Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2012

ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΑΡΝΕΖΗ  "ΜΙΚΡΕΣ ΑΤΙΜΙΕΣ" 
[Το βασικό προσόν του συγγραφέα είναι η αφηγηματική  του άνεση ,
που στηρίζεται στην περιγραφική του δεινότητα]
 Μιά κηδεία για πέτρες
1
Από τα χαράματα ο αέρας ήταν αποπνικτικός και αργότερα , λίγο πριν από το μεσημέρι, η σκύλα άρχισε να γαβγίζει χωρίς λόγο και δε σταμάτησε μέχρι που ο παπα-Γεράσιμος την πήρε με τις πέτρες. Δεν μπορούσε να φανταστεί εκείνη τη στιγμή πως το κακόμοιρο το ζώο προσπαθούσε απλά να τον προειδοποιήσει. Γιατί με το που έπλυνε το πιάτο του, έριξε τα αποφάγια στις κότες και κάθισε στη βεράντα να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα βουητό σαν ηχώ σε τεράστιο κάδο αντήχησε σε όλο το χωριό. Ο παπα-Γεράσιμος κοίταξε σαστισμένος το ποτήρι του να αναποδογυρίζει και το κόκκινο κρασί να χύνεται στο τραπέζι.
"Γαμώτο!" φώναξε. "Ήρθε η Δευτέρα Παρουσία".
Στα δέντρα τα κοράκια πέταξαν ξαφνικά σαν να είχε πέσει τουφεκιά. Λίγο πιο πέρα ένα κοπάδι πρόβατα μαζεύτηκαν κοντά κι άρχισαν να βελάζουν. Ο παπα-Γεράσιμος έκανε το σταυρό του. Η πρώτη δόνηση ήταν ανεπαίσθητη- σαν τις εκρήξεις του δυναμίτη που έφταναν στο χωριό από το λατομείο των φυλακών. Τα καλώδια του ηλεκτρικού άρχισαν να λικνίζονται και μες στο κλουβί το καναρίνι χτύπησε τα  φτερά του στα κάγκελα. Ένα σύννεφο πέρασε μπροστά από τον ήλιο κι έριξε για λίγο τη σκιά του πάνω στο ταπεινό σπίτι του παπα-Γεράσιμου, αυξάνοντας τον τρόμο του. Όταν η πόρτα της βεράντας έτριξε στους μεντεσέδες, ο παπάς ρίγησε, όπως τη φορά που είχε ακούσει το σφύριγμα του δαίμονα, στη διάρκεια ενός από τους αποτυχημένους εξορκισμούς του.
"Κύριε, ελέησόν με!" αναφώνησε κλαίγοντας κι έπιασε το σταυρό στο στήθος του, φέρνοντας στο νου τις ιερατικές του αποτυχίες. "Το λάθος δεν είναι δικό μου. Έκανα ό,τι μπορούσα. Αλλά αυτοί οι άπιστοι έχουν μουλαρίσιο κεφάλι".
Δεν είχε τελειώσει ακόμα την προσευχή του, όταν η βεράντα από μπετόν άρχισε να σείεται σαν θαλάσσια εξέδρα. Οι λαστιχένιες γαλότσες στη γωνία που ο παπάς φορούσε το χειμώνα, περπατώντας τα λίγα μέτρα από το σπίτι στην εκκλησία, άρχισαν να πηδούν πάνω-κάτω. Η λάμπα θυέλλης στον τοίχο αναποδογύρισε χύνοντας παραφίνη στο ξεφτισμένο του ράσο, αλλά τέτοιος ήταν ο τρόμος του που ο παπα-Γεράσιμος έμεινε ακίνητος.
Εκείνη τη στιγμή ο σεισμός σταμάτησε όσο απότομα είχε αρχίσει. Για λίγο, όλα ήταν ήσυχα, εκτός απ΄ το θόρυβο των κεραμιδιών που έσπαγαν πέφτοντας από τις στέγες. Τα πουλιά επέστρεψαν στα δέντρα, ενώ μέσα στο κλουβί το καναρίνι ζάρωσε στην κούνια του. Από κάθε κατεύθυνση, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στην πλατεία. μπροστά απ΄ την εκκλησία σαν κυνηγημένο κοπάδι. Μαζί τους κουβαλούσαν ό,τι αντικείμενα είχαν καταφέρει να περισώσουν από τα σπίτια τους: πιάτα από φτηνή πορσελάνη, ένα δίκαννο, ένα ρολόι τοίχου χωρίς κούκο στο ελατήριο, τα χρήματα κάτω απ΄το στρώμα, ένα ρώσικο σαμοβάρι που ακόμα άχνιζε.  Μια μελλόνυμφη κρατούσε το νοικιασμένο νυφικό της από τούλι, ο δήμαρχος τη μαντεμένια γραφομηχανή που αγόρασε με χρήματα του δήμου, ενώ κάποιος άλλος έσπρωχνε το κρεβάτι όπου ακόμα ήταν ξαπλωμένοι οι παππούδες του.
"Η μάχη του Αρμαγεδδώνος έχει αρχίσει!" φώναξε  όχι χωρίς κακία ο παπα-Γεράσιμος απ΄τη βεράντα, "Τώρα είναι πολύ αργά να μετανοήσετε".
Οι άνθρωποι τον κοίταξαν με ντροπή.
"Και μην πείτε ότι δε σας προειδοποίησα", πρόσθεσε.
Ο κόσμος ήταν ακόμα στην πλατεία, συζητώντας τι να κάνουν, όταν ο τρόμος επέστρεψε. Ο σεισμός ανακοίνωσε τη δεύτερή του επίθεση, χτυπώντας τις καμπάνες της εκκλησίας. Αν και το καμπαναριό κουνήθηκε σαν καλάμι, άντεξε τελικά την υπόγεια βία. Όμως, ο ευαίσθητος μηχανισμός του ρολογιού του καταστράφηκε και οι μεταλλικοί του δείκτες σταμάτησαν στην ώρα της δυστυχίας.
[.........................]
Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από πέτρες και ξύλα που έσπαγαν και στη συνέχεια σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης , απ΄όπου ξεπρόβαλαν τα κέρατα ενός αφηνιαμένου κοπαδιού βοδιών.
Οι άνθρωποι έτρεξαν να κρυφτούν στην εκκλησία του Αγίου Τιμοθέου. Μια οικογένεια Ιεχωβάδων που ο παπα-Γεράσιμος δεν άφησε να μπουν σκαρφάλωσαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν στα κυπαρίσσια της αυλής και προσευχήθηκαν με τα χέρια διπλωμένα στα πυκνά κλαδιά, καθώς τα βόδια περνούσαν με κατεύθυνση το άλλο άκρο του χωριού. Όταν το κοπάδι χάθηκε, ο παπα-Γεράσιμος κράτησε την ανάσα του και διαπίστωσε πως ο σεισμός είχε κοπάσει. Άνοιξε τις πόρτες της εκλησίας, κοίταξε αριστερά και δεξιά και αναστέναξε.
"Αυτός ο τόπος τραβάει τη συμφορά όπως η φλόγα την πεταλούδα".
Σελ.11-15

Δεν υπάρχουν σχόλια: