
Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Παπαζαφειρίου «Παλιό χώμα» (εκδ. Νήσος). Εικόνα: Η εύρεση του Αντίνοου Δελφών.
Γράφει ο Κώστας Αρκουδέας
Το μυθιστόρημα Παλιό χώμα
του Γιώργου Παπαζαφειρίου είναι ένα έξυπνα δομημένο βιβλίο, που
εναλλάσσεται ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, το τότε και το τώρα, σε
σημείο που ξεχνάς διαβάζοντάς το ότι τις δύο ιστορίες τις χωρίζουν
σχεδόν 24 αιώνες. Επαναλαμβάνω, είκοσι τέσσερις αιώνες.

Οι χαρακτήρες είναι άψογα σμιλεμένοι, με έντονο μυθοπλαστικό
ενδιαφέρον. Ο αρχαιολόγος Νίκος και η ομάδα του, ο εργάτης και φίλος του
Κωστής, ο Στέλιος, ο Φίλιππος και οι άλλοι χρωματίζουν τον καμβά της
ανασκαφής που γίνεται κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Εδώ η αρχαιολογία δεν
έχει τίποτα ρομαντικό, έχει μονάχα ιδρώτα και σκόνη στους σαράντα
τόσους βαθμούς, σ’ έναν τόπο άγονο που ψήνεται από τη ζέστη.
Η ιστορική αναδίφηση γίνεται με τρόπο απλό και κατανοητό, μέσα από
καθημερινές ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων της αρχαιότητας, γεγονός που
τους κάνει πολύ οικείους. Είναι άνθρωποι του μόχθου, βοσκοί και αγρότες
στις περιοχές γύρω από τις Αιγές, αλλά και άνθρωποι της αγοράς,
επιπλοποιοί, κεραμοποιοί, τεχνίτες μέσα στην πόλη. Η ελίτ κάνει την
εμφάνισή της μέσω του αρχιτέκτονα που αναλαμβάνει να φτιάξει το σπίτι
του βετεράνου Άδυτου, ενώ η ιερατική κάστα δηλώνει την παρουσία της μέσα
από την αρχιέρεια της Μεγάλης Θεάς, που έχει καταλυτική όσο και
θεραπευτική επίδραση στα τραύματα (εσωτερικά και εξωτερικά) της νεαρής
Φίλας. Οι βασιλείς και οι άρχοντες απουσιάζουν. Ο Αντίπατρος, που εκείνη
την εποχή κυβερνούσε, και ο Περδίκκας, ο σωματοφύλακας του Αλέξανδρου
που σφετεριζόταν τον θρόνο, είναι φιγούρες μακρινές, σκιές που προκαλούν
τρόμο στους απλούς ανθρώπους.
Εκτός από τους δύο κεντρικούς ήρωες, τον βετεράνο της εκστρατείας του
Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, τον Άδυτο, που επιστρέφει στο σπίτι
του στις Αιγές, και τον αρχαιολόγο Νίκο, που ανακαλύπτει μέσα από την
ανασκαφή το σπίτι του Άδυτου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ποιοι είναι αυτοί; Ο Φιλώτας, πρώτος απ’
όλους, συμπολεμιστής και φίλος του Άδυτου, που δεσπόζει με την πληθωρική
παρουσία του. Έπειτα, το δίβουλο ζευγάρι του Τιμοκλή και της Ξενίας,
που οργανώνουν τη συνωμοσία έχοντας μάθει να κινούνται στα παρασκήνια. Ο
κομπορρήμονας Νικάνορας, ολέθριος γείτονας με την ανοησίες και τα
μεθύσια του, και η κόρη του Μυρτάλη, κολλητή της Φίλας, με τις διαφορές
που τις χωρίζουν να γίνεται ολοένα πιο αισθητές.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια παρένθεση: Οι δούλοι του σπιτιού, ο
Μνάσωνας και η Ζία, δεν παρουσιάζονται άψυχα ως κάποιοι απλοί υπηρέτες. Ο
συγγραφέας αποφεύγει τον σκόπελο της ταξικής αφήγησης δίνοντας φωνή
τόσο στον Μνάσωνα όσο και στη Ζία, η οποία συμπαραστέκεται στη Φίλα και
τη βοηθά να λύσει ένα σοβαρό πρόβλημα με κλεμμένα νομίσματα. Αυτό, και
κλείνει η παρένθεση.
Ο νεοελληνικός παραλογισμός
Υπάρχει ένα στοιχείο στο μυθιστόρημα με ιδιαίτερο συμβολισμό. Το
σπίτι των ελληνιστικών χρόνων που ανακαλύπτει ο αρχαιολόγος και η ομάδα
του μεταφέρεται πέτρα-πέτρα σε άλλο σημείο, καθώς από εκεί θα περάσει
ένας αγωγός αποχέτευσης και ο εργολάβος έχει θέσει βέτο. Ο νεοελληνικός
παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη, όπως
θυμόμαστε όλοι, με την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων στον
Σταθμό Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης, γεγονός που προκάλεσε τη μήνι των
κατοίκων.
Από την πλευρά του αρχαιολόγου Νίκου, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες
παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον. Εκτός από την ομάδα του και τον
φίλο του Κωστή, υπάρχει ο προϊστάμενός του, για τον οποίο ο Νίκος τρέφει
αμφιλεγόμενα αισθήματα, αλλά και μια ομάδα φαντασμάτων, όπως η μητέρα
του στη Αθήνα που νοσεί με άνοια και όλο λέει ότι θα πάει να τη δει και
όλο το αναβάλει. Ακόμα, η γυναίκα της ζωής του, η Έλλη, με την οποία
έχει χωρίσει αλλά δεν μπορεί να την ξεχάσει. Υπάρχει κι ένας σκύλος σε
ρόλο-κλειδί, ο «Φύλακας», που παραπέμπει ευθέως στον ομηρικό Άργο, τον
πιστό σκύλο του Οδυσσέα.
Μιας και μιλάμε για κλειδιά που ξεκλειδώνουν τις πόρτες της ιστορίας,
η φράση-κλειδί του βιβλίου είναι εκείνη που λέει ο αξιωματούχος στον
εαυτό του μετά το φονικό. «Τον κακομοίρη», μονολογεί. «Γλίτωσε από τα
τέρατα στην Ασία και τον φάγανε οι δικοί μας».
Εξαιτίας του ατυχήματός του αδυνατεί να πάρει μέρος στους πολέμους,
πράγμα που τον καθιστά αντι-πολεμική φυσιογνωμία, από εκείνες που
δυσκολεύεσαι να ξεχάσεις.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν είναι μόνο αυτοί που αναφέραμε. Είναι
και πολλοί άλλοι. Προσωπική μου συμπάθεια είναι ο νεαρός Ερμείας.
Πανύψηλος και άχαρος, με έφεση στις γκάφες, διαχειρίζεται ένα μαγαζί με
εξαίρετο ντόπιο κρασί, στο οποίο εργάζεται και η καλλονή αδερφή του, η
Ευούλη. Ο Ερμείας συμπαθεί τη γυναίκα του βετεράνου, τη Βερεννώ, τον
συμπαθεί κι εκείνη, ενώ βρίσκει το όνομα της κόρης τους Φίλας πολύ
όμορφο χωρίς να την έχει ακόμα συναντήσει. Ο Ερμείας είναι σκουντούφλης,
γλυκός, τρυφερός, με χρυσή καρδιά, ένας ολοζώντανος δευτερεύων
χαρακτήρας. Σχεδόν τον βλέπεις να περπατά μπροστά σου. Είχε ένα ατύχημα
στην στρατιωτική του εκπαίδευση, γι’ αυτό και κουτσαίνει, πράγμα που τον
στενοχωρεί – δεν θέλει να τον θεωρούν ανίκανο. Εξαιτίας του ατυχήματός
του αδυνατεί να πάρει μέρος στους πολέμους, πράγμα που τον καθιστά
αντι-πολεμική φυσιογνωμία, από εκείνες που δυσκολεύεσαι να ξεχάσεις. Στο
τέλος, ο Ερμείας κάνει μια κίνηση που εκπλήσσει τους πάντες και
ανατρέπει τα πάντα.
Όλοι αυτοί συγκροτούν μια πινακοθήκη προσώπων, αρχαίων και σύγχρονων,
μια τοιχογραφία που δείχνει ότι στο πέρασμα του χρόνου ο άνθρωπος
παραμένει κατά βάθος ίδιος. Το ίδιο παλιό χώμα πατάμε όλοι. Η ίδια
γλυκόπικρη γεύση μένει στα χείλη όλων μας, σαν εκείνη που μένει στον
αναγνώστη όταν διαβάζει την τελευταία αράδα του μυθιστορήματος.
Ο Γιώργος Παπαζαφειρίου έφυγε πέρσι από τη ζωή σε ηλικία 51 ετών. Σε
μια από τις τελευταίες συζητήσεις που κάναμε, τον ρώτησα ποιο ήταν το
νόημα πίσω από την ιστορία που είχε γράψει.
«Η ελπίδα είναι το νόημα, φίλε», μου απάντησε. «Η μοναξιά και η
ελπίδα. Οι δύο έννοιες διαδέχονται η μία την άλλη, και στο τέλος
διαφαίνεται μια χαραμάδα ελπίδας. Η ελπίδα είναι η σκέψη ότι μια μέρα θ’
ανοίξεις το παράθυρο και θα μπει μέσα φρέσκος αέρας. Ότι θα ρίξεις μια
ματιά έξω και θα δεις τον ήλιο να λάμπει. Μπορεί ν’ ακούγονται κλισέ όλ’
αυτά, αλλά το μυστικό βρίσκεται εκεί, στα μικρά και καθημερινά
πράγματα. Σε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα γεμάτη ήχους και χρώματα».
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ είναι συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Μυστική Ιθάκη» αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 212-213)
Όταν βούτηξε στο παγωμένο νερό, τον πλημμύρισε μια αίσθηση ευφορίας.
Δεν είναι όλα τα νερά όμοια. Άλλα είναι στιφά, άλλα καθαρά και
κρυστάλλινα, άλλα βρόμικα και λασπώδη, άλλα με όξινη γεύση από τη ζύμωση
των βρύων και των λειχήνων.
Τα είχε δοκιμάσει όλα στα χρόνια της εκστρατείας. Αυτό, όμως, ήταν το
νερό της πατρίδας του. Του πήρε καιρό να το συνηθίσει εκ νέου. Όταν το
έπινε, του άφηνε στην αρχή μια ακαθόριστη γεύση, βαριά και μεταλλική.
Τώρα το είχε μάθει και του άρεσε. Έσκυψε και ήπιε μερικές γουλιές. Στο
σημείο όπου στεκόταν, οι κροκάλες και οι μεγαλύτερες πέτρες στις όχθες
του ρέματος ήταν πράσινες, γλιστερές, ενώ οι κορμοί των αιωνόβιων
δέντρων λόξευαν από πάνω τους. Οι ανάγλυφοι όγκοι τον έκρυβαν από τα
μάτια των άλλων.
Τουρτουρίζοντας από τη δροσιά, βυθισμένος στο νερό ως τη μέση,
μπορούσε να δει λίγο ψηλότερα την καλύβα των δούλων του και παραδίπλα τη
στάνη με τις κατσίκες. Διέκρινε τη Ζία, με τη μεγάλη υδρία στο κεφάλι,
να επιστρέφει αργά στο σπίτι. Στην άκρη της στάνης βρισκόταν ο Μνάσων
και κάτι τής έλεγε. Ο γέρος, μια ισχνή φιγούρα κόντρα στον ουρανό,
στεκόταν με δυσκολία στα πόδια του. Τα χέρια του έτρεμαν. Σε αντίθεση με
τη Θρακιώτισσα, η εικόνα του είχε χειροτερέψει. Ο Άδυτος τον είδε να
μπαίνει τρεκλίζοντας στο καλύβι του, και βούτηξε το κεφάλι του στο νερό
για να το καθαρίσει από τις δυσάρεστες σκέψεις.
Ω, πόσο καλύτερα ήταν εδώ, χωρίς τα χλιαρά σταχτόνερα, τα λάδια και
τα γυναικεία μυροδοχεία. Το δέρμα του είχε γλειφτεί από τον ήλιο και το
αλάτι. Τα πάντα γλιστρούσαν και έφευγαν από πάνω του. Είχε γίνει σαν
εκείνα τα γυαλιστερά δέρματα που φορούσαν οι καβαλάρηδες στη Σογδιανή
και τη Γεδρωσία.
Σιχαινόταν τους τοξότες που σε κάρφωναν και εξαφανίζονταν βγάζοντας
ιαχές ζώων. Ποτέ του δεν χώνεψε αυτό το άτιμο όπλο. Είχε χάσει πολλούς
συντρόφους του από δαύτο, πάνω από όλους τον Αθηναίο. Ο Αθηναίος, μαζί
με τον νεαρό Πέρση, ήταν οι μεγαλύτερές του απώλειες: δύο πληγές που ο
χρόνος αδυνατούσε να επουλώσει.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Παπαζαφειρίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1973 και
σπούδασε αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου
ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές και απέκτησε το διδακτορικό του
δίπλωμα με ειδίκευση στη ρωμαϊκή γλυπτική. Συμμετείχε σε πολλές
ανασκαφές στον βορειοελλαδικό χώρο, στη Χαλκιδική, στη Θεσσαλονίκη και
αλλού.

Η πανεπιστημιακή ανασκαφή της Βεργίνας στάθηκε η πρώτη του γνωριμία
ως φοιτητή με τον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών, όπου ξαναγύρισε και
ανέσκαψε τμήματα του οικιστικού ιστού της αρχαίας πόλης (2013–2021).
Εργαζόταν ως αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας. Οι μεγάλες
του αγάπες ήταν η εναλλακτική ροκ μουσική και η καλή λογοτεχνία.
Απεβίωσε τον Απρίλιο του 2024 σε ηλικία 51 ετών.