ιδιοτελή
συμφέροντα των ποικίλων ξένων, αλλά και των ιθαγενών κατοίκων της, θα
πέσει ύστερα από «πολυάνθρωπον φθοράν», όπως λέει ο συγγραφέας της
τελευταίας άλωσης της, ο Ιωάννης Αναγνώστης, στα χέρια των στρατιωτών
του Μουράτ Β’ το 1430. Μέσα στη βαθιά ταπείνωση και σκλαβιά που
εγκαινιάζει η χρονολογία αυτή θα περάσουν χρόνια ώσπου να ακουσθεί στη
μακεδόνικη γη το μήνυμα του λαϊκού τραγουδιού: «Τι
να σε κάνω σταυραϊτέ, τι να σ’ ομολογήσω… πήρε το κάστρο η Τουρκιά… και
τώρα φεύγω στα βουνά… να βγάλω αετόπουλα για να την πολεμήσω».
Ωστόσο,
γρήγορα η Θεσσαλονίκη λόγω της στρατηγικής θέσης της στα Βαλκάνια, που
αποτελούν νευραλγικό στόχο της οθωμανικής πολιτικής, έτυχε της
ιδιαίτερης μέριμνας των νέων κυρίων της. Εκτός από την αναζωογόνηση των
συναλλαγών μέσω Εγνατίας, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ασφαλώς και την
αρτηρία που διέσχιζε κάθετα τα Βαλκάνια και ένωνε τη Θεσσαλονίκη με το Βελιγράδι, και προς ανατολή με τις παρευξείνιες και παρακαυκάσιες χώρες. Η αρτηρία αυτή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οδηγούσε σε Βουδαπέστη και Βιέννη, στόχο παντοτινό της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής και σταθμό της ελληνικής διασποράς προς Αυστρία και Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι κατά την περίοδο αυτή (18ος αιώνας) η
Θεσσαλονίκη με τους 80.000 περίπου κατοίκους της είναι πιο πολυάνθρωπη
και από αυτήν τη Βουδαπέστη, τη Λειψία και τη Δρέσδη και ότι χάρη στην
οικονομική άνθηση της, που οφείλεται σημαντικά και στην εγκατάσταση των Εβραίων
της Ισπανίας μετά το 1492, θεωρείται η οικονομική πρωτεύουσα της
οθωμανικής Ευρώπης, όπως ευστοχότατα την ονόμασε ο Ernest Labrousse.
Να
σημειώσουμε λοιπόν ως κατακλείδα ότι η κλεινή Θεσσαλονίκη είναι από τις
λίγες -αν όχι η μοναδική- από τις πόλεις του ελληνικού χώρου που
διατήρησαν αλώβητο ανά τους αιώνες τον αστικό τους χαρακτήρα και την
ελληνικότητα τους, παρά την έντονα κοσμοπολίτικη σύνθεση των κατοίκων
τους. Αυτήν την ελληνικότητα ήρθε να τονίσει και να δυναμώσει η
εγκατάσταση της μικρασιατικής προσφυγιάς στα 1922, στην προσφυγομάνα,
όπως έκτοτε ονομάστηκε η Θεσσαλονίκη. Αυτήν την ελληνικότητα που
εκφράζει ο ένδοξος μας βυζαντινισμός, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, διδάσκει
και τονίζει με τα πολύτιμα εκθέματα του το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
της πόλης, που βραβεύθηκε από την Ευρώπη, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο
αυτό ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης, κατά τον πάντοτε
εύστοχο ορισμό του Paul Valery, ως ελληνοτραφείσα, ως ρωμαϊκό
αυτοκρατορικό κέντρο και ως πρώτη εκχριστιανισθείσα από τον Απόστολο των
Εθνών. Αν προσθέσουμε τώρα και την επωνυμία «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»
που της έδωσαν οι Εβραίοι, θα έχουμε συγκεντρωμένα εδώ όλα τα στοιχεία
που χαρακτηρίζουν την Ευρώπη και τον πολιτισμό της ως σήμερα.[......]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου