«Ο ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου είναι υπεύθυνος εάν το φαγητό του δηλητηριάζει τους πελάτες· οι μεγιστάνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι εάν οι αλγόριθμοί τους δηλητηριάζουν την κοινωνία μας. Ας πάρουμε ξανά τον έλεγχο. Ας κάνουμε τα social media ξανά σπουδαία». Πέδρο Σάντσεθ . πρωθυπουργός της Ισπανίας
Aμάν, αμάν , μας φάγαν τον Ταρζάν, αμάν, απίκο, πάει κι ο Ποκοπίκο, αμάν αχού, το ΄σκασε η Χουχού, με λιώσαν για τη γκόμενα τα αμάν και τα αχού!
*
αμάν:έλεος!
Λέξη τουρκικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται από τους Έλληνες σε
ποικίλες περιπτώσεις, για να δηλωθούν αισθήματα επίκλησης για βοήθεια ,
θαυμασμού, έκπληξης, αγανάκτησης κλπ.
Στις
μέρες μας, αρχίζουν και μειώνονται οι εκφράσεις θαυμασμού, ενώ
αντιθέτως αυξάνονται οι εκφράσεις που δηλώνουν απόγνωση, απογοήτευση ,
νευρικότητα και δυσάρεστη έκπληξη. Για παράδειγμα, όλο και λιγότερο ακούγεται στο δρόμο από έκθαμβους αρσενικούς η έκφραση Αμάν και τι 'σαι εσύ! στη θέα μιας ωραίας γυναίκας , ενώ περισσεύουν στις ιδιωτικές και δημόσιες συνάξεις φράσεις, όπως Αυτοί οι δημοσιογράφοι στα πρωινάδικα με έφεραν στο αμάν, θα σπάσω την τηλεόραση και Αμάν πια, μου ήπιανε το αίμα! , για να δηλωθεί η αγανάκτηση πολλών για τα στραβά και τα ανάποδα που αντιμετωπίζουν στη δύσκολη καθημερινότητά τους, τις ληστρικές τράπεζες, τα ενοίκια , τους υπέρογκους λογαριασμούς των εταιρειών κοινής ωφέλειας, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, το κυκλοφοριακό, την εγκληματικότητα κ.λπ.
Στο φαράγγι των πολυκατοικιών πεζοπορώ Εκεί την εκπλήρωση απαριθμώ ανεκπλήρωτων πράξεων Επαίτης της μνήμης στην παγωνιά της λήθης αντιδικώ Ένοχος όλων των ονείρων που ερμηνεύουν μόνο τη ζωή
Η φωτιά τώρα της ιστορίας στάχτες της ουτοπίας σκορπά Ποια ελευθερία φάρμακο γεννιέται μιας άτολμης ψυχής Πρόσωπα συντρόφων στους δρόμους του θανάτου μετρώ Σκοτάδι συμπαντικό στην αλληλεγγύη μένω των απελπισμένων
Αλλοπαρμένη φυσά η Σελήνη κρύσταλλο αιμορραγεί Τη σιωπή διεκδικώ, κομμάτια των σκοτεινών ονείρων
Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι απ' τις πλάνες μας.
-Κάποια μέρα, αγόρι μου, τα κορίτσια όλων αυτών των υπηκόων μου θα είναι δικά σου. - Δε γίνεται να τα παντρευτώ από τώρα; - Μα τι λες; Θα χωρίσω τη μάνα σου
και θα τα παντρευτώ εγώ. Εσύ θα πάρεις τα κορίτσια τους. - Δηλαδή τις ανιψιές μου; -Σωστά !Δε σ΄αρέσει;
Καλό είναι, δε λέω. Αλλά δε γίνεται
να τροποποιήσουμε λίγο το πράμα;
-Τι εννοείς;
-Να δώσεις εντολή σε μερικές από τις μελλοντικές γυναίκες σου
γ. «Ο Ταράς Μπούλμπα είναι από τους πιο μισητούς χαρακτήρες που έχω συναντήσει στην, μέχρι τώρα, αναγνωστική μου πορεία . Αγνώμων, ημιμαθής, μισογύνης, μισαλλόδοξος, νομάς, δεσποτικός, μέθυσος, άκαμπτος και πείσμων. Ένας χαρακτήρας που μόνο η ιδέα του ανηλεή πολέμου ζει μέσα στο κεφάλι του, με αποτέλεσμα ο ίδιος να καταστρέψει την ζωή του και την ζωή της οικογενείας του. Το κείμενο του Γκόγκολ είναι ένας συνεχής ψυχολογικός – κυρίως – πόλεμος, ο οποίος ρέει ασταμάτητα προς το τέλος του Ταράς Μπούλμπα, ένα τέλος που θυμίζει την κάθαρση της αρχαιοελληνικής γραμματείας.»
Ταράς Μπούλμπα (Тарас Бульба, 2009), Σκηνοθεσία: Vladimir Bortko.
Taras Bulba" (ρωσικά: Тарас Бульба) είναι μια ιστορική ταινία δράμα βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ. Η ταινία γυρίστηκε στην Ουκρανία και στην Πολωνία. Προβλήθηκε στους κινηματογράφους της Ρωσίας στις 2 Απριλίου του 2009, για να συμπέσει με τα διακοσαετία του Νικολάι Γκόγκολ. Η ταινία δεν ήταν βασισμένη στην πρώτη έκδοση του ομώνυμου βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1835 αλλά αυτής που κυκλοφόρησε το 1842.
[...........................]
Η συναυλία έγινε στο πλαίσιο της βράβευσης του διαγωνισμού ζωγραφικής της ΡΑΑΕΥ (Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων) με θέμα «Έξυπνα και πράσινα νησιά». Το πρόγραμμα αναδεικνύει τη συνύπαρξη των μουσικών παραδόσεων του Μπαρόκ και του Ρομαντισμού με έργα εμπνευσμένα από την ελληνική και μεσογειακή μουσική παράδοση, καθώς και την Jazz.
Συμμετέχει ο πιανίστας και τελειόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Κατσούλης, καθώς και το Σύνολο Παλαιάς Μουσικής του Τμήματος.
Την ορχήστρα διευθύνει ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών ΑΠΘ.
Πρόγραμμα
Georg Friedrich Händel (1685–1759): Ορατόριο Μεσσίας, HWV 56, Εισαγωγή Johann Sebastian Bach (1685–1750) Ιταλικό Κοντσέρτο, BWV 971: 3ο μέρος Antonio Vivaldi (1678–1741): Κοντσέρτο σε Σολ ελάσσονα, RV 157: Allegro, Largo, Allegro Edward Elgar (1857–1934): Pomp and Circumstance March No. 4, Op. 39 Fazil Say (γ. 1970): Black Earth Θοδωρής Παπαδημητρίου (γ.1978): Τρεις Ελληνικοί Χοροί: Κερκυραϊκός, Μήλο μου κόκκινο, Κοφτός
Η
αρχή της δεκαετίας του 1990, σε παγκόσμιο επίπεδο, χαρακτηρίστηκε από
την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την επανένωση της Γερμανίας, τη
μονοκρατορία των ΗΠΑ, την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σε συνθήκες
χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και τεχνολογικής επανάστασης, και τη
Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Την ίδια εποχή (περίοδος 1990-1994) στην
Ιταλία αναδιατάσσεται το πολιτικό σκηνικό. Η A΄ Δημοκρατία, που
θεμελιώθηκε το 1948 (Σύνταγμα De Gasperi), είχε πάντα τη
Χριστιανοδημοκρατία (DC) στην κυβέρνηση και το Ιταλικό Κομμουνιστικό
Κόμμα (PCI) στην αξιωματική αντιπολίτευση. Σε δεύτερο ρόλο ήταν το
Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) και τα μικρά συντεχνιακά κόμματα:
Σοσιαλδημοκράτες (PSDI), Φιλελεύθεροι (PLI), Ρεπουμπλικάνοι (PRI). Οι
οπαδοί του Μουσολίνι (MSI) ήταν στο περιθώριο.
To 1995 τα πάντα
είχαν αλλάξει. Η Β΄ Ιταλική Δημοκρατία είχε ανατείλει, αλλά με
χειρότερους όρους από πριν. Η Χριστιανοδημοκρατία θα εξαφανιστεί, όπως
και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, καθώς και τα τρία μικρότερα (PSDI, PLI, PRI).
Το ΙΚΚ θα μεταλλαχθεί σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (PDS), ενώ το
χώρο της Δεξιάς θα τον καλύψει ο Μπερλουσκόνι (FI) και η Λέγκα του
Βορρά, που θα αντικαταστήσει το φασιστικό MSI.
Καταλύτης σε αυτή
την τομή στάθηκε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», αλλά οι αιτίες ανάγονται
στις παγκόσμιες αλλαγές, στην απαίτηση του ιταλικού καπιταλισμού για
επιβολή του νεοφιλελευθερισμού με ριζικές αλλαγές στο κράτος,
προκειμένου να διατηρήσει και να επεκτείνει την ευρωπαϊκή και διεθνή
επιρροή του. Είναι εκπληκτικό ότι η Χριστιανοδημοκρατία, που στήριζε ο
ιταλικός καπιταλισμός για 50 χρόνια, αφέθηκε από την ίδια την ελίτ να
πεθάνει. Αλλά είχε ήδη βρει το διάδοχο στο πρόσωπο του Μπερλουσκόνι. Οι
μαφίες της Ιταλίας, η καπιταλιστική ελίτ, αλλά και το Βατικανό, θα
επιλέξουν τη στήριξη στον Μπερλουσκόνι. Ο μπερλουσκονισμός νομιμοποίησε
τον ιταλικό φασισμό, ενώ φέρει τη βασική ευθύνη για τη σημερινή
ακροδεξιά διακυβέρνηση της Ιταλίας, καθώς και για το αδιέξοδο στο οποίο
έχει περιέλθει κοινωνία και οικονομία.
Τα «Καθαρά Χέρια» ξεκίνησαν
από ένα χρηματισμό, ευτελούς ποσού, του σοσιαλιστή Μάριο Κιέζα στις 17
Φεβρουαρίου 1992. Αυτός δεν καλύφθηκε πολιτικά από τον Κράξι, ακολούθησε
πανικός και άνοιξαν πολλά στόματα. Είναι η έναρξη της «Tangentopoli»
(πολιτεία της μίζας) που συνεχίστηκε για τρία χρόνια και με αυξανόμενη
ένταση. Ο δικαστής Αντόνιο Ντι Πιέτρο και η ομάδα του ανέλαβε την έρευνα
για διαφθορά σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους του Μιλάνου. Η
επιχείρηση ονομάστηκε ««Καθαρά Χέρια». Το φθινόπωρο του 1992 είχε γίνει
εθνικό ζήτημα, με κατηγορίες εναντίον μεγάλων δημόσιων εταιρειών, όπως η
«Enel», η «Eni» και οι σιδηρόδρομοι, με φυλάκιση στελεχών των δημόσιων
προμηθειών αλλά και κορυφαίων διευθυντών της «Fiat». Ακολούθησαν
πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης του πεντακομματικού συνασπισμού.
Αλλά
είναι στο Παλέρμο που σημειώνονται οι πιο καταστροφικές εξελίξεις για
την κυβέρνηση. Οι δολοφονίες των Σικελών δικαστών Τζιοβάνι Φαλκόνε και
Πάολο Μπορσελίνο αποκάλυψαν την ανικανότητα και τις στενές σχέσεις της
Δεξιάς και των Σοσιαλιστών του Κράξι με τη Μαφία, που τους γύρισε
μπούμεραγκ. Η πτώση του Κράξι και η φυγή του στην Τυνησία για να
αποφύγει τη φυλακή ήταν η μόνη «κάθαρση» στον ηγετικό πυρήνα του
συστήματος.
Η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» έδειξε ότι στην
«Tangentopoli» οι μίζες που δόθηκαν συνολικά μετριούνται σε
δισεκατομμύρια, ενώ 4.520 άτομα ερευνήθηκαν, το ένα τρίτο εκ των οποίων
καταδικάστηκαν με μικρές ποινές. Αλλά ο ιταλικός δρόμος για την αλλαγή
παραδείγματος τελείωσε εκεί, χωρίς μεταρρυθμίσεις. Μόλις τελείωσε η
κρίση, όλα ξανάρχισαν. Οι ιδιωτικοποιήσεις είχαν ξεκινήσει και ένας νέος
γύρος μιζών ακολούθησε, η διαφθορά μεγάλωσε, ενώ μειώθηκε η δυνατότητα
απονομής δικαιοσύνης, παραλύοντας και τα δικαστήρια με πλήθος υποθέσεων.
Το
τέλος των «Καθαρών Χεριών» ξεκινά με την πρώτη εκλογική νίκη του
Μπερλουσκόνι που αγόρασε τα πάντα: τη Μίλαν, τους δικαστές, τον Τύπο,
ακόμα και πολιτικούς του αντιπάλους. Ο δικαστής Ντι Πιέτρο, ύστερα από
συκοφαντίες του Μπερλουσκόνι, παραιτήθηκε, έγινε πολιτικός, υπουργός
στην κυβέρνηση Πρόντι και επικεφαλής κόμματος, αλλά η προσπάθεια του δεν
έπεισε, όπως και τα «Καθαρά Χέρια».
Η Αριστερά είχε στηρίξει την
επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», αλλά δεν είχε στρατηγικό σχέδιο για τις
ριζοσπαστικές τομές και συμμαχίες, αναγκαίες για την αλλαγή
υποδείγματος. Τα αποτελέσματα των «Καθαρών Χεριών» απογοήτευσαν τον
προοδευτικό κόσμο της Ιταλίας και μείωσαν την αξιοπιστία της Αριστεράς.
Αργότερα ακολούθησε η νεοφιλελεύθερη μετατόπιση του Δημοκρατικού
Κόμματος, στέλνοντας στην αποχή μεγάλο μέρος των αριστερών ψηφοφόρων. Η
κουλτούρα του μπερλουσκονισμού κυριάρχησε και τελικά παρήγαγε το
αδιανόητο: οι κληρονόμοι του Μουσολίνι να κυβερνούν την Ιταλία, με την
Μελόνι να γίνεται βασικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή πολιτική,
εκπροσωπώντας την «Μαύρη Διεθνή».
Σήμερα, από τη Σλέιν του
Δημοκρατικού Κόμματος, τον Κόντε των Πέντε Αστέρων, την Κοκκινοπράσινη
Συμμαχία των Φρατοϊάνι-Μπονέλι, ως την Ριφοντατσιόνε του Ατσέρμπο, έχουν
όλοι μαζί μια ευθύνη και μια ευκαιρία στις επόμενες εκλογές. Να θέσουν
μια κοινή στρατηγική με ένα εναλλακτικό υπόδειγμα για την Ιταλία, πριν
τη βάψει σε μαύρο χρώμα η Μελόνι και οι σύμμαχοί της – καθοριστικά αυτή
τη φορά.
Τη Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν θα την έλεγες «χαρισματική
πολιτική προσωπικότητα». Μέχρι να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015,
είτε ως βουλεύτρια της αντιπολίτευσης είτε ως πρόεδρος της Βουλής, με
την «επιθετική» εικόνα που παρουσίαζε ήταν ο «εύκολος στόχος» της δεξιάς
προπαγάνδας (όπως είχα αναλύσει στο βιβλίο «Προπαγάνδα»). Ούτε στην
Αριστερά ήταν ιδιαίτερα αρεστή, με την υπερβολική αυστηρότητα και
σχολαστικότητα που τη χαρακτήριζαν ως προς τον τρόπο τήρησης των
κανονισμών. Επί πλέον, παρότι είχε αποχωρήσει με τη Λαϊκή Ενότητα από
τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποδοχή του τρίτου Μνημονίου, οι θέσεις της έκτοτε
κάθε άλλο παρά ήταν πιο αριστερές από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είχε συνταχθεί με τους
«Μακεδονομάχους» εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών, και, πρόσφατα,
υπερψήφισε το νομοσχέδιο για τα Ωνάσεια σχολεία.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το κόμμα της να
διαγκωνίζεται με το ΠΑΣΟΚ για τη θέση του πρώτου (σε ποσοστά) κόμματος
της αντιπολίτευσης. Εχω υποστηρίξει ότι, τουλάχιστον στη σύγχρονη
πολιτική, ο κόσμος ούτως ή άλλως δεν ψηφίζει «χαρισματικές
προσωπικότητες» (όπως άλλωστε μαρτυρεί και η άνεση με την οποία ο
Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε στις εκλογές του 2019 αλλά και -ακόμα
περισσότερο- του 2023). Η δημοσκοπική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας
προφανώς σχετίζεται με το γεγονός ότι το ζήτημα των Τεμπών εδώ και
μερικές εβδομάδες βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος. Η
Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι δικηγόρος συγγενών των θυμάτων και έχει
πρωτοστατήσει σε όλες τις συναφείς κοινοβουλευτικές διαμάχες, που
κορυφώθηκαν με την πρόταση δυσπιστίας.
Πέραν αυτού όμως, η εντυπωσιακή άνοδος του κόμματος της
Ζωής Κωνσταντοπούλου θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την κρίση των
κομμάτων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Στο προηγούμενο άρθρο
μου («Η ιδεολογική κρίση του κομματικού συστήματος» – «Εφ.Συν.»,
4.3.2025) είχα υποστηρίξει ότι στο προβλεπτό μέλλον, παρά τις τεράστιες
διαστάσεις που έχει προσλάβει το κίνημα των Τεμπών, η πολιτική υπεροχή
της Ν.Δ. δεν απειλείται, διότι ο Μητσοτάκης κυβερνά ουσιαστικά χωρίς
αντι-δεξιό ιδεολογικό αντίπαλο στο κοινοβούλιο. Οπως και η φύση, έτσι
και η πολιτική απεχθάνεται τα κενά. Το κενό που προέκυψε από τη διάλυση
και συρρίκνωση των κοινοβουλευτικών φορέων της Αριστεράς και της
Κεντροαριστεράς έμελλε να καλυφθεί -εν μέρει, έστω- από τη Ζωή
Κωνσταντοπούλου και το κόμμα της.
Ο μονοθεματικός χαρακτήρας της κοινοβουλευτικής πρακτικής
της Πλεύσης Ελευθερίας -έγκλημα των Τεμπών- δεν θα αρκούσε από μόνος του
για τη ραγδαία ισχυροποίηση του εν λόγω κόμματος. Και τα άλλα κόμματα
της αντιπολίτευσης εγείρουν διαρκώς το συγκεκριμένο θέμα. Η Ζωή
Κωνσταντοπούλου δεν θα μπορούσε να ηγεμονεύσει ως αντιπολίτευση απλώς
και μόνον επειδή είναι η δικηγόρος των συγγενών. Αλλο πράγμα η
-οσοδήποτε μαχητική- δικηγορία κι άλλο η πολιτική διαμάχη. Ή μήπως όχι;
Το προαναφερθέν «κενό», πριν καλυφθεί από τη Ζωή
Κωνσταντοπούλου, είχε ήδη ένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Ακριβέστερα, μια
ιδεολογική προ-ιστορία. Ας μεταφερθούμε στην τελευταία περίοδο κατά την
οποία η κυβέρνηση της Δεξιάς είχε μια -ποσοτικά- ισχυρή αντιπολίτευση.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και πριν υποστεί την
εκλογική πανωλεθρία του 2023. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τότε μετατραπεί από μόνος
του σε ένα σχεδόν μονοθεματικό κόμμα. Θυμίζω πως ολόκληρη η
αντιπολιτευτική του πρακτική κατά τον σχεδόν έναν χρόνο πριν από τις
εκλογές είχε επικεντρωθεί στο ζήτημα των υποκλοπών. Θυμίζω ακόμη πως ο
κόσμος όχι απλώς δεν κατέβαινε στους δρόμους για τις υποκλοπές, αλλά,
σύμφωνα με όλες τις σχετικές δημοσκοπήσεις, τοποθετούσε τις υποκλοπές
στην τελευταία ή σε μια από τις τελευταίες θέσεις των ζητημάτων που τον
απασχολούσαν και που θα επηρέαζαν την ψήφο του.
Είχα γράψει τότε κάμποσα άρθρα για να εξηγήσω το φαινόμενο
και -κυρίως- την εμμονική και εν τέλει αυτοκαταστροφική στάση του
ΣΥΡΙΖΑ (βλ. π.χ. «Η νομικιστική αντίληψη της πολιτικής» – «Εφ.Συν.»,
7.2.2023). Πέρα από την εκλογική συντριβή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, τούτη η
μονοθεματική πολιτική πρακτική συνέβαλε μακροπρόθεσμα και σε κάτι ακόμη:
στη δημιουργία μιας διάχυτης και εν μέρει ασυνείδητης «πολιτικής
κουλτούρας», σύμφωνα με την οποία οι κρίσιμες κομματικές διαμάχες
προσλαμβάνουν έναν νομικό χαρακτήρα. Το μόνο πειστικό επιχείρημα για τη
σπουδαιότητα των υποκλοπών ήταν ότι αυτές είναι παράνομες. Το τελευταίο
πράγμα που απασχολεί τον κόσμο για τη συγκάλυψη του εγκλήματος των
Τεμπών αλλά και για το ίδιο το έγκλημα είναι η παρανομία τους. Το αίτημα
για την τιμωρία των ενόχων είναι η κραυγή που απαιτεί την ανατροπή ενός
αδίστακτου συστήματος εξουσίας που αδιαφορεί για τη ζωή και την
ασφάλεια των απλών πολιτών.
“Η ιδέα ότι οι φτωχοί έπρεπε να έχουν ελεύθερο χρόνο ήταν πάντα
σοκαριστική για τους πλούσιους. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι δεκαπέντε
ώρες ήταν η συνηθισμένη ημερήσια εργασία για έναν άνδρα· τα παιδιά
μερικές φορές δούλευαν πολύ συχνά δώδεκα ώρες την ημέρα…Σε όσους έλεγαν ότι ίσως αυτές οι ώρες ήταν μάλλον πολλές, τους
απαντουσαν πως η δουλειά κρατούσε τους ενήλικες μακριά από το ποτό και
τα παιδιά από τις κακοτοπιές.
Όταν ήμουν παιδί οι εργάτες είχαν κερδίσει το δικαίωμα στην ψήφο,
και ορισμένες επίσημες αργίες θεσπίστηκαν με νόμο, προς μεγάλη
αγανάκτηση των ανώτερων στρωμάτων. Θυμάμαι ότι άκουσα μια ηλικιωμένη
Δούκισσα να λέει: «Τι θέλουν οι φτωχοί με τις διακοπές; Θα έπρεπε να
δουλέψουν!». Οι άνθρωποι στις μέρες μας είναι λιγότερο ειλικρινείς, αλλά
η ίδια αντίληψη επιμένει και είναι η πηγή μεγάλου μέρους της
οικονομικής μας σύγχυσης».
✒️Bertrand Russell, 📚In Praise of Idleness and Other Essays (1935)
Οι φτωχοί, εργαζόμενοι ή μη, δεν έχουν μόνον τον καθημερινό αγώνα της
επιβίωσης, αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν και τη συκοφάντηση εκ μέρους
των πλουσίων. Τους θεωρούν ανίκανους και υπεύθυνους για τη φτώχεια τους.
Η τάξη των πλουσίων επιστρατεύει επιτελεία από «γενίτσαρους»
επιστήμονες προκειμένου να αποδείξουν πως οι φτωχοί είναι άξιοι της
μοίρας τους. Πως δεν είναι απλά «ελαττωματικοί καταναλωτές», αλλά
τεμπέληδες, καθυστερημένοι και εκ φύσεως άχρηστοι για να εξελιχθούν.
Προσπαθούν να μας πείσουν πως η φτώχεια είναι γενετικό ελάττωμα απ’ το
οποίο δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί κανείς, γι’ αυτό και θα πρέπει να
αφεθεί στη μοίρα του. Τι υποκρισία!
Οι φτωχοί και οι άνεργοι δεν μπορούν από μόνοι τους να λύσουν τα
προβλήματά τους. Δεν είναι μόνον το ότι υποφέρουν από ακραία υλική
αποστέρηση. Όλη τους η ενέργεια είναι διοχετευμένη στην εξεύρεση τρόπων
επίλυσης του προβλήματος της καθημερινής επιβίωσης. Οι έχοντες άφθονο
ελεύθερο χρόνο και ελευθερία κινήσεων πλούσιοι εξουσιάζουν το λαό για
έναν απλούστατο λόγο: η τάξη τους είναι συσπειρωμένη σ’ έναν σκοπό –στην
επίτευξη διαρκώς περισσότερου πλούτου και στη διαιώνιση των κοινωνικών
ανισοτήτων–, ενώ οι φτωχοί είναι μονίμως διασπασμένοι.
Σε άνδρες και γυναίκες, θρησκείες, έθνη, πολιτικά κόμματα,
ποδοσφαιρικές ομάδες, επαγγελματικές τάξεις. Και συνεχώς συγκρούονται
μεταξύ τους για το παραμικρό: για την πίστη, την ιδεολογία, τη σημαία,
για το μεροκάματο, για την ίδια τους την επιβίωση. Πραγματικός
«κοινωνικός κανιβαλισμός», όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της
ελληνικής κρίσης χρέους: Οι αστυνομικοί εναντίον των διαδηλωτών. Οι
αγρότες εναντίον των φορτηγατζήδων. Οι φορτηγατζήδες εναντίον των
εμπόρων. Οι ταξιτζήδες εναντίον των ξενοδόχων. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι
εναντίον των δημοσίων.
Αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στις ΗΠΑ,
το επίκεντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, όπως επισημαίνει
και ο Αμερικανός κοινωνιολόγος και ακτιβιστής Χάουαρντ Ζιν στο βιβλίο
του Η Ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών:
«Το 1% του πληθυσμού έχει στην κατοχή του το ένα τρίτο του πλούτου.
Τα υπόλοιπα δύο τρίτα κατανέμονται με τρόπο που στρέφει το 99% εναντίον
αλλήλων: τους μικροϊδιοκτήτες εναντίον των αστέγων, τους λευκούς
εναντίον των μαύρων, τους διανοούμενους και τους επαγγελματίες εναντίον
των αμόρφωτων και των ανειδίκευτων. Οι ομάδες αυτές κατηγορούν η μία την
άλλη και μάχονται μεταξύ τους με τόση σφοδρότητα ώστε δεν
αντιλαμβάνονται την κοινή τους θέση: ότι μοιράζονται τα αποφάγια μιας
πολύ πλούσιας χώρας».
Την ίδια στιγμή οι ζάμπλουτοι, που αντιπροσωπεύουν αυτό το 1%, είναι
ενωμένοι, σχεδόν αγαπημένοι, και κάνουν «συγχωνεύσεις»,
«επιχειρηματικούς γάμους» και «κοινά projects». Ούτε ρουθούνι δεν
ανοίγει στη δική τους συνομοταξία. Και το πιο φοβερό απ’ όλα είναι ότι
παραμένουν ουσιαστικά ανεπάγγελτοι. Δεν έχουν κάποιο «επάγγελμα», που να
προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Είναι απλώς πλούσιοι…
Χρειάζονται όμως μια ανεξάντλητη δεξαμενή φτωχών για να τους
υπηρετούν και να τους εκμεταλλεύονται. Οι φτωχοί απ’ την άλλη κάθονται
στριμωγμένοι στη γωνία και περιμένουν τις εξελίξεις ή το αναπόφευκτο.
Είναι παγιδευμένοι στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης και δεν έχουν την
πολυτέλεια να προβλέπουν τις εξελίξεις. Τσακισμένοι από το μόχθο
τρέχουν πανικόβλητοι για να πληρώσουν το νοίκι, το ηλεκτρικό ρεύμα, τους
λογαριασμούς, τις δόσεις, για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Την ίδια
στιγμή οι πλούσιοι, απερίσπαστοι από τον καθημερινό μόχθο, σχεδιάζουν το
μέλλον του κόσμου και δολοπλοκούν ώστε να διαιωνιστεί η κυριαρχία τους.
Και δεν εργάζονται οι ίδιοι πάνω σ’ αυτό καθώς έχουν στην υπηρεσία τους
μια στρατιά πανέξυπνων συμβούλων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι
«γενίτσαροι», στρατολογημένοι από την τάξη των φτωχών. Τους πληρώνουν
ακριβά για να εφευρίσκουν διαρκώς τρόπους για να κρατούν τους φτωχούς
κολλημένους στη φτώχεια τους.
Tschaikowskys Zuckerfee hängt die Spitzenschuhe an den Nagel – sie swingt jetzt mit Uwaga! um die Wette. Das Crossover-Quartett bringt barocke Menuette zum Grooven und macht Mahler und Mozart mit Disco-Helden bekannt. Das WDR Funkhausorchester wagt sich mit den vier Grenzgängern auf die Tanzfläche – ein irrwitzig-anarchischer Streifzug durch die Musikgeschichte.
Live aus dem Funkhaus Wallrafplatz, Köln.
00:00:00 Intro
00:08:42 Toccata und Ritornell, aus: - L'Orfeo - Claudio Monteverdi / D. Stevens (Bearb.)
00:10:54 Moderation
00:14:42 Doppelkonzert / Zwei Gitarren - J. S. Bach / M. Maurer, C. Dellacher (Arr.)
00:28:11 Reggae-Violinkonzert - W. A. Mozart / Bob Marley u.a.
00:35:57 Moderation
00:39:51 Scherzo, aus: Ein Sommernachtstraum - Felix Mendelssohn Bartholdy
00:45:14 Pathétique Prodigy - Ludwig van Beethoven / The Prodigy u.a.
00:55:53 PAUSE
01:19:15 Moderation
01:22:50 Siegfried-Idyll - Richard Wagner / C. Dellacher, M. Maurer (Arr.)
01:32:31 Clair de Lune - Claude Debussy / J. Hinz (Arr.)
01:38:29 Moderation
01:43:42 Blackbird - J. Lennon, P. McCartney / C. König (Arr.)
01:51:27 Smooth Criminal - Michael Jackson / C. König (Arr.)
01:59:17 Moderation
02:04:37 Around the world - Daft Punk / C. König (Arr.)
02:14:21 Moderation
02:15:34 Zugabe: Hora Transilvania - G. Dinicu / M. Maurer, M. Nisic (Arr.)
Mitwirkende:
Uwaga!
WDR Funkhausorchester
David Brophy, Leitung
Federico Bresciani, Moderation
"In my next life I want to live my life backwards. You start out dead
and get that out of the way. Then you wake up in an old people's home
feeling better every day. You get kicked out for being too healthy, go
collect your pension, and then when you start work, you get a gold watch
and a party on your first day. You work for 40 years until you're young
enough to enjoy your retirement. You party, drink alcohol, and are
generally promiscuous, then you are ready for high school. You then go
to primary school, you become a kid, you play. You have no
responsibilities, you become a baby until you are born. And then you
spend your last 9 months floating in luxurious spa-like conditions with
central heating and room service on tap, larger quarters every day and
then Voila! You finish off as an orgasm!"
*************************************************
Γούντι Άλλεν ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
"Στην επόμενη ζωή μου θέλω να ζήσω ανάποδα.
Ξεκινάς από νεκρός και έτσι γλιτώνεις το θάνατο.
Μετά ξυπνάς σε ένα γηροκομείο και αισθάνεσαι κάθε μέρα όλο και καλύτερα.
Σε πετάνε κλωτσηδόν από το γηροκομείο γιατί είσαι μια χαρά. Πηγαίνεις
και εισπράττεις την σύνταξή σου και μετά, όταν αρχίζεις να δουλεύεις,
σου χαρίζουν δώρο ένα χρυσό ρολόι και κάνουν πάρτι προς τιμήν σου , για
την πρώτη σου μέρα στην εργασία .
Δουλεύεις τα επόμενα 40 χρόνια μέχρι να γίνεις αρκετά νέος και να χαρείς την απόσυρσή σου.
Κάνεις πάρτι, πίνεις αλκοόλ και γενικά είσαι ‘μπερμπάντης’. Ύστερα είσαι έτοιμος για το γυμνάσιο.
Μετά πας στο δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις. Δεν έχεις ευθύνες,
γίνεσαι βρέφος, μέχρι τη στιγμή που έρχεσαι στο φως. Μετά περνάς 9 μήνες
κολυμπώντας σε ένα πολυτελές σπα με όλες τις ανέσεις, κεντρική θέρμανση
και πλήρη εξυπηρέτηση, μεγαλύτερο χώρο κάθε μέρα και –τέλος- Ιδού:
τελειώνεις ως οργασμός!!.."
«Ένα
μεγάλο μέρος όσων θέλουμε να πετύχουμε στη χώρα εξαρτάται θεμελιωδώς
από την παρέμβαση ενός συνόλου θεσμών πολύ εχθρικών, ιδιαιτέρως των
πανεπιστημίων. Που ελέγχουν τη γνώση στις κοινωνίες μας, που ελέγχουν
την αλήθεια, που ελέγχουν αυτό που ονομάζουμε ψεύδος. Και τα οποία
παράγουν έρευνες που δίνουν αξιοπιστία σε μερικές από τις γελοιωδέστερες
ιδέες. [...] Νομίζω ότι αν θέλουμε να κάνουμε κάτι για τη χώρα μας και
για τους ανθρώπους που ζουν σε αυτή πρέπει να τα βάλουμε ειλικρινά και
επιθετικά με τα πανεπιστήμια αυτής της χώρας».
Αυτά
είπε σε πρόσφατη ομιλία του ο Τζέι Ντι Βανς, αντιπρόεδρος του Τραμπ,
κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά των... αμερικανικών πανεπιστημίων.
Ειδικότερα, η κυβέρνηση Τραμπ τα έχει βάλει με τις κοινωνικές επιστήμες,
με τις κλιματικές επιστήμες αλλά και με τις επιστήμες υγείας. Χιλιάδες
επιστήμονες που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα αναζητούν στέγη
στο εξωτερικό. Το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, ο μεγαλύτερος ερευνητικός
φορέας στον τομέα της υγείας, απέλυσε μόλις 2.000 άτομα, ενώ το Χάρβαρντ
πάγωσε όλες τις προσλήψεις μέχρι νεωτέρας καθώς τα κρατικά κονδύλια
στην παιδεία κόβονται στη μέση.
Την ίδια
στιγμή, στις 10 Φεβρουαρίου, με διάταγμα Τραμπ, διατάχτηκε το σβήσιμο
όλων των ηλεκτρονικών κειμένων σε κυβερνητικές ιστοσελίδες (κυρίως των
υπουργείων Παιδείας, Υγείας, Εργασίας και Γεωργίας) που περιέχουν καμιά
25αριά συγκεκριμένες λέξεις, ενώ κατόπιν, σε οδηγίες προς το Εθνικό
Κέντρο Επιστημών (National Science Foundation), οι λέξεις έγιναν 120. Σε
αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο οι συνήθεις ύποπτες (τρανς, γκέι,
διεμφυλικός κ.λπ.), ούτε μόνο λέξεις που αφορούν την κλιματική αλλαγή
που ο Τραμπ αρνείται, αλλά και λέξεις όπως: ρατσισμός, φεμινισμός,
αλτρουισμός, στερεότυπα, προνόμιο, αδικία! Γεγονός που δείχνει ξεκάθαρα
το ιδεολογικό στίγμα του νέου καθεστώτος. Καταργούν δε από τις
ιστοσελίδες ακόμα και «ύποπτες» φωτογραφίες. Μέσα στην υστερία τους
κατάργησαν και γνωστή φωτογραφία του αεροπλάνου Enola Gay που έριξε την
πυρηνική βόμβα στη Χιροσίμα. Ενώ το όνομα το είχε δώσει ο πιλότος για να
τιμήσει τη μητέρα του Enola Gay Tibbets, η φωτογραφία αποσύρθηκε από
επίσημα σάιτ γιατί είναι ευκρινής η λέξη... Gay.
Τα
χιλιάδες κείμενα ιστοσελίδων που περιείχαν τέτοιες λέξεις και
φωτογραφίες καταργήθηκαν και όταν κάποιος αναζητήσει τους αντίστοιχους
συνδέσμους, πέφτει πάνω σε ένα Page not found, error 404. Το όλο
εγχείρημα βαφτίστηκε από τους δράστες «Big Delete» (Μεγάλη Εξάλειψη) και
συνιστά το πρώτο μεγάλο αουτονταφέ της ηλεκτρονικής εποχής. Τα
περισσότερα ελληνικά μίντια φαίνεται ότι δεν έχουν καταλάβει τίποτα και
εστιάζουν μόνο στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ, την ώρα που αυτά που
γίνονται εντός των ΗΠΑ είναι πολύ συγκλονιστικότερα. Μόλις χθες έγινε
γνωστό επίσης ότι το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων κλείνει τα δημόσια μέσα
ενημέρωσης του εξωτερικού (λ.χ. Voice of America), οι δημοσιογράφοι
τίθενται σε αργία και τους αφαιρούνται δημοσιογραφικές ταυτότητες και
επαγγελματικά τηλέφωνα.
Αναπόφευκτα θα
επανέλθουμε. Προσθέτουμε ωστόσο ήδη ότι απρόσμενα στην περίπτωση των
σημερινών ΗΠΑ οι μυθιστορηματικές προβλέψεις του Όργουελ επαληθεύονται
πλήρως.
(θρησκεία) δημόσια εκδήλωση κατά την οποία οι αιρετικοί που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο στην πυρά από την Ιερά Εξέταση όφειλαν να δηλώσουν την πίστη τους ώστε να εξαγοράσουν τις ψυχές τους στον άλλο κόσμο
Gabriel García Márquez: «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»
«Την ημέρα που θα τον σκότωναν, ο Σαντιάγο Νασάρ σηκώθηκε στις
πεντέμισι το πρωί, για να περιμένει το βαπόρι που θα έφερνε τον
επίσκοπο». Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημά του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
δικαιώνοντας και τον τίτλο αυτού, Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Η εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος, το οποίο συνέβη σ’ ένα χωριό
στην Κολομβία της Λατινικής Αμερικής, είναι το θέμα και η πλοκή του
βιβλίου. Σύμφωνα με το γεγονός αυτό, το ίδιο βράδυ του γάμου του
Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν, η νύφη, Ανχέλα Βικάριο, επιστρέφει στο πατρικό της
διότι ο γαμπρός τη βρήκε ατιμασμένη. Στην οικογένειά της ομολογεί πως
εραστής της ήταν ο Σαντιάγο Νασάρ. Τα δίδυμα αδέλφια της, Πέδρο και
Πάμπλο Βικάριο, με τα μαχαίρια της δουλειάς –έσφαζαν γουρούνια– ξεκινούν
για να ξεπλύνουν με το αίμα του Νασάρ την τιμή και την ντροπή της
οικογένειάς τους.
Το πρωινό της ημέρας εκείνης, που θα ξημέρωνε μετά τον γάμο, ο
επίσκοπος χωρίς να κατέβει στο λιμάνι θα σταματούσε το βαπόρι και από
εκεί μακριά –εν πλω– θα τους έστελνε τις ευλογίες του… Ούτε ο ίδιος ο
Σαντιάγο Νασάρ είχε δει εκείνο το πρωινό το γράμμα που πέταξαν κάτω από
την πόρτα του, το οποίο τον προειδοποιούσε για τον σκοπό των Βικάριο.
Σαν ένας από μηχανής θεός να οδηγούσε όλους όχι στη λύση του δράματος,
αλλά στην τέλεση του εγκλήματος.
Με ήδη γνωστό το θέμα και την κατάληξή του, ξεκινά μ’ έναν τρόπο
ανατρεπτικό ο συγγραφέας και αφηγητής την εξιστόρησή του, με τη μαρτυρία
της Πλασίδα Λινέρο, για να κάνει την ανατομία ενός προαναγγελθέντος
θανάτου. Μιας μάνας που είκοσι επτά χρόνια μετά περιγράφει την ημέρα
εκείνη, του τότε είκοσι ενός έτους Σαντιάγο Νασάρ. Εν συνεχεία, ο
αφηγητής συνομιλεί με όλους τους συγχωριανούς, για να καταθέσουν και
αυτοί τη δική τους μαρτυρία. Συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου.
Με στοιχεία της προσωπικότητάς του, του δημοσιογράφου και λογοτέχνη,
στήνει μια αριστουργηματική αρχιτεκτονική της πλοκής, προβάλλοντας πρώτα
το έγκλημα και μετά την αιτία, ενώ ταυτόχρονα μέσα από τα στοιχεία αυτά
αναπαριστά και την τοιχογραφία της κοινωνίας την οποίαν συνθέτουν. Μιας
κοινωνίας σε σύγχυση, αμηχανία και ουσιαστική απραξία, αφού κανείς δεν
έτρεξε, δεν πρόλαβε, δεν εμπόδισε, δεν σταμάτησε το κακό. Ήθελε, άραγε;
Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο γιατί ορθώνεται από τις πρώτες
σελίδες, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης, γεμίζοντας αγωνία αν και ξέρει, να
θέλει να χωθεί μέσα στις αράδες και να τρέξει πιο γρήγορα απ’ όλους και
να προλάβει να συναντήσει τον Σαντιάγο Νασάρ, να τον ειδοποιήσει να μην
επιστρέψει σπίτι του, ή να καθυστερήσει τους Βικάριο να μην προλάβουν να
τον συναντήσουν, να τους αρπάξει/αφαιρέσει και τα δεύτερα
καλοτροχισμένα μαχαίρια τους, να τους πιάσει συζήτηση, να τους μεθύσει
να ξεχάσουν τι έχουν σχεδιάσει να κάνουν, να…
Ωστόσο, μετά τον γάμο, ο κόσμος έτρεξε στην πλατεία δίνοντας την
εικόνα της αρένας στο Κολοσσαίο, όπου σαν από τις κερκίδες θα φώναζε
στον μελλοθάνατο. Όπως και έκανε, φέρνοντας σύγχυση στον Σαντιάγο με τις
διαφορετικές προτροπές. Κραυγές, οι οποίες φτάνουν και στα αυτιά του
αναγνώστη, σαν «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Δίνοντας την εικόνα μίας
κοινωνίας βίαιης, η οποία εγκληματούσε αποσυρόμενη, θέλοντας να σκοτώσει
τελικά. Τον έρωτα! Πάνω σε αυτόν –τον έρωτα– η κοινωνία είχε χτίσει
τους γάμους, την τιμή της οικογένειας, την αντρειοσύνη των ανδρών, που
τότε μόνο άξιζαν να τους παντρευτούν οι αγαπημένες τους. Ήταν κτήμα και
τρόπαιο ο ένας του άλλου.
Με αντικειμενική γραφή, στέκει σε απόσταση από το
κείμενο παραθέτοντας συνεχώς στοιχεία, σαν ένα άριστο δημοσιογραφικό
ρεπορτάζ, αφήνοντας τη συγγραφική του φαντασία να προσθέσει τη γοητεία.
Ο Σαντιάγο Νασάρ πέθανε Ιανουάριο, την πρώτη εβδομάδα του χρόνου,
ημέρα Δευτέρα. Όλα ήταν πρώτα, γιατί και αυτός είχε διαπράξει έγκλημα σε
πρώτο βαθμό. Έγκλημα εναντίον όλων. Κατέρρεαν οι αξίες τους, τα θεμέλια
της κοινωνίας τους. Κατέρρεαν οι ίδιοι.
Ο συγγραφέας/αφηγητής, χωρίς να γίνεται μελό, κεντρίζει τον αναγνώστη
συναισθηματικά. Περιγράφει τον Σαντιάγο Νασάρ με το λευκό κυριακάτικο
κοστούμι του, χαρούμενο, φιλειρηνικό, εγκάρδιο, προκαλώντας τη συμπάθεια
του αναγνώστη, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να νιώθει τα πλήγματα και
αυτός. Σε αντιδιαστολή, φέρνει τους δίδυμους Βικάριο μεθυσμένους,
ντυμένους ακόμη με τα μαύρα κοστούμια του γάμου, να περιφέρονται στους
δρόμους κραδαίνοντας τα τροχισμένα μαχαίρια και με την εικόνα αυτή να
γίνονται η προσωποποίηση της βίας. Όλοι ήξεραν αυτό που επρόκειτο να
συμβεί. Δεν το απέτρεψε κανείς!
Με αντικειμενική γραφή, στέκει σε απόσταση από το κείμενο
παραθέτοντας συνεχώς στοιχεία, σαν ένα άριστο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ,
αφήνοντας τη συγγραφική του φαντασία να προσθέσει τη γοητεία. Η γραφή
του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ποικίλλει. Σε μερικές ενότητες εμφανίζεται
πλουμιστή σαν κέντημα, όπου κάθε ουσιαστικό έχει ένα επίθετο, και αλλού
γίνεται αδυσώπητα ρεαλιστική για να περιγράψει τη βαρβαρότητα του
εγκλήματος, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει τις μαχαιριές των Βικάριο
να χώνονται και στο δικό του σώμα. Αλλού, πάλι, βυθίζει τον αναγνώστη
στα συναισθήματα για να δει τα πάντα σε βάθος, αν και ο ίδιος
αφηγούμενος στέκει σε απόσταση από αυτά. Τι τέχνη!
Και μέσα απ’ όλα αυτά ωθεί τον αναγνώστη να δει μια κοινωνία «αθώα»
να εγκληματεί, εκδικούμενη τον έρωτα δύο νέων. Είχαν παραβιάσει τους
νόμους. Και η παραβίασή τους κατέστρεφε τη συνοχή της, με αποτέλεσμα 27
χρόνια μετά η κοινωνία αυτή να αφηγείται το γεγονός με την ίδια ένταση
σαν να ήταν χθες. Νόμοι, τους οποίους θέσπισαν οι κάτοικοι της κοινωνίας
αυτής για να ασκούν την εξουσία τους πάνω στους άλλους. Κοινωνία βίαιη
που παρέμεινε στο χθες, διότι οι πολίτες της δεν είχαν μάθει να
σκέπτονται αλλιώς. Δεν άλλαξαν!
Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου είναι ένα
αριστουργηματικό λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο περιγράφει ένα έγκλημα,
όπου τίθεται σε προτεραιότητα η τέχνη της γραφής, με αποτέλεσμα να
χάνεται η βαρύτητα από το τέλος που είναι εξαρχής γνωστό. Δομή, πλοκή
και ανάπτυξη στοιχείων βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία, για να δώσουν
στον συγγραφέα τη θέση που του ανήκει. Του νομπελίστα!
Ο
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, θεωρείται
ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχει
βραβευτεί για το σύνολο του έργου του, μέσα στο οποίο η πλούσια φαντασία
της γραφής του και ο ρεαλισμός βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου
γράφτηκε το 1981 και είναι βασισμένο στην πραγματική ιστορία του
συγχωριανού του, Καγιετάνο Χιμένες. Όμως, η τέχνη της καταγραφής του
γεγονότος είναι όλη δική του!
Η μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου προσφέρει την απρόσκοπτη ανάγνωση
κάνοντας το κείμενο να ρέει, μεταφέροντας ταυτόχρονα και την αύρα του
συγγραφέα.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου Ψυχογιός 136 σελ. ISBN 978-618-01-2719-5 Τιμή €11,10
******************************************
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ
Cronaca di Una Morte Annunciata /Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1987)
Το
Chronicle of a Death Foretold είναι μια δραματική ταινία σε σκηνοθεσία
σε διασκευή του Tonino Guerra από την ομώνυμη νουβέλα του
βραβευμένου με Νόμπελ Κολομβιανού συγγραφέα Gabriel García Márquez.
Πρωταγωνιστούν οι Rupert Everett, Ornella Muti, Anthony Delon και Gian
Maria Volonté.