Γιάννης Τζανής*
Το
χρέος
Πρωτοχρονιά
2015
Σ’ όλου του κόσμου τα εγγόνια
Άγιε
Βασίλη, καλοκάγαθε παππούλη μου, που τριγυρίζεις στα αδιέξοδα και τις γωνιές
του ονείρου, στα «αμήν» της
προσευχής, σε περιμένουμε.
Λιμοί
και φέτος και σεισμοί, πλημμύρες και τυφλές εκρήξεις στο όνομα κάποιων θεών, ραγίζουνε
τη γη. Άνοιξε ο Άδης νέα στόματα. Από τη
Μεσοποταμία, τον παλιό παράδεισο, και την Ανατολή ως τον Βορρά οι ποταμοί
φούσκωσαν απ’ το μίσος και το αίμα κι απειλούν τον κόσμο…
Στη
γη των αγαλμάτων και των πρόσχαρων θεών, χρόνια
μαλώνουν για τη βασιλεία ο αέρας με τον ήλιο και λαβώνεται ο ουρανός,
στενεύει ο ορίζοντας και τα πουλιά δίχως φτερά και δίχως μεροκάματο πάγωσαν στο
σκοτάδι…
-Οι ερμηνευτές του Νόμου, εκατέρωθεν μαθητευόμενοι
προφήτες, διασκέπτονται (κατά παράταξη -ιδεολογία προς ευφημισμόν) ποιος θα
πετάξει πρώτος τις δοθείσες πλάκες με τις εντολές
-Θύμωσαν οι
τρεις μάγοι εκ Δυσμών και δεν αφίχθησαν. Κρατούν και τις
επιταγές με τα τριάκοντα αργύρια. Το φωτεινό αστέρι σκάλωσε στις διαπραγματεύσεις κι εγκατέλειψε
τη φάτνη.
-Οι ποιμένες κι
οι ταγοί μπερδεύτηκαν. Δεν ξέρουν ποιον να προσκυνήσουν. Έστησαν στο
εικονοστάσι τη φωτογραφία τους να σταυροκοπηθούν…
-Οι άγγελοι της
σωτηρίας ακονίζουν τις ρομφαίες. Οι μισοί κραυγάζουν «Ωσανά! Ερχόμαστε Μεσίες!..» και οι άλλοι «Μετά φόβου,
πίστεως και αγάπης προσέλθετε..»
-Στη φάτνη τα αρνία
περιμένουν να διαλέξουν το σφαγείο. Κρατάνε κοφτερό σταυρό και πού να τον
καρφώσουν; Οι τραπεζίτες κι οι κολυβιστές ζυγίζουν τοκοχρεολύσια, οι (λ)οίκοι
ύπουλοι καραδοκούν έξω απ’ το μαντρί και ο Ηρώδης, τοκογλύφος, άπληστος και
παγερός σαν τον Βορρά, ψάχνει τα νήπια στις φάτνες, στα υπόγεια, στις
διαβάσεις, στα στρατόπεδα της… ευσπλαχνίας.
-Η κόλαση
ξεχείλισε κι ανέβηκε στη θάλασσα. Ένα φλεγόμενο καμίνι όπου χοροπηδούν οι
πεντακόσιοι παίδες, δηλωμένοι και αδήλωτοι, προσμένοντας το θαύμα εξ ουρανού.
Και συ, Άγιε Βασίλη, με τους εβδομήντα πόνους στα ισχία και στη μέση, όρθιος
διασώστης στο κατάστρωμα. Τα χερουβείμ,
άπτερα και βουβά, ανέρχονται στον ουρανό δεμένα στο καλάθι του ελικοπτέρου. Τα
δάκρυα και τα φιλιά των συγγενών παγώνουν στα λιμάνια κι ο τελευταίος
απολογισμός της συμφοράς ακόμη είναι αγνοούμενος. Η Σκύλα και η Χάρυβδη πάντοτε
παίρνουν φόρο αίματος…
-Οι ζωντανοί
χάραξαν μια σκληρή γραμμή στη θάλασσα και άφησαν μια άγρια χαρά να πεταρίσει… Η
ζωή και το χαμόγελο έχουν βαθιές τις ρίζες. Είναι ακόμη πράσινα τα φύλλα της
καρδιάς και στα κλαδιά κάτω απ’ το χιόνι
εκατομμύρια όνειρα άρχισαν το μπουμπούκιασμα, τις φουσκοδενδριές… Νεόνυμφα τα
βήματα δειλά-δειλά κοιτάζουν τους θλιμμένους λόφους και τη μοναξιά του κάμπου
που προσμένουν τις ελιές, καμαρωτές και χρυσοπράσινες, θερμόαιμα και ζουμερά τα
θερμοκήπια και χαμογελαστά,
στρογγυλοπρόσωπα τα ηλιοτρόπια… Το όνειρο για να καρπίσει θέλει γη και
συνουσία, πάπλωμα χιονιού και ήλιο δίχως
καυσαέριο… Όποιος αέρας κι αν φυσήξει, ο ερωτικός Ωρίωνας κι ο πολικός αστέρας
του προσανατολισμού κρατούν γερά τη θέση τους. Χιλιάδες κεραυνοί καραδοκούν
τους αλαζονικούς Φαέθοντες που θα τολμήσουν με σκαμπανεβάσματα την εκτροπή του
ήλιου. Τα νεαρά, άνεργα επιφωνήματα, προσκολλημένα στο ισχνό βυζί μιας σύνταξης
φιλάσθενης, υψώθηκαν γροθιές και
φοβερίζουνε τα σύννεφα. Η ζωή έχει χιλιάδες μονοπάτια προς τη δημοσιά του
ουρανού, τη φωτεινή ομορφιά της γελαστής Σελήνης…
-Οι ανοιχτές
φωλιές μας κρύβουν χείλια για να μας γλυκομαλώνουν
και να μας κερνούν βύσσινο την
αγάπη, νιάτα για ν’ ακουμπήσουμε την
περηφάνια μας, αποδημητικά πουλιά για να μας φέρνουν τρεις φορές την Άνοιξη,
περιστεράκια να μας τραγουδούν τις λέξεις με κομμένα σύμφωνα, να κρύβονται πίσω
απ’ τις κουρτίνες στο παιχνίδι.
Άγιε Βασίλη, Οδυσσέα θαλασσοδαρμένε, γύρνα στην Ιθάκη σου
να διώξεις τους μνηστήρες, να στεγνώσεις το βρεγμένο όνειρο στη στερημένη
αγκαλιά της Πηνελόπης. Ύστερα ρίξε ένα βαρύ, μικρασιάτικο ζεϊμπέκικο, πέταξε
κάτω το ποτήρι για να σπάσει το κακό, κάνε μια ευχή για δεκαπέντε ευλογίες στον
καινούριο ενιαυτό, μια προσευχή για τ’ άστεγα σπουργίτια, τα καθηλωμένα μπράτσα
και πάρε το σακούλι του διανομέα εθελοντή, για να μοιράζεις το υστέρημα του
χρόνου και του γέλιου σου. Το χρέος κι η ζωή ποτέ δεν τελειώνουν. Κάποτε θα
περάσουν και τα δίσεκτα επτά μακρόσυρτα
φεγγάρια με την ολική τους έκλειψη. Τα θαύματα συχνά παραμονεύουνε στο τελευταίο δευτερόλεπτο της τελικής σιωπής. Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι
προς το χάραμα κι ο πιο ωραίος ήλιος φαίνεται τη χαραυγή με το πολύ το κρύο…
* .:BiblioNet : Τζανής, Γιάννης
* .:BiblioNet : Τζανής, Γιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου