Το συγκρότημα Corvus Corax (= κοράκι) αποτελείται από γερμανούς μουσικούς,
οι οποίοι χειρίζονται μαστορικά παλαιά όργανα. Συγκροτήθηκε
έχοντας ως στόχο τη μελέτη και την προβολή της μεσαιωνικής
μουσικής παράδοσης, μέσα από αυθεντικά κείμενα όχι μόνο της Γερμανίας
αλλά και άλλων χωρών, ακόμη και μεσογειακών.
Η εκκεντρική εμφάνιση των ερμηνευτών και η έμφαση
στη "ζωντανή" αναβίωση της καθημερινότητας του παρελθόντος,
δημιουργούν μία εντυπωσιακή ατμόσφαιρα, που άλλοι θεατές
τη βρίσκουν κιτς ή σοκαριστική και άλλους ενθουσιάζει.
Συμμετέχοντας στη γενική ατμόσφαιρα φυγής από
την πραγματικότητα , λόγω καρναβαλιού, παραθέτουμε
ένα απόσπασμα από την Πάπισσα Ιωάννα του ανεπανάληπτου Ροΐδη,
του εμβριθέστερου δηλαδή μεσαιωνολόγου που ανέδειξε ο
νεότερος Ελληνισμός .
Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 – 1904): Ο πνευματωδέστερος Έλληνας συγγραφέας , από καταβολής ελληνικού κράτους. Το έργο του (μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα) θεωρείται υπόδειγμα ύφους για τους νεότερους συγγραφείς.
Δείγμα γραφής
ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ
(Απόσπασμα)
Ούτω έσωθεν υπό του Φρουμεντίου και έξωθεν υπό της κοινής γνώμης πολεμουμένη η Ιωάννα και βλέπουσα τον ζήλον των πιστών της ψυχραινομένων καθ’ εκάστην υπό του φόβου του αναθέματος, ενώ ηύξανεν η αυθάδεια των εχθρών, ήρχισε να σκέπτηται σπουδαίως περί αποδημίας. Προ οκτώ ετών ευρίσκετο εις Αθήνας και πάντα εγνώριζε τα εκεί μνημεία, τα χειρόγραφα και τους κατοίκους, ώστε η πόλις της Αθηνάς εφαίνετο ήδη αυτή ανούσιος ως τα φιλήματα του Φρουμεντίου. Πλήν δε τούτου εφλέγετο και υπό της επιθυμίας να επιδείξη επί ευρυτέρας σκηνής τας γνώσεις, το κάλλος και το πνεύμα της, εγγίζουσα ήδη εις τον τριακοστόν της ηλικίας έτος, ότε αι γυναίκες μη αρκούμεναι εις τα ιδιάζοντα αυταίς ελαττώματα συνηθίζουσι να στολίζωνται και διά των ημετέρων, προσλαμβάνουσαι την φιλοδοξίαν, σχολαστικότητα, οινοφλυγίαν, και ει τις άλλη «αρσενική» κακία, δυναμένη να καταστήση την καρδίαν των πρότυπον γυναικείας τελειότητος, ως κατέστη σήμερον και η Ελλάς διά των πολιτικών ανδρών της πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή.
Η Ιωάννα δεν ωμοίαζε τας ποιμενίδας εκείνας του Οβιδίου, αίτινες ηυχαριστούντο αν μόνος ο Άθως ηκροάτο το άσμά των ή ο ρύαξ αντανάκλα το ανθοστεφές πρόσωπόν των, αλλ’ απ’ εναντίας εδάκρυε πολλάκις επί των βιβλίων, σκεπτομένη ότι άγνωστος και ανύμνητος ήθελε μείνει η σοφία της εις την γωνίαν εκείνην της Αττικής, ως κλαίουσι και αι νέαι καλογραίαι, οσάκις γυμνούμεναι το εσπέρας αναλογίζονται ότι τα λευκά των και εύσαρκα μέλη μόνος ο άυλος αυτών και αόρατος νυμφίος βλέπει.
Εις τοιαύτην ευρίσκετο διάθεσιν, ότε εσπέραν τινά πλανωμένη παρά την κοίλην όχθην του Πειραιώς, όπου είχεν υπάγει ν’ αποχαιρετήση τον φίλον της Νικήταν επιστρέφοντα εις Κωνσταντινούπολιν, είδεν εισερχόμενον εις τον λιμένα ξένον πλοίον, του οποίου τα λευκά πανία τη εφάνησαν πτερά αγγέλου, ερχομένου να λυτρώση αυτήν εκ της γης εκείνης της εξορίας. Το πλοίον ήτο ιταλικόν, ανήκον εις τον επίσκοπον Γενούης Γουλιέλμον τον Ελάχιστον και ελθόν εις Ανατολήν, ίνα προμηθευθή λιβάνιον διά τον Ύψιστον και στολάς διά τους υπηρέτας του. Η Ιωάννα προσφωνήσασα τους αποβάντας ναύτας λατινιστί, έμαθεν ότι έμελλον να αναχωρήσωσι την επιούσαν το πρωί εις Ρώμην, ήσαν δε πρόθυμοι να συμπαραλάβωσιν αυτήν, ίνα αντικαταστήση τον συμπλέοντα μετ’ αυτών ιερέα, αρπαγέντα υπό των κυμάτων, ενώ ιστάμενος παρά την πρώραν εζήτει κατά την συνήθειαν των καθολικών να κατευνάση την τρικυμίαν, ρίπτων εις την θάλασσαν ιεράς μερίδας, αίτινες εχρησίμευον προς μετάληψιν εις τους δελφίνας.
Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος βενεδεκτίνος έσπευσε ν’ ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματά της υγραθέντα υπό των κυμάτων. Η καρδία αυτής, καίτοι προ πολλού εκτραχυνθείσα υπό της σχολαστικότητος και φιλαρεσκείας, κατείχετο υπό είδους τινός ανησυχίας, ενώ εσυλλογίζετο ότι έμελλε μετ’ ολίγον να απομακρυνθή ανεπιστρεπτί του συντρόφου εκείνου, από του οποίου εις διάστημα δεκαπέντε ετών ουδέ στιγμήν απεχωρίσθη.
Επί τινας στιγμάς εσκέφθη να συμπαραλάβη αυτόν εις τας νέας περιπλανήσεις της· αλλ’ η ιδιότροπος ζηλεία του πτωχού καλογήρου, τρέφοντος την εσκωριασμένην ιδέαν ότι αι γυναίκες πρέπει να έχωσιν ένα μόνον εραστήν, ως οι όνοι εν μόνον σάγμα και οι λαοί ένα βασιλέα, καθίστα αυτόν σκεύος οχληρόν και δυσμετακόμιστον. Αλλ’ ουδέ να τον αποχαιρετήση ετόλμα η Ιωάννα, φοβουμένη εις τον έρημον εκείνον τόπον τα δάκρυα ή και τους γρόνθους του. Eυσπλαγχνικώτερον λοιπόν και ενταυτώ φρονιμώτερον ενόμισε ν’ αποκοιμίση αυτόν εις τας αγκάλας της, πριν τον εγκαταλείψη, ως προσέφερον και οι δήμιοι της Ιουδαίας εις τους καταδίκους μεθυστικόν ποτόν, πριν τους σταυρώσωσι.
Λαβούσα λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίοιυ επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της, ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους. Η μόνη πρόσψαυσις των δακτύλων της Ιωάννας έκλειε πάσας αυτού τας πληγάς, ως εθεράπευον προ του συντάγματος και οι Γάλλοι βασιλείς τα έλκη των υπηκόων των δι’ απλής επιθέσεως των χειρών. Ο Φρουμέντιος κατεχόμενος υπό αδιηγήτου ηδονής, δεν ήξευρε τίνα των αγίων διά την αιφνίδιον εκείνην μεταβολήν να ευχαριστήση, διότι πάντας εν τη απελπισία του τους είχεν επικαλεσθή, άυπνος δε ων προ πολλού απεκοιμήθη τέλος επί του γλυκυτάτου εκείνου προσκεφαλαίου, εις όλους υποσχόμενος τροπάρια και κηρία.
Ότε την επιούσαν, πριν έτι εξημερώση, ήνοιξε τας αγκάλας, ίνα την φίλην του περιπτυχθή, αντ’ αυτής ενηγκαλίσθη μόνον τα άχυρα της στρωμνής του. Aναπηδήσας μετά τρόμου εξέτεινε τους βραχίονας και εψηλάφησε τα σκότη, ως ο τυφλωθείς Πολύφημος ζητών τον Οδυσσέα. Η αυγή επάλαιεν ακόμη κατά του σκότους, ότε γυμνοκέφαλος, ανυπόδητος και απηλπισμένος εξήλθε του σπηλαίου ο δυστυχής νεανίας· αλλ’ ουδαμού της Ιωάννας ίχνος. Αφού δις και τρις περιέδραμεν εις μάτην τον λόφον, ώρμησε προς την παραλίαν,ως κάπρος πηδών από βράχου εις βράχον την κορυφήν και κράζων «Ιωάννα!» μεγάλη τη φωνή.
Οι κοίλοι βράχοι επανελάμβανον την κραυγήν εκείνην και οσάκις ο Φρουμέντιος, τοσάκις κακείνοι έκραζον την φυγάδα, ωσεί λυπούμενοι τον δυστυχή· και αυτός δε ο ήλιος ανέτειλε κατ’ εκείνην την στιγμήν, ίνα βοηθήση αυτόν εις τας εναγωνίους ερεύνας του. Αλλ’ η παραλία ήτο έρημος, επί δε της θαλάσσης εφαίνετο λέμβος, σχίζουσα τα κύματα της Μουνυχίας και παρά την πρύμνην αυτής ίστατο η Ιωάννα εις το ράσον της περιεσφιγμένη. Η δραπέτις είδεν ίσως επί της ακτής τον ανατείνοντα προς αυτήν τους βραχίονας και είτα εις την θάλασσαν βυθιζόμενον νεανίαν, αλλ’ αποστρέψασα το πρόσωπον παρώτρυνεν εις ταχύτερον δρόμον τους κωπηλάτας.
Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία, ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του, έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ. Προς στιγμήν εσκέφθη να πνίξη αυτό εις την θάλασσαν, ως ο Σολομών τας λύπας του εις τον οίνον, αλλά το ύδωρ ήτο ρηχόν και πλην τούτου εφοβείτο την Κόλασιν, ένθα επί πολύ ακόμη έπρεπε να περιμένη την Ιωάνναν. Ανύψωσεν είτα προς ουρανόν μεμψίμοιρον βλέμμα, αλλ’ ουδεμία εκ των εκεί αγίων κατέβη να προσφέρη εις αυτόν τα χείλη της προς παρηγορίαν, ως ο Βάκχος εις την Αριάδνην· έπειτα ο Φρουμέντιος δεν ήτο γυνή, και τις οίδεν αν, εις ην ευρίσκετο διάθεσιν, δεν ήθελεν αγροίκως απωθήσει και αυτήν την Αγ. Θαϊδα ή την ξανθήν Μαγδαληνήν;
Ότε ενύκτωσεν, επέστρεψε και πάλιν εις το σπήλαιον. Οποίαν νύκταν επέρασεν εκεί προ της κλίνης εκείνης, εν η τα κάλλη της Ιωάννας εφαίνοντο ακόμη εν σχήματι λάκκου εντυπωμένα; Aν έχασες ποτέ ερωμένην ή ολόκληρον περιουσίαν εις χαρτοπαίγνια, μαντεύεις, αναγνώστα· πόσον δε τα δάκρυά σου πικρά, αν έπιες ως χωνευτικόν άψινθον μετά το γεύμα. Δεκαπέντε ημέρας έμεινεν εκεί ερωτών «ίνα τι δέδοται τοις εν πικρία φως και ζωή ταις εν οδύνη ψυχαίς».30 Αλλά τέλος ευσπλαγχνισθείς αυτόν έδραμεν εις βοήθειάν του ο εν ουρανώ άγιος προστάτης του Βονιφάτιος.
Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξώνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως. Η φλέγουσα εκείνη καρδία έφριξεν εις το ύδωρ ως σμαρίς εντός του τηγανίου, αφού δε εκρύωσεν, έθεσε πάλιν αυτήν ο άγιος εις τον τόπον της και κλείσας την πληγήν επέστρεψεν εις τον ιδικόν του.
Έτυχε ποτέ, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον! Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός βενεδεκτίνος.
Νέα ποιμενίς διέβη μετ’ ολίγον προ αυτού, έχουσα στάμνον γάλακτος επί της κεφαλής και κομβολόγιον κολλυρίων εις την χείρα. Ταύτην κράξας επρογεύθη ευθύμως· ότε δε η Αμαρυλλίς εκείνη, λαβούσα χάλκινον νόμισμα και ασπασθείσα την χείρα του καλογήρου απεμακρύνθη, ενούσα το εύθυμον άσμά της εις την φωνήν των κορυδαλών, ενώ ο άνεμος της πρωίας έπαιζε με της εσθήτος της τας πτυχάς, ανυψών αυτάς μέχρι μέσης κνήμης, θεωρών αυτήν ο Φρουμέντιος τότε κατά πρώτον ησθάνθη ότι πλήν της Ιωάννας υπήρχον και άλλαι εις τον κόσμον γυναίκες. Η θεραπεία αυτού ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ριζική.
Ούτω διά του θαύματος του αγίου γυμνωθείς του ανοήτου πάθους του και άχρηστος ήδη ων ημίν ως ήρως μυθιστορήματος, καθίστατο από της στιγμής εκείνης χρησιμώτατον της κοινωνίας μέλος, «λίαν κατάλληλος», αν έζη σήμερον, να «εξασκήση» οιονδήποτε έντιμον επάγγελμα, να γίνη γραμματοκομιστής, κατάσκοπος, βουλευτής, προικοθήρας ή θεσιδιώκτης, να κρατή τα κατάστιχα Χίου εμπόρου ή τους πόδας αγχονιζομένου καταδίκου. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην τα Κύριε ελέησον ήσαν η καλλιτέρα τέχνη, και καλώς ποιών έμεινε καλόγηρος ως πρότερον, ο Φρουμέντιος. Την δε Ιωάνναν πριν εις την Ρώμην κυνηγήσω θέλω αναπαυθή ολίγον. Οι μεγάλοι ποιηταί, ο Όμηρος και ο κύριος Π. Σούτσος, γράφουσι κοιμώμενοι ωραίους στίχους, αλλ’ εγώ σπογγίζω πάντοτε τον κάλαμόν μου, πριν θέσω επί της κεφαλής τον νυκτικόν μου πίλον. Εις μόνους τους εξόχους άνδρας συγχωρούνται αι υπναλέαι φράσεις, ημείς δε οι ταπεινοί γραφίσκοι πρέπει να ήμεθα πάντοτε έξυπνοι ως αι χήνες του Καπιτωλίου, αίτινες εξύπνησαν τους Ρωμαίους.
οι οποίοι χειρίζονται μαστορικά παλαιά όργανα. Συγκροτήθηκε
έχοντας ως στόχο τη μελέτη και την προβολή της μεσαιωνικής
μουσικής παράδοσης, μέσα από αυθεντικά κείμενα όχι μόνο της Γερμανίας
αλλά και άλλων χωρών, ακόμη και μεσογειακών.
Η εκκεντρική εμφάνιση των ερμηνευτών και η έμφαση
στη "ζωντανή" αναβίωση της καθημερινότητας του παρελθόντος,
δημιουργούν μία εντυπωσιακή ατμόσφαιρα, που άλλοι θεατές
τη βρίσκουν κιτς ή σοκαριστική και άλλους ενθουσιάζει.
Συμμετέχοντας στη γενική ατμόσφαιρα φυγής από
την πραγματικότητα , λόγω καρναβαλιού, παραθέτουμε
ένα απόσπασμα από την Πάπισσα Ιωάννα του ανεπανάληπτου Ροΐδη,
του εμβριθέστερου δηλαδή μεσαιωνολόγου που ανέδειξε ο
νεότερος Ελληνισμός .
Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 – 1904): Ο πνευματωδέστερος Έλληνας συγγραφέας , από καταβολής ελληνικού κράτους. Το έργο του (μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα) θεωρείται υπόδειγμα ύφους για τους νεότερους συγγραφείς.
Δείγμα γραφής
ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ
(Απόσπασμα)
Ούτω έσωθεν υπό του Φρουμεντίου και έξωθεν υπό της κοινής γνώμης πολεμουμένη η Ιωάννα και βλέπουσα τον ζήλον των πιστών της ψυχραινομένων καθ’ εκάστην υπό του φόβου του αναθέματος, ενώ ηύξανεν η αυθάδεια των εχθρών, ήρχισε να σκέπτηται σπουδαίως περί αποδημίας. Προ οκτώ ετών ευρίσκετο εις Αθήνας και πάντα εγνώριζε τα εκεί μνημεία, τα χειρόγραφα και τους κατοίκους, ώστε η πόλις της Αθηνάς εφαίνετο ήδη αυτή ανούσιος ως τα φιλήματα του Φρουμεντίου. Πλήν δε τούτου εφλέγετο και υπό της επιθυμίας να επιδείξη επί ευρυτέρας σκηνής τας γνώσεις, το κάλλος και το πνεύμα της, εγγίζουσα ήδη εις τον τριακοστόν της ηλικίας έτος, ότε αι γυναίκες μη αρκούμεναι εις τα ιδιάζοντα αυταίς ελαττώματα συνηθίζουσι να στολίζωνται και διά των ημετέρων, προσλαμβάνουσαι την φιλοδοξίαν, σχολαστικότητα, οινοφλυγίαν, και ει τις άλλη «αρσενική» κακία, δυναμένη να καταστήση την καρδίαν των πρότυπον γυναικείας τελειότητος, ως κατέστη σήμερον και η Ελλάς διά των πολιτικών ανδρών της πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή.
Η Ιωάννα δεν ωμοίαζε τας ποιμενίδας εκείνας του Οβιδίου, αίτινες ηυχαριστούντο αν μόνος ο Άθως ηκροάτο το άσμά των ή ο ρύαξ αντανάκλα το ανθοστεφές πρόσωπόν των, αλλ’ απ’ εναντίας εδάκρυε πολλάκις επί των βιβλίων, σκεπτομένη ότι άγνωστος και ανύμνητος ήθελε μείνει η σοφία της εις την γωνίαν εκείνην της Αττικής, ως κλαίουσι και αι νέαι καλογραίαι, οσάκις γυμνούμεναι το εσπέρας αναλογίζονται ότι τα λευκά των και εύσαρκα μέλη μόνος ο άυλος αυτών και αόρατος νυμφίος βλέπει.
Εις τοιαύτην ευρίσκετο διάθεσιν, ότε εσπέραν τινά πλανωμένη παρά την κοίλην όχθην του Πειραιώς, όπου είχεν υπάγει ν’ αποχαιρετήση τον φίλον της Νικήταν επιστρέφοντα εις Κωνσταντινούπολιν, είδεν εισερχόμενον εις τον λιμένα ξένον πλοίον, του οποίου τα λευκά πανία τη εφάνησαν πτερά αγγέλου, ερχομένου να λυτρώση αυτήν εκ της γης εκείνης της εξορίας. Το πλοίον ήτο ιταλικόν, ανήκον εις τον επίσκοπον Γενούης Γουλιέλμον τον Ελάχιστον και ελθόν εις Ανατολήν, ίνα προμηθευθή λιβάνιον διά τον Ύψιστον και στολάς διά τους υπηρέτας του. Η Ιωάννα προσφωνήσασα τους αποβάντας ναύτας λατινιστί, έμαθεν ότι έμελλον να αναχωρήσωσι την επιούσαν το πρωί εις Ρώμην, ήσαν δε πρόθυμοι να συμπαραλάβωσιν αυτήν, ίνα αντικαταστήση τον συμπλέοντα μετ’ αυτών ιερέα, αρπαγέντα υπό των κυμάτων, ενώ ιστάμενος παρά την πρώραν εζήτει κατά την συνήθειαν των καθολικών να κατευνάση την τρικυμίαν, ρίπτων εις την θάλασσαν ιεράς μερίδας, αίτινες εχρησίμευον προς μετάληψιν εις τους δελφίνας.
Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος βενεδεκτίνος έσπευσε ν’ ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματά της υγραθέντα υπό των κυμάτων. Η καρδία αυτής, καίτοι προ πολλού εκτραχυνθείσα υπό της σχολαστικότητος και φιλαρεσκείας, κατείχετο υπό είδους τινός ανησυχίας, ενώ εσυλλογίζετο ότι έμελλε μετ’ ολίγον να απομακρυνθή ανεπιστρεπτί του συντρόφου εκείνου, από του οποίου εις διάστημα δεκαπέντε ετών ουδέ στιγμήν απεχωρίσθη.
Επί τινας στιγμάς εσκέφθη να συμπαραλάβη αυτόν εις τας νέας περιπλανήσεις της· αλλ’ η ιδιότροπος ζηλεία του πτωχού καλογήρου, τρέφοντος την εσκωριασμένην ιδέαν ότι αι γυναίκες πρέπει να έχωσιν ένα μόνον εραστήν, ως οι όνοι εν μόνον σάγμα και οι λαοί ένα βασιλέα, καθίστα αυτόν σκεύος οχληρόν και δυσμετακόμιστον. Αλλ’ ουδέ να τον αποχαιρετήση ετόλμα η Ιωάννα, φοβουμένη εις τον έρημον εκείνον τόπον τα δάκρυα ή και τους γρόνθους του. Eυσπλαγχνικώτερον λοιπόν και ενταυτώ φρονιμώτερον ενόμισε ν’ αποκοιμίση αυτόν εις τας αγκάλας της, πριν τον εγκαταλείψη, ως προσέφερον και οι δήμιοι της Ιουδαίας εις τους καταδίκους μεθυστικόν ποτόν, πριν τους σταυρώσωσι.
Λαβούσα λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίοιυ επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της, ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους. Η μόνη πρόσψαυσις των δακτύλων της Ιωάννας έκλειε πάσας αυτού τας πληγάς, ως εθεράπευον προ του συντάγματος και οι Γάλλοι βασιλείς τα έλκη των υπηκόων των δι’ απλής επιθέσεως των χειρών. Ο Φρουμέντιος κατεχόμενος υπό αδιηγήτου ηδονής, δεν ήξευρε τίνα των αγίων διά την αιφνίδιον εκείνην μεταβολήν να ευχαριστήση, διότι πάντας εν τη απελπισία του τους είχεν επικαλεσθή, άυπνος δε ων προ πολλού απεκοιμήθη τέλος επί του γλυκυτάτου εκείνου προσκεφαλαίου, εις όλους υποσχόμενος τροπάρια και κηρία.
Ότε την επιούσαν, πριν έτι εξημερώση, ήνοιξε τας αγκάλας, ίνα την φίλην του περιπτυχθή, αντ’ αυτής ενηγκαλίσθη μόνον τα άχυρα της στρωμνής του. Aναπηδήσας μετά τρόμου εξέτεινε τους βραχίονας και εψηλάφησε τα σκότη, ως ο τυφλωθείς Πολύφημος ζητών τον Οδυσσέα. Η αυγή επάλαιεν ακόμη κατά του σκότους, ότε γυμνοκέφαλος, ανυπόδητος και απηλπισμένος εξήλθε του σπηλαίου ο δυστυχής νεανίας· αλλ’ ουδαμού της Ιωάννας ίχνος. Αφού δις και τρις περιέδραμεν εις μάτην τον λόφον, ώρμησε προς την παραλίαν,ως κάπρος πηδών από βράχου εις βράχον την κορυφήν και κράζων «Ιωάννα!» μεγάλη τη φωνή.
Οι κοίλοι βράχοι επανελάμβανον την κραυγήν εκείνην και οσάκις ο Φρουμέντιος, τοσάκις κακείνοι έκραζον την φυγάδα, ωσεί λυπούμενοι τον δυστυχή· και αυτός δε ο ήλιος ανέτειλε κατ’ εκείνην την στιγμήν, ίνα βοηθήση αυτόν εις τας εναγωνίους ερεύνας του. Αλλ’ η παραλία ήτο έρημος, επί δε της θαλάσσης εφαίνετο λέμβος, σχίζουσα τα κύματα της Μουνυχίας και παρά την πρύμνην αυτής ίστατο η Ιωάννα εις το ράσον της περιεσφιγμένη. Η δραπέτις είδεν ίσως επί της ακτής τον ανατείνοντα προς αυτήν τους βραχίονας και είτα εις την θάλασσαν βυθιζόμενον νεανίαν, αλλ’ αποστρέψασα το πρόσωπον παρώτρυνεν εις ταχύτερον δρόμον τους κωπηλάτας.
Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία, ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του, έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ. Προς στιγμήν εσκέφθη να πνίξη αυτό εις την θάλασσαν, ως ο Σολομών τας λύπας του εις τον οίνον, αλλά το ύδωρ ήτο ρηχόν και πλην τούτου εφοβείτο την Κόλασιν, ένθα επί πολύ ακόμη έπρεπε να περιμένη την Ιωάνναν. Ανύψωσεν είτα προς ουρανόν μεμψίμοιρον βλέμμα, αλλ’ ουδεμία εκ των εκεί αγίων κατέβη να προσφέρη εις αυτόν τα χείλη της προς παρηγορίαν, ως ο Βάκχος εις την Αριάδνην· έπειτα ο Φρουμέντιος δεν ήτο γυνή, και τις οίδεν αν, εις ην ευρίσκετο διάθεσιν, δεν ήθελεν αγροίκως απωθήσει και αυτήν την Αγ. Θαϊδα ή την ξανθήν Μαγδαληνήν;
Ότε ενύκτωσεν, επέστρεψε και πάλιν εις το σπήλαιον. Οποίαν νύκταν επέρασεν εκεί προ της κλίνης εκείνης, εν η τα κάλλη της Ιωάννας εφαίνοντο ακόμη εν σχήματι λάκκου εντυπωμένα; Aν έχασες ποτέ ερωμένην ή ολόκληρον περιουσίαν εις χαρτοπαίγνια, μαντεύεις, αναγνώστα· πόσον δε τα δάκρυά σου πικρά, αν έπιες ως χωνευτικόν άψινθον μετά το γεύμα. Δεκαπέντε ημέρας έμεινεν εκεί ερωτών «ίνα τι δέδοται τοις εν πικρία φως και ζωή ταις εν οδύνη ψυχαίς».30 Αλλά τέλος ευσπλαγχνισθείς αυτόν έδραμεν εις βοήθειάν του ο εν ουρανώ άγιος προστάτης του Βονιφάτιος.
Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξώνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως. Η φλέγουσα εκείνη καρδία έφριξεν εις το ύδωρ ως σμαρίς εντός του τηγανίου, αφού δε εκρύωσεν, έθεσε πάλιν αυτήν ο άγιος εις τον τόπον της και κλείσας την πληγήν επέστρεψεν εις τον ιδικόν του.
Έτυχε ποτέ, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον! Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός βενεδεκτίνος.
Νέα ποιμενίς διέβη μετ’ ολίγον προ αυτού, έχουσα στάμνον γάλακτος επί της κεφαλής και κομβολόγιον κολλυρίων εις την χείρα. Ταύτην κράξας επρογεύθη ευθύμως· ότε δε η Αμαρυλλίς εκείνη, λαβούσα χάλκινον νόμισμα και ασπασθείσα την χείρα του καλογήρου απεμακρύνθη, ενούσα το εύθυμον άσμά της εις την φωνήν των κορυδαλών, ενώ ο άνεμος της πρωίας έπαιζε με της εσθήτος της τας πτυχάς, ανυψών αυτάς μέχρι μέσης κνήμης, θεωρών αυτήν ο Φρουμέντιος τότε κατά πρώτον ησθάνθη ότι πλήν της Ιωάννας υπήρχον και άλλαι εις τον κόσμον γυναίκες. Η θεραπεία αυτού ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ριζική.
Ούτω διά του θαύματος του αγίου γυμνωθείς του ανοήτου πάθους του και άχρηστος ήδη ων ημίν ως ήρως μυθιστορήματος, καθίστατο από της στιγμής εκείνης χρησιμώτατον της κοινωνίας μέλος, «λίαν κατάλληλος», αν έζη σήμερον, να «εξασκήση» οιονδήποτε έντιμον επάγγελμα, να γίνη γραμματοκομιστής, κατάσκοπος, βουλευτής, προικοθήρας ή θεσιδιώκτης, να κρατή τα κατάστιχα Χίου εμπόρου ή τους πόδας αγχονιζομένου καταδίκου. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην τα Κύριε ελέησον ήσαν η καλλιτέρα τέχνη, και καλώς ποιών έμεινε καλόγηρος ως πρότερον, ο Φρουμέντιος. Την δε Ιωάνναν πριν εις την Ρώμην κυνηγήσω θέλω αναπαυθή ολίγον. Οι μεγάλοι ποιηταί, ο Όμηρος και ο κύριος Π. Σούτσος, γράφουσι κοιμώμενοι ωραίους στίχους, αλλ’ εγώ σπογγίζω πάντοτε τον κάλαμόν μου, πριν θέσω επί της κεφαλής τον νυκτικόν μου πίλον. Εις μόνους τους εξόχους άνδρας συγχωρούνται αι υπναλέαι φράσεις, ημείς δε οι ταπεινοί γραφίσκοι πρέπει να ήμεθα πάντοτε έξυπνοι ως αι χήνες του Καπιτωλίου, αίτινες εξύπνησαν τους Ρωμαίους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου