Μαρία
Διήγημα του Γιάννη Παλαβού
[ Ένα χοιροτροφείο γίνεται παρανάλωμα του πυρός, ένα γουρουνάκι βαπτίζεται Μαρία κι ένας χασάπης αναπτύσσει αισθήματα συμπαθείας για τα ζώα. ]
Το τμήμα μας το λέμε σαλόνι. Γιατί το γουρούνι δεν μπορεί να πεθάνει έτσι, με τον μπαλτά. Το ζυγώνεις και καταλαβαίνει. Τότε αγχώνεται. Τσιρίζει, υποφέρει. Σαν να σφάζεις άνθρωπο είναι. Αλλά δεν απαγόρευσαν γι’ αυτό τα μαχαίρια οι κτηνίατροι. Απ’ το φόβο βγάζει υγρά το σώμα του, λένε. Τοξίνες. Το κρέας δεν τρώγεται μετά. Δηλητήριο.
Τα φορτηγά έρχονται δυο φορές τη βδομάδα. Κατεβάζουμε τα ζώα στο γρασίδι, τους φέρνουμε καλαμπόκι και σόγια. Τ’ αφήνουμε όλη μέρα να συνηθίσουν το χώρο. Την επομένη τα βάζουμε στη σειρά και τα βολτάρουμε στη φάρμα. Χαλαρώνουν. Κυλιούνται στο χορτάρι. Το άλλο πρωί, μόλις σκύψουν στη σκάφη να φάνε, περνάει ηλεκτρικό ρεύμα και πεθαίνουν ακαριαία. Μετά μαζεύουμε τα πτώματα και τα πάμε στο διπλανό κτήριο. Εκεί αναλαμβάνουν οι συνάδελφοι. Τα γδέρνουν, τα κομματιάζουν. Δεν ξέρω. Εγώ δουλεύω στο σαλόνι. Δουλειά μου είναι να ξεχνιούνται τα γουρούνια μέχρι να τα τινάξει το ρεύμα.
Μια Δευτέρα, ο οδηγός ήρθε με την καρότσα σχεδόν άδεια. «Αφήστε», λέει, «έπιασε φωτιά το χοιροτροφείο». Άναψε τσιγάρο: «Μύρισε μπέικον χιλιόμετρα». Τα παιδιά γέλασαν. «Αυτά πρόλαβα να φορτώσω. Είναι ένα χοιροτροφείο τρεις ώρες δρόμος. Από κει θα φέρνουμε τώρα». Πιάσαμε να κατεβάζουμε τα ζώα. Ήταν καμιά εικοσαριά. «Αλλά πρώτα πρέπει να συμφωνήσουν τ’ αφεντικά. Άλλη παρτίδα θα φέρω σε δέκα μέρες».
Το αυτοκίνητο έφυγε, εμείς σηκώσαμε τα μανίκια. Μαζέψαμε τα γουρούνια σε μια γωνιά. Ανάμεσά τους ήταν και μικρά. Στέκονταν και ρουφούσαν τις μύτες τους. Τα ’βγαλα στο γρασίδι, τ’ αμόλησα ως την περίφραξη. Ύστερα μας φώναξε ο προϊστάμενος. Είπε ότι θα κρατούσαμε τα ζώα ως την επόμενη παραλαβή. Μια που η άλλη φουρνιά θ’ αργούσε, τα παιδιά από δίπλα ζήτησαν άδεια. Κοίταξα τα γουρούνια. Τυχερά: δέκα μέρες.
Το ίδιο μεσημέρι μάς μάζεψε ο προσωπάρχης. Όσοι απ’ το σαλόνι ήθελαν, λέει, μπορούσαν κι αυτοί να λείψουν. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν. Εγώ δεν είχα λόγο να φύγω. Καταλήξαμε δυο άτομα. Θα μέναμε μέσα όλο το δεκαήμερο και θα παίρναμε την άδειά μας μετά. Τα γουρούνια χουζούρευαν. Απ’ το δεύτερο πρωί ήταν σαν στο σπίτι τους. Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Γεμίζαμε τις λεκάνες καλαμπόκι, αλλάζαμε νερά. Ο συνάδελφος τη μισή μέρα έβλεπε ματς. Είχε φέρει κι ένα ψυγειάκι με μπίρες. Έπινε κι άλλαζε κανάλια. Εγώ είχα βγάλει ένα σκαμπό και καθόμουν έξω. Οι μέρες ήταν όμορφες, ήλιος και αεράκι και το βουνό απέναντι πράσινο σαν πελώρια μέντα.
Ξεφύλλιζα ένα βιβλίο. Του ανιψιού μου, το ’χα βρει στο τζάκετ μου. Ήταν ένα χακί αμπέχονο. Ο μικρός το δανειζόταν πού και πού. Κάθε φορά που μου το γύριζε, στρίμωχνε κι ένα βιβλίο στην τσέπη. Tο εξώφυλλο έγραφε «Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ». Λιακάδα. Πιο κει τα γουρουνάκια έπαιζαν, πάλευαν. Πήγαινα με τη σκάφη γεμάτη φαΐ και πλάκωναν όπως τα περιστέρια στις πλατείες. Την τέταρτη μέρα πια τα ξεχώριζα. Ο συνάδελφος ούτε ξεμύτιζε. Τα ζώα τα φρόντιζα εγώ. Κάναμε βόλτες, εγώ μπροστά, αυτά πίσω μπούγιο να τσιρίζουν. Σχολική εκδρομή.
Ένα βράδυ τα ’κλεισα στο σπίτι τους για ύπνο. Ήταν ένα γουρουνάκι που δεν άκουγε. Με κοιτούσε. Τα ρουθούνια του υγρά. Το ’πιασα και το έβαλα μέσα. Το άλλο πρωί δεν έλεγε να βγει. Τάισα τα υπόλοιπα και τ’ άφησα να τρέχουν. Μπήκα και στάθηκα μπροστά του. Ήταν θηλυκό. Το ένα μάτι μαύρο, το άλλο γαλάζιο.
«Τι είναι;» το ρώτησα. «Δε θέλεις βόλτα;». Άπλωσα το χέρι μου. «Έλα».
Πλησίασε. Έβαλε το στόμα του στη χούφτα μου και την έγλειψε. Ήταν μικρό, μερικών μηνών. Το χάιδεψα. Και τότε μου ’ρθε να του δώσω ένα όνομα. Μου φάνηκε φυσικό. «Θα σε λέω Μαρία» είπα. Με κοίταξε κι έκανε «όινκ». Βγήκαμε στον ήλιο. Κάθισα στο σκαμπό κι άνοιξα το βιβλίο. Λες κι ήταν Κυριακή στον Εθνικό Κήπο. Είχαμε δώσει στα γουρούνια μια μπάλα. Μέσα ήταν κούφια, γεμάτη σιτάρι. Είχε τρύπες κι όπως την κυλούσες, οι σπόροι χύνονταν έξω. Τα γουρούνια την τσουλούσαν από δω κι από κει, ύστερα έπεφταν με τα μούτρα στο φαγητό. Είχαν δυο μέρες ζωής. Δίπλα μου η Μαρία στρογγυλοκαθόταν, μια μεγάλη ροζ γάτα.
Το επόμενο βράδυ στριφογυρνούσα στο κρεβάτι. Σκεφτόμουν τα ζώα που πέρασαν απ’ τα χέρια μου. Έχω κουβαλήσει χιλιάδες πτώματα στο σφαγείο. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι κάποια μπορούσα να τα σώσω. Στο κάτω κάτω, έλεγα, πεθαίνουν ήρεμα: δυο μέρες παιχνίδι, φαγητό, κι ύστερα σε μια στιγμή τέλος.
Όμως κατά τις τρεις ξύπνησα με ταχυπαλμίες. Τριγύρω ένα φως κίτρινο σαν κασέρι. Τράβηξα την κουρτίνα. Δεν είχε πανσέληνο, αλλά το φεγγάρι ήταν τόσο μεγάλο που έμοιαζε με κολοκύθα κρεμασμένη στο παράθυρο. Πιο πέρα ο συνάδελφος, στουπί, ροχάλιζε. Πέταξα το σεντόνι. Πήρα τα κλειδιά της πύλης, γέμισα μια σακούλα με μπίρες. Κατέβηκα στο σπιτάκι των γουρουνιών. Κοιμούνταν. Όλα εκτός από ένα. Τράβηξα το σύρτη, η Μαρία βγήκε. Έκλεισα και ξεκινήσαμε.
Η φάρμα είχε δύο εισόδους. Η μία έβγαζε στην εθνική, από κει που μας έρχονταν οι παραλαβές. Η άλλη οδηγούσε στο βουνό. Ανεβαίναμε μια ώρα. Βρήκαμε ένα ξέφωτο. Στο βάθος η πόλη λαμπύριζε. Ησυχία. Ακολουθούσα με το βλέμμα τη γραμμή του γαλαξία. Η Μαρία είχε ζαρώσει στα πόδια μου. Αιώνες πριν, χιλιετίες, πρόγονοί της, αγριογούρουνα με αρκουδίσιο τρίχωμα, κυνηγούσαν τις νύχτες, σκότωναν ερημίτες και ταξιδευτές σε βουνά σαν κι αυτό. Της χάιδευα το κεφάλι. Άνοιξα μια μπίρα. Έβγαλα απ’ το τζάκετ μου το βιβλίο. Σηκώθηκα, πάτησα σε μια κοτρόνα. Το φεγγάρι-κολοκύθα με σημάδευε σαν προβολέας. Διάβασα δυνατά:
Είν’ η ζωή παράξενο που φεύγει καραβάνι.
Που της θερίζει τη χαρά της μοίρας το δρεπάνι.
Η Μαρία είπε «όινκ».
Πες μου, γιατί να θλίβεστε και συλλογιέστε τ’ αύριο;
Κέρνα μας, κέρνα, κεραστή, κι η νύχτα μάς προκάνει.
Κατέβηκα, άνοιξα άλλο ένα κουτάκι. Τα μάτια της Μαρίας έμειναν όλη τη νύχτα ορθάνοιχτα, κοιτούσαν τον ορίζοντα. Όταν τέλειωσαν οι μπίρες, στο απέναντι βουνό ξημέρωνε. Σηκώθηκα, πήρα την κατηφόρα. Η Μαρία με ακολουθούσε.
Δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 2015, στο diablog.eu
Κείμενο: Γιάννης Παλαβός. Απόσπασμα με την ευγενική παραχώρηση του εκδότη από τη βραβευμένη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού «Αστείο», Εκδ. Νεφέλη 2012. Εικονογράφηση: Τάσος Ζαφειριάδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου