Αγίου Δημητρίου 62. Το "στοιχειωμένο" κτίριο της φωτογραφίας
πριν από τον πόλεμο ήταν καπναποθήκη.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου και κυρίως στην περίοδο
του Εμφυλίου μετατράπηκε σε φυλακή.
Ήταν το Παράρτημα των διαβόητων "Νέων φυλακών".
Τρεις όροφοι στέγαζαν τους άντρες και οι δύο τελευταίοι τις γυναίκες.
Η ταράτσα χρησίμευε ως ...αύλειος χώρος
και για "ειδικές" περιποήσεις.
Το κτίριο σήμερα ανακαινίζεται.
Ας ελπίσουμε ότι η θλιβερή ιστορία του δε θα φέρει κακοτυχία
στους νέους ιδιοκτήτες του.
ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
[Απόσπασμα από το (δυσεύρετο) ημερολόγιο της βαρυποινίτισσας Μ. Γ.
Πικρή Εποχή.
Η Μ.Γ. εξέτισε στο Παράρτημα ένα μεγάλο μέρος από την ποινή της]
2 Φεβρουαρίου (1949)
"Να ’μαστε πάλι εδώ στο παλιό εξαώροφο καπνομάγαζο, το σιδεροδεμένο, που όλοι οι όροφοί του είναι γεμάτοι κόσμο, χωρικούς, εργάτες, επιστήμονες, νέους και γέρους.
Ο θάλαμος είναι τεράστιος, γεμάτος γιατάκια (πρόχειρα κρεβάτια με στρώματα ή σκέτα κουβέρτες), θανάσιμα κρύος, γύρω-γύρω σιδερόφραχτα παράθυρα, όπου απαγορεύεται να πλησιάσουμε. Υπόδικες και καταδικασμένες είμαστε μαζί και διακρίνεις να κυριαρχεί αξεδιάλυτα αγωνία, ηρωισμός, πανικός ή και φοβισμένη κακομοιριά.
Δυστυχία, υποταγή και περηφάνια υπάρχουν σε κάθε συναλλαγή και μπερδεύονται στα βήματά σου. Το ίδιο απλά συναντάς ανθρώπους «μεγάλους» και ανθρώπους άσχετους.
Νιώθω άσχημα και με μπερδεμένα τα συναισθήματά μου, και, το χειρότερο, δεν μπορώ να μείνω μόνη ποτέ, για ν' ανασυγκροτηθώ και να ξεκαθαρίσω μερικά προβλήματα. Οι ειδικές συνθήκες του περιβάλλοντος, δίκες, καταδικασμένοι σε θάνατο που φεύγουν, συνεχείς πιέσεις, είναι τέτοιες που κυριολεκτικά αισθάνομαι να πνίγομαι.
Για την ώρα πήραμε αναστολή της εκτέλεσης. Παρ' όλα αυτά δεν έχω συνέλθει ακόμη σ' ό,τι αφορά τη συναισθηματική μου ισορροπία ύστερα από τόση ένταση που πέρασα στη διάρκεια του Στρατοδικείου, όπως άλλωστε συμβαίνει με τον καθένα που βρίσκεται εδώ καταδικασμένος.
Σκέφτομαι εξαντλητικά την τόσο πρόσφατη δοκιμασία της δίκης μας. Μια μάχη που δεν ήταν δυνατόν να τη δώσεις προετοιμασμένος, μια μάχη μέσα στη φωτιά του Εμφύλιου πολέμου, όπου κριτήρια υπήρξαν μόνο το μίσος και η σκοπιμότητα• γι' αυτό και χαμένη απ’ τα πριν. Εμείς, όλοι νέοι, με τον ιδεαλισμό ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και με μια «επιβεβλημένη» ωριμότητα, αγωνιζόμασταν απελπισμένα να σταθούμε συνεπείς σ' ό,τι πιστεύαμε. Μέσα σε μια τρικυμία πιέσεων, εκβιασμών και φόβου, αρνηθήκαμε τους εαυτούς μας. Έξω απ’ τα κάγκελα οι συγγενείς πιασμένοι απ’ αυτά, σπάραζαν παραδομένοι σ' έναν πανικό που παράσερνε και μας, τους μελλοθάνατους.
Οι μέρες αυτές δεν γίνεται να σβήσουν ποτέ, δεν θέλω να ξεχάσω, αποτελούν πια πύρινες θύμισες για πάντα.
Τώρα τα βράδια, σαν ξαπλώνω μονάδα κι' εγώ μέσα στις υπόλοιπες 200 κρατούμενες του θαλάμου, χωρίς τον τρόμο των ανακρίσεων ή την αγωνιώδη αναμονή της δίκης, νιώθω αποκαμωμένη. Παρατηρώ σαν τότε, στην απομόνωση, τα κίτρινα φώτα, που κι' εδώ δεν σβήνουν ποτέ, και, τελείως άδεια από σκέψεις, παραδίνομαι σ' έναν ύπνο βαρύ.".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου