Οι πολιτικές ιδέες του Νίκου Καζαντζάκη
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥΗ ιδεολογικο-πολιτική πορεία του Καζαντζάκη όπως αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κείμενό μου (Ο πολιτικός Καζαντζάκης μέσα από το έργο του Νίκου Πουλιόπουλου), ας μην θεωρηθεί ευθύγραμμη. Προφανώς ως αιώνιος ταξιδευτής στον κόσμο των ιδεών, γοητεύτηκε από τα πιο απίθανα κι αντιφατικά μεταξύ τους ρεύματα σκέψης της εποχής του. Φοιτητής ακόμη, μελετά συστηματικά την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την δυναμική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και ταυτόχρονα τις θεωρίες για τη βούληση της «ατομικής κυριαρχίας» που ισοδυναμούσε με τη «δύναμη της βίας» του Φρειδερίκου Νίτσε. Στο Παρίσι όπου πηγαίνει για μεταπτυχιακές σπουδές στην Σχολή Πολιτικών Επιστημών της Σορβόννης παρακολουθεί παράλληλα στο «Κολλέγιο της Γαλλίας» τα μαθήματα του Ανρύ Μπέρξον. Οι τρόποι που όλα αυτά, όπως και τόσα που ακολούθησαν, λειτουργούν στη διαμόρφωση του προσωπικού του ιδεολογικο-πολιτικού Credo, υπερβαίνουν προφανώς τα όρια αυτού του άρθρου. Αντιγράφουμε απλά από το αφιέρωμα στον συγγραφέα της Καινούργιας Εποχής (Φθινόπωρο 1958 σελ. 176) όπως το παραθέτει στον δεύτερο του τόμο ο Πουλιόπουλος ( σελ. 56) την γνώμη του γάλλου ακαδημαϊκού Andre Mirabel:
«Σημειώσαμε πολλές φιλοσοφικές θεωρίες που τον επηρέασαν. Τέτοιος εκλεκτικισμός αποδείχνει πως ο συγγραφέας δε στάθηκε ποτέ οπαδός μιας θεωρίας, μαθητής ενός φιλοσόφου. Η προσωπικότητά του είναι πάρα πολύ μεγάλη για να συμμορφώνεται διαρκώς σε αρχές ή σε δόγματα που άλλοι τα διατύπωσαν. Δεν είναι καθαυτό ορθόδοξος σε τίποτε, ούτε ως ‘μπερξονιστής’, ούτε ως ‘νιτσεϊστής’, ούτε ως ‘μαρξιστής’, ούτε ως ‘βουδιστής’. Εξ άλλου πώς να τον καθορίσουμε; Και γιατί να βάλουμε πείσμα να τον στρατολογήσουμε και να του επιβάλλουμε μια σημαία; Αξιοπαρατήρητη είναι η αιώνια ανάγκη ανησυχίας, πάλης στον Καζαντζάκη. Φαίνεται σαν να εξαντλεί όλες τις αγωνίες μιας θεωρίας σχετικά με το ανθρώπινο της περιεχόμενο, για να γυρίσει αμέσως προς μιαν άλλη, που του φέρνει καινούργιες αγωνίες. Αλλά ποτέ η προσχώρησή του δεν είναι οριστική, τυφλή. Ποτέ δεν εγκαταλείπει την ατομικότητά του».
Με βάση αυτήν την θέση ο Καζαντζάκης δεν ξεκινά από κάποια στενά εγωκεντρική θεώρηση, αλλά από αγωνία για την βαθύτερη ουσία της αέναης μάχης τ’ ανθρώπου για «λύτρωση» δηλαδή Ελευθερία και συγκροτεί την δική του φιλοσοφική και πολιτική θέση όπως αναδεικνύεται στα πολιτικά του κείμενα και καταθέτει ο Πουλιόπουλος για ένα «ελληνικό σοσιαλισμό ιδιόρρυθμο που είχε τις ρίζες του στην Μινωική και Αθηναϊκή Δημοκρατία του ‘άστεως’... προσαρμοσμένος στις ‘σύγχρονες ανάγκες κι ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου’ όπως ο ίδιος γράφει». Σύμφωνα με αυτή την θέση ο Καζαντζάκης μπορεί να μην είναι μαρξιστής ούτε κομμουνιστής -ως «μετακομουνισμό» ονομάτισε σε μια του συζήτηση την θέση του- αλλά ούτε συμπάθησε το αστικό καθεστώς, πολύ περισσότερο τον φασισμό -παρά την γοητεία που του άσκησε η σκηνική παρουσία του Μουσολίνι- και τον ιμπεριαλισμό. Παρέμεινε όμως πάντα και σταθερά Αριστερός, με έντονη την διαλεκτική σκέψη που θεμελίωσε ως «Νομοθέτης» και «Άρχων του καιρού μας» όπως χαρακτηρίζει τον Μαρξ, θεωρώντας όμως την επαγγελία του για αταξική κοινωνία «χίμαιρα που την παρουσίασε στις μάζες πραγματοποιήσιμη». Παρέμεινε σταθερά θαυμαστής της Ρώσικης Επανάστασης -χωρίς να παραγνωρίζει τις σκοτεινές πλευρές της πορείας της- και του Λένιν, χαρακτηρίζοντας τον «φως» που «Μπορείς να διαφωνείς για τα μέσα που μεταχειρίστηκε ή για το τελικό σημείο όπου θέλει να φτάσει, όμως και κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τη δύναμη της ψυχής, την ασκητική αγνότητα, την αλύγιστη τόλμη κι οξύτητα του μυαλού».
Με αυτές τις ιδεολογικό πολιτικές αποσκευές φτάνει για δεύτερη φορά στη «Ρουσία» του, ως προσκεκλημένος τώρα της Σοβιετικής Κυβέρνησης για τα 10χρονα της Επανάστασης στα 1927. Οι περιγραφές του είναι συγκλονιστικές και πάντα ανοιχτομάτες, διεισδυτικές και κριτικές. «Λέω την αλήθεια όπως την είδαν τα μάτια μου» αρχίζει την εισαγωγή του στο Ταξιδεύοντας Ρουσία. Αντιγράφουμε μία μόνο ενδεικτική σκηνή από την παρακολούθηση μαθήματος Κοινωνιολογίας στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας:
«Ο νεαρός καθηγητής... αναλύει με βεβαιότητα και σαφήνεια όλους τους οικονομικούς παράγοντες της αρχαίας ελληνικής εποχής κι αποδείχνει πως το χαμόγελο που έχουν οι Κόρες στην Ακρόπολη της Αθήνας οφείλεται σε οικονομικά αίτια. Οι ακροατές ορθόδοξοι μαρξιστές, δέχουνται την σοφήν εξήγηση αδίσταχτα και ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Εγώ χαμογέλασα. Κι ο νεαρός καθηγητής στράφηκε νευριασμένος.
- Γιατί χαμογελάτε;
- Σας βεβαιώνω, σύντροφε καθηγητή, αποκρίθηκα, το χαμόγελό μου δεν οφείλεται σε οικονομικά αίτια».
Εκεί στη Μόσχα, Νοέμβρη του ’27, γνωρίζεται με τον επίσης προσκεκλημένο στον εορτασμό Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, τον «Γκόργκι των Βαλκανίων» σύμφωνα με τον Ρομέν Ρολάν. Πήγε να τον ανταμώσει στο ξενοδοχείο που έμενε: «αληθινά χαιρόμουν που ’βλεπα ένα ‘άνθρωπο’. Είχα νικήσει τη δυσπιστία που με κυριεύει κάθε που πρόκειται να κάμω μια καινούργια γνωριμία και πήγαινα σε τούτον... όλος εμπιστοσύνη. Κείτουνταν στο κρεβάτι άρρωστος, κι ως με είδε, ανασηκώθηκε, τινάχτηκε απάνω και φώναξε χαρούμενα ελληνικά: Μωρέ, καλώς όρισες! Καλώς όρισες μωρέ! Η πρώτη επαφή, η κρίσιμη, ήταν εγκάρδια... Μου ’χαν πει πως είσαι , μυστικοπαθής. Μα εσύ βλέπω τα ’χεις τετρακόσια και δεν χορταίνεις με φρέσκο αγέρα. Αυτό θα πει μυστικοπαθής, ε; Ξέρω κι εγώ; Λόγια! Λόγια! Τον κακό τους τον καιρό! Δώσε μου το χέρι σου! Σμίξαμε τα χέρια γελώντας...», και τους έδεσε μια βαθιά φιλία, όπως φανερώνεται ανάμεσα στα άλλα με άρθρο του Καζαντζάκη για τον Ιστράτι στην εφ. Πρωία της 31ης Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, για να ακολουθήσει τον Ιούλιο του 1928 αντίστοιχα εγκωμιαστικό άρθρο για τον Καζαντζάκη του Ιστράτι στη Le Monde. Άρθρο που τον έκανε γνωστό στο γαλλικό κοινό.
Εντωμεταξύ οι δυο νέοι φίλοι φτάνουν μαζί στην Αθήνα, με πρόσκληση μάλιστα του Ελεύθερου Βήματος, όπου με πρωτοβουλία του Εκπαιδευτικού Ομίλου και του Προέδρου του Δημήτρη Γληνού καλούνται στις 11 Ιανουαρίου σε ανοιχτή εκδήλωση στο θέατρο «Αλάμπρα» να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους από την κομμουνιστική Ρωσία. Η συμμετοχή φοιτητών, σύμφωνα με τον τότε ενεργό φοιτητή Νίκολας Κάλας, ήταν συγκλονιστικά εντυπωσιακή και μαχητική. «Πατείς με πατώ έτρεξε ο κόσμος, γέμισαν φίσκα οι διάδρομοι και κρέμονταν σαν τσαμπιά από τα θεωρία να ακούσουν τους ομιλητές... Και τώρα θυμάμαι τον Ιστράτι με την βασανισμένη μορφή του να μιλάει... Τον άκουγα σαν υπνωτισμένος... Κι ένοιωσα τότε πως πέρα από τα βιβλία του Μαρξ και του Ένγκελς, αυτό που από καιρό συντάραζε την συνείδησή μου ήταν αυτή η ίδια η Οχτωβριανή Επανάσταση...», γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο ανεπανάληπτο εκείνο Τότε που Ζούσαμε. Την έντονη αυτή εντύπωση, που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων έζησαν αυτή την εκδήλωση, επιβεβαιώνει στο τελευταίο γραφτό του Μακράς ζωής ενθυμήματα ο Εμμανουήλ Κριαράς, που θυμάται μετά τόσα χρόνια απίστευτες λεπτομέρειες, όπως ότι ο Ιστράτι μίλησε γαλλικά με μεταφραστή τον τότε φοιτητή Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος σε μια στιγμή, όπως στέκονταν κοντά στο υποβολείο της σκηνής, κάποιο σανίδι υποχώρησε και έπεσε στο υπόγειο, ευτυχώς χωρίς συνέπειες. Θυμάται επίσης τις αντιδράσεις του ακροατηρίου όταν ο Γληνός παρουσιάζοντας τον Ιστράτι τον αποκάλεσε «κύριο» και το ακροατήριο απαίτησε να τον προσφωνεί «σύντροφο». Και από την ομιλία του Καζαντζάκη ότι «η Ρουσία προχωρούσε μπροστά με την δράση του Στάλιν και την αντίδραση του Τρότσκι», σημειώνοντας «η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν είχε φτάσει στο κατακόρυφο», για να κλείσει την ομιλία του με το «να ευημερεί η Ρουσία, η μόνη ελπίδα της γης», ενώ μας πληροφορεί επίσης ότι η συγκέντρωση εξελίχθηκε σε διαδήλωση και συγκρούσεις με την Αστυνομία. Ο Ριζοσπάστης της άλλης μέρας χαρακτηρίζει την συγκέντρωση ως «Επαναστατικό χαιρετισμό για την Σοβιετική Ρωσία».
Μα το κράτος -αυτός ο πάντα άγρυπνος φρουρός της αστικής τάξης- δεν έμεινε αδιάφορο μπροστά σε όλα αυτά. Από την μια απέλασε αμέσως τον Ιστράτι, από την άλλη η Εισαγγελία άσκησε δίωξη και στους τρεις ομιλητές. Μετά δυο αναβολές η δίκη έγινε την 1η Ιουνίου 1928. Στο εδώλιο κάθισε μόνο ο Γληνός γιατί εντωμεταξύ είχε φύγει από την Ελλάδα ο Καζαντζάκης, ο οποίος όμως με γράμματα προς το δικαστήριο, αφού τάχθηκε αλληλέγγυος με τους συγκατηγορουμένους του, τόνιζε «ως οπαδός του Μπαμπέφ πιστεύω απολύτως εις τον αγώνα της εργατικής τάξεως, η νίκη της οποίας θα έχει ως αποτέλεσμα την επικράτησιν μιας νέας ηθικής και πνευματικής τάξεως». Με συνήγορο τον Αλέξανδρο Σβώλο και μάρτυρες υπεράσπισης μια σειρά πανεπιστημιακούς καθηγητές -αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη φορά που καθηγητές του Πανεπιστημίου παίρνουν ανοικτά θέση εναντίον της αντικομουνιστικής ρητορείας της εποχής- και βαρύ πυροβολικό της, τον Αλ. Παπαναστασίου, η δίκη οδηγήθηκε σε αθώωση των κατηγορουμένων.
Εντωμεταξύ ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι έχουν από τον Απρίλη ξαναφύγει για την Ρωσία. Τούτο το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο «γυρίζοντας από το Μινσκ έως το Βλαδιβοστόκ κι από το Μούρμανσκ έως την Μπουχάρα και το Εσμιατζίν» γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του Ταξιδεύοντας. Στο διάστημα αυτό γράφει άρθρα στην Πράβντα για τις κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα, καθώς και σενάριο ταινίας για τον Λένιν, ενώ δημοσιεύει στην Αθήνα σειρά άρθρων με τίτλο Ακολουθώντας το Κόκκινο Αστέρι. Ανταμώνει με τον Γκόργκι και γνωρίζεται με τον Βίκτορ Σερζ που έχει ήδη διαγραφεί από το κόμμα ως μέλος της «Ενωμένης Αντιπολίτευσης». Η δίωξη και φυλάκιση του οποίου ως Τροτσκιστή γίνεται αφορμή να τσακωθεί με τον Ιστράτι που νοιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί δημόσια τον διωκόμενο Σερζ, με αποτέλεσμα να απελαθεί από την Ρωσία... «ως όργανο της παγκόσμιας αντισοβιετικής συνωμοσίας». Περιττό βέβαια να πούμε ότι γι’ αυτή την απέλαση ο Ριζοσπάστης δεν έγραψε ούτε μια αράδα...
Την ίδια περίοδο με την Ασκητική του (1930) θεμελιώνει την όλη του κοσμοθεωρία και την προσγειώνει στην πράξη. Τονίζοντας:
«Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια παράταξη άνθρωποι, ριψοκιντύνεβαν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης. Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί - και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα. Σήμερα ο θεός είναι αργάτης αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή και την πείνα».
Και προφανώς έρχεται για πρώτη αλλά όχι και τελευταία φορά σε σύγκρουσή με την Εκκλησία.
Τα χρόνια κυλάνε με ταξίδια στην Κίνα, στην Ιαπωνία, ως πολεμικός ανταποκριτής της Καθημερινής στον Ισπανικό Εμφύλιο, και έντονη συγγραφική δημιουργία. Η κήρυξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, του «μεγάλου μακελειού» όπως τον ονόμαζε, τον βρίσκει στην Αγγλία, η Κατοχή, στο σπίτι του στην Αίγινα που έφτιαξε με τα χρήματα που κέρδισε από την βράβευση ενός βιβλίου του για την Τρίτη Δημοτικού στα 1934. Εκεί, απομονωμένος, με τις στρατιωτικές αρχές κατοχής και κυρίως τις ελληνικές δοσιλογικές να του απαγορεύουν να φύγει από το νησί, με τα βιβλία του ήδη απαγορευμένα από το Γ’ Ράιχ και αρνούμενος να μιλήσει σε όλη την διάρκειά της κατοχής έστω και μία λέξη στα γερμανικά. Από εκεί γράφει στον Πρεβελάκη στα 1941:
«Ξεχείλισε η καρδιά μου. Λαχτάρισα μια πράξη θετική που να επεμβαίνει άμεσα στην ελληνική τούτη ζωή, που την έχουμε παρατήσει άκαρδα και άναντρα στους άτιμους και στους ηλίθιους. Εγώ πήρα οριστικά την απόφαση ν’ αφήσω για μερικά χρόνια τα γραψίματα και να βοηθήσω, όσο μπορώ, στην κρίσιμη τούτη στιγμή τη ράτσα μας».
Αλλά γι’ αυτήν την άμεση εμπλοκή του στην πολιτική, το αντιαποικιακό κίνημα, τον φάκελό του στην Ασφάλεια, την πολεμική εναντίον του της εκκλησίας και του κράτους της εθνικοφροσύνης, και τόσα ακόμη, θα επανέλθουμε την επόμενη Κυριακή με το τρίτο και τελευταίο κείμενο αυτής της σειράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου