Η πρωθυπουργός της Πολωνίας Μπεάτα Σίντλο και δεκάδες επιζώντες του Άουσβιτς απέτισαν φόρο τιμής σήμερα στα θύματα του Ολοκαυτώματος, 72 χρόνια μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης κατά την εκπνοή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Την ώρα που ο αντισημιτισμός στην Ευρώπη καταγράφει άνοδο, η Σίντλο δήλωσε ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους ότι αυτά που υπέστησαν τα θύματα αποτελούν «πληγή που δεν μπορεί να κλείσει ποτέ και που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί».
«Κανείς δεν καταλαβαίνει αυτό το μαρτύριο», είπε η Σίζλο. «Θέλω να στείλω ένα μήνυμα από αυτό εδώ το μέρος σήμερα, ότι αυτό που συνέβη σε αυτό το γερμανικό στρατόπεδο ήταν μοχθηρό. Και η μοχθηρία μπορεί να σταματήσει με το καλό. Η μνήμη και η αλήθεια είναι στην ευθύνη μας, είναι τα όπλα μας απέναντι στο κακό».
Τα ναζιστικά στρατεύματα έχτισαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς – Μπίρκεναου κοντά στην πόλη Όσβιετσιμ , περίπου 70 χλμ. από την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πολωνίας, την Κρακοβία.
Μεταξύ του 1940 και του 1945, το Άουσβιτς αποτελείτο από ένα σύμπλεγμα κτιρίων που χρησιμοποιούνταν ως στρατώνες, εργαστήρια, θάλαμοι αερίων και κρεματόρια.

Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως Ευρωπαίοι Εβραίοι, μπήκαν σε θαλάμους αερίων, σκοτώθηκαν από εκτελεστικά αποσπάσματα ή απαγχονίστηκαν, πέθαναν από αρρώστιες ή την πείνα, πριν ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός εισβάλει στις εγκαταστάσεις, στις αρχές του 1945 κατά την προώθησή του στο Βερολίνο.

Η συντηρητική κυβέρνηση της Σίντλο ανησυχεί ότι ο κόσμος θα ξεχάσει ότι το Άουσβιτς ήταν γερμανικό στρατόπεδο κι έχει ξεκινήσει καμπάνια για την κατάργηση της φράσης «πολωνικά στρατόπεδα θανάτου» που χρησιμοποιείται ευρέως από τα διεθνή μέσα.

Από τα έξι εκατομμύρια Εβραίων που πέθαναν κατά το Ολοκαύτωμα, οι μισοί περίπου ζούσαν στην Πολωνία.