Γιάννης Ευσταθιάδης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα
το 1946. Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και,
με το ψευδώνυμο «Απίκιος», γαστρονομικά κείμενα. Το 2012 τιμήθηκε με το
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, καθώς και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας
Αθηνών, για το σύνολο του δοκιμιακού του έργου (μουσικά και λογοτεχνικά
δοκίμια). Παράλληλα, διετέλεσε μουσικός παραγωγός του Γ΄ Προγράμματος
της ΕΡΤ.
Το Κλεινόν, με υπότιτλο μυθιστορίες για την Αθήνα, είναι το
πρόσφατο βιβλίο σας στο οποίο καταγράφετε την ιστορία της Αθήνας μέσα
από φανταστικές καταθέσεις 30 προσώπων. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια;
Το βιβλίο προέκυψε από σύμπτωση. Το προκάλεσε
άθελά του ο σημαντικός Ντέιβιντ Κόνολι, όταν σε μια συνάντησή μας με
ρώτησε αν είχα κάποιο κείμενο για την Αθήνα – για μια αγγλόφωνη
ανθολογία που ετοιμαζόταν να κάνει για την πόλη. Του απάντησα όχι, αφού
όλη η συγγραφική μου δραστηριότητα επικεντρώνεται κυρίως στον χρόνο και
όχι στον χώρο. Εντούτοις, το ερώτημά του ήταν για μένα μια έμμεση
παραγγελία και προκάλεσε εντέλει αυτό το βιβλίο. Θέλησα να συνθέσω ένα
πολυφωνικό ντοκουμέντο για την Αθήνα και επέλεξα φανταστικές μαρτυρίες
επωνύμων (και κάποιων ανωνύμων) για την πόλη. Επέλεξα ανθρώπους με
διαφορετικές ιδιότητες (πολιτικούς, συγγραφείς, αρχιτέκτονες,
επιστήμονες, αθλητές κλπ.), ώστε να έχω μια πολυπρισματική σύνθεση.
Έβαλα να μιλούν ο Παλαμάς, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Πικιώνης, ο
Τσαρούχης, ο Αιγινήτης, η Ελένη Παπαδάκη, αλλά και ο Χατζηχρήστος, ο
Τσελεμεντές, ο Λινοξυλάκης, η Ζωζώ Νταλμάς. Τριάντα γνωστά πρόσωπα,
τριάντα διαφορετικές οπτικές (αλλά και εποχές) της Αθήνας.
Απαραίτητη διευκρίνιση: μολονότι οι μαρτυρίες
είναι φανταστικές, ακόμα και με στοιχεία παραλόγου –κάποιοι περιγράφουν
και τον θάνατό τους ή μιλούν μετά από αυτόν–, όλα τα παρατιθέμενα
στοιχεία (χρονολογίες, συμβάντα, βιογραφικές λεπτομέρειες) είναι
πραγματικά και διασταυρωμένα.
Το να μιλάτε εξ ονόματος των ηρώων σας
προϋποθέτει μελέτη των προσωπικοτήτων τους, αλλά και βαθιά
ενσυναίσθηση. Πόσο γοητευτικό αλλά και πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί αυτό;
Το βιβλίο αυτό διαφέρει από τα περισσότερα
προηγούμενά μου, τα οποία εσωστρεφώς κινούνται γύρω από τον μικρόκοσμο
του συγγραφέα. Εδώ η αφήγηση ανήκει σε τρίτους, και ο συγγραφέας, ως
αόρατος ηχολήπτης, την καταγράφει. Βέβαια, σε πολλά εμφιλοχωρεί και η
μεροληψία της δικής μου μνήμης, κυρίως της παιδικής. Κατά βάση, οι
αναμνήσεις είναι οι δικές μου, άρα δίνουν στο βιβλίο αυτοβιογραφικό
χαρακτήρα, καθώς βάζω στα χείλη άλλων τις δικές μου εμπειρίες. Γι’ αυτό
τα κείμενα των αφηγητών δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά. Είναι σκόπιμα
ανακατεμένα, όπως συχνά ανακατεύονται οι αναμνήσεις. Υπάρχει μόνο ένας
σαφής συμβολισμός: το πρώτο κείμενο (μαία) είναι η γέννηση, το τελευταίο
(Χαλεπάς) ο θάνατος.
Όπως σε κάθε φωτογραφία προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα συναισθήματα πίσω απ’ τα πρόσωπα, έτσι κι εδώ καταλήγω πως είναι ένα ανέμελο χαρούμενο αγοράκι. Μην περιμένετε να σας πω «νοσταλγώ». Η νοσταλγία είναι άγνωστο συναίσθημα για μένα, απουσιάζει και απ’ όλα τα γραπτά μου. Προτιμώ απλώς τη μνήμη.
Έχοντας μνήμες από την Αθήνα του 1950, ποιο είναι το στοιχείο που στο πέρασμα των δεκαετιών που μεσολάβησαν θεωρείτε ότι την αδικεί;
Νομίζω πως η μεγαλύτερη «αδικία» είναι ο
οικοδομικός μετασχηματισμός – αποφεύγω τη λέξη καταστροφή. Το λέει
εύγλωττα, θαρρώ, στο βιβλίο ο αρχιτέκτονας Κώστας Κιτσίκης: «Ξεφύτρωσαν
πολυκατοικίες, ομοιόχρωμα κουτιά κενά περιεχομένου και αισθητικής,
ασύμμετρα κατασκευάσματα, βαρετά στην όραση, πληκτικά στην κατοίκηση,
στέγασαν τη νεόπλουτη τάξη των Αθηναίων που συνέρρεε».
Και το «γιατί» το εξηγεί πειστικά ο Κώστας
Χατζηχρήστος, συμπληρώνοντας: «Ακόμα κι αν οι παλιές ταινίες μας δεν
είναι καλές, η Αθήνα σ’ αυτές είναι πιο όμορφη, μια συνετή και ανθρώπινη
πόλη».
Και τι πιστεύετε ότι καλώς δεν υπάρχει σήμερα;
Μολονότι θα μπορούσα να παραθέσω κάποια, δυσκολεύομαι να συντάξω το «δεν υπάρχει» με το «καλώς».
Ποιο είναι το συναίσθημά σας όταν
κοιτάζετε τη φωτογραφία σας στο παιδικό ποδήλατο να βρίσκεται πια ως
εξώφυλλο στο δικό σας βιβλίο;
Περιέργεια και αμηχανία. Προσπαθώ να μαντέψω
αν αυτός ο μικρός είμαι εγώ. Όπως σε κάθε φωτογραφία προσπαθώ να
αποκρυπτογραφήσω τα συναισθήματα πίσω απ’ τα πρόσωπα, έτσι κι εδώ
καταλήγω πως είναι ένα ανέμελο χαρούμενο αγοράκι. Μην περιμένετε να σας
πω «νοσταλγώ». Η νοσταλγία είναι άγνωστο συναίσθημα για μένα, απουσιάζει
και απ’ όλα τα γραπτά μου. Προτιμώ απλώς τη μνήμη. Εκείνο που θα
μπορούσα να προσθέσω είναι η φράση της νοσοκόμας, στο πρώτο κείμενο του
βιβλίου, για το πλήθος των ηλικιωμένων που συγκεντρώνονται «μόνο με την
άηχη απορία στα μάτια, για το πόσο γρήγορα μεγάλωσαν».
Αθηναιογράφημα χαρακτήρισα αυθόρμητα
το βιβλίο σας, με έντονο το προσωπικό στοιχείο του συγγραφέα, σαν ένα
λεύκωμα προσωπικοτήτων που σας επηρέασαν από γεννήσεως. Πόσο συμφωνείτε με αυτό;
Κατά μια έννοια, ναι. Κατ’ άλλη θα έλεγα ανθρωπογράφημα, γιατί τι θα ήταν μια πόλη χωρίς τους ανθρώπους της;
Μια πόλη που αγαπώ, χωρίς βάσιμο λόγο. Αν αυτό δείχνει λίγο, να θυμίσω ότι ο Georges Braque είναι εκείνος που έχει πει: «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε χωρίς βάσιμο λόγο».
Η ανάγνωση του βιβλίου προκαλεί και προσκαλεί να γνωρίσει κάποιος την Αθήνα, ακόμα κι αν δε ζεις μόνιμα εκεί. Ήταν πρόθεσή σας όταν το γράφατε;
Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ, όπως λένε στις έρευνες. Αυτό δεν ήταν πρόθεσή μου. Αν το βιβλίο το πετυχαίνει, τόσο το καλύτερο.
H συγκατοίκηση δεν σημαίνει το λίγο
στην καλαισθησία και στο γούστο. Όσο περισσότερο μαζί, τόσο περισσότερο
χρειαζόμαστε την ομοφωνία της ομορφιάς, λέει διά της συγγραφικής σας
πένας ένας εκ των φιλοξενουμένων του βιβλίου σας, ο αρχιτέκτονας. Στη
σημερινή πρωτεύουσα, με την εισροή τόσων εσωτερικών και αλλοδαπών
μεταναστών, πόσο θεωρείτε ότι είναι εφικτό;
Δεν θεωρώ ότι η αισθητική ομοιομορφία
προϋποθέτει την όμοια μορφή των ανθρώπων. Άλλωστε, αυτή η συνταύτιση
–κοινή πια σ’ όλη την Ευρώπη– προσθέτει τις πινελιές της σύγχρονης
πραγματικότητας και γοητευτικές αντιθέσεις. Να θυμίσω ότι στη μουσική η
«αντίστιξη», ακόμα και η «διαφωνία» (dissonance), παράγουν θαυμαστά
ακουστικά αποτελέσματα.
Στο βιβλίο παρατίθενται και αυτούσια
αποσπάσματα κειμένων λογοτεχνών που είναι Αθηναίοι ή περιγράφουν την
Αθήνα, κείμενα που «συνομιλούν» με τα κείμενα των ηρώων σας...
Ναι, λειτουργούν ως πρελούδια που εισάγουν στον χώρο και τον χρόνο.
Με λίγα λόγια, τι σημαίνει η Αθήνα για εσάς, κύριε Ευσταθιάδη;
Μια πόλη που αγαπώ, χωρίς βάσιμο λόγο. Αν αυτό
δείχνει λίγο, να θυμίσω ότι ο Georges Braque είναι εκείνος που έχει
πει: «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε χωρίς βάσιμο λόγο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου