Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2017

 

"Τα πτερόεντα δώρα"

 

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου  Παπαδιαμάντη

Ξένος του κόσμου και της σαρκός, κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη, συστείλας τας πτέρυγας όπως τας κρύπτῃ, θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια δια να φιλεύσῃ τους κατοίκους τής πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.
Εκράτει εἰς την χείρα εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις, και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία Ταταρία δώρα ήθελε να μεταδωσῃ εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.
Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός, και ήκουσε τα δύο τεκνία να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του, και έφυγε τρέχων εκείθεν.

Επῆγεν εις τηην καλύβην πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την εσπέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν᾿ αποκοιμίσῃ με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της· αὐτή τον ύβρισε νευρική με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη, και μετ᾿ ολίγον οι δύο επλάγιασαν χωρίς να κάμουν την προσευχήν των, και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος.
Ανέβη εις μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεῖ πολλά δωμάτια με τραπέζας, κ᾿ επάνω των έκυπτον άνθρωποι μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτία. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Αγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του δια να μη βλέπῃ κ᾿ έφυγε δρομαίος.
Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς, και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδε ν᾿ ασχημονούν, και τινάς ήκουσε να βλασφημούν τον Ἁι-Βασίλην ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγας τα ωτα, δια να μην ακούῃ, και ἀαντιπαρῆλθεν.
Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς, και ο Άγγελος δια να παρηγορηθῇ, εισῆλθεν εις μίαν εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον της θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας· και εις το βάθος, αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφοροῦντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!
Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επῆρε τα πτερόεντα δώρα του ― το άστρον το προωρισμένον να λάμπῃ εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν δια να δροσίζῃ τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλῃ εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας, και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.
( Εφημερίδα Αλήθεια, 1 Ιανουαρίου 1907)

Δεν υπάρχουν σχόλια: