Η αναδρομική
Στη Νούλη
Φθάνοντας στον Άγιο Κωνσταντίνο άνοιξε τα μάτια της. Της χάιδεψα απαλά τα μαλλιά.
«Καλωσόρισες Φανούλα , όμορφη βασιλοπούλα!» αστειεύτηκα.
Χαμογέλασε θλιμμένα.
« Κυρία, πού βρισκόμαστε;»
« Κοντά στα Καμένα Βούρλα, αγάπη μου! Θέλεις λίγο νεράκι;»
« Όχι, νυστάζω.»
Της φίλησα το μέτωπο.
« Είναι φυσικό, χρυσό μου, με τόση ταλαιπωρία χθες τη νύχτα…»
Με κάρφωσε με τα γαλάζια ματάκια της.
«Κυρία, θα γίνω καλά; Τι σας είπαν οι γιατροί;»
« Ότι είσαι μια χαρά, λίγη ξεκούραση κι έγινες περδίκι! Οι διακοπές που αρχίζουν από αύριο είναι ό,τι πρέπει για σένα. Πού σκοπεύεις να πας;»
« Θα πάμε για το Πάσχα στη Δεσκάτη, στο χωριό του μπαμπά.»
«Θαυμάσια! Κοιμήσου τώρα, γιατί πρέπει να αναπληρώσεις τον ύπνο που έχασες.».
Έκλεισε τα μάτια της. Ένιωθα τα πόδια μου κομμένα από το βάρος του κεφαλιού της , αλλά δεν τολμούσα να πάρω πιο βολική θέση απ’ το φόβο μην την ξυπνήσω. Το πούλμαν τώρα πήγαινε σαν τον κάβουρα , είχαμε πέσει στα έργα που γίνονταν για την εθνική , ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό, πήγαινε να με πνίξει. Τι να έλεγα στους δικούς της; Πώς να τους δώσω το φάκελο με τις εξετάσεις;
Έβλεπα την Εύβοια απέναντι να απλώνει τεμπέλικα το κορμί της, η θάλασσα αστραποβολούσε ένα κομμάτι ατλάζι, μου 'λειπε ο Μανόλης , πώς θα ‘θελα να ήτανε δίπλα μου, το αμάξι ψηλά στο δρόμο κι εμείς πιασμένοι χέρι χέρι να περπατάμε πάνω στην άμμο σιωπηλοί.Έκλεισα τα μάτια...
Μέχρι το Alu Fun Park όλα κυλούσαν ομαλά. Μου πήρανε τα αυτιά βγαίνοντας απ' το μουσείο , κυρία, σας παρακαλούμε, πηγαίνετέ μας στα Goodie’s, κυρία στα Goodie’s, στα Goodie’s, στα Goodie’s !!! «Καλά , καλά!» υποχώρησα, στο κάτω κάτω δε θα χανόταν ο κόσμος αν τα πήγαινα στο φασφουντάδικο μια φορά, εξάλλου για να στο ζητάνε με τόση λαχτάρα, αυτό σήμαινε εξοικείωση, άρα γονική έγκριση, κι ύστερα από το κάζο που πάθαμε με την ταβέρνα που μας πήγε ο οδηγός το μεσημέρι, όπου εκτός που δε φάγαμε μας ξύρισαν από πάνω με το λογαριασμό, κι οι ενοχές, δασκάλα εσύ, πηγαίνεις τους μαθητές σου για φαγητό σε τέτοια μέρη, σα δεν ντρέπεσαι !, τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Έτρωγα τη μεσογειακή μου σαλάτα και σκεφτόμουν πόσο άδικοι είμαστε μερικές φορές και προκατειλημμένοι , όταν δεν ξέρουμε. Αφόριζα τα ταχυφαγεία με τη ζέση νεοφώτιστου οικολόγου. Δεν είχα αντιληφθεί τις μεταλλάξεις τους. Οι πανέξυπνοι έμποροι ψυχανεμίζονται τις αλλαγές και προσαρμόζονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στις απαιτήσεις των καιρών, βλέπουν την αγωνία του κόσμου για τη διατροφή του , τη φρίκη που προκαλούν τα κρεατικά στους άνω των πενήντα, κάνουν λοιπόν μια στροφή γύρω από τον άξονά τους και , ωπ, σαν τον ταχυδακτυλουργό σού αλλάζουν το δίσκο. Στη θέση των πλαστικών κιμάδων να σου τώρα θρονιασμένες σαλάτες φρεσκοκομμένες του μπαξέ να συνομιλούν για τον καιρό με κάποιες μαυρομάτες από τας Καλάμας και αγνές φετούλες από τη στάνη του μπαρμπα Γιώργου.
Με φώναξαν πάνω στον καφέ. Συζητούσα τα χάλια μας με τη Μαρούλα, αγανακτούσαμε αντάμα για τους αχαΐρευτους , όλο λιτότητα και σφίξε το ζωνάρι , τα ψίχουλα της αύξησης πού να τ’ ακουμπήσεις, ενώ ο πληθωρισμός ροκανίζει σταθερά τα εισοδήματα των εργαζόμενων, που λέει και το Κ.Κ.Ε.
«Κυρία, κυρία, ελάτε γρήγορα, κάτι έπαθε η Φανή!»
Πετάχτηκα σαν ελατήριο.
«Η Φανούλα! Πού είναι το παιδί;»
«Εκεί μπροστά στο ταμείο!»
Κοιτόταν φαρδιά πλατιά πάνω στο πάτωμα. Ένας σερβιτόρος ήταν σκυμμένος από πάνω της και της έδινε ελαφρά σκαμπίλια, ενώ η Παρθενοπούλου της έτριβε τα χέρια. Κανένα σημάδι ζωής στο κέρινο πρόσωπό της, τα ωραία ματάκια της βασιλεμένα.
«Τι συνέβη;» ψέλλισα έντρομη.
« Δεν ξέρουμε. Εκεί που περίμενε για να πληρώσει, σωριάστηκε στο πάτωμα.»
«Λίγο νερό, δώστε της λίγο νερό!» ακούστηκαν φωνές από τα γύρω τραπέζια.
Της δώσαμε λίγο νερό, συνήλθε. Τη σηκώσαμε και κάθισε σε μια καρέκλα. Απορούσε με όλα αυτά τα πρόσωπα που την περιεργάζονταν σαν να ‘ταν εξωγήινη. Νευρίασα.
«Βγείτε όλοι έξω! Φεύγουμε! Στο πούλμαν αμέσως σε τριάδες! Μαρούλα πάρ’ τους και ξεκινήστε. Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο.»
«Μα δε φάγαμε ακόμα!» διαμαρτυρήθηκαν μερικοί.
«Ό,τι φάγατε φάγατε! Δε δέχομαι κουβέντα! Εμπρός φεύγουμε!»
Κινήσαμε να φύγουμε. Το πούλμαν περίμενε με αναμμένη τη μηχανή πέρα στο δρόμο. Υποβάσταζα τη μικρή αλλά έχανε δυνάμεις . Από κάποια στιγμή και πέρα την κουβαλούσα σχεδόν , όλο μου γλιστρούσε, σε κάποια στιγμή απόκαμα . Την απόθεσα στο πεζοδρόμιο βάζοντας τη ζακέτα μου για προσκέφαλο. ΄Εβγαλα το κινητό και φώναξα τη Μαρούλα.
« Θα την πάω στο νοσοκομείο. Πάρε τα παιδιά και φύγετε. Να πέσουν αμέσως για ύπνο. Κάθισε στο διάδρομο και πρόσεχε να μην ξανασυμβούν τα χθεσινά.».
Το πούλμαν έφυγε κι εγώ περίμενα τον εκπρόσωπο του ΕΚΑΒ. Είχε πάει έντεκα η ώρα και με είχανε ζώσει τα φίδια. Να τηλεφωνήσω στους δικούς της , να μην τηλεφωνήσω, υπερίσχυσε η δεύτερη σκέψη. Πρώτα να τη δούνε οι γιατροί και μετά βλέπουμε. Το κορίτσι μια άνοιγε τα μάτια , μια βυθιζόταν , ήταν ολοφάνερο πως τα πράγματα δεν ήταν καλά. Με ανακούφιση είδα το νοσοκομειακό να πλησιάζει με τη σειρήνα στη διαπασών.
Από κει και πέρα όλα κίνησαν με τρομαχτική ταχύτητα, πέσαμε στο μαύρο στόμα του ΕΣΥ, που όλη τη νύχτα μάς κατάπινε, δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε να μας ξεράσει το πρωί. Το αυτοκίνητο μάς μετέφερε έξω από την Ελευσίνα, τέρμα Θεού, η εφημερία βλέπεις είναι εφημερία. Μόνο που ο Θεός δεν έχει και μεγάλη όρεξη να ασχολιέται με τα έκτακτα περιστατικά σ’ ελληνικό νοσοκομείο, Σάββατο βράδυ, τον ενδιαφέρει μόνο η Κυριακή των χριστιανών με τις κονόμες των παγκαριών .
Το νοσοκομείο απ’ έξω κούκλα και μέσα να βασιλεύει η πανούκλα, να σπρώχνω το φορείο προς το πουθενά, μια από δω , μια από κει , κάποιος νοσοκόμος μου έδειξε το θάλαμο με τα επείγοντα, ανοίγοντας την πόρτα τρόμαξα και το παιδί λιποθύμησε ξανά. Φωνές και βογγητά απείρου πόνου , όλο φορεία το ένα δίπλα στ’ άλλο , οι γέροι με τα καρδιακά τους να ψυχορραγούν, οι νέοι με τα τροχαία τους , ένας γιατρός έσκυψε επάνω της , η νοσοκόμα έβαλε τον ορό κι ένα βραχιόλι με το όνομα της, Φανή Λαμπρίδου. Ύστερα με διώξανε.
Πήγα στην αίθουσα αναμονής , όπου παιζόταν το δράμα των αλαφιασμένων συγγενών με τις ρόμπες και τις καρό παντόφλες και των Πακιστανών με τις σαγιονάρες και τ’ αχτένιστα μαλλιά. Όλοι κουτρούσαν από τη νύστα, βλέμματα νικημένα απ’ το μεροκάματο, ζωντάνευαν μόνο κάθε φορά που η τηλεόραση πάνω από τη γραμματεία έδειχνε τις διαφημίσεις, μόνο ο πασατέμπος τους έλειπε.
Έβγαλα το βιβλίο από την τσάντα, μα σε λίγο βαρέθηκα. Τολμηρός στο θέμα του, πώς να το αρνηθώ, ο πανεπιστημιακός που λατρεύει τις αστυνομικές περιπλοκές αντάμα με τα φευγάτα κόμικς, αλλά όλες αυτές οι απιθανότητες κι οι ολοσέλιδες διακηρύξεις του για τα αυτονόητα… , έχωσα το βιβλίο στην τσάντα με τη σκέψη ότι είχα πετάξει ξανά τα Ευρουδάκια μου για μια τυπωμένη να μην πω τι...
Λαγοκοιμόμουν όταν άκουσα τις φωνές.
« Αίσχος! Σαν δεν ντρέπεστε! Μας έχετε να περιμένουμε σαν τα ζώα και από πάνω μάς δείχνετε και τσόντα!»
Άνοιξα τα μάτια. Ψηλά στον τοίχο, στο καντράν της τηλεόρασης, δυο σώματα γυναικεία αγκομαχούσαν ανάποδα το ένα πάνω στο άλλο , ενώ από κάτω μια ομάδα νεαρών αθιγγανίδων, με τα βρεφόπουλά τους καρφωμένα στο βυζί, κοντανάσαιναν παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα.
« Είναι απαράδεκτοι! Μπουρδέλο καταντήσανε το ΕΣΥ!» είπε ο γέρος δίπλα μου.
«Καραμανλή δε θέλατε; Φάτε τον τώρα!» πέταξε χαιρέκακα μια μαυροφορεμένη.
«Τι λέτε, καλέ!..» σχολίασε ένας χοντρός με μπανταρισμένο πόδι
« …Οι άνθρωποι φροντίζουν για την ψυχαγωγία μας.»
«Κλείστε την τηλεόραση, υπάρχουν και παιδιά εδώ μέσα!» ακούστηκαν φωνές.
«Γιατί αυτή η οχλαγωγία;» εμφανίστηκε μια ξερακιανή από την πόρτα της Γραμματείας «…Ενοχλείτε τους γιατρούς!»
«Δεν τους φωνάζετε να πάρουν κι αυτοί μάτι, μπας και ξυπνήσουν και κάνουν τη δουλειά τους πιο γρήγορα;» την προέτρεψε χαχανίζοντας ο μπανταρισμένος δείχνοντάς την τηλεόραση , όπου το δίδυμο είχε μετατραπεί σε τρίδυμο με την προσθήκη ενός τσίτσιδου νταγλαρά που φορούσε καπούλια ισπανικού ταύρου.
Η υπάλληλος γυρίζοντας το κεφάλι προς το καντράν απολιθώθηκε. Μπήκε σαν σίφουνας μέσα στο καμαράκι « Ποιος ηλίθιος τη γύρισε στο Valter TV; Πού είναι το τηλεκοντρόλ , αλλάξτε κανάλι αμέσως!», βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας, όλο το σκηνικό για γέλια εκτός από τα κλάματα.
Ύστερα ήρθε η σειρά μας. «Βασιλειάδου! Αικατερίνη Βασιλειάδου, στα επείγοντα!» γαύγισε η φωνή μέσα από το γκισέ.
« Οι εξετάσεις της μικρής…» είπε ο γιατρός, που με δυσκολία κρατιόταν στα πόδια του.
« Τι έδειξαν, γιατρέ;»
Δίστασε.
« Η μικρή είναι συγγενής σας;»
« Είμαι η δασκάλα της. Ήρθαμε εκδρομή από τη Θεσσαλονίκη και…»
«Εντάξει , κατάλαβα!» με έκοψε απότομα.
«Τι συμβαίνει, τα πράγματα είναι σοβαρά;»
«Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά , κυρία μου, έχουνε σχέση με το εγκέφαλο, κάτι σαν όγκος , αλλά δεν μπορούμε να αποφανθούμε εκατό τοις εκατό. Πρέπει να μπει επειγόντως σε νοσοκομείο, να κάνει εξειδικευμένες αναλύσεις.»
« Χρειάζεται κάποιο φάρμακο; Σε λίγες ώρες επιστρέφουμε στη Θεσσαλονίκη. Το πούλμαν πηγαίνει πολύ σιγά , θα φτάσουμε σε δέκα ώρες, αν την ξαναπιάσει κρίση, τι να κάνω;»
«Θα σας γράψω ένα ηρεμιστικό. Το παιδί έχει ανάγκη από ακινησία, δεν πρέπει να είναι καθιστό ούτε να περπατάει, ξαπλώστε το στα πίσω καθίσματα.».
Το θέμα ήταν να μας αφήσουν να ξεμπλέξουμε με τα γραφειοκρατικά , υπέγραψα ένα σωρό χαρτιά , αναχωρούσαμε, έλεγαν, με δική μας ευθύνη και τα λοιπά , χώρια που πλήρωσα ένα κάρο λεφτά για τις εξετάσεις.
Γυρίσαμε ξημερώματα στο ξενοδοχείο με ταξί. Διπλό το αγώγι, κόστισε μια περιουσία. Η Μαρούλα άφαντη απ’ το διάδρομο, σημάδι πως όλα έβαιναν καλώς, απ’ τα δωμάτια δεν έβγαινε άχνα. Η Κάτια κοιμήθηκε στο δωμάτιό μου κι εγώ έκανα ένα κρύο μπάνιο, να διώξω την κούραση.
Κατέβηκα στο εστιατόριο. Δεν υπήρχε ψυχή τουρίστα, μόνο εγώ κι οι σερβιτόροι που ετοίμαζαν το πρωινό. Πήρα έναν καφέ και βγήκα στο σαλόνι. Καλά μου το 'λεγε ο Μανόλης δεν είναι για σένα αυτά τα πράματα, μεγάλη η ευθύνη με τα παιδιά του κόσμου, μια στραβή να γίνει , σε τύλιξαν σε μια κόλα χαρτί και τρέχα να τα βγάλεις πέρα με τους μαινόμενους συγγενείς και τα κανάλια να σε παίρνουν κατά πόδι, δεν τον άκουσα, θελέσ' τα και παθέσ' τα...
Κι όμως ως εχθές όλα κυλούσαν ομαλά κι ο Μανόλης διεψεύδετο παταγωδώς. Η Ακρόπολη κι οι αναμνηστικές μας με φόντο την τερατούπολη, το Ευγενίδειο Ίδρυμα κι η εικονική πραγματικότητά του, η Πλάκα με τα γραφικά στενάκια της και το Μοναστηράκι με τα νόστιμα «βρομάδικα», ή τι να πεις για το θαύμα της Πινακοθήκης και την Αναδρομική του Ιακωβίδη, ιδιαίτερα αυτή!
Ξοδέψαμε ένα ολόκληρο πρωινό στην Πινακοθήκη, τα 'παιρνα απ’ το χέρι και τα πήγαινα στους πίνακες , τους εξηγούσα τι είναι αυτό, τι είναι το άλλο, και τα παιδιά κοιτούσαν μαγεμένα τις ζωγραφιές , πρώτη φορά που ήταν μακριά από το σπίτι, περιεργάζονταν ένα κόσμο ήσυχο και μακρινό , παπούδες , γιαγιάδες και βρεφάκια, δίχως τις υστερίες και τα πρόσεχε του δικού τους του σπιτιού.
Ο ρόλος που έπαιζα με συνεπήρε , σαν την κλώσα και γύρω τα πουλιά της να τσιμπολογούν τους σπόρους , εξηγούσα θεατρικά βάζοντας τη σάλτσα στη σωστή της δόση, κι εκείνα άκουγαν με κάτι μάτια να, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν , κυρία τι είναι η Σχολή του Μονάχου, κυρία τι είναι ο χρωστήρας ;
Αυτή είναι , Μανολάκη μου, η δουλειά μου, πού να την καταλάβεις εσύ που πνίγεσαι μέσα στα πάθη των ανθρώπων, μηνύσεις, αγωγές κι απάτες, ο ένας συγγενής να ορμά στον άλλο, να ρε για να μάθεις να μην καταπατάς το βιος μου, δε λέω ευαίσθητος κι εν μέρει ιδεαλιστής ακόμη είσαι, αλλά ως πότε;, δε γίνεται να κάνεις ομελέτα χωρίς σπασμένα αβγά κι όπως τα ανακατεύεις όλο και κάποια πιτσιλιά θα σε λερώσει. Ενώ εγώ με τα δωδεκάχρονά μου πετώ σε άλλους ουρανούς, μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος , δεν έχει έρθει η ζωή να τα ρημάξει, οι ψυχούλες τους αμόλυντες από τους λεκέδες των γονιών τους, γιατί όσο κι αν ψάξεις μόνο λερωμένες φωλιές θα βρεις στις οικογενειακές εστίες τους.
Βεβαίως, δεν ισχυρίζομαι ότι όλα είναι ρόδινα ανάμεσά τους. Κι εδώ θα συναντήσεις τα χαλασμένα, τα στριγγλάκια, στην όψη παιδικότατα αλλά στο μέσα τους αγριεμένα και κακομαθημένα, ξεσηκωμένα από τους τηλεοπτικούς αστέρες, ενώ η εφηβεία, που κατεβαίνει ορμητικά απ’ το λόφο, τους φουσκώνει τα μυαλά με τρόπους και συνήθειες ενηλίκων. Όμως παιδιά είναι ακόμα, έχουν δρόμο πολύ μπροστά τους για να στρώσουν , το δηλητήριο δεν έχει φτάσει στην καρδιά. Είμαι η κυρία Κούλα, η δασκάλα τους, και χαίρομαι να τα καθοδηγώ , κοντά σε μένα αποκτά νόημα η ύπαρξή τους κι εγώ κοντά σ’ αυτά παίρνω χρώμα και κουράγιο . Τρέφομαι σαν το βαμπίρ απ’ τη δροσιά τους, ευφραίνεται η ψυχούλα μου, που την έχουνε μπαφιάσει τα λάθη τα δικά μου και οι μικρότητες των άλλων. Δε μετανιώνω . Αν ξαναγύριζα το χρόνο πίσω , πάλι δασκάλα θα γινόμουν.
Πρόβαλε η Μαρούλα και μου 'δωσε ραπόρτο, όλα εξελίχτηκαν ομαλά , το βράδυ κύλισε δίχως παρατράγουδα. Είχαν τρομάξει με το θέαμα της Φανής και τους κόπηκε η διάθεση για να επαναλάβουν τα προχθεσινά, που γυρνούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο και παίζαν μαξιλαροπόλεμο, αναστατώσανε το ξενοδοχείο, βγαίναν οι τουρίστες αγριεμένοι και φωνάζανε μαζέψτε τα παιδιά σας να μη σας τα μαζέψουμε εμείς, ντραπήκαμε. Της είπα τα καθέκαστα κι έμεινε άναυδη, τι μου λες, πω πω τι συμφορά για τους γονείς της, είναι και μοναχοπαίδι, κρίμα στο αγγελούδι!
«Καλύτερα να μην ερχόμουν , Μαρούλα, το μετάνιωσα. Αν ήταν να πιω αυτό το ποτήρι, καλύτερα να καθόμουν στο σπιτάκι μου.»
«Πού να το ξέρεις, συναδέλφισσα, ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»
« Έχεις δίκιο! Πού να το ξέρω;»
«Έκανες όλο το χρόνο τόση δουλειά και να μην έρθεις; Θα ‘ταν κρίμα.».
Και πάλι είπε το σωστό. Τη δικαιούμουν αυτήν την εκδρομή. Όλο το χρόνο δούλεψα το Πρόγραμμα τόσο σκληρά , που μου βγήκε ο αδόξαστος. Έγινα εξπέρ πάνω στον Ιακωβίδη και σε θέματα ζωγραφικής, ούτε διδακτορικό να ήταν. Κι όλα αυτά για να «απογειώσω» την τάξη μου, να τη «μυήσω» στα μυστικά της Τέχνης, να τους μάθω πέντε πράματα που θα τους μείνουν στη ζωή, να έχουνε ένα μπούσουλα κι ένα καταφύγιο , όταν πλακώσουν οι δύσκολες ημέρες, γιατί τι να τα κάνουν τα λεφτά όταν έρθουν οι καταραμένες, δεν αγοράζεις ευτυχία με αυτά ούτε εξαγοράζεις τον έρωτα και τη φιλία.
Μια μέρα του Απρίλη με φώναξε ο Διευθυντής, γελούσαν τα μουστάκια του, κέρασε πάστα του Αγαπητού και καφεδάκι από το κυλικείο, δεν τα συνηθίζει αυτά ο Μητρόπουλος, όλο του πάρε είναι, ποτέ του δώσε.
«Συγχαρητήρια , κυρία Βασιλειάδου, μας κάνατε περήφανους με την επιτυχία σας!»
«Ποια επιτυχία;»
« Πήρατε το πρώτο βραβείο! Ανάμεσα σε εκατόν είκοσι σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα, το Πρόγραμμά σας βγήκε πρώτο! Τιμήσατε το σχολείο μας , το κάνατε πανελληνίως γνωστό! Ετοιμαστείτε να κατεβείτε στην Αθήνα.».
Μού έδωσε το χαρτί με τα αποτελέσματα και χάρηκε η καρδιά μου, πώς να το κρύψω; Δεν είναι μικρό πράμα η πρωτιά συν τρεις μέρες στην Αθήνα με την τάξη μου, όλα πληρωμένα, χώρια η βράβευση στην Παλαιά Βουλή, το είπα στο Μανόλη και με φίλησε διπλά , άντε και στην Ολυμπιάδα Πνεύματος να πάρουμε το χρυσό και έτρεξε στο τηλέφωνο καμαρωτός να το κάνει βούκινο στους δικούς μας.
Το μόνο που τον πείραξε ήτανε το ταξίδι, πού θα πας με τόσα παιδιά στην πλάτη;, μεγάλο το ρίσκο, η Καβράνη είναι άπειρη και θα τα θαλασσώσει, να πατήσεις πόδι να έρθει κι ο Διευθυντής , γιατί δεν έρχεται ο ευθυνόφοβος;, από ένα σημείο και πέρα το έριξε στην γκρίνια και πώς θα μείνω τρεις μέρες μόνος, όλο του κεφαλιού σου κάνεις, ποτέ δε με ρωτάς, τίποτε εγώ , βράχος και έσπασαν όλα τα κύματά του, εν τέλει ησύχασε.
Άνοιξα τα μάτια , τώρα περνούσαμε τα Τέμπη, η μικρή μολύβι ασήκωτο στα πόδια μου. Έσκυψα και τη φίλησα. Κοιμότανε βαθιά, αλλιώς θα μ’ έπιανε στα πράσα, να κλαίω φανερά , δεν μπορούσα πια να κρατηθώ. Φώναξα τη Μαρούλα να με αντικαταστήσει και σηκώθηκα δήθεν για να ξεμουδιάσω. Καλή είναι η σχέση μου με το γιο μου , όπως της κάθε Ελληνίδας μάνας με τον κανακάρη της, όμως εμένα ο πόνος κι ο καημός είναι που δεν έχω ένα κορίτσι, μια θυγατέρα , όχι για να με γηροκομήσει, αυτά είναι χαζομάρες, αλλά να 'χω μια φίλη και μια σύμμαχο, να λέω τον πόνο μου, να με καταλαβαίνει, το φύλο είναι πιο ισχυρό από το δεσμό αίματος.
Ποτέ μου δε συχώρεσα το Μανόλη για την άρνησή του να κάνουμε δεύτερο παιδί, γυναίκα να το ρίξουμε , δε σηκώνουν οι καιροί ακόμα ένα αθώο σφάγιο, και το 'να που κάναμε είναι μεγάλο ρίσκο. Ο Μανόλης με τα ρίσκα του κι εγώ με την αγωνία του ενός και τη στέρηση του άλλου. Φαντάσου όμως να 'χα ένα τέτοιο αγγελούδι και να ερχόταν ξαφνικά ο χάρος να μου το διεκδικήσει για δικό του…
Είχαμε μπει στην εθνική για την Κατερίνη. Τα πιτσιρίκια χαλούσανε τον κόσμο με τα γέλια τους και τα τραγούδια, το πούλμαν ένα καράβι νιάτα έσχιζε αμέριμνο τη θάλασσα του δρόμου , να τα πάει στην αγκαλιά των δικών τους, που τώρα θα ετοιμάζονταν να φύγουν για το σχολείο, να υποδεχτούν τα βλαστάρια τους , την «ωραία» Βάλια Ορφανίδου , τον υπερκινητικό Αλέξανδρο Μαμουτζίδη, το μελαγχολικό Αλβανάκι Μεσούτ Ταλάκου, την αιθέρια Φανή Λαμπρίδου, το άτυχο κορίτσι μου... Με πήρανε πάλι τα δάκρυα και πώς να τα σταματήσω πριν συναντήσει η δεύτερή της μάνα την πραγματική της μάνα ;
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο κείμενο.
Δημοσίευση σχολίου