Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Μνήμη T. S . Eliot (O Michael Gough διαβάζει το ποίημα "The Love Song Of J. Alfred Prufrock"

Σαν Σήμερα

Nobel Prize® medal - registered trademark of the Nobel Foundation

The Nobel Prize in Literature 1948

Thomas Stearns Eliot

"for his outstanding, pioneer contribution to present-day poetry"

Thomas Stearns Eliot


Τόμας Στερνς Ελιοτ

(1888-1965)

Ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ

Για πολλούς ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν ο μεγαλύτερος αγγλόφωνος ποιητής του 20ού αιώνα. Μεγαλύτερος ακόμη και από τον Εζρα Πάουντ, τον άνθρωπο στον οποίο ο Ελιοτ αφιέρωσε το αριστούργημά του «Ερημη χώρα» αποκαλώντας τον «il miglior fabro» («ο καλύτερος τεχνίτης»). Θεωρείται ο ηγέτης του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Με την πειραματική προσέγγισή του στη στιχουργική αναζωογόνησε την αγγλοαμερικανική ποίηση και με τα κριτικά του δοκίμια τάραξε την ορθόδοξη σκέψη της εποχής του.
Γεννημένος το 1888 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, ο Τ. Σ. Ελιοτ δεν δέχθηκε την παραμικρή πίεση από την οικογένειά του να διαλέξει «πρακτική» σταδιοδρομία. Αντ' αυτού του προσφέρθηκε η δυνατότητα να λάβει βαθιά μόρφωση, φοιτώντας αρχικά στην Ακαδημία Smith του Σεντ Λούις, ύστερα στην Ακαδημία Milton της Μασαχουσέτης και τελικά στο Πανεπιστήμιο Harvard. Πήρε το πτυχίο του το 1909, ύστερα από τρία χρόνια αντί για τα συνήθη τέσσερα, και το 1910 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε διαλέξεις φιλοσοφίας. Από το 1911 ως το 1914, στο Harvard και πάλι, μελέτησε ινδική φιλοσοφία και σανσκριτικά. Και το 1914 γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον αμερικανό ποιητή Εζρα Πάουντ.
Το πρώτο σημαντικό ποίημα που δημοσίευσε ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν το «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Αλφρεντ Προύφροκ», στη συλλογή «Ο Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις» («Prufrock and Other Observations», 1917). Ο «Προύφροκ» θεωρείται η απαρχή της μοντέρνας ποίησης. Οπως και οι ρομαντικοί ποιητές πριν από αυτόν, ο Τ. Σ. Ελιοτ επεδίωκε να αναμορφώσει την ποιητική, να δημιουργήσει ένα είδος λόγου που θα μπορούσε να απαγγείλει ένας μορφωμένος άνθρωπος, δίχως να είναι ούτε «ούτε σχολαστικός ούτε χυδαίος». Το 1919 δημοσίευσε τη συλλογή «Ποιήματα» και ξεκίνησε να εργάζεται στην τράπεζα Lloyd's.
Το 1922 ο Τ. Σ. Ελιοτ δημοσίευσε την «Ερημη χώρα» («The Wasteland»). Μια περίπλοκη σύνθεση σε πέντε μέρη, η «Ερημη χώρα» πραγματεύεται την απελπισία και την παρακμή, την «αποσπασματική» ευαισθησία της αστικής ζωής του 20ού αιώνα. Ακόμη περισσότερο, ο Τ. Σ. Ελιοτ δημιούργησε μια, περισσότερο «άχρονη» παρά διαχρονική, διατριβή πάνω στη σύγκρουση του ηθικού μεγαλείου και του ηθικού «Κακού». Πολλοί θεωρούν ότι η «Ερημη χώρα» δεν είναι το μεγαλύτερο ποίημα που έγραψε ποτέ ο Τ. Σ. Ελιοτ. Είναι σίγουρα όμως το πιο γνωστό.
Πολύ σπάνια ο Τ. Σ. Ελιοτ μιλούσε για την προσωπική του ζωή. Το 1915 παντρεύτηκε τη Βίβιαν Χέι-Γουντ, η οποία προοδευτικά μετά το 1933 υπέφερε από ψυχική ασθένεια. Ο Τ. Σ. Ελιοτ έχει κατηγορηθεί πολύ τόσο για το ότι ήταν με κάποιο τρόπο υπεύθυνος για την αρρώστια της συζύγου του όσο και για το ότι δεν έκανε αρκετά για να της συμπαρασταθεί τον καιρό της δοκιμασίας της.
Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 ως τον θάνατό του, ο Τ. Σ. Ελιοτ εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων στον εκδοτικό οίκο Faber & Faber. Από αυτή τη θέση πρόσφερε απλόχερα την υποστήριξή του σε πολλούς νέους ποιητές.
Αλλα διάσημα έργα τού Τ. Σ. Ελιοτ είναι τα: «Οι μεταφυσικοί ποιητές» (δοκίμιο, 1921), «Τετάρτη των τεφρών» (ποιήματα, 1930), «Τέσσερα κουαρτέτα» (ποιήματα, 1943), «Κοκτέιλ πάρτι» (θεατρικό, 1949).
Το 1948 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας. Το 1957, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο της Βίβιαν, παντρεύτηκε τη Βάλερι Φλέτσερ, με την οποία έζησε ως το τέλος της ζωής του, το 1965.

Το ΒΗΜΑ, 02/06/2002
***

T.S. Eliot (1888–1965).
Prufrock and Other Observations. 1917.
1. The Love Song of J. Alfred Prufrock

S’io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma perciocche giammai di questo fondo
Non torno vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo.


LET us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherised upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats 5
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question … 10
Oh, do not ask, “What is it?”
Let us go and make our visit.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

The yellow fog that rubs its back upon the window-panes, 15
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked its tongue into the corners of the evening,
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap, 20
And seeing that it was a soft October night,
Curled once about the house, and fell asleep.

And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes; 25
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate; 30
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions,
And for a hundred visions and revisions,
Before the taking of a toast and tea.

In the room the women come and go 35
Talking of Michelangelo.

And indeed there will be time
To wonder, “Do I dare?” and, “Do I dare?”
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair— 40
[They will say: “How his hair is growing thin!”]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: “But how his arms and legs are thin!”]
Do I dare 45
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.

For I have known them all already, known them all:—
Have known the evenings, mornings, afternoons, 50
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?

And I have known the eyes already, known them all— 55
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways? 60
And how should I presume?

And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
It is perfume from a dress 65
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
. . . . .
Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets 70
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows?…

I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
. . . . .
And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully! 75
Smoothed by long fingers,
Asleep … tired … or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis? 80
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head [grown slightly bald] brought in upon a platter,
I am no prophet—and here’s no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker, 85
And in short, I was afraid.

And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while, 90
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: “I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all”— 95
If one, settling a pillow by her head,
Should say: “That is not what I meant at all.
That is not it, at all.”

And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while, 100
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen: 105
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
“That is not it at all,
That is not what I meant, at all.”
. . . . . 110
No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two,
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use, 115
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.

I grow old … I grow old … 120
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.

Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.

I do not think that they will sing to me. 125

I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.

We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown 130
Till human voices wake us, and we drown.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η Αυγή - Στο Κόκκινο 105,5 : τα εμβληματικά ΜΜΕ της Αριστεράς δεν πρέπει να κλείσουν

  Η Αυγή και Στο Κόκκινο 105,5 :το πρόβλημα είναι πολιτικό Η ΑΥΓΗ έχει επιβιώσει σε πιο χαλεπούς οικονομικά καιρούς, όταν το κόμμα δεν έμ...